Η Μητρόπολη Κιέβου και πάντων των Ρως ή Εκκλησία του Κιέβου και πάντων των Ρως ήταν ιστορική Εκκλησία, η οποία αναπτύχθηκε εντός του κράτους των Ρως του Κιέβου (και, σε μεγαλύτερη κλίμακα, στη Ρουθηνία). Σύμφωνα με την παράδοση, οι καταβολές της ανάγονται στη βάπτιση του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου Α' του Μεγάλου, το 988[1], παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί στην ευρύτερη περιοχή αρκετό καιρό νωρίτερα.

Αναπαράσταση της βαπτίσεως του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου Α΄.

Παρέμεινε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως έως τα τέλη του 17ου αιώνα.

Από την ίδρυσή της, η Μητρόπολη Κιέβου υπήρξε το λίκνο του Ανατολικού και Δυτικού σλαβικού Χριστιανισμού για τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς. Πολλές σημερινές Εκκλησίες αυτοαναγορεύονται άμεσοι ή έμμεσοι κληρονόμοι της παλαιάς Εκκλησίας του Κιέβου:

Ιστορία Επεξεργασία

 
Χάρτης του Κράτους των Ρως του Κιέβου

Πρώτοι αιώνες Επεξεργασία

Το 991 ιδρύθηκε η Μητρόπολη Κιέβου και πάντων των Ρως, από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1240, το Κιέβο κατελήφθη και καταστράφηκε από τους Μογγόλους του Μπατού. Το 1283, η έδρα της Μητρόπολης Κιέβου μεταφέρθηκε στο Βλαντίμιρ της Μοσχοβίας, διατηρώντας ωστόσο τον τίτλο με γεωγραφικό προσδιορισμό το Κίεβο. Το 1302 ιδρύθηκε η Μητρόπολη Γαλικίας για τις ανάγκες των ορθοδόξων του Πριγκιπάτου της Γαλικίας-Βολυνίας και το 1316 η Μητρόπολη Λιθουανίας για τις ανάγκες των ορθοδόξων του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας.

Το 1325, η έδρα της Μητρόπολης του Βλαντίμιρ μεταφέρθηκε στη Μόσχα, με διατήρηση του τίτλου με γεωγραφικό προσδιορισμό το Κίεβο. Το 1448, μέσω της διακήρυξης της αυτοκεφαλίας της Μητρόπολης Μόσχας, οι Προκαθήμενοι εγκατέλειψαν σταδιακά τον τίτλο με γεωγραφικό προσδιορισμό το Κίεβο, χρησιμοποιώντας πλέον αυτόν του Μητροπολίτη Μόσχας και πασών των Ρωσιών.

Το 1589, η αυτοκεφαλία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο και της απέδωσε τον τίτλο του Πατριαρχείου. Το 1595-1596, η Ένωση του Μπρεστ σηματοδότησε την ένωση της Μητρόπολης Κιέβου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Το 1620 αποκαταστάθηκε η Ορθόδοξη ιεραρχία εντός της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.

Υπαγωγή στη Μόσχα Επεξεργασία

 
Εκχριστιανισμός των Ρως (Καθεδρικός ναός Αγίου Βλαδίμηρου στο Κίεβο)

Το 1667, το Κίεβο και η ανατολική Ουκρανία πέρασαν στην κυριαρχία των Ρώσων. Μετά την επέκταση της κυριαρχίας του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας στις ανατολικές επαρχίες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, ο τσάρος Μέγας Πέτρος ανταποκρίθηκε στο επίμονο αίτημα του Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ (1674-90) να ζητήσει από τον Οικουμενικό Πατριάρχη την υπαγωγή και στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία των προσαρτηθεισών στη κυριαρχία του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ απέρριψε το αίτημα του τσάρου και με Συνοδική Πράξη (1686) παραχώρησε κατ' οικονομίαν στον Πατριάρχη Μόσχας μόνο την άδεια να χειροτονεί ή να ενθρονίζει τον εκλεγμένο από την Κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητροπόλεως Κιέβου, υποψήφιο Μητροπολίτη Κιέβου, υπό τον απόλυτο όμως και απαραίτητο όρο, ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου θα μνημονεύει σε κάθε Θεία Λειτουργία το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η μνημόνευση αυτή είχε την έννοια ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου παρέμενε πάντοτε ως «έξαρχος» στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως[α].

Το 1722 η Μητρόπολη Κιέβου έγινε de facto μια από τις επισκοπές του Πατριαρχείου Μόσχας, όταν ο Μέγας Πέτρος διόρισε τον Βαρλαάμ (Βονιάτοβιτς) στο βαθμό του αρχιεπισκόπου και όχι του μητροπολίτη. Κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν, η μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχη ατόνισε και χάθηκε, ενώ η Ουκρανική Εκκλησία θεωρούνταν τμήμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Διάδοχη κατάσταση Επεξεργασία

Στις 27 Οκτωβρίου 1990, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας παραχώρησε αυτονομία (καθεστώς που όμως δεν είναι αυτοκέφαλο)[3], με την σχετική απόφαση να παραδίδεται στον τότε Αρχιεπίσκοπο Κιέβου Φιλάρετο. Αυτός έκτοτε έφερε τον τίτλο «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας[4]».

Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας (24 Αυγούστου 1991) συνεκλήθη στις 1-2 Νοεμβρίου 1991 τοπική Σύνοδος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο και αποφάσισε να υποβάλει αίτημα Αυτοκεφαλίας στο Πατριαρχείο Μόσχας[4]. Η επόμενη Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας, που συνήλθε τον Μάρτιο του 1992, δεν εξέτασε το αίτημα αλλά ζήτησε την παραίτηση του Μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου[β]. Ο Φιλάρετος, επιστρέφοντας στην Ουκρανία δήλωσε ότι πιέστηκε να δηλώσει ότι θα παραιτηθεί και ότι δεν πρόκειται τελικά να το κάνει.

Ο Φιλάρετος καθαιρέθηκε από το Πατριαρχείο Μόσχας στις 27 Μαΐου 1992. Είχε προηγηθεί σύνοδος επισκόπων και πιστών στο Πατριαρχείο Μόσχας, η οποία εξέλεξε νέο προκαθήμενο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Βλαδίμηρο (Μαρκιάνοβιτς Σάμπονταν). Ο Φιλάρετος και οι ακόλουθοί του συνήλθαν σε άλλη σύνοδο τον Ιούνιο του 1992, η οποία ίδρυσε την «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Κιέβου)» και εξέλεξε «Πατριάρχη» τον Μοστισλάβο (Ιβάνοβιτς Σκρίπνικ). Το 1997, το Πατριαρχείο Μόσχας αναθεμάτισε τον Φιλάρετο[7][6], απόφαση που αποδέχτηκαν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες..

Το λεγόμενο «Πατριαρχείο Κιέβου» δεν αναγνωρίστηκε από καμία Ορθόδοξη Εκκλησία και για τα επόμενα χρόνια η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) παρέμεινε η μόνη αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία, σε εκκλησιαστική κοινωνία με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες μέσω της υπαγωγής της στο Πατριαρχείο Μόσχας. Το 2019 ιδρύθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας με παραχώρηση Αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) δεν δέχτηκε να συμμετάσχει σε αυτή και οι δυο Εκκλησίες συνεχίζουν να λειτουργούν παράλληλα στη χώρα ως σήμερα, μαζί με αυτήν του Φιλάρετου.

Τον τίτλο του Μητροπολίτη Κιέβου (και πάσης Ουκρανίας) φέρουν σήμερα και οι δυο προκαθήμενοι των δύο Εκκλησιών, ο Επιφάνιος της Αυτοκέφαλης και ο Ονούφριος της Αυτόνομης (που υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας).

Οργάνωση Επεξεργασία

 
Άποψη του Καθεδρικού Ναού του Τσέρνιχιβ.
 
Άποψη του καθεδρικού Ναού του Νόβγκοροντ.

Η έδρα της Εκκλησίας αρχικά βρισκόταν στο Περέγιασλαβ-Χμελνίτσκι, προτού μετακινηθεί στο Κίεβο.

Κατά τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της, η Μητρόπολη Κιέβου και πάντων των Ρως περιλάμβανε τις παρακάτω επαρχίες:

Κατάλογος Μητροπολιτών Επεξεργασία

Μητροπολίτες Κιέβου (από τις καταβολές έως την Ένωση του Μπρεστ) Επεξεργασία

Σχετικά Λήμματα Επεξεργασία

Υποσημειώσεις και παραπομπές Επεξεργασία

Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. H Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ' (1686), η οποία κοινοποιήθηκε με σχετικές Επιστολές στους τσάρους Ιβάν και Πέτρο, στον πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ, στον Έτμάνο των Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, στην Ιεραρχία, τον Κλήρο και τον λαό της Μητροπόλεως Κιέβου, όριζε με σαφήνεια τα ακόλουθα: «Ο εν αγίω Πνεύματι αγαπητός και περιπόθητος αδελφός και συλλειτουργός της ημών μετριότητος (δλδ. ο πατριάρχης Μόσχας) έχη επ' αδείας χειροτονείν Κιέβου Μητροπολίτην κατά την εκκλησιαστικήν διατύπωσιν,... ενός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ηνίκα ο Μητροπολίτης Κιέβου ιερουργών είη την αναίμακτον θείαν μυσταγωγίαν εν τη παροικία ταύτη, μνημονεύοι εν πρώτοις του σεβασμίου ονόματος του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, ως όντος πηγή και αρχή, υπερκειμένου πάντων των πανταχού παροικιών τε και επαρχιών, έπειτα του Πατριάρχου Μοσκοβίας[2]»...
  2. Η σχετική ανακοίνωση ανέφερε:«Η Σύνοδος των Επισκόπων έλαβε υπόψη τη δήλωση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Φιλαρέτου ότι για χάρη της εκκλησιαστικής ειρήνης, στην επόμενη Σύνοδο Επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, θα υποβάλει αίτημα προκειμένου να απαλλαγεί των καθηκόντων του Προκαθημένου της. Κατανοώντας τη θέση του Μητροπολίτη Φιλαρέτου, η Σύνοδος των Επισκόπων τού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της για τη μακρά περίοδο εργασίας ως Αρχιεπισκόπου Κιέβου και τον ευλόγησε να συνεχίσει την επισκοπική του διακονία σε άλλη επισκοπή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας[5][6]».

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Bernard Dupuis, L'Église orthodoxe (§ Destin de l'Église russe) in Encyclopédie des religions, Universalis, Paris, 2002, p. 113
  2. Φειδάς, Βλάσιος. «Η Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1686) και η Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας (1686)». Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2023. 
  3. «Украинская Православная Церковь». Πατριαρχείο Μόσχας. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2023. 
  4. 4,0 4,1 Losiev, Ihor (8 Νοεμβρίου 2012). «Filaret: A Statehood-oriented Patriarch». The Ukrainian Week. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2023. 
  5. «Определение относительно обращения епископата Украинской Православной Церкви по поводу дарования ей автокефалии / Официальные документы / Патриархия.ru». Патриархия.ru (στα Ρωσικά). Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2018. 
  6. 6,0 6,1 «Official History of the Defrocking and Anathematization of Philaret Denisenko. Documents of the June 1992, 1994, and 1997 Bishops' Councils of the Russian Orthodox Church». OrthoChristian.Com. 17 Οκτωβρίου 2018. http://orthochristian.com/116586.html. Ανακτήθηκε στις 2018-11-29. 
  7. The Russian Orthodox Church. «Statement by the Holy Synod of the Russian Orthodox Church concerning the encroachment of the Patriarchate of Constantinople on the canonical territory of the Russian Church». mospat.ru (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία