Η Μάχη του Φριγίδου (λατιν.: Frigidus), που ονομάζεται επίσης Μάχη του Φριγίδου ποταμού, διεξήχθη στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου 394 μεταξύ των στρατευμάτων του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ και του επαναστάτη αυγούστου Ευγένιου (βασ. 392–394 ), στα ανατολικά σύνορα της Ρωμαϊκής Ιταλίας. Ο Θεοδόσιος Α΄ κέρδισε τη μάχη και νίκησε τον σφετεριστή Ευγένιο και τον στρατηγό του Αρβογάστ, αποκαθιστώντας την ενότητα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το πεδίο της μάχης, στα Εμπόδια των Ιουλιανών Άλπεων (Claustra Alpium Iuliarum) κοντά στις Ιουλιανές Άλπεις, από τις οποίες είχε περάσει ο στρατός του Θεοδοσίου Α΄, ήταν πιθανότατα στην κοιλάδα Βιπάβα –με τον ποταμό Φριγίδο να είναι ο σύγχρονος Βιπάνα– ή πιθανώς στην κοιλάδα του Iζόντσο.

Η μάχη του Φριγίδου ποταμού από τον Janez Vajkard Valvasor (1689).
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα τέλη του 395, μετά τη μεταφορά από την Ανατολή της επισκοπής της Παννονίας (ανατολικά της Ιταλίας) στη Δυτική Αυτοκρατορία. Το 394, την εποχή της μάχης, αυτή η επισκοπή ήταν ακόμη μέρος της ανατολικής αυτοκρατορίας.

Ο Τιμάσιος, ο μάγιστρος του στρατού (magister militum), διοικούσε τον Θεοδοσιανό στρατό με τη βοήθεια του μαγίστρου και των δύο στρατών (magister utriusque militiae) Στιλίχωνα. Ο Αρβογάστ, προηγουμένως μάγιστρος του στρατού υπό τον κουνιάδο του Θεοδοσίου Α΄ και ανώτερο συναυτοκράτορα Βαλεντινιανό Β' (βασ. 375–392 ), διοικούσε τις δυνάμεις του Ευγένιου. (Ο Θεοδόσιος Α΄ είχε σύζυγο τη Γάλλα. αδελφή του Βαλεντινιανού Β΄). Ήταν ο Aρβογάστ που είχε σχεδιάσει την ανακήρυξη του Ευγένιου, μετά τον μυστηριώδη θάνατο του Βαλεντινιανού Β΄. Με ενισχύσεις από τους συμμάχους του Θεοδοσίου Α΄ μεταξύ των Γότθων με επικεφαλής τον Αλάριχο και τον Γαϊνά και από τον Βακούριο της Ιβηρικής, ο στρατός του Θεοδοσίου Α΄ νίκησε τον Ευγένιο, και ο Ευγένιος αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε. Ο Αρβογάστ αυτοκτόνησε μετά τη μάχη. Οι μάχες τερμάτισαν τον τρίτο εμφύλιο πόλεμο της βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄, όπου οι δύο πρώτοι έγιναν εναντίον του Μάγκου Μάξιμου (σφετεριστή το 383–388).

Στην εκκλησιαστική ιστορία, η μάχη μνημονεύτηκε ως η τελευταία, που περιλάμβανε έναν αύγουστο (τον σφετεριστή) που ήταν θιασώτης του ρωμαϊκού παγανισμού, αν και στην πραγματικότητα ο Ευγένιος δεν ήταν εθνικός (ειδωλολάτρης), αλλά χριστιανός. Η μεταθανάτια κατηγορία για ειδωλολατρία διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Tυράννιο Ρουφίνο, για να ενισχύσει τη φήμη του Θεοδοσίου Α', ο οποίος ήταν σθεναρός υποστηρικτής της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και της κρατικής εκκλησίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι εκκλησιαστικές ιστορίες απέδωσαν τη νίκη του Θεοδοσίου Α΄ στο Φριγίδο ποταμό σε θεϊκή παρέμβαση, και ο Ρουφίνος εξίσωσε τη σημασία της με τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας που είχε κερδίσει ο Κωνσταντίνος Α΄ επί του Μαξέντιου το 312.

Ιστορικό

Επεξεργασία
 
Χάρτης που δείχνει τον "ποταμό Φριγίδο" βορειοανατολικά της Aκυληίας.

Στις 15 Μαΐου 392, ο Δυτικός Αυτοκράτορας, Βαλεντινιανός Β', βρέθηκε νεκρός στην κατοικία του στο Βιέν της Γαλατίας. Ο μάγιστρος τού στρατού του, ο Φράγκος Αρβογάστ, ενημέρωσε τον Θεοδόσιο Α΄, τον Ανατολικό Αυτοκράτορα και γαμπρό επ' αδελφή του Βαλεντινιανού Β΄, ότι ο νεαρός Αυτοκράτορας είχε αυτοκτονήσει. Οι εντάσεις μεταξύ των δύο μισών της Αυτοκρατορίας οξύνθηκαν περαιτέρω εκείνο το καλοκαίρι. Ο Αρβογάστ έκανε πολλές προσπάθειες να έρθει σε επαφή με τον Θεοδόσιο Α΄, αλλά προφανώς καμία δεν έφτασε πέρα από τα αυτιά του επάρχου του πραιτωρίου της Ανατολής (πρωθυπουργού) Ρουφίνου. Οι απαντήσεις που έλαβε ο Aρβογάστ από τον Ρουφίνο δεν ήταν χρήσιμες. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος Α΄ άρχισε να πιστεύει ότι ο Βαλεντινιανός Β΄ είχε δολοφονηθεί, σε μεγάλο βαθμό επειδή η γυναίκα τού Θεοδοσίου Α΄, η Γάλλα ήταν πεπεισμένη ότι ο θάνατος τού αδελφού της προκλήθηκε από προδοσία. Από την πλευρά του, ο Aρβογάστ είχε λίγους φίλους στην ανατολική Αυλή, αν και ο θείος του Ριχομήρης ήταν αρχηγός του ανατολικού ιππικού. Καθώς φαινόταν όλο και πιο πιθανό, ότι όποια πορεία αποφάσιζε ο Θεοδόσιος Α΄, θα ήταν εχθρική προς τον Αρβογάστ, ο Φράγκος αποφάσισε να κάνει την πρώτη κίνηση.

Στις 22 Αυγούστου, ο Aρβογάστ ανακήρυξε τον Eυγένιο, τον μάγιστρο των γραφείων (magister scrinii) της Δυτικής Αυτοκρατορικής Αυλής, ή ανώτερο δημόσιο υπάλληλο, στον θρόνο της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ο Ευγένιος ήταν ένας αξιοσέβαστος μελετητής της ρητορικής και γηγενής Ρωμαίος, γεγονός που τον έκανε πολύ πιο αποδεκτό υποψήφιο για την πορφύρα από τον Φράγκο διοικητή. Η ένταξή του υποστηρίχθηκε από τον έπαρχο του πραιτωρίου της Ιταλίας, Νικόμαχο Φλαβιανό. Μερικοί συγκλητικοί, κυρίως ο Κ. Αυ. Σύμμαχος, ήταν ανήσυχοι με αυτή την ενέργεια. Επιπλέον, υπήρχε το θέμα τού θανάτου τού Βαλεντινιανού, το οποίο δεν είχε επιλυθεί ποτέ. Επιπλέον, ο Ευγένιος απομάκρυνε τους περισσότερους από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, που είχε αφήσει ο Θεοδόσιος Α΄ όταν είχε παραχωρήσει το Δυτικό μισό της Αυτοκρατορίας στον Βαλεντινιανό Β΄, έτσι ώστε ο Θεοδόσιος Α΄ είχε χάσει τον έλεγχο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όταν μια ομάδα δυτικών πρεσβευτών έφτασε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει να αναγνωριστεί ο Ευγένιος ως ο Δυτικός Αύγουστος, ο Θεοδόσιος ήταν ασαφής, ακόμα και αν τους δέχθηκε με δώρα και αόριστες υποσχέσεις. Το αν είχε ήδη αποφασίσει για μια επίθεση εναντίον του Ευγένιου και του Αρβογάστ σε αυτό το σημείο, είναι ακαθόριστο. Στο τέλος, όμως, αφού ανακήρυξε τον γιο του Ονώριο, οκτώ χρονών τότε, Δυτικό Αύγουστο τον Ιανουάριο του 393, ο Θεοδόσιος Α΄ αποφάσισε τελικά να εισβάλει στη Δύση.

Προετοιμασία εκστρατείας

Επεξεργασία

Τον επόμενο ενάμιση χρόνο ο Θεοδόσιος Α΄ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για την εισβολή. Οι ανατολικοί στρατοί είχαν ατροφήσει μετά από το τέλος τού Αυτοκράτορα Βάλη και των περισσότερων στρατιωτών του στη μάχη της Αδριανούπολης. Έπεσε στους στρατηγούς Στιλίχωνα και Tιμάσιο, να αποκαταστήσουν την πειθαρχία στις λεγεώνες και να τις ενδυναμώσουν μέσω της στρατολόγησης και της επίταξης.

Την ίδια στιγμή ένας άλλος σύμβουλος του Θεοδοσίου, ο ευνούχος Ευτρόπιος, στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει τη συμβουλή και τη σοφία ενός ηλικιωμένου χριστιανού μοναχού στην Αιγυπτιακή πόλη Λυκόπολη. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις της συνάντησης που έδωσαν ο Κλαυδιανός και ο Σωζομενός, ο ηλικιωμένος μοναχός προφήτευσε ότι ο Θεοδόσιος Α΄ θα επιτύγχανε μια δαπανηρή, αλλά αποφασιστική νίκη επί του Ευγένιου και του Αρβογάστ.

 
Ο Θεοδόσιος Α΄ σε χάλκινο νόμισμα, επιγρ.: D N THEODOSIUS P F AVG.
 
Σόλιδος του Ευγένιου, επιγρ. D N EVGENIUS P F AVG. Στην πίσω πλευρά δείχνει τόσο τον ίδιο, όσο και τον Θεοδόσιο Α΄ ένθρονους, ο καθένας στεφανωμένος από τη Νίκη και μαζί κρατούν μια σφαίρα, επιγρ.: VICTORIA AVG[USTA]. 4,44 γραμ., 393/4, Μεδιόλανο.

Ο ανατολικός στρατός ξεκίνησε προς τα δυτικά από την Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 394. Οι εκ νέου ενισχυμένες λεγεώνες ενσωμάτωσαν πολυάριθμους βάρβαρους βοηθητικούς, συμπεριλαμβανομένων πάνω από 20.000 υπόσπονδων Βησιγότθων και πρόσθετων δυνάμεων από τη Συρία. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος Α΄ ηγήθηκε του στρατού. Μεταξύ των διοικητών του ήταν οι δικοί του στρατηγοί Στιλίχων και Τιμάσιος, ο φύλαρχος των Βησιγότθων Αλάριχος και ένας Καυκάσιος Ίβηρας ονόματι Βαρούκιος Ιβηρός.

Η προέλασή τους μέσω της Παννονίας μέχρι τις Ιουλιανές Άλπεις ήταν χωρίς αντίσταση, και ο Θεοδόσιος Α΄ και οι αξιωματικοί του πρέπει να είχαν υποψίες, για το τι θα ακολουθούσε, όταν ανακάλυψαν ότι τα ανατολικά άκρα των ορεινών περασμάτων ήταν απροστάτευτα. Ο Aρβογάστ, με βάση τις εμπειρίες του πολεμώντας ενάντια στον σφετεριστή Mάγνο Μάξιμο στη Γαλατία, είχε αποφασίσει, ότι η καλύτερη στρατηγική ήταν να κρατήσει τις δυνάμεις του ενωμένες για να υπερασπιστεί την ίδια την Ιταλία, και για τον σκοπό αυτό έφτασε στο σημείο να αφήσει αφύλακτα τα αλπικά περάσματα. Οι δυνάμεις του Aρβογάστ αποτελούνταν κυρίως από συναδέλφους του Φράγκους, Αλαμαννούς και Γαλατο-Ρωμαίους, συν τους δικούς του γότθους βοηθούς.

Χάρη στη στρατηγική του Aρβογάστ να διατηρήσει μια ενιαία, σχετικά συνεκτική δύναμη, ο Θεοδοσιανός στρατός πέρασε ανεμπόδιστα τις Άλπεις και κατέβηκε προς την κοιλάδα του ποταμού Φριγιδού, στα ανατολικά του ρωμαϊκού λιμανιού της Aκουιλείας. Ήταν σε αυτή τη στενή, ορεινή περιοχή που ήρθαν στο στρατόπεδο του δυτικού στρατού στο Claustra Alpium Iuliarum τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου.

Δεν είναι σίγουρο πού ακριβώς έγινε η μάχη. Αν και έχει υποστηριχθεί ότι η τοποθεσία της μάχης πρέπει να αναζητηθεί στην κοιλάδα του Άνω Ιζόντσο, έχει τοποθετηθεί ως επί το πλείστον κάπου στην κοιλάδα Βιπάβα . Ενώ ο "Φριγίδος" θεωρείται συνήθως ως ο ποταμός Βιπάνα ή ο κολπίσκος Hubelj και η μάχη ότι έλαβε χώρα κοντά στο Vrhpolje, πρόσφατη έρευνα υποδηλώνει, ότι στην πραγματικότητα έλαβε χώρα μερικά χιλιόμετρα μακριά, μεταξύ Col και Sanabor στη λεγόμενη Πύλη της Ρωμαϊκής Ιταλίας. [1]

Πριν από τη μάχη, ο Ευγένιος και ο Aρβογάστ τοποθέτησαν ένα άγαλμα του Δία στην άκρη του πεδίου της μάχης, και είχαν εφαρμόσει εικόνες του Ηρακλή στα λάβαρα του στρατού. [2] Με αυτόν τον τρόπο ήλπιζαν να επαναλάβουν τις νίκες της Ρώμης των προηγουμένων ημερών, όταν πάντα στηριζόταν στους παλαιούς θεούς για υποστήριξη στη μάχη. Την πρώτη ημέρα της μάχης οι παλαιοί θεοί φαινόταν να κερδίζουν. Ο Θεοδόσιος Α΄ επιτέθηκε σχεδόν αμέσως, έχοντας κάνει ελάχιστη, έως καθόλου, προηγούμενη αναγνώριση του πεδίου της μάχης. Δέσμευσε τους Γότθους συμμάχους του να δράσουν πρώτα, ελπίζοντας ίσως να λεπτύνει τις τάξεις τους μέσω της φθοράς, και να μειώσει την πιθανή απειλή τους για την Αυτοκρατορία. Η αιφνιδιαστική επίθεση του ανατολικού στρατού οδήγησε σε βαριές απώλειες, αλλά μικρό κέρδος: 10.000 από τους Γότθους βοηθητικούς αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν, και ο Γεωργιανός στρατηγός Βακούριος ήταν μεταξύ των νεκρών. [3]

Το τέλος της ημέρας είδε τον Ευγένιο να πανηγυρίζει την επιτυχή υπεράσπιση της θέσης των στρατευμάτων του, ενώ ο Άρμπογκαστ έστειλε αποσπάσματα για να κλείσουν τα ορεινά περάσματα πίσω από τις δυνάμεις του Θεοδοσίου Α΄.

Μετά από μια άγρυπνη νύχτα, ο Θεοδόσιος Α΄ ενθουσιάστηκε από τα νέα, πως οι άνδρες που είχε στείλει ο Αρβογάστ για να τον κλείσουν στην κοιλάδα, ήθελαν να έρθουν στο πλευρό του. Ενθαρρυμένοι από αυτή την ευνοϊκή εξέλιξη, οι άνδρες του Θεοδοσίου Α΄ επιτέθηκαν για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά η φύση ήταν με το μέρος τους, καθώς μια σφοδρή κατοιγίδα —προφανώς η μπόρα, ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην περιοχή— φύσηξε κατά μήκος της κοιλάδας από τα ανατολικά. Άλλες ιστορίες αναφέρουν ότι ο Θεοδόσιος Α΄ προσευχόταν στον Θεό για μια καταιγίδα, την οποία ο Θεός έδωσε στη συνέχεια. [4]

Οι ισχυροί άνεμοι έριξαν σύννεφα σκόνης στα πρόσωπα των δυτικών στρατευμάτων (ο θρύλος λέει επίσης ότι οι σφοδροί άνεμοι έριξαν ακόμη και τα βέλη των δυτικών στρατευμάτων πίσω, επάνω τους). Χτυπημένος από τους ανέμους, οι γραμμές του Aρβογάστ έσπασαν, και ο Θεοδόσιος Α΄ κέρδισε την αποφασιστική νίκη που είχε προφητεύσει ο Αιγύπτιος μοναχός.

Στη συνέχεια, ο Ευγένιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του Αυτοκράτορα. Οι εκκλήσεις του για έλεος έμειναν αναπάντητες και αποκεφαλίστηκε. Ο Αρβογάστ γλίτωσε την ήττα και διέφυγε στα βουνά, αλλά μετά από λίγες ημέρες περιπλάνησης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόδραση ήταν αδύνατη, και αυτοκτόνησε.

Θρησκευτικός χαρακτήρας της σύγκρουσης

Επεξεργασία

Ενώ η εκδοχή της μάχης στην οποία ένας θεϊκός άνεμος νίκησε τους παγανιστές εχθρούς του Θεοδοσίου Α΄ έγινε δημοφιλής στην ύστερη αρχαιότητα, οι σύγχρονοι ιστορικοί, κυρίως ο Άλαν Κάμερον, αμφισβήτησαν την αξιοπιστία αυτής της εκδοχής των γεγονότων. Ο Κάμερον ισχυρίζεται, ότι η ιδέα ότι ο Ευγένιος και ο Αρβογάστ ήταν εθνικοί (ειδωλολάτρες) ή υποστηρικτές των εθνικών δημιουργήθηκε, για να δικαιολογήσει την εκστρατεία του Θεοδοσίου Α΄ εναντίον τους, και ότι άλλοι σφετεριστές, όπως ο Μαγνέντιος, χαρακτηρίστηκαν ψευδώς ως εθνικοί μετά την ήττα τους. Η ιδέα ότι οι εχθροί τού Θεοδόσιου ήταν εθνικοί προέρχεται από τον εκκλησιαστικό ιστορικό Τυ. Ρουφίνο, και μόνο οι πηγές που εξαρτώνται από τον Ρουφίνο αναφέρουν αυτή την ιδέα. [5]

Επιπλέον, η παλαιότερη πηγή που ανέφερε τον αποφασιστικό άνεμο μπόρα ήταν ο Αμβρόσιος των Μεδιολάνων, αλλά δηλώνει στο κήρυγμά του στον Ψαλμό 36 ότι ο άνεμος φύσηξε πριν από εκείνη τη μάχη, και αποθάρρυνε τον εχθρό του Θεοδόσιου Α΄ πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε μάχη. Αυτή την ιδέα μάλλον πήρε ο ποιητής Κλ. Κλαυδιανός, ο οποίος με τη φαντασμαγορική και προπαγανδιστική ποίησή του για την οικογένεια τού Θεοδοσίου κίνησε τον άνεμο στην αποφασιστική στιγμή της μάχης. Ο Κλαυδιανός φαίνεται να έκανε μια κλασική νύξη στον Σίλιο Ιταλικό, του οποίου η αφήγηση για τη μάχη των Καννών αναφέρει, ότι ένας παρόμοιος άνεμος φυσούσε τα δόρατα και όπλα πίσω. Από την ποίηση του Κλαυδιανού, η οποία ήταν δημοφιλής τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό μισό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διαδόθηκε η ιδέα ότι ο άνεμος μπόρα καθορίζει τη μάχη. Ταίριαζε καλά με την άλλη ιδέα, ότι η μάχη ήταν μια μάχη μεταξύ εθνικών και χριστιανών: ο Θεοδόσιος, ως Χριστιανός Αυτοκράτορας, βοηθήθηκε από τον Θεό με τη μορφή του ανέμου. [6]

Ο ιστορικός Mικέλε Ρενέε Ζάλτσμανν εξηγεί ότι «δύο πρόσφατα σχετικά κείμενα, η Ομιλία 6 του Ιωάννου Χρυσοστόμου, adversus Catharos (PG 63: 491-92) και οι Consultationes Zacchei et Apollonii, που επαναχρονολογήθηκαν ότι γράφτηκαν στη δεκαετία του 390, ενισχύουν την άποψη ότι η θρησκεία δεν ήταν το ιδεολογικό στοιχείο κλειδί στα τότε γεγονότα». [7] Σύμφωνα με τη Mαϊαζαστίνα Κάλος, Φινλανδή ιστορικό και διδάκτωρ της λατινικής γλώσσας και της ρωμαϊκής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, "η ιδέα ότι οι παγανιστές αριστοκράτες ενώθηκαν σε μια «ηρωική και καλλιεργημένη αντίσταση», που ήγειραν ενάντια στην ανελέητη προέλαση του Χριστιανισμού, σε μια τελική μάχη κοντά στον Φριγίδο το 394", είναι ένας ρομαντικός μύθος. [8]

Συνέπειες

Επεξεργασία

Ήταν μια δαπανηρή νίκη για τον Θεοδόσιο Α΄ και μια συνολική ήττα για τον Ευγένιο. Ένας σύγχρονος Ρωμαίος ιστορικός δήλωσε, ότι αφού οι Γότθοι υπέστησαν το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών, ο Θεοδόσιος Α΄ κέρδισε δύο μάχες στον Φριγίδο, μία εναντίον του Ευγένιου και την άλλη κατά των Γότθων. [9] Μόλις τέσσερις μήνες αργότερα απεβίωσε, αφήνοντας την κυβέρνηση στα χέρια των μικρών παιδιών του Ονώριου και Αρκάδιου.

Ωστόσο, η μάχη επιτάχυνε και την κατάρρευση του ρωμαϊκού στρατού στα δυτικά. Οι απώλειες στη μάχη του Φριγίδου αποδυνάμωσαν τις δυτικές λεγεώνες. Αυτή η κάμψη των ικανοτήτων των Ρωμαίων στρατιωτών σήμαινε μια αυξανόμενη εξάρτηση από την Αυτοκρατορία σε βάρβαρους μισθοφόρους, που χρησιμοποιούνταν ως υπόσπονδοι (foederati), οι οποίοι συχνά αποδεικνύονταν αναξιόπιστοι ή ακόμη και ύπουλοι.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. Štekar, Andrej (2013). «Poskus lociranja bitke pri Frigidu leta 394 na območju med Sanaborjem in Colom [The Try to Locate the Battle of the Frigidus in 394 in the Area Between Sanabor and Col]» (στα sl, en, it). Annales: Anali za istrske in mediteranske študije 23 (1): 1–14. ISSN 1408-5348. https://www.academia.edu/4454477. 
  2. Cynthia White (2010). The Emergence of Christianity: Classical Traditions in Contemporary Perspective. Fortress Press. σελίδες 171–. ISBN 978-0-8006-9747-1. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2013. 
  3. Williams & Friell 1994, σελ. 118.
  4. Mary Whitby (1998). The propaganda of power: the role of panegyric in late antiquity. Brill. σελίδες 282–. ISBN 978-90-04-10571-3. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2013. 
  5. Alan Cameron, The Last Pagans of Rome (New York: Oxford University Press, 2011), 93–107
  6. Alan Cameron, The Last Pagans of Rome (New York: Oxford University Press, 2011), 112–17
  7. Salzman, Michele Renee (2010). «Ambrose and the Usurpation of Arbogastes and Eugenius: Reflections on Pagan-Christian Conflict Narratives». Journal of Early Christian Studies (Johns Hopkins University Press) 18 (2): 191. doi:10.1353/earl.0.0320. https://muse.jhu.edu/article/383540/pdf. 
  8. Kahlos, σελ. 2.
  9. Heather 2010, σελ. 194.

Πρωταρχικές πηγές

Επεξεργασία
  • Rufinius. Historia Ecclesiastica. 11. 

Δευτερεύουσες πηγές

Επεξεργασία
  • Baynes, Norman H. (1911). H.M.Gwatkin and J.P. Whitney, επιμ. The Dynasty of Valentinian and Theodosius the Great. 1. Cambridge University Press. 
  • Heather, Peter (2010). Empires and Barbarians: The Fall of Rome and the Birth of Europe. Oxford University Press. 
  • Kahlos, Maijastina (2019). [[[:Πρότυπο:Googlebooks]] Religious Dissent in Late Antiquity, 350–450] Check |url= value (βοήθεια). Oxford University Press. ISBN 978-0-19-006725-0. 
  • Kohn, George Childs. Dictionary of Wars (Revised έκδοση). 
  • Williams, Stephen· Friell, Gerard (1994). Theodosius: The Empire at Bay. Yale University Press. ISBN 978-0-300-07447-5. 
  • White, Cynthia (2010). The Emergence of Christianity: Classical Traditions in Contemporary Perspective. Fortress Press. ISBN 978-0-8006-9747-1. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία