Η Ναυτική Αεροπορία (Naval aviation) είναι το σύνολο των αεροπορικών δυνάμεων (αεροσκαφών και ελικοπτέρων) που υπάγονται στον έλεγχο του πολεμικού ναυτικού μίας χώρας. Ο όρος αναφέρεται στην χρήση επανδρωμένης (ή μη) στρατιωτικής αεροπορικής δύναμης από το πολεμικό ναυτικό, παράλληλα όμως περιλαμβάνει και την έννοια της χρήσης αεροσκαφών, τα οποία βρίσκονται υπό τον έλεγχο επίγειων στρατιωτικών δυνάμεων, σε ρόλους ναυτικής συνεργασίας (Maritime aviation).

Αεροσκάφος F-14 Tomcat του Αμερικανικού Ναυτικού. Το F-14 αποτελεί αεροσκάφος - σύμβολο της ναυτικής αεροπορίας

Ιστορία Επεξεργασία

 
Δύο υδροπλάνα Maurice Farman του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Ναυτικού στη νήσο Τσινγκτάο το 1914
 
Αεροσκάφος Mitsubishi A6M Zero του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Ναυτικού
 
Αεροσκάφος F4U Corsair του Αμερικανικού Ναυτικού

Τα θεμέλια της ναυτικής αεροπορίας στην Ελλάδα τέθηκαν τον Ιούνιο του 1912, όταν ο Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος της τότε Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας (τώρα Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας) πέταξε με τον «Δαίδαλο», το αεροσκάφος Henry Farman το οποίο είχε μετασκευαστεί σε υδροπλάνο, με μέση ταχύτητα 110 χλμ. την ώρα, επιτυγχάνοντας νέο παγκόσμιο ρεκόρ[1]. Έπειτα, στις 5 Φεβρουαρίου 1913 (24 Ιανουαρίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) πραγματοποιήθηκε η πρώτη παγκοσμίως πολεμική αποστολή ναυτικής συνεργασίας πάνω από τα Δαρδανέλια, η οποία αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία των θαλάσσιων επιχειρήσεων.Ο Υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης και ο Σημαιοφόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης πετώντας με υδροπλάνο Maurice Farman κατάρτισαν σχεδιάγραμμα των θέσεων του Τουρκικού Στόλου εναντίον του οποίου έριξαν τέσσερις βόμβες. Η αποστολή αυτή σχολιάσθηκε ευρέως τόσο από τον Ελληνικό και όσο και από τον διεθνή τύπο[2].

Η πρώτη επίθεση εναντίον επίγειων και θαλάσσιων στόχων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, προερχόμενη από αεροπλανοφόρο, έγινε τον Σεπτέμβριο του 1914 όταν το πλοίο μεταφοράς υδροπλάνων Wakamiya του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Ναυτικού πραγματοποίησε την πρώτη παγκοσμίως ναυτική αεροπορική επιδρομή[3][4], από τον Κόλπο Κιαοτσόου, κατά τη διάρκεια της μάχης του Τσινγκτάο στην Κίνα[5].

 
Αεροσκάφη Sopwith Camel στο κατάστρωμα του βρετανικού HMS Furious το 1918

Τα τέσσερα υδροπλάνα Maurice Farman βομβάρδιζαν επίγειους στόχους των Γερμανικών δυνάμεων (κέντρα επικοινωνιών και διοίκησης) και προξένησαν ζημιές σε μια Γερμανική Ναρκοθέτιδα στην χερσόνησο Τσινγκτάο από τον Σεπτέμβριο μέχρι τις 6 Νοεμβρίου 1914, οπότε και παραδόθηκαν οι Γερμανικές δυνάμεις[4]. Στο δυτικό μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η πρώτη ναυτική επιδρομή έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 1914 όταν δώδεκα υδροπλάνα από τα πλοία μεταφοράς υδροπλάνων HMS Engadine, HMS Riviera και HMS Empress επιτέθηκαν εναντίον της γερμανικής Βάσης Ζέπελιν στο Κουξχάβεν. Η επίθεση δεν ήταν επιτυχής παρόλο που ένα Γερμανικό πολεμικό πλοίο υπέστη ζημιές.

Η αεροπορική δύναμη των αεροπλανοφόρων έπαιξε ζωτικό ρόλο σε όλα τα ναυτικά θέατρα επιχειρήσεων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Θεωρείται ότι η Μάχη του Μίντγουεϊ στον θέατρο του Ειρηνικού σήμανε την αλλαγή στην ναυτική ιστορία, όταν το αεροπλανοφόρο αντικατέστησε το θωρηκτό ως το κύριο πλοίο ενός πολεμικού στόλου.

Μετά το πέρας του Πολέμου η ναυτική αεροπορία και οι αεροπορικές δυνάμεις των αεροπλανοφόρων έλαβαν μέρος στον Πόλεμο της Κορέας, στην Κρίση του Σουέζ, τον Πόλεμο του Βιετνάμ, τον Πόλεμο των Φόκλαντ, την επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου του 1991 στο Ιράκ καθώς και την Εισβολή στο Ιράκ το 2003.

Στρατηγική Προέκταση της Ναυτικής Αεροπορίας Επεξεργασία

Οι αεροπορικές δυνάμεις των αεροπλανοφόρων προσδίδουν στις κυβερνήσεις το στρατηγικό πλεονέκτημα να χρησιμοποιούν αεροπορική δύναμη οπουδήποτε στον κόσμο χωρίς την ανάγκη συμβατικών επίγειων αεροπορικών βάσεων ή δικαιωμάτων υπερπτήσεως χωρών, συνθήκες που μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθούν πολιτικά. Παράλληλα, ο συνήθης αριθμός των μεταφερομένων αεροσκαφών μίας πτέρυγας αεροπλανοφόρου (περίπου 80 αεροσκάφη) συχνά είναι αριθμητικά και ποιοτικά ανώτερος από ολόκληρες τις πολεμικές αεροπορίες πολλών χωρών.

Ανθυποβρυχιακός πόλεμος Επεξεργασία

 
Αεροσκάφη Sea Harrier στο κατάστρωμα του ελαφρού αεροπλανοφόρου HMS Illustrious του Βρετανικού Ναυτικού
 
Το αεροπλανοφόρο USS Saratoga (CV-60)

Η επίδειξη στρατηγικής δύναμης δεν είναι η μόνη λειτουργία της ναυτικής αεροπορίας. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ είχαν να αντιμετωπίσουν την απειλή των Σοβιετικών υποβρύχιων δυνάμεων, κυρίως των επιθετικών υποβρυχίων (SSN) και των υποβρυχίων κατευθυνόμενων βλημάτων (SSGN) του Σοβιετικού ναυτικού. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη και αξιοποίηση ελαφρών αεροπλανοφόρων με αυξημένες ικανότητες ανθυποβρυχιακού πολέμου (anti-submarine warfare - ASW), κυρίως από τις Ευρωπαϊκές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Ένα από τα πλέον επιτυχημένα όπλα της ναυτικής αεροπορίας εναντίον των υποβρυχίων είναι το ανθυποβρυχιακό ελικόπτερο, αρκετά από τα οποία μεταφέρονται στα ελαφρά αεροπλανοφόρα.

Αυτά τα ελαφρά αεροπλανοφόρα συνήθως έχουν εκτόπισμα περίπου 20,000 τόνων και μεταφέρουν συνδυασμό ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων και αεροσκαφών καθέτου αποπροσγειώσεως BAe Sea Harrier ή Harrier II. Τα ελαφρά αεροπλανοφόρα είναι:

Αντίθετα τα μεγάλα αεροπλανοφόρα είναι:

Αεροσκάφη Αεροπλανοφόρων Επεξεργασία

 
Αεροσκάφος Su-33 Flanker στο κατάστρωμα του Ρωσικού αεροπλανοφόρου Admiral Kuznetsov

Ναυτικά Ελικόπτερα (ASW/SAR) Επεξεργασία

 
Ελικόπτερα SH-60 Sea Hawk του Αμερικανικού ναυτικού
 
Ελικόπτερο CH-46 Sea Knight του Αμερικανικού ναυτικού

Ναυτικά Ελικόπτερα Αμφίβιων Επιχειρήσεων Επεξεργασία

Ιστορικά αεροσκάφη Επεξεργασία

  Ηνωμένο Βασίλειο
  ΗΠΑ
 
Αεροσκάφος E-2C Hawkeye στο κατάστρωμα του Γαλλικού αεροπλανοφόρου Charles de Gaulle
  Ιαπωνία
  Γερμανία

Σημειώσεις - Πηγές Επεξεργασία

  1. «Ιστορία Πολεμικής Αεροπορίας - Τα πρώτα βήματα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2010. 
  2. Ιστορία Πολεμικής Αεροπορίας - Βαλκανικοί
  3. Japan Military Guide
  4. 4,0 4,1 IJN Wakamiya Aircraft Carrier
  5. "Sabre et pinceau", Christian Polak, p92

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

 
Αεροσκάφη F-4 Phantom II και A-7 Corsair II στο κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου USS CORAL SEA (CV-43) το 1981