Λινάρι
Το λινάρι επιστ. Λίνον (Linum) είναι Αγγειόσπερμο, ποώδες, δικότυλο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λινώδη και στην οικογένεια Λινοειδή με 230 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών και των περιοχών της Μεσογείου.
Λινάρι | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Λίνον το χρησιμώτατον (Linum usitatissimum)
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Linum usitatissimum L. | ||||||||||||||
Είδη | ||||||||||||||
Δείτε κείμενο |
Το λινάρι καλλιεργείται για τις κλωστικές ίνες του από τις οποίες κατασκευάζονται λινά νήματα κι υφάσματα, αλλά και για τον λιναρόσπορο και το λινέλαιο που είναι πλούσια σε ω3.
Καταγωγή & εξάπλωση
ΕπεξεργασίαΗ καταγωγή του είναι από την Ασία και είναι ένα από τα αρχαιότερα κλωστικά φυτά. Δείγματα λινών υφασμάτων βρέθηκαν σε ανασκαφές σε άριστη κατάσταση και χρονολογούνται από τη νεολιθική εποχή. Στην Αίγυπτο το 3400 π.Χ. κατασκεύαζαν υφάσματα και ρούχα από λινάρι. Στις πυραμίδες μερικές από τις μούμιες ήταν τυλιγμένες με λεπτές λωρίδες από λινό ύφασμα. Από την Αίγυπτο το λινάρι διαδόθηκε στις άλλες χώρες της Μεσογείου και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Χαρακτηριστικά
ΕπεξεργασίαΤο λινάρι είναι ετήσιο φυτό και οι κυριότερες ποικιλίες του είναι δύο. Αυτές που καλλιεργούνται για τις ίνες τους και λέγονται κλωστικές και αυτές που καλλιεργούνται για τους σπόρους τους από τα οποία βγαίνει ένα είδος λαδιού, το λινέλαιο. Οι τελευταίες λέγονται ελαιοδοτικές ποικιλίες. Το ύψος του φυτού στις κλωστικές ποικιλίες φτάνει το 1,5 μέτρο, ενώ στις ελαιοδοτικές το ένα.
Τα άνθη του έχουν πέντε πέταλα και είναι χρώματος γαλάζιου ή μπλε, σπανιότερα λευκού ή απαλού ροζ. Τα φύλλα του είναι χωρίς μίσχο, λογχοειδή και πέφτουν όταν το φυτό ωριμάζει. Ο καρπός είναι κάψα και περιέχει 10 περίπου γυαλιστερά, ωοειδή σπόρια. Στο φλοιό του βλαστού υπάρχουν πολλές ίνες που τον σταθεροποιούν. Αυτές οι κλωστικές ίνες χρησιμοποιούνται στην κατασκευή νημάτων και υφασμάτων. Σε κάθε βλαστό υπάρχουν γύρω στις 40 δέσμες ινών και κάθε δέσμη έχει μήκος 25 έως 70 εκατοστά. Οι ίνες αποτελούνται από μεμονωμένα κυλινδρικά κύτταρα που συγκρατούνται μεταξύ τους από διάφορες κολλώδεις ουσίες.
Το λινάρι ευδοκιμεί σε εύκρατα κλίματα χωρίς μεγάλες και έντονες βροχοπτώσεις. Στις περισσότερες περιοχές το λινάρι φυτεύεται κάθε 5 χρόνια στο ίδιο χωράφι γιατί είναι ιδιαίτερα απαιτητικό στην άντληση θρεπτικών ουσιών από το έδαφος με συνέπεια την εξάντληση του εδάφους. Η συγκομιδή γίνεται όταν πέσουν τα φύλλα ένα περίπου μήνα μετά την εμφάνιση των πρώτων ανθών. Γίνεται με μηχανικό ξερίζωμα και τα ξεριζωμένα φυτά τοποθετούνται σε ειδικούς χώρους μέχρι να ξεραθούν. Στη συνέχεια αποχωρίζονται τα περιττά σώματα και οι καρποί που περιέχουν τα ελαιώδη σπόρια και οι αποξηραμένοι βλαστοί γίνονται δεμάτια και προωθούνται για περαιτέρω επεξεργασία.
Στα ψυχρότερα κλίματα η κλωστή του λιναριού γίνεται λεπτή. Στα ζεστά κλίματα κάνει χοντρή κλωστή. Το πυκνοσπαρμένο λινάρι κάνει καλή (ψιλή) κλωστή, το μέτριο κλωστή και σπόρο και το αραιό σπόρο.
Χρήσεις
ΕπεξεργασίαΓια την εξαγωγή ινών το λινάρι πρέπει, αφού ξηρανθεί, να μπει για 8-10 ημέρες στο νερό να σαπίσει. Το σάπισμα ή μούσκεμα του λιναριού μπορεί να γίνει και μέσα σε βαλτόνερο, για να γίνει όμως καλύτερη η ποιότητα του πρέπει να μπει σε καθαρό νερό. Μπορεί ακόμα να μπει και σε χαντάκι που να τρέχει σιγανά νερό, γιατί αν τρέχει δυνατά η κλωστή του σκληραίνεται και χάνει το φίνο χρώμα της. Το νερό πρέπει να σκεπάζει το λινάρι. Το μούσκεμα του λιναριού γίνεται και σε αλμυρό νερό, αλλά οι ίνες δεν είναι τόσο καλής ποιότητας. Η κλωστή του λιναριού που μουσκεύεται σε στεκούμενο γλυκό νερό γίνεται πιο σταχτιά και πιο μαλακή, δηλαδή καλύτερη σε ποιότητα από τη κλωστή του λιναριού που σάπισε σε τρεχούμενο. Το ασβεστούχο ή σιδηρούχο νερό είναι ακατάλληλο. Στη συνέχεια απλώνεται 10-15 ημέρες στον ήλιο και όταν ξηρανθεί εντελώς διαχωρίζονται οι κλωστικές ίνες από τον φλοιό των φυτών. Οι κλωστικές ίνες του έχουν μεγάλη χρονική αντοχή, καλή στιλπνότητα και εύκολη επεξεργασία. Είναι ανθεκτικές στις διάφορες προσβολές από μύκητες και μικροοργανισμούς και ανθεκτικότερες από αυτές του βαμβακιού. Μπορούν ακόμα να αποχρωματιστούν αλλά η βαφή τους είναι δύσκολη γιατί δεν διαπερνώνται εύκολα.
Τα υφάσματα που παράγονται από το λινάρι είναι τα γνωστά λινά υφάσματα, εξαιρετικής ποιότητας. Οι ίνες του λιναριού έχουν μικρή ελαστικότητα και σκληρή υφή και είναι η αιτία που τα λινά υφάσματα τσαλακώνονται εύκολα και το σιδέρωμα τους είναι πολύ δύσκολο. Με ειδικές επεξεργασίες το πρόβλημα αυτό ελαττώνεται. Τα λινά ρούχα είναι εξαιρετικά δροσερά επειδή το λινάρι έχει τη δυνατότητα να απορροφά και να απελευθερώνει υγρασία. Τα υφάσματα από λινάρι εκτός από την παραγωγή ρούχων χρησιμοποιούνται για την επένδυση των επίπλων. Κατώτερης ποιότητας λινάρια χρησιμοποιούνται στην κατασκευή σάκων και διάφορων μουσαμάδων. Τα υπολείμματα τους χρησιμοποιούνται στη χαρτοποιία στην κατασκευή χαρτιών πολυτελείας, επιστολογραφίας κ.λ.π.
Το δεύτερο σημαντικό προϊόν του είναι ο λιναρόσπορος[1], με σημαντικές διατροφικές και θεραπευτικές ιδιότητες γνωστές από την αρχαιότητα σε αναφορές από τον Ιπποκράτη, το Γαληνό κ.α. Ο λιναρόσπορος περιέχει 25-40% λινέλαιο. Το χρώμα του είναι κίτρινο, η θερμοκρασία πήξεώς του είναι οι -20 βαθμοί Κελσίου. Τα κατάλοιπα μετά την εξαγωγή του λινελαίου χρησιμοποιούνται ως προσμίξεις σε ζωοτροφές.
Το λινέλαιο με την προσθήκη διαφόρων αλεύρων χρησιμοποιείται ως κτηνοτροφή αφού είναι πλούσιο σε ιχνοστοιχεία. Επίσης στη φαρμακευτική σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού και του στομάχου καθώς και στην παρασκευή διαφόρων αλοιφών.
Παραγωγή
ΕπεξεργασίαΗ Ρωσία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή λιναριού στον κόσμο με 250.000 τόνους ετησίως και πάνω από το ¼ της παγκόσμιας παραγωγής. Ακολουθούν η Γαλλία, η Λευκορωσία, η Ινδία και η Λιθουανία. Στην Ελλάδα η καλλιέργεια του είναι σε μικρή έκταση και περιορίζεται στη Μεσσηνία. Το κλίμα δεν ευνοεί τη παραγωγή ίνας καλής ποιότητας και η καλλιέργεια γίνεται κυρίως για την παραγωγή λιναρόσπορου. Εκτός από το Λίνον το χρησιμώτατον ή Λίνον το ωφελιμότατον[2] (Linum usitatissimum) στην Ελλάδα υπάρχουν γύρω στα 15 είδη που είναι αυτοφυή και είναι κοινώς γνωστά ως αγριολινάρια.
Ο λιναρόσπορος στη λαϊκή ιατρική
ΕπεξεργασίαΑν και σήμερα στην πράξη πολύ λίγο χρησιμοποιείται ο λιναρόσπορος για θεραπευτικούς σκοπούς, κατά το παρελθόν η χρήση του ήταν αρκετά διαδεδομένη. Η λαϊκή ιατρική, η οποία ανέδειξε πρώτη ως ένα βαθμό τις φαρμακευτικές ιδιότητες του λιναρόσπορου, σήμερα ενισχύεται από τη σύγχρονη ιατρική[εκκρεμεί παραπομπή], καθώς και από τη διατροφική έρευνα[εκκρεμεί παραπομπή] και αναδεικνύεται ο λιναρόσπορος και τα προϊόντα του ως πολύτιμα διατροφικά-φαρμακευτικά προϊόντα. Η χρήση του λιναρόσπορου σε πυώδη σπυριά υπό μορφή καταπλάσματος ήταν από τις πιο συνηθισμένες. Σαν υπακτικό, οι σπόροι έχουν και θεραπευτική επίδραση διότι ρυθμίζουν και τακτοποιούν τις κενώσεις[εκκρεμεί παραπομπή]. Το αφέψημα κάνει καλό στα βρογχικά, στην πνευμονία, στις πέτρες της χολής, στους ρευματικούς πόνους, καθώς και σε κάθε είδους φλεγμονές[εκκρεμεί παραπομπή].
Σε 100 γρ. λιναρόσπορου περιέχονται[3]
Θερμίδες | 534.0 (Kcal) |
Υδατάνθρακες | 28,8 γρ. |
Σάκχαρα | 1,5 γρ. |
Διαιτητικές ίνες | 27,8 γρ. |
Λίπη | 42,1 γρ. |
Πρωτεΐνες | 18,3 γρ. |
Θιαμίνη (Βιταμίνη Β1) | 1,6 mg |
Ριβοφλαβίνη (Βιταμίνη Β2) | 0,161 mg |
Νιασίνη (Βιταμίνη Β3) | 9,08 mg |
Παντοθενικό οξύ (Βιταμίνη Β5) | 0,985 mg |
Βιταμίνη Β6 | 0,473 mg |
Φολικό οξύ (Βιταμίνη Β9) | 0,0 mg |
Βιταμίνη C | 0,6 mg |
Σίδηρος | 5,73 mg |
Μαγνήσιο | 392,0 mg |
Φωσφόρος | 642,0 mg |
Κάλιο | 813,0 mg |
Ψευδάργυρος | 4,34 mg |
Ο λιναρόσπορος πηγή ω-3 λιπαρών οξέων
ΕπεξεργασίαΤο λινέλαιο είναι εύκολο στη χρήση του και η περιεκτικότητά του σε ω-3 είναι πολύ υψηλή. Το καθαρό λινέλαιο μπορεί να προστεθεί σε φαγητά. Είναι όμως προϊόν το οποίο οξειδώνεται και ταγγίζει πολύ γρήγορα και πρέπει να φυλάσσεται επιμελώς. Αν κατά την εξαγωγή του η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, μπορεί ορισμένα συστατικά του να υποστούν υποβάθμιση. Επί πλέον στο λινέλαιο δεν μεταφέρονται οι διαιτητικές ίνες καθώς και τα αντιοξειδωτικά του λιναρόσπορου. Ο λιναρόσπορος περιέχει πολλές βιταμίνες, ιδίως του συμπλέγματος Β.[4]
Είδη
ΕπεξεργασίαΜερικά από τα γνωστότερα είδη λιναριού είναι τα εξής:
- Linum viscosum (Λίνον το ιξώδες) Απαντάται σε ορεινές περιοχές της κεντρικής, νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 50-60 εκατοστά. Ανθοφορεί τον Ιούνιο μέχρι τον Ιούλιο.
- Linum grandiflorum (Λίνον το μεγανθές) Ιθαγενές της Αλγερίας, συναντάται όμως και σε άλλες περιοχές της Βορείου Αφρικής καθώς και στη Νότια Ευρώπη. Είναι ετήσιο φυτό με μεγάλα κόκκινα άνθη, λόγω των οποίων χρησιμοποιείται ευρέως ως καλλωπιστικό.
- Linum arboreum (Λίνον το δενδροειδές) Συναντάται στην Κρήτη, τα νησιά του Νότιου Αιγαίου και στη Νοτιοδυτική Τουρκία. Σε απόκρημνες περιοχές σε ασβεστούχο πέτρωμα, σχισμές βράχων και υψώματα,απότομες βραχώδεις πλαγιές, σπάνια σε φρύγανα βραχώδων λόφων (υψ. 0-2000 μ.).Θάμνος με βλαστούς λείους, μέχρι 1 μ. Φύλλα μήκους (5-)10-20 χιλ, σπαθιδοειδή, παχειά, με μια νεύρωση και σκληρά αλλά εύκαμπτα άκρα, συχνά σχηματίζοντας λίγο έως πολύ πυκνούς ρόδακες. Ταξιανθία συνήθως με λίγα άνθη, μεστή. Σέπαλα μήκους 5-8 χιλ., λογχοειδή,με αιχμηρή απόληξη, χωρίς περιφερειακό τρίχωμα. Πέταλα μήκους 12-18χιλ., κίτρινα. Κάψα ραμφοειδής, περίπου ίσου μήκους με τα σέπαλα. Ανθοφορεί από Ιανουάριο μέχρι Ιούλιο.
- Linum pubescens (Λίνον το χνοώδες) Ιθαγενές της ανατολικής Μεσογείου, ετήσιο είδος που ανθοφορεί την άνοιξη.
- Linum tenuifolium (Λίνον το λεπτόφυλλον) Φύεται στην κεντρική και νότιο Ευρώπη σε ξηρά και πετρώδη εδάφη. Είδος πολυετές, με ύψος 20-30 εκ. Ανθοφορεί τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα άνθη του έχουν χρώμα συνήθως λευκό ή ελαφρώς ιώδες.
- Linum leucanthum (Λίνον το λευκανθές) Απαντά στην Ελλάδα, στο Αιγαίο σε ορεινές και βραχώδεις περιοχές. Φέρει λευκά άνθη.
- Linum perenne (Λίνον το πολυετές) Επίσης Λίνον το σιβηρικόν (Linum sibiricum)[5]. Απαντά στην Ευρώπη και τη δυτική Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 60 εκ. Τα άνθη του έχουν χρώμα ωχρό κυανό. Χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό.
- Linum flavum (Λίνον το ξανθόν) Ιθαγενές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Φύεται σε ηλιόλουστες περιοχές, έχει περιορισμένες ανάγκες σε νερό. Τα άνθη του είναι κίτρινα.
- Linum catharticum (Λίνον το καθαρτικόν) Ιθαγενές είδος της κεντρικής Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Τα φύλλα του είναι πικρά και χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ως καθάρσιο λόγω της λινίνης που περιέχουν.
- Linum elegans (Λίνον το κομψόν) Απαντά στη Βαλκανική χερσόνησο σε βραχώδεις περιοχές. Φέρει κίτρινα άνθη. Περίοδος ανθοφορίας είναι οι καλοκαιρινοί μήνες.
- Linum capitatum (Λίνον το κεφαλωτόν) Ευδοκιμεί στη νοτιοανατολική Ευρώπη σε βραχώδεις ορεινές περιοχές σε υψόμετρο από 1000 μέχρι 2200 μέτρα. Ανθίζει Ιούνιο - Ιούλιο και φέρει πυκνά κίτρινα άνθη.
- Linum austriacum (Λίνον το αυστριακόν) Πολυετές ποώδες είδος με ξυλώδες ρίζωμα και με ύψος 10-60 εκατοστά. Απαντά στην Ευρώπη, Βόρειο Αφρική, Τουρκία, Ιράν, Καύκασο.
Επιπτώσεις
ΕπεξεργασίαΗ μακροχρόνια χρήση και η χρήση σε μεγάλες δόσεις του λιναρόσπορου μπορούν να προκαλέσουν γενετικές ανωμαλίες, λοιμώξεις, τραύματα στους όρχεις, ορμονική ανισορροπία.[εκκρεμεί παραπομπή] Επίσης: υπογονιμότητα, προβλήματα με την κινητικότητα σπέρματος ή τη μορφολογία.[εκκρεμεί παραπομπή]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Ο λιναρόσπορος – Γιατί είναι τόσο καλό για την υγεία σας;». e-diatrofi.org. 9 Φεβρουαρίου 2015.
- ↑ Το λινάρι: Linum usitatissimum (Λίνον το ωφελιμότατον)
- ↑ «Η θρεπτική αξία του λιναρόσπορου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2012.
- ↑ «Εφημερίδα Λαός». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2012.
- ↑ The plant list
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία