Νεοελληνική αρχιτεκτονική

Αυτό το λήμμα αναφέρεται στην νεοελληνική αρχιτεκτονική.

Το Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, ένα νεοκλασικό κτήριο

Από το 1453 και έπειτα, η ελληνική αρχιτεκτονική επικεντρώθηκε κυρίως στην εκκλησιαστική. Οι εκκλησίες, όπως και άλλα κέντρα όπως τα σχολεία, χρησιμοποιήθηκαν και ως χώρος συνάντησης.

Μετά την Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική προσπάθησε να συνδυάσει την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική με τη δυτικοευρωπαϊκή. Η αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα της Αθήνας και άλλων πόλεων της Ελλάδος επηρεάζεται κυρίως από τη νεοκλασική αρχιτεκτονική.

Ιστορία Επεξεργασία

Η αρχιτεκτονική των σύγχρονων ελληνικών πόλεων, ιδιαίτερα οι «παλιές πόλεις» επηρεάζονται κυρίως από την οθωμανική ή βενετική αρχιτεκτονική, δύο δυνάμεις που κυριαρχούσαν στον ελληνικό χώρο από την Αναγέννηση. Μετά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, οι σύγχρονοι Έλληνες αρχιτέκτονες προσπάθησαν να συνδυάσουν αρχαία και βυζαντινά στοιχεία και κίνητρα με τα δυτικοευρωπαϊκά στυλ. Η Πάτρα ήταν η πρώτη πόλη του σύγχρονου ελληνικού κράτους που ανέπτυξε σχέδιο πόλης. Τον Ιανουάριο του 1829 ο Σταμάτης Βούλγαρης, Έλληνας μηχανικός του γαλλικού στρατού, παρουσίασε το σχέδιο της νέας πόλης στον κυβερνήτη Καποδίστρια, ο οποίος το ενέκρινε. Ο Βούλγαρης εφήρμοσε τον ορθογώνιο κανόνα στο αστικό συγκρότημα της Πάτρας.

Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου, η αρχιτεκτονική της Αθήνας και άλλων πόλεων επηρεάστηκε κυρίως από τη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Για την Αθήνα, ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, Όθωνας, ανέθεσε στους αρχιτέκτονες Σταμάτιο Κλεάνθη και Eduard Schaubert να σχεδιάσουν ένα σύγχρονο σχέδιο πόλης κατάλληλο για την πρωτεύουσα ενός κράτους.

Νεοκλασικά παραδείγματα Επεξεργασία

Το 1917 το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της Θεσσαλονίκης κατεστράφη από τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917. Μετά την πυρκαγιά η κυβέρνηση απαγόρευσε την γρήγορη ανοικοδόμηση, ώστε να μπορέσει να υλοποιήσει τον νέο επανασχεδιασμό της πόλης σύμφωνα με το πολεοδομικό σχέδιο ευρωπαϊκού τύπου από ομάδα αρχιτεκτόνων, συμπεριλαμβανομένου του Βρετανού Thomas Mawson, με επικεφαλής τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ernest Hébrard.

Το 1929 τέθηκαν σε ισχύ δύο σημαντικοί νόμοι σχετικά με τα πολυκατοικίες. Ο νόμος για την "οριζόντια ιδιοκτησία" κατέστησε δυνατή την ύπαρξη πολλών διαφορετικών ιδιοκτητών για ένα ακίνητο ή διαμέρισμα. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτού του νόμου ήταν η αντιπαροχή. Με την αντιπαροχή, ο ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου, ο οποίος δεν έχει την πολυτέλεια να ανεγείρει ένα ακίνητο, συνάπτει σύμβαση με μια κατασκευαστική εταιρεία έτσι ώστε ο τελευταίος να κτίσει το ακίνητο αλλά να γίνει ιδιοκτήτης ενός αριθμού συμφωνηθέντων διαμερισμάτων. Παρόλο που κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου η πρακτική της αντιπαροχής δεν ήταν διαδεδομένη, η αντιπαρόχη έγινε η πιο κοινή μέθοδος ανοικοδόμησης από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο, η μαζική κατασκευή πολυκατοικιών στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην ελληνική οικονομία και στη μεταπολεμική ανάκαμψη. Κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970, η Ξενία ήταν ένα πρόγραμμα κατασκευής ξενοδοχείων που χρηματοδοτήθηκε από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) για τη βελτίωση των τουριστικών υποδομών.

Νόμοι Αντιπαροχής Επεξεργασία

Το 1929 τέθηκαν σε ισχύ δύο σημαντικοί νόμοι που αφορούσαν τις πολυκατοικίες. Ο νόμος για την «οριζόντια ιδιοκτησία» επέτρεψε σε πολλούς διαφορετικούς ιδιοκτήτες να κατέχουν μία πολυκατοικία, ο καθένας κατέχοντας ένα ή περισσότερα διαμερίσματα. Θεωρητικά, κάθε διαμέρισμα αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό του αρχικού οικοπέδου. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτού του νόμου ήταν η πρακτική της «αντιπαροχής». Με την αντιπαροχή, ο ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου, που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να χτίσει μόνος του μια πολυκατοικία, κάνει συμβόλαιο με μια κατασκευαστική εταιρεία ώστε η τελευταία να χτίσει την πολυκατοικία αλλά να διατηρήσει την ιδιοκτησία τόσων διαμερισμάτων όσες αναφέρει το συμβόλαιο. Αν και κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η πρακτική της αντιπαροχής ήταν περιορισμένη, καθώς η ανέγερση των περισσότερων πολυκατοικιών χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από τους αρχικούς ιδιοκτήτες του οικοπέδου, η αντιπαροχή έγινε η πιο κοινή μέθοδος χρηματοδότησης της κατασκευής πολυκατοικιών από τη δεκαετία του 1950. και μετά.[1] Ωστόσο, αυτή η πρακτική είχε ως αρνητικό αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών παλιών (κυρίως του 19ου αιώνα) κτιρίων και αρχοντικών στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, για να αντικατασταθούν από κοινές πολυκατοικίες. Ακόμη και σήμερα (2024), οι ιδιοκτήτες παλαιών κτιρίων ή αρχοντικών, που έχουν χαρακτηριστεί ως αρχιτεκτονικά διατηρητέα, προτιμούν να τα αφήσουν να καταρρεύσουν για να αποφύγουν το κόστος συντήρησης και να εκμεταλλευτούν το οικόπεδο.

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ελληνικό εμφύλιο, αυτή η πρακτική (η μαζική κατασκευή συγκυριαρχιών στα μεγάλα κέντρα της Ελλάδας) ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην ελληνική οικονομία και στη μεταπολεμική ανάκαμψη. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 κατασκευάστηκαν και οι πρώτοι υαλοστάτες, όπως ο Πύργος του ΟΤΕ και το Συγκρότημα Πύργου Αθηνών.

Κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970, το Xenia ήταν ένα πανελλαδικό πρόγραμμα κατασκευής ξενοδοχείων που ξεκίνησε από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) για τη βελτίωση της τουριστικής υποδομής της χώρας. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα υποδομής στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Πρώτος υπεύθυνος του έργου ήταν ο αρχιτέκτονας Χαράλαμπος Σφαέλλος (από το 1950 έως το 1958) και από το 1957 τα κτίρια σχεδιάστηκαν από ομάδα υπό τον Άρη Κωνσταντινίδη.

Διάσημοι ξένοι αρχιτέκτονες που έχουν επίσης σχεδιάσει κτίρια στην Ελλάδα κατά τον 20ο και τον 21ο αιώνα, είναι οι Βάλτερ Γκρόπιους, Έερο Σάαρινεν και Μάριο Μπότα. Αρκετά νέα κτίρια κατασκευάστηκαν επίσης από τον Σαντιάγο Καλατράβα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, ενώ ο Μπερνάρ Τσουμί σχεδίασε το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Πρόσφατα το 2012 ο Ρέντσο Πιάνο σχεδίασε το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ολοκληρώθηκε το 2016).

Φωτοθήκη Επεξεργασία


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Giacumacatos 2009, pp. 65–67.