Μάχη των Όλπων

Μάχη που έλαβε χώρα κατά τον δεύτερο Πελλοπονησιακό πόλεμο

Ως Μάχη των Ολπών αναφέρεται η χερσαία στρατιωτική σύγκρουση που διεξήχθη το 426 π.Χ. στα πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ δυνάμεων υπό την ηγεσία των Αθηναίων στη μία πλευρά και δυνάμεων υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών από την άλλη. Η έκβαση της σύγκρουσης ήταν θετική για τους Αθηναίους. Η μάχη στις Όλπες και τα μετέπειτα γεγονότα στην Ιδομένη είναι αλληλένδετα επεισόδια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Επίκεντρο ήταν η προσπάθεια κατάληψης του Αμφιλοχικού Άργους από τους Πελοποννήσιους και τους Αμπρακιώτες, πόλη την οποία υπερασπίζονταν τα συμμαχικά στρατεύματα των Αθηναίων με τους Ακαρνάνες.

Προοίμιο - Κατάληψη των Όλπων

Επεξεργασία

Τον χειμώνα του 426/425 π.Χ. οι Αμπρακιώτες με στρατό τριών χιλιάδων οπλιτών, εκστρατεύουν εναντίον του Αμφιλοχικού Άργους. Με την εισβολή τους στα εδάφη του Άργους, επιτίθενται και καταλαμβάνουν το οχυρωμένο φρούριο των Όλπων (σημερινό Αργιλοβούνι δίπλα στο χωριό Μπούκκα), το οποίο μάλιστα αποτελούσε και τόπο συνεδριάσεων του δικαστηρίου του Κοινού των Ακαρνάνων.

Προς ενίσχυσή τους, στην περιοχή της Ναυπακτίας και συγκεκριμένα στο Πρόσχιον, βρισκόταν ήδη ένα εκστρατευτικό σώμα περίπου τριών χιλιάδων Πελοποννησίων, υπό την αρχηγεία του Σπαρτιάτη Ευρύλοχου και με βοηθούς τους Σπαρτιάτες Μακάριο και Μενεδάιο. Το Πελοποννησιακό αυτό στράτευμα βρισκόταν εκεί από τις αρχές του φθινοπώρου, κατόπιν πρόσκλησης των Αμπρακιωτών, με σκοπό να τιμωρηθεί η Νάυπακτος η οποία είχε προκαλέσει εισβολή των Αθηναίων στα εδάφη των Αιτωλών και των Αμπρακιωτών, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να την κυριεύσουν.

Αντιδράσεις των Ακαρνάνων

Επεξεργασία

Οι Ακαρνάνες απαντούν αμέσως στην εισβολή, στέλνοντας δυνάμεις στην πόλη του Αμφιλοχικού Άργους. Ένα τμήμα του στρατού τους, στρατοπεδεύει στην πόλη Κρήνες (σημερινός λόφος Παλιαυλής με υψόμ. 94 μ., πέντε χλμ. περίπου βόρεια της Αμφιλοχίας), στρατηγικό οχυρωμένο σημείο σε ψηλό λόφο. Ο σκοπός τους ήταν, από εκεί να επιτηρούν την πεδιάδα, ώστε αν οι Πελοποννήσιοι κινηθούν προς ενίσχυση των Αμπρακιωτών, αυτοί να γίνουν αμέσως αντιληπτοί.

Ταυτόχρονα στέλνουν μήνυμα στον Αθηναίο στρατηγό, Δημοσθένη του Αλκισθένη από τον οποίον ζήτησαν να ηγηθεί όλων των επιχειρήσεων για την υπεράσπιση του Αμφιλοχικού Άργους. Επιπλέον στέλνουν μήνυμα βοηθείας σε είκοσι Αθηναϊκά καράβια που περιπολούσαν γύρω από την Πελοπόννησο, με αρχηγούς τον Αριστοτέλη του Τιμοκράτη και τον Ιεροφώντα του Αντιμνήστου. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο Δημοσθένης, βρισκόταν ήδη εδώ και μήνες στην ευρύτερη περιοχή με μικρό συμμαχικό στράτευμα Αθηναίων και Μεσσηνίων, φοβούμενος να επιστρέψει στην Αθήνα, καθώς λίγο καιρό πριν, είχε υποστεί καταστροφή κατά την κατάληψη του Αιγιτίου.

Οι Αμπρακιώτες που είχαν καταλάβει τις Όλπες, αντιλαμβανόμενοι τις στρατιωτικές κινήσεις των αντιπάλων και φοβούμενοι ότι ο Ευρύλοχος δεν θα καταφέρει να περάσει από την Ακαρνανία ώστε να τους ενισχύσει, στέλνουν αγγελιοφόρο στην Αμπρακία (σημερινή Άρτα) ώστε να σταλούν ενισχύσεις.

Πορεία των Πελοποννησίων

Επεξεργασία

Ο Ευρύλοχος μόλις έμαθε ότι οι Αμπρακιώτες κατέλαβαν τις Όλπες, ξεκίνησε με το στράτευμα από το Πρόσχιον της Ναυπακτίας, να ενωθεί μαζί τους. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οι Πελοποννήσιοι διάβηκαν τον Αχελώο αφήνοντας δεξιά τους την πόλη Στράτος (διατηρεί ακόμη την ίδια ονομασία) και καθώς οι Ακαρνάνες βρισκόταν μαζεμένοι προς υποστήριξη, γύρω από το Αμφιλοχικό Άργος, δεν αντιμετώπισαν καμία δυσκολία κατά τη διεύλεση μέσα από τα εδάφη της Ακαρνανίας. Συνέχισαν περνώντας από τα όρια των πόλεων Μεδεών (δίπλα στην σημερινή Κατούνα), Λιμναία (σημερινή Αμφιλοχία) και Φοιτίες (δίπλα στα σημερινά Μπαμπίνη και Φυτείες). Ακολούθως, νύχτα πια, ανέβηκαν το βουνό Θύαμος (σημερινός Πεταλάς), το οποίο ανήκε στους Αγραίους που ήταν φίλια προσκείμενοι προς τους Πελοποννήσιους. Από εκεί μπήκαν στη γη του Άργους και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από το παρατηρητήριο των Κρηνών, έφτασαν και ενώθηκαν με τους Αμπρακιώτες στις Όλπες.

Έλευση των Αθηναίων

Επεξεργασία

Μετά την άφιξη του Ευρύλοχου κατέφθασαν στον Αμβρακικό κόλπο τα είκοσι Αθηναϊκά καράβια και αγκυροβόλησαν κάτω από τον λόφο των Ολπών, δημιουργώντας θαλάσσιο αποκλεισμό. Ταυτόχρονα φτάνει στο Αμφιλοχικό Άργος και ο Δημοσθένης του Αλκισθένη με διακόσους Μεσσήνιους οπλίτες και εξήντα Αθηναίους τοξότες. Αρχηγός όλων των συγκεντρωμένων συμμαχικών στρατευμάτων εκλέχτηκε ο Δημοσθένης, με βοηθούς τους δικούς του στρατηγούς.

Πριν τη μάχη

Επεξεργασία

Ο Δημοσθένης έφερε το στράτευμά του και στρατοπέδευσε κοντά στις Όλπες, σε σημείο που τους χώριζε από τους αντιπάλους μια βαθιά χαράδρα.  Για τις επόμενες πέντε ημέρες οι δύο στρατοί παρέμεναν στο σημείο άπραγοι ώσπου την έκτη ημέρα παρατάχτηκαν για μάχη. Καθώς οι Πελοποννήσιοι υπερτερούσαν σε αριθμό, το μέτωπό τους εκτεινόταν πολύ πέραν του Αθηναϊκού. Ο Δημοσθένης, βλέποντας το γεγονός, θεώρησε βέβαιο ότι το τμήμα του μετώπου των αντιπάλων που εκτεινόταν πέρα από το δικό τους, κατά τη σύγκρουση θα πραγματοποιούσε στροφή ενενήντα μοιρών και θα τους υπερφαλάγγιζε. Σκαρφίστηκε λοιπόν το εξής. Έστειλε τετρακόσιους οπλίτες και ψιλούς να κρυφτούν σε ένα πέρασμα το οποίο είχε πυκνή βλάστηση, δίπλα στο σημείο όπου επρόκειτο να δοθεί η μάχη. Σε αυτούς έδωσε σαφείς εντολές να παραμείνουν κρυμμένοι, μέχρις ότου το τμήμα του αντίπαλου μετώπου που περίσσευε του δικού τους, να υπερφαλαγγίσει τον συμμαχικό στρατό των Αθηναίων. Τότε και μόνον τότε, αυτοί θα εξέρχονταν της κρυψώνας τους και θα επιτίθονταν στα νώτα των αντιπάλων.

Αναφορικά με τις θέσεις που έλαβαν οι οπλίτες στο μέτωπο, αυτές είχαν ως εξής. Οι Μεσσήνιοι και οι λίγοι Αθηναίοι παρατάχθηκαν στο δεξιό μέρος και συνεχίζοντας προς το μέσον και αριστερά, πήραν θέσεις οι Ακαρνάνες με τους αρχηγούς τους και οι Αμφιλόχιοι ακοντιστές. Ο Δημοσθένης ηγείτο του δεξιού κέρατος. Στο μέτωπο των Πελοποννησίων, το αριστερός κέρας κατέλαβαν ο Ευρύλοχος με τους δικούς του οπλίτες ώστε να βρεθεί αντιμέτωπος του Δημοσθένη, δίπλα του και προς δεξιά λάβανε θέσεις οι Μαντινείς και ακολούθως ανακατεμένοι, οι λοιποί Πελοποννήσιοι και Αμπρακιώτες.

Η Μάχη στις Όλπες

Επεξεργασία

Όταν πια οι φάλαγγες ήταν έτοιμες, οι στρατοί ξεκίνησαν και συγκρούστηκαν.

Το δεξιό μέρος του συμμαχικού πελοποννησιακού μετώπου, όπου βρισκόταν πολλοί Αμπρακιώτες (ο Θουκυδίδης μας αναφέρει ότι αυτοί ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές σε αυτά τα μέρη) κατάφερε να τρέψει σε φυγή το αντίστοιχο αριστερό μέρος του Αθηναϊκού συμμαχικού στρατού και τους καταδιώξει προς το Αμφιλοχικό Άργος.

Στην άλλη πλευρά ο Δημοσθένης με τους Μεσσήνιους, που βρισκόταν στο δεξιό κέρας της παράταξής του, αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα καθώς ο Ευρύλοχος με τους οπλίτες του - όπως είχε προβλέψει ο Δημοσθένης – τους υπερφαλάγγιζε. Τότε οι τετρακόσιοι Ακαρνάνες που παραμόνευαν κρυμμένοι στους θάμνους, ξεχύθηκαν από την κρυψώνα τους και όρμησαν στα νώτα των Πελοποννησίων. Οι δεύτεροι σάστισαν, δεν κατάφεραν να αντισταθούν και τράπηκαν σε άτακτη φυγή ενώ ο Ευρύλοχος και ο Μακάριος σκοτώθηκαν. Ο Θουκυδίδης κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ηρωική αντίσταση των Μεσσηνίων οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα. Το υπόλοιπο πελοποννησιακό στράτευμα, βλέποντας το διαλεκτό αριστερό κέρας να καταρρέει, κυριεύτηκε από πανικό και υποχώρησε.

Τη στιγμή εκείνη επέστρεφαν οι Αμπρακιώτες που είχαν καταδιώξει τους αντιπάλους τους στο Άργος. Αντικρίζοντας το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού τους νικημένο, ακολούθησαν και αυτοί καταφέρνοντας με δυσκολία να φτάσουν μέχρι τις Όλπες. Η υποχώρηση των συμμαχικών Πελοποννησιακών δυνάμεων γινόταν με αταξία και χωρίς καμία πειθαρχία, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί, ενώ μόνο οι Μαντινείς υποχωρούσαν με τάξη προβάλλοντας αντίσταση. Εν τέλει όσοι σώθηκαν οχυρώθηκαν και πάλι στις Όλπες, αργά το απόγευμα.

Από την πλευρά των Αθηναίων και των Ακαρνάνων σκοτώθηκαν τριακόσιοι άνδρες ενώ άγνωστες είναι οι απώλειες των αντιπάλων τους. Οι νικητές την άλλη μέρα, μάζεψαν τους νεκρους τους, έστησαν τρόπαιο και αφαίρεσαν τα όπλα και τις πανοπλίες των πεσόντων αντιπάλων.

 
Εξέλιξη μάχης των Όλπων


Μυστική συνεννόηση μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων

Επεξεργασία

Με τον Ευρύλοχο και τον Μακάριο νεκρούς, την αρχηγεία πλέον στους οχυρωμένους των Όλπων ασκούσε ο Σπαρτιάτης Μενεδάιος. Αποκλεισμένοι από στεριά και θάλασσα, ο Μενεδάιος αντιλαμβανόταν ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει σε μια πολιορκία, ενώ μια ενδεχόμενη έξοδός τους από τις Όλπες και υποχώρηση προς φίλια εδάφη μάλλον θα κατέληγε σε ολοκληρωτικό χαμό. Την επόμενη μέρα ζήτησε από τον Δημοσθένη και τους Ακαρνάνες στρατηγούς, ανακωχή για να σηκώσουν τους νεκρούς τους και επιπλέον ζήτησε να τους επιτραπεί να αποχωρήσουν από τις Όλπες. Οι νικητές τους επέτρεψαν, ως ήταν φυσικό, να σηκώσουν τους νεκρούς πλην όμως δεν δέχτηκαν να αφήσουν να αποχωρήσει όλος ο συμμαχικός στρατός των Πελοποννησίων και Αμπρακιωτών.

Ο Δημοσθένης, με την άδεια των Ακαρνάνων στρατηγών, συμφώνησε μυστικά με τον Μενεδάιο, τους Μαντινείς και τους λοιπούς Πελοποννήσιους να επιτραπεί μόνον σε αυτούς η αποχώρηση, με την προϋπόθεση να μην γνωστοποιηθεί αυτό στους Αμπρακιώτες. Η ευφυέστατη αυτήν κίνηση του Δημοσθένη είχε διπλό σκοπό. Πρωταρχικώς θα επιτύγχανε την πλήρη απομόνωση των Αμπρακιωτών και των υπολοίπων μισθοφόρων τους ενώ θα εξέθετε τους Πελοποννήσιους στα μάτια των συμμάχων τους, λέγοντας πως αυτοί τους πρόδωσαν, κοιτώντας μόνο το δικό τους καλό. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας ότι άλλη ελπίδα σωτηρίας δεν υπήρχε, το δέχτηκαν. Αφού μάζεψαν και έθαψαν βιαστικά τους νεκρούς τους επέστρεψαν στις Όλπες ώστε να προετοιμάσουν την κρυφή αποχώρηση.

Όταν ενημερώθηκαν μυστικά όσοι μπορούσαν να αποχωρήσουν, αυτοί άρχισαν σιγά σιγά και με διάφορες προφάσεις δήθεν αναζήτησης προμηθειών εκτός πόλης, να αποχωρούν από αυτήν. Προσποιούμενοι ότι μαζεύουν διάφορα βρώσιμα φυτά και καρπούς, άρχισαν να ξεμακραίνουν αργά από την πόλη και όσο μάκραιναν επιτάχυναν το βήμα τους. Οι Αμπρακιώτες κάποια στιγμή, βλέποντας τα παραπάνω, αντιλήφθηκαν περίπου το τι συμβαίνει και εξήλθαν των Όλπων τρέχοντας να φτάσουν τους Πελοποννήσιους. Οι Ακαρνάνες στρατιώτες τότε, θεώρησαν ότι δεν υπάρχει συμφωνία και πως όλοι θα διαφύγουν, γεγονός το οποίο προκάλεσε τεράστια σύγχυση και λίγο έλειψε να οδηγήσει σε φιάσκο της συμφωνίας. Ξεκίνησαν λοιπόν να καταδιώκουν το ίδιο τους Αμπρακιώτες και τους Πελοποννήσιους. Ματαίως οι στρατηγοί τους προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν, λέγοντάς τους πως υπάρχει συμφωνία. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης μάλιστα αναφέρει περίπτωση Ακαρνάνα οπλίτη, ο οποίος θεωρώντας πως οι στρατηγοί τους διέπραξαν προδοσία, ακόντισε ορισμένους από αυτούς. Εν τέλει η τάξη επανήλθε στις γραμμές των Ακαρνάνων και πλέον επιτίθονταν μόνο στους διαφεύγοντες Αμπρακιώτες πλην όμως δημιουργήθηκαν πολλές φασαρίες σχετικά με την εξακρίβωση της ταυτότητας των καταδιωκόμενων. Μέχρι το τέλος της καταδίωξης, πέσαν νεκροί περίπου διακόσιοι Αμπρακιώτες, ενώ όσοι διέφυγαν – Πελοποννήσιοι και μη - εισήλθαν στη γη των Αγραίων, όπου τους υποδέχτηκε ο βασιλιάς Σαλύνθιος.

Επίθεση στην Ιδομενή

Επεξεργασία

Ενώσω συνέβαιναν τα ανωτέρω, ο Δημοσθένης και οι Ακαρνάνες στρατηγοί πληροφορήθηκαν πως ένα δεύτερο ενισχυτικό εκστρατευτικό σώμα είχε ξεκινήσει από την Αμπρακία (όπως προαναφέρθηκε αυτοί είχαν λάβει μήνυμα για ενίσχυση μόλις το πρώτο σώμα κατέλαβε τις Όλπες) προς ενίσχυση των συμπολιτών τους. Οι προστρέξαντες προς ενίσχυση Αμπρακιώτες, δεν γνώριζαν το αποτέλεσμα της μάχης, ούτε φυσικά την αιματηρή έξοδο. Ο Δημοσθένης έστειλε τμήμα του στρατού να στήσει ενέδρα στα περάσματα ενώ ετοίμασε το υπόλοιπο στράτευμα να βαδίσει εναντίον τους.

Εντωμεταξύ οι Αμπρακιώτες είχαν φτάσει στην Ιδομενή, περιοχή η οποία περιγράφεται από τον Θουκυδίδη ως δύο ψηλοί λόφοι (η ακριβής θέση της δεν έχει εξακριβωθεί αλλά θεωρείται ότι ταυτίζεται είτε με το χωριό Μενίδι, είτε με την Φλωριάδα, είτε με τον Εμπεσό). Όταν νύχτωσε, οι στρατιώτες που είχε στείλει πρωτύτερα ο Δημοσθένης, πρόλαβαν και στρατοπέδευσαν στον ψηλότερο λόφο χωρίς να τους αντιληφθούν οι Αμπρακιώτες, οι οποίοι κατέλαβαν τον χαμηλότερο λόφο.

Ο Δημοσθένης ξεκίνησε με τον υπόλοιπο στρατό, αφού δείπνησαν, χωρίζοντάς τον σε δύο τμήματα. Ένα τμήμα, στο οποίο ηγούνταν ο ίδιος, βάδισε ευθύς προς το πέρασμα της Ιδομενής ενώ το άλλο κινήθηκε μέσα από τα Αμφιλοχικά όρη. Κοντά στο ξημέρωμα ο Δημοσθένης έπεσε πάνω στους στρατοπεδευμένους Αμπρακιώτες, οι οποίοι ακόμη κοιμόταν και δεν αντιλήφθηκαν το αντίπαλο στράτευμα. Πέραν τούτου και προκειμένου να ξεγελάσει τους φρουρούς, ο Δημοσθένης είχε θέσει στο εμπρόσθιο μέρος του στρατού, τους Μεσσήνιους οπλίτες με ρητές εντολές αυτοί να ομιλούν μόνον την Δωρική διάλεκτο. Έτσι θεώρησε ότι οι φρουροί θα γελαστούν και θα τους περάσουν για φίλους (οι Σπαρτιάτες ήταν Δωριείς).

Μόλις ο στρατός του Δημοσθένη έπεσε στο στρατόπεδο των Αμπρακιωτών ακολούθησε σφαγή. Επιτέθηκαν στους σαστισμένους Αμπρακιώτες σκοτώνοντας επί τόπου τους περισσότερους, ενώ όσοι προλάβαιναν διέφευγαν στα γύρω βουνά. Και αυτοί όμως δεν είχαν καλύτεροι τύχη, αφού τα περάσματα πέριξ του στρατοπέδου τους είχαν καταληφθεί από Ακαρνάνες, οι οποίοι είχαν το πλεονέκτημα στην καταδίωξη, αφενός λόγω του ελαφριού οπλισμού τους και αφετέρου της άριστης γνώσης της περιοχής. Έτσι οι Αμπρακιώτες είτε έπεφταν κατευθείαν στις ενέδρες και σφαγιάζονταν είτε κατακρημνίζονταν σε χαράδρες. Πολλοί απ’ αυτούς διάλεξαν την διαφυγή κολυμπώντας προς τα καράβια των Αθηναίων που αρμένιζαν κοντά στην ακτή, θεωρώντας προτιμότερο να πέσουν στα χέρια των Αθηναίων ναυτών παρά στα χέρια των Αμφιλόχιων, με τους οποίους ήταν θανάσιμοι εχθροί. Έτσι λοιπόν, αφού αποδεκατίστηκε το ενισχυτικό αυτό στρατιωτικό σώμα, οι Ακαρνάνες μάζεψαν τα όπλα των αντιπάλων νεκρών, έστησαν τρόπαιο και αποχώρησαν.

Ο Αμπρακιώτης κήρυκας

Επεξεργασία

Την επόμενη μέρα από τα γεγονότα στην Ιδομενή, όσοι Αμπρακιώτες είχαν διαφύγει κατά την έξοδο από τις Όλπες στην γη των Αγραίων, έστειλαν κήρυκα προκειμένου να ζητήσει ανακωχή για να σηκώσουν τους νεκρούς της εξόδου. Ο κήρυκας αυτός αλλά και οι εντολείς του, δεν είχαν ιδέα προφανώς για την σφαγή των συμπατριωτών τους στην Ιδομενή. Ο Θουκυδίδης μας περιγράφει γλαφυρά την στιγμή που αυτός συνειδητοποίησε το τι συνέβη. Καθώς ο κήρυκας αντίκρισε το πλήθος των κυριευμένων όπλων που είχαν μαζέψει οι Ακαρνάνες, στάθηκε κατάπληκτος, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσαν τόσα πολλά όπλα να αντιστοιχούν στους νεκρούς της εξόδου των Όλπων. Κάποιος από τους παριστάμενους που νόμιζε ότι ο κήρυκας έρχεται από το κατεστραμμένο στρατόπεδο της ιδομενής, βλέποντας την έκπληξή του, του απεύθυνε τον λόγο και ακολούθησε ο εξής διάλογος:Ακαρνάνας:    Για ποιο λόγο απορείς, πόσοι πιστεύεις ότι σκοτώθηκαν;

Αμπρακιώτης: Τους υπολογίζω γύρω στους διακόσιους.

Ακαρνάνας:     Τα όπλα όμως αυτά δε φαίνεται να ανήκουν σε διακόσιους, αλλά σε πάνω από χίλιους.

Αμπρακιώτης:  Δεν είναι λοιπόν εκείνων που πολέμησαν μαζί μας……

Ακαρνάνας:      Είναι, αν σεις χτες πολεμήσατε στην Ιδομενή.

ΑμπρακιώτηςΕμείς όμως δεν πολεμήσαμε με κανέναν χτες, αλλά προχτές στην  υποχώρηση…..

Ακαρνάνας:    Όσο ξέρω εγώ, εμείς πολεμήσαμε χτες με αυτούς εδώ τους άντρες που έρχονταν από την πόλη Αμπρακία για να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους.

Όταν ο κήρυκας αντιλήφθηκε ότι οι συμπολίτες του που ερχόταν να τους βοηθήσουν, είχαν εξολοθρευτεί, κατέρρευσε. Ήταν δε τόσος μεγάλος ο θρήνος του, που αμέσως αποχώρησε άπραγος χωρίς να ζητήσει τους νεκρούς. Ήταν δε τόσο μεγάλη η συμφορά των Αμπρακιωτών, που μέχρι αυτόν τον χρόνο του πολέμου, καμία άλλη πόλη δεν είχε χάσει τόσους άνδρες.

Επίλογος

Επεξεργασία

Οι Αθηναίοι συμβούλεψαν τους Ακαρνάνες και Αμφιλόχιους να επιτεθούν στην αποδυναμωμένη πλέον Αμπρακία και ήταν σίγουρο ότι θα την κυρίευαν. Αυτοί όμως δεν συμφώνησαν, από φόβο πως αν είχαν γείτονες μία κυριευμένοι πόλη από τους Αθηναίους, αυτοί θα αποδεικνύονταν χειρότεροι γείτονες από τους Αμπρακιώτες.

Το ένα τρίτο από τα λάφυρα παραδόθηκαν στους Αθηναίους και τα υπόλοιπα μοιράστηκαν στις πόλεις που συμμετείχαν στα γεγονότα των προηγούμενων ημερών. Προσωπικά στον Δημοσθένη δωρήθηκαν τριακόσιες πανοπλίες τις οποίες ο ίδιος αφιέρωσε σε διάφορους ναούς της Αττικής.

Ο βασιλιάς Σαλύνθιος των Αγραίων είχε φυγαδεύσει τους διαφυγόντες των Όλπων στις Οινιάδες. Με την αποχώρηση των Αθηναίων, Ακαρνάνες και Αμφιλόχιοι έκλεισαν συμφωνία μαζί τους, επιτρέποντάς τους να επιστρέψουν ο καθείς στον τόπο του. Επιπλέον υπέγραψαν με τους Αμπρακιώτες συμφωνία εκατόχρονης ειρήνης με τον όρο αμοιβαίας βοήθειας μόνον όμως σε περίπτωση υπεράσπισης των εδαφών τους και όχι βοήθειας σε τυχόν επιθετικές εκστρατείες.