Η Πολιορκία του Ναυπλίου διεξήχθη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 σε δύο στάδια και αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της πόλης του Ναυπλίου από τους Οθωμανούς Τούρκουςκ Αλβανους. Ξεκίνησε στις 4 Απριλίου του 1821 και οδήγησε στην άλωση από τους επαναστατημένους Έλληνες στις 3 Δεκεμβρίου του 1822.

Η Πολιορκία του Ναυπλίου
Επανάσταση του ΄21
Χρονολογία4 Απριλίου 18214 Δεκεμβρίου 1822
ΤόποςΝαύπλιο
37°34′02″N 22°48′06″E / 37.567317°N 22.801553°E / 37.567317; 22.801553Συντεταγμένες: 37°34′02″N 22°48′06″E / 37.567317°N 22.801553°E / 37.567317; 22.801553
ΣτόχοιΟι Έλληνες ήθελαν να καταλάβουν το Ναύπλιο, προπύργιο της Πελοποννήσου
ΈκβασηΝίκη των Ελλήνων
Εδαφικές
μεταβολές
Κερδίθηκε το Ναύπλιο από τους Έλληνες
Αντιμαχόμενοι
Έλληνες
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
3.500

Ναύπλιο is located in Greece
Ναύπλιο
Ναύπλιο
Η Πολιορκία του Ναυπλίου (Ελλάδα)

Απόπειρες κατάκτησης της πόλης έγιναν συγκεκριμένα από τον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα, τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τον Νικήτα Σταματελόπουλο (τον γνωστό Νικηταρά), τον Νικόλαο Σταματελόπουλο ενώ το 1822 ακολούθησε μία από τον Στάικο Σταϊκόπουλο και τέλος από τον Αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος διαπραγματεύτηκε την παράδοση της πόλης.[1]

Υπόβαθρο Επεξεργασία

Στις χαραυγές του 19ου αιώνα, παραμονές της Επανάστασης, το Ναύπλιο αποτελούσε ακμαίο εμπορικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου, ενώ είχε στρατηγική σημασία, καθώς ήταν το πέρασμα της Πελοποννήσου από την πλευρά του Αιγαίου. Από το 1715[2] αρχικά η πόλη είχε ορισθεί ως η πρωτεύουσα του Βιλαετίου της Πελοποννήσου και αποτελούσε την ασφαλή πόλη των Τούρκων όχι μόνο για την Αργολίδα αλλά και για ολόκληρη την Πελοπόννησο πριν μεταφερθεί αυτή στην Τρίπολη το 1770. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία οι φήμες ότι προετοιμάζεται επαναστατική δράση στις Πελοπόννησο τόσο από τις Σπέτσες και την Υδρα όσο και από τη μεγάλη Ρωσία ανησύχησαν τους Οθωμανούς κατοίκους της Πελοποννήσου[3]. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να συνθέσουν την αληθινή εικόνα της περιοχής, οπότε ο Μητροπολίτης Ναυπλίου Γρηγόριος και ο Αργείος πρόκριτος Ιωάννης Περούκας κλήθηκαν για εξηγήσεις στην Τρίπολη. Εκει και οι δύο διαβεβαίωσαν ότι απλά όλα αυτά ήταν μια μηχανοραφία του Αλη-Πασά των Ιωαννίνων που είχε αποσπασθεί από την Υψηλή Πύλη. Οι ισχυρισμοί των δύο Ελλήνων προχούντων καθυσύχασαν τους Τούρκους κατοίκους της Πελοποννήσου. Στην Αργολίδα, ο καθησυχασμός ήταν μεγαλύτερος αφού οι Χρσιτιανοί κάτοικοι ήταν απομονωμένοι, χωρίς όπλα οπότε θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως "ακίνδυνοι".

Παρόλα αυτά η κατάσταση στο 'Αργος παρουσιάζονταν σκοτεινή και ανήσυχη. Το απόγευμα της 23ης Μαρτίου στην κεντρική αγορά του Αργους είχε "φτάσει" η είδηση από στόμα σε στόμα ότι οι Τούρκοι είχαν αποκλεισθεί στο Λεοντάριο. Αυτό το γεγονός τρομοκράτησε τους φιλήσυχους Τούρκους του Αργους που αποφάσισαν να μεταφέρουν τις οικογένειες τους και ότι πολύτιμο είχαν εντός του φρουρίου του Ναυπλίου. Μόνο οι άνδρες των Τουρκικών οικογενειών που διέμεναν πριν στο Αργος καθημερινά επισκέπτονταν τα εγκατελλειμένα σπίτια τους και το βράδυ επέστρεφαν στο Ναύπλιο.

Ομως στα τέλη του Μαρτίου, η επανάσταση στην Πελοπόννησο είχε εξαπλωθεί σχεδόν παντού. Η Αργολίδα παρέμενε μία από τις τελευταίες περιοχές που ακόμη οι Ελληνες κάτοικοί της ήταν ειρηνικοί. Προσπαθώντας λοιπόν οι Τούρκοι να προλάβουν τις εξελίξεις αποφάσισαν να μεταφέρουν τις Χριστιανικές οικογένειες του Αργους εντός του φρουρίου ώστε και να τους έχουν υπό έλεγχο αλλά και να τους έχουν ως ομήρους. Την 1η Απριλίου, 150 Αργείοι Τούρκοι ένοπλοι μπήκαν στο Αργος έφιπποι και προσπάθησαν να πείσουν ειρηνικά τις Χριστιανικές οικογένειες να μετακινηθούν στο Ναύπλιο λέγοντάς τους ότι έτσι θα προστατευθούν από τους Κλέφτες που λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι Ελληνες κατανοώντας πλήρως το σχέδιο των Τούρκων, προσποιήθηκαν ότι ήταν πρόθυμοι να υπακούσουν στο κάλεσμα και να τους ακολουθήσουν στο Ναύπλιο. Ζήτησαν όμως η αναχώρησή τους να υλοποιηθεί το επόμενο πρωί και μάλιστα η μετακίνηση τους να γίνει από τους ίδιους. Οι Τούρκοι με τη διαβεβαίωση που έλαβαν πείσθηκαν και επέστρεψαν το βράδυ στο Ναύπλιο. Οι Έλληνες όμως όλο το βράδυ σύγκέντρωσαν ότι όπλο είχε ο καθένας τους π.χ. αξίνες, σούβλες σκουριασμένα πιστόλια και ελάχιστα "παλιοτούφεκα" και μετακινήθηκαν στο χωριό Δαλαμανάρα όπου οχυρώθηκαν πίσω από χαντάκια δεξιά και αριστερά του δρόμου του Ναυπλίου και περίμεναν να ξημερώσει και να εμφανισθούν οι Τούρκοι όπως είχαν συμφωνήσει. Πράγματι νωρίς το πρωί, οι Τούρκοι εμφανίσθηκαν και τότε οι Ελληνες άρχισαν να πυροβολούν από διαφορετικά σημεία και να φωνάζουν "Πίσω Αγάδες, πίσω, γιατί σας βαράμε. Χριστιανοί και Τούρκοι δνε μπορούν να ζήσουν μαζί." Οι Τούρκοι ξαφνιάσθηκαν και θεώρησαν ότι οι Ελληνες ήταν πολλοί και καλά εξοπλισμένοι οπότε οπισθοχώρησαν περίτρομοι προς το Ναύπλιο. Από τότε ποτέ δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους στο Αργος.

Στρατοί Επεξεργασία

Αρχικά ο αριθμός των στρατιωτών των δύο αντιπάλων στρατοπέδων ήταν αρκετά περιορισμένος αφού απο τη μία οι Ελληνες είχαν συγκεντρώσει 1500 άνδρες στο Κατσίγκρι, μία περιοχή έξω από το Ναύπλιο, με αρχηγό τον Σταϊκο Σταϊκόπουλο ενώ μέσα στο Ναύπλιο η φρουρά δεν ξεπερνούσε τουςΤούρκους στρατιώτες.[4] Ομως στη διάρκεια των δύο χρόνων ο αριθμός αυτός μεταβάλλονταν με προσθήκες εκατέρωθεν. Ο Κεχαγιάμπεης ενίσχυσε τις Τουρκικές δυνάμεις αφού με συγκεντρωμένους 3,500 άνδρες κατευθύνθηκε προς το Ναύπλιο διέλυσε την πολιορκία και αποχώρησε από το Ναύπλιο αφήνοντας και πάλι την πόλη με τη φρουρά της. Λίγους μήνες αργότερα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε 4,000 άνδρες για την άλωση της πόλης με έφοδο προς το φρούριο, αν και η πολιορκία απέτυχε.

Ο πιο μεγάλος στρατός που συγκεντρώθηκε ήταν αυτός υπό το Δράμαλη, 30,000 άνδρες, τον Ιούλιο του 1822 όπου από όπου περνούσε διέλυε τα πάντα ενώ έφτασε σχεδόν αμαχητί στο Ναύπλιο όπου και το κατέλαβε. Βέβαια η επιστροφή του προς τα Δερβένακια ήταν κατατροφική γι' αυτόν αφού η πλειοψηφία της δύναμής του εξαφανίσθηκε.

Η ναυτική δύναμη περιορίζονταν κυρίως στους Ελληνες που αρχικά είχαν στείλει 2 Σπετσιώτικα πλοία για την πολιορκία της πόλης του Ναυπλίου και αργότερα αυτά έγιναν δεκαπέντε (15)[3] και προσπάθησαν να επιβάλλουν τον θαλάσσιο αποκλεισμό όχι πάντοτε με επιτυχία.

Πεδίο μάχης Επεξεργασία

Το Ναύπλιο είναι πόλη της Πελοποννήσου και σήμερα είναι η πρωτεύουσα του νομού Αργολίδας. Η πόλη πήρε το όνομά της από τον Ναύπλιο, γιο του θεού Ποσειδώνα και της κόρης του Δαναού Αμυμώνης όπως αναφέρει και ο Ευρυπίδης στην τραγωδία του "Ορέστης"[5] ο Ναύπλιος διακρινόταν για τις ναυτικές του ικανότητες που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Ιδρυσε την πόλη στον μυχό του Αργολικού κόλπου στην βραχώδη χερσόνησο του και την περιέβαλλε με Κυκλώπεια Τείχη. Ως απόγονοι του Ναύπλιου σύμφωνα με το μύθο είχαν πάντοτε ανεπτυγμένο το αίσθημα της ναυτοσύνης και η θάλασσα είναι συνδεδεμένη με τη ζωή τους.

Στους ιστορικούς χρόνους το Ναύπλιο χαρακτηρίστηκε ως το ισχυρότερο φρούριο μετά το Γιλβατάρ, ενώ οι Γεωγράφοι και οι Περιηγητές της εποχής την αναφέρουν ως πόλη με διαπρεπή και ισχυρή θέση. Αποτελούσε σημείο αναφοράς αφού πολύ διακεκριμένοι άνδρες της εποχής την επισκέπτονταν προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για τη τεχνοτροπία των φρουρίων και των οχυρών των τότε πόλεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ολλανδός Ναύαρχος Ιωνάννης Ερρίκος Van Kiusbergen (1715-1819) που υπηρετούσε στη Δανία και συνέταξε μελέτη για την κατάσταση των οχυρωμάτων, του εξοπλισμού αλλά και της κατάστασης του εξοπλισμού.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ενώ το Αργος ήταν "κτήση" των Οθωμανών, το Ναύπλιο, όντας υπό Ενετική κυριαρχία, αποτελούσε την διαρκή επιθυμία των Σουλτάνων όπως αυτή εκφράστηκε και από τον ιστορικό του Οθωμανικού Κράτους[3] Ι. Χάμμερ "Το απόρθητο φρούριο του Ναυπλίου είχε γίνει διακαής επιθυμία προς απόκτησιν του και από τον πορθητή της Κωνσταντινουπόλεως Μωάμεθ Β' και από τον νέον του Βαγιαζήτ Β' αλλά και από τον Σουλεϊμάν τον Α". Τελικά μετά από πολλές αποτυχημένες πολιορκίες των Τούκρων - γεγονός που μαρτυρεί το δύσκολο του εγχειρήματος - οι Ενετοί, δεδομένης της παρακμής της Ενετικής κυριαρχίας αλλά και της δυσκολίας επισιτσμού της πόλης, υπέγραψαν ειρήνη τον Ιούλιο του 1540 στην Κωνστανινούπολ. Η ειρήνη υπογράφηκε ανάμεσα στον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Α' και τον Ενετό Πρεσβευτή. Η αξία του Ναυπλίου για τους Ενετούς μαρτυρείται και από το γεγονός ότι όσοι Ναυπλιείς ακολούθησαν την Ενετική φρουρά τους προσέφεραν πολλές αμοιβές και χορηγίες για όλες τις υπηρεσίες που προσέφεραν ιδιαίτερα στην περίοδο της πολιορκίας αποό τους Τούρκους. Ομως οι Ενετοί άρχοντες, ιδιαίτερα μετά την απώλεια της Κρήτης (1669) άρχισαν πυρετωδώς τις προετοιμασίες για να επανακτήσουν τα εδάφη της Ανατολής - ιδιαίτερα την Κρήτη και το Ναύπλιο - μαζί με το χαμένο γόητρό τους. Ο Φραγκίσκος Μορωζίνης τελικά κατάφερε το 1686 να κυριεύσει το Ναύπλιο και να εγκαταστήσει τη δεύτερη περίοδο της Ενετοκρατίας (1686 - 1715). Την ίδια όμως παντοτινή επιθυμία είχαν και οι Τούρκοι - οπότε στις 9 Ιουλίου 1715 ο Σερασκέρης επικεφαλης των Τουρκικών δυνάμεων αλλά και τμημάτων Γενιτσάρων κατάφεραν να καταλάβουν το Παλαμήδι και αμέσως μετά το Ναύπλιο. Οι σκηνές που ακολούθησαν χαρακτηρίσθηκαν από καταστροφές, σφαγές και θηριωδίες, όσοι Χριστανοί διασώθηκαν εγκατέλειψαν την πόλη, προσφεύγοντας προς την Κρήτη ή στα παράλια της Ιταλίας. Ετσι η πόλη εξισλαμίσθηκε.

Από τότε στην πόλη δε ζούσε κανένας Χριστιανός. 'Οπως αναφέρει ο Σπυρίδων Τρικούπης στην "Ιστορία της Επανάστασης - Τόμος Α" [6] οι Τουρκικές οικογένειες εντός των τειχών δεν ήταν περισσότερες από 860 ενώ οι άνδρες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλο δεν ήταν παραπάνω από 2650 άνδρες. Μετά την έκρηξη της επανάστασης οι κάτοικοι εντός των τειχών δεν ξεπερνούσαν τις 6000 ενώ στην λοιπή επαρχία Ναυπλίας περιλαμβανομένης και της Ερμιόνης κατοικούσαν 20,000 Χριστιανοί και 3500 Τούρκοι. Η κυρίως φρουρά του Ναυπλίου αποτελούνταν από 800 περίπου στρατιωτικούς και 100 Γενίτσαρους που άνηκαν στην φρουρά του Παλαμηδίου. Οι κάτοικοί της ήταν φιλήσυχοι και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άοπλοι οπότε οι Τούρκοι ήταν γενικά καθησυχασμένοι.

 
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, πρωτεργάτρια της Α’ Φάσης της Πολιορκίας του Ναυπλίου

Η Πολιορκία : Μια διαρκής μάχη Επεξεργασία

 
Στάικος Σταϊκόπουλος, πρωταγωνιστής της πολιορκίας του Ναυπλίου

Η πολιορκία του Ναυπλίου έγινε σε δύο φάσεις. H πρώτη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1821 με πρωτεργάτρια την Μπουμπουλίνα και η δεύτερη το καλοκαίρι του 1822 με τον Στάικο Σταϊκόπουλο. Η πρώτη φάση είχε ξεκινήσει από τις 4 Απριλίου του 1821, όταν οι Έλληνες προστάτευαν την πόλη από τους Τούρκους τόσο από την ξηρά, όσο και από τη θάλασσα. Οι δυνάμεις από τη στεριά οδηγούνταν από τους Νικήτα Σταματελοπούλο (Νικηταράς) και τον αδελφό του Νικόλαο Σταματελόπουλο, Στάικο Σταϊκόπουλο, Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα από το Κρανίδι, Νικόλαο Λάμπρου, Παπαθεοδόση Μπούσκο, Τάσο Νέζο, τον Ηγούμενο Καρακαλά Διονύσιο, τον ηγούμενο της μονής Αυγού και άλλους. Οι Επαναστάτες κινήθηκαν προς το Ναύπλιο και αφού τοποθέτησαν τις τροφές και τα πολεμοφόδια στον Πύργο Μουλαντζίκη (κοντά στο Σπαηντζίκο) κατέλαβαν του λόφους της Αρείας, της Αγίας Μονής, του Παπαφενά και του Προφήτη Ηλία ώστε να είναι έτοιμοι να παρεμποδίσουν οποιαδήποτε απόπειρα των Τούρκων να εξέλθουν από το Ναύπλιο και νέμονταν ελεύθεροι τα προϊόντα των κτημάτων του Ναυπλίου. Δυστυχώς τα πολεμοφόδια τους γρήγορα εξαντλήθηκαν και έτσι απευθύνθηκαν για βοήθεια στις Σπέτσεις αλλά και την τοπική Δημογεροντία όπου ζήτησαν πυρίτιδα. Αυτοί ανταποκρίθηκαν στο αίτημα και την προμήθευσαν στέλνοντας τρία βαρέλια. Ο αντίστοιχος μόλυβος που χρειάζονταν τον αφαίρεσαν από τη στέγη του Τουρκιού ιεροσπουδαστηρίου Μενδρεσέ στο 'Αργος μετατρέποντάς την σε σφαίρες. Στις θαλάσσιες δυνάμεις που πολιορκούσαν την πόλη ήταν υπεύθυνοι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και ο αδελφός της Μανώλης Δ. Λαζάρου. Η ναυτική δύναμη αποτελούνταν από δύο Σπετσιώτικα πλοία που έπλεαν στο μυχό του Αργολικού κόλπου και απέκλειαν από θάλασσα το Ναύπλιο. Λίγες μέρες αργότερα, στις 10 Απριλίου 1821, οι Ελληνες γιόρταζαν το Πάσχα και οι φρουρές ήταν πολύ χαλαρές, οπότε οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι αυτό το γεγονός κατάφεραν να βγουν από την πόλη και να επιτεθούν, αντιμετωπίζοντας τους Ελληνες πολιορκητές που ήταν εντελώς απροετοίμαστοι. Η κατάληξη της μάχης ήταν νικηφόρα για τους Τούρκους, αφήνοντας τους 'Ελληνες με 23 νεκρούς όπου ανάμεσά τους ήταν και ο ηγούμενος της μονής Αυγού. Οι αιχμάλωτοι τελικά μεταφέρθηκαν στο Ναύπλιο και κατακρεουργήθηκαν.

Την Τετάρτη της Διακαινισίμου, θέλοντας να αναπτερώσει το ηθικό, μπήκε έφιππη στο 'Αργος μαζί με τον γιό της, Δημήτριο Γιάννουζα, όπου και εκφώνησε φλογερό λόγο σε διπλή γλώσσα - Ελληνικά και Αλβανικά - που τους παρότρυνε να επιμείνουν στην πολιορκία. Το πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε την είσοδό της στην πόλη της απένειμε τον τίτλο της "Μεγάλης Κυράς" . Οι αποτελούντες την νεοσύστατη "Καγκελαρία του 'Αργους" Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαφλέσσας, Νικόλαος Σπηλιωτόπουλος συγκάλεσαν αυθημερόν όλους τους προκρίτους και αποφάσισαν κυρίως με γνώμη των Σπετσιωτών, ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος, ως επικεφαλής 900 Αργείων και χωρικών της ευρύτερης περιοχής της Αργολίδας, να αναλάβει και να επαναλάβει την πολιορκία εγκαθιστώντας το Στρατηγείο του στο Κατσίγκρι. Εν τω μεταξύ οι οι πολιορκητές αύξησαν τα πλοία που επιτηρούσαν σε τέσσερα (4).

Οι Τούρκοι βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει στην Πελοπόννησο έστειλαν τον Μουσταφάμπεη ή Κεχαγιάμπεη με 3500 Αλβανούς ,ερχόμενος από τα Γιάννενα έφθασε στο 'Αργος που το λεηλάτησε και έβαλε φωτιά στα περισσότερα σπίτια του. Οι κάτοικοί του σφαγιάσθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Στη σκληρή μάχη στα περίχωρα του Αργους σκοτώθηκε ο γιος της Μπουμπουλίνας, Δημ. Γιάννουζαςενώ οι νεκροί ξεπέρασαν τους 700 με 650 από αυτούς να είναι Σπετσιώτες. Αντιλαμβανόμενοι οι πολιορκητές της πόλης του Ναυπλίου την εισβολή του Κεχαγιάμπεη στο Αργος αποσύρθηκαν μέσα στη νύκτα προς το όρος Αραχναίο (Πόρτο Χέλι) και έτσι διαλύθηκε η πολιορκία του Ναυπλίου[7] .

Μετά την αναχώρηση του Κεχαγιάμπεη προς Τρίπολη οι διευθύνοντες την πολιορκία Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Δημήτριος Τσόκρης και Σταϊκος Σταϊκόπουλος ζήτησαν τη βοήθεια αλλά και την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που πολιορκούσε εκείνη την εποχή την Τρίπολη. Ο Γέρος του Μωριά απέστειλε στην περιοχή της Αργολίδας τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά) ο οποίος φθάνει στην Πελοπόννησο στις 15 Μαϊου του 1821. Η φήμη του τρομοκρατεί τους πολιορκημένους Τούρκους που προσπαθούν να εξέλθουν από την πόλη αλλά το πάθος των αδελφών Σταματελόπουλων (Νικήτα / Νικηταρά και Νικόλαο) ήταν παραδειγματικό. Οι Τούρκοι υποχωρούν πανικόβλητοι και οι Ελληνικές δυνάμεις μετρούν τα λάφυρα. Δυστυχώς οι έριδες μεταξύ κοτσαμπάσηδων και στρατιωτικών δεν έλλειψαν ούτε αυτή την κρίσιμη στιγμή για την επανάσταση. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη δεν αντιμετώπισαν θετικά την αύξηση της επιρροής του στις αποφάσεις του αγώνα. Οπότε στις 26 Μαϊου 1821, μετά από προτροπή του Αναγνώστη Δεληγιάννη, οργανώθηκε από τους προκρίτους της Πελοποννήσου η περίφημη "Συνέλευση των Καλτεζών" όπου σκοπός της ήταν η σύσταση της "Πελοποννησιακής Γερουσίας" με εκλεγμένο πρόεδρό της τον Επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο και αντιπρόεδρο και κοινό αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που έλαβε εντολή και πληρεξούσιο να "διοικήσει τις υποθέσεις της Πελοποννήσου μέχρι της άλωσης της Τρίπολης". Οπότε η "Πελοποννησιακή Γερουσία" στις 8 Ιουνίου 1821 θεώρησε αναγκαίο να ανακαλέσει και την διεύθυνση της πολιορκίας του Ναυπλίου από τον Νικήτα Σταματελόπουλο και να την παραχωρήσει στον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στους αρχηγούς των πολιορκητών με επιστολή που τους στάλθηκε.Την ίδια εποχή αποβιβάζεται στην Υδρα ο "πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής" Πρίγκηπας Δημήτριος Υψηλάντης . Η άφιξη του προκαλεί ενθουσιασμό στο λαό αλλά και επιτείνει την διχόνοια ανάμεσα στους κοτσαμπάσηδες και τους στρατιωτικούς αφού η προτίμησή του είναι φανερά προς τους στρατιωτικούς. Ομως το κακό κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των Ελληνικών τμημάτων έγινε η αιτία να διαφύγει της προσοχής εμπορικό πλοίο υπό Αγγλική σημαία που επισίτισε το Ναύπλιο και ανάγκασε τους διευθύνοντες την πολιορκία από θαλάσσης να αυξήσουν τον αριθμό των περιπολούντων καραβιών σε οκτώ (8).

Το επόμενο διάστημα οι ελληνικές δυνάμεις είχαν εγκατασταθεί έξω από την πόλη του Ναυπλίου, πολιορκώντας την και η πείνα για μία ακόμη φορά άρχισε και πάλι να κάνει την εμφάνισή της στην πόλη. Αποφάσισαν λοιπόν να απευθύνουν επιστολή στον Γιουσούφ Πασά και να ζητήσουν τη βοήθειά του για να διαλυθεί η πολιορκία της πόλης τους. Την αίτηση βοήθεια την παρέδωσαν λοιπόν σε δύο Ελληνομαθείς Τούρκους που τους συνέλαβαν οι Ελληνες έξω από την πόλη και η επιστολή βρέθηκε μετά από σωματική έρευνα - μη φτάνοντας ποτέ στον προορισμό της.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1821 και μετά από την άλωση της Τρίπολης, ο Δημ. Υψηλάντης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποφάσισαν να δοθεί όλο το βάρος των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο στο Ναύπλιο.΄Ετσι κατέφθασαν στο Αργος με σκοπό να βρεθεί ο πιο κατάλληλος τρόπος να επιτευχθεί η άλωση της πόλης μέσω εφόδου. Μαζί μ' αυτούς καταφθάνουν στο 'Αργος και αρκετοί Φιλέλληνες. Αρχηγός της πολιορκίας του Ναυπλίου διορίζεται και πάλι ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Στις 13 Δεκεμβρίου οι πολιορκημένο έκαναν έξοδο προκειμένου να συλλέξουν σοδειά από τους αγρούς έξω από την πόλη όμως οι Ελληνες τους αντιλήφθησαν και έγινε μία ακόμη σφοδρή μάχη. Οι Ελληνες με περισσό θάρρος και έχοντας υψηλό ηθικό υπό τις διαταγές των Υψηλάντη και Κολοκοτρώνη κατατρόπωσαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν σε άτακτη φυγή προς τους αβαθείς βάλτους του κάμπου με αποτέλεσμα τα Τουρκικά τμήματα πραγματικά να αφανισθούν.

Η οκτάμηνη πολιορκία του Ναυπλίου και η κούραση που επέρχονταν και στους πολιορκητές, τους ανάγκασε να κατανοήσουν ότι το μόνο εφαρμόσιμο και αποτελεσματικό σχέδιο θα ήταν η άλωση του φρουρίου μέσα από έφοδο. Στα πλαίσια αυτά υποβλήθηκαν μία σειρά από σχέδια στρατηγικής από Αγωνιστές αλλά και από Φιλέλληνες. Αυτό που τελικά εγκρίθηκε ήταν αυτό του Γάλλου Ιλαρχου και Φιλέλληνα Δανία. Σύμφωνα μ' αυτό ο στρατός των Ελλήνων θα χωριζόταν σε τρία τμήματα: το ένα με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη θα έμενε έξω από το Παλαμήδι και θα είχε τους Καρυτινούς, Μανιάτες, τους Τριπολιτσιώτες υπό του Σέκερη, τους Αργείους υπό του Σταϊκου και Τσόκρη. Ο Υψηλάντης ανέλαβε τον Τακτικό Στρατό που κουβαλούσαν τις σκάλες για την έφοδο και είχε υπό τις οδηγίες του τον Νικήτα, τον Κρέστα, τον Χριστόπουλο και τον Απόστολο Κολοκοτρώνη. Σκοπός αυτού του τμήματος ήταν η μετακίνησή του προς το μέρος της Κουπ-Τάπιας που βρίσκεται απέναντι από τη σκάλα του Παλαμηδίου[8]. Ο Γιατράκος με τους Μισιριώτες είναι οπισθοφυλακή, ενώ ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και Ιωάννης Γενναίος (γιος του Κολοκοτρώνη) θα οργάνωναν τις θαλάσσιες δυνάμεις για την έφοδο από τη θάλασσα με τη συνδρομή των τρεχαντηριών. Ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 15 υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία και πολλά κρανιδιώτικα και καστριώτικα τρεχαντήρια, τα οποία ήταν ιστιοπλοιάρια, και ειδικότερα αλιευτικά. Τη νύχτα λοιπόν της 3ης προς 4ης Δεκεμβρίου 1821, ο Κολοκοτρώνης με τετρακόσιους (400) άνδρες κατόρθωσε να πλησιάσει τα ανατολικά τείχη του Παλαμηδίου ενώ ο Νικηταράς τοποθέτησε σκάλες στα δεξιά πλευρά του τείχους της πόλης. Οι Φιλέλληνες τοποθέτησαν σκάλες προς την άλλη πλευρά - την ανατολικο-μεσημβρινή πλευρά. Δυστυχώς, όμως για τους Έλληνες, ο άνεμος δεν ήταν ευνοϊκός, γεγονός το οποίο έκανε το έργο του στόλου αρκετά δύσκολο. Υπήρξαν μάλιστα απώλειες για τους Έλληνες, αφού 50 από αυτούς -κάποιοι μάλιστα Φιλέλληνες- πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους. Μετά από αυτό το συμβάν, οι Έλληνες αποσύρθηκαν προσωρινά έως τον Μάϊο του 1822, προκειμένου να αναπληρώσουν τις απώλειές τους αλλά και τις ελλείψεις εφοδίων που υπέστησαν.

Ο καιρός περνούσε και τα τρόφιμα και πολεμοφόδια είχαν αρχίσει να εξαντλούνταν οπότε προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τον Σουλτάνο προκειμένου αυτός να τους βοηθήσει. Αντιπρόσωπός του χρήσθηκε ο Γιουσούφ-Τσαπάρην, ένας έγκριτος Τούρκος ο οποίος κατόρθωσε να μην γίνει αντιληπτός και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας το μήνυμα. Κατά την επιστροφή του συνελήφθη στην Τήνο. Αναγνωρίζοντας όμως την υπεροχή των Ελλήνων ο Γιουσούφ - Τσαπάρην προσπάθησε να πείσει τους Οθωμανούς του Ναυπλίου να παραδοθούν. Αυτοί αρχικά πείσθηκαν και προχώρησαν στις τελικές συζητήσεις για τους όρους παράδοσης της πόλης. Ομως πληροφορούμενοι τον ερχομό του Δράμαλη, προσπάθησαν να το καθυστερήσουν μεταφέροντας τρόφιμα και εφόδια εντός της πόλης.

Στις 5 Ιουλίου του 1822, ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης διαταχθείς από τον Σουλτάνο να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο διαβαίνει τον Ισθμό με 30,000 άνδρες. Ο πανικός που επικρατεί στο Ελληνικό στρατόπεδο είναι πολύ μεγάλος. Οι κάτοικοι της Αργολίδας εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και έτσι διαλύεται η πολιορκία της πόλης. Ο Δράμαλης αποχωρεί από την πόλη και συντρίβεται στα Δερβενάκια από τα Ελληνικά τμήματα υπό τον Κολοκοτρώνη. Τα Ελληνικά τμήματα οργανώνονται και πάλι για την Δ' πολιορκία του Ναυπλίου με αρχηγό αυτή τη φορά τον Νικόλαο Σταματελόπουλο. Στο διάστημα αυτό καθημερινές είναι οι μάχες των Ελληνικών τμημάτων με Τούρκους που προσπαθούν να εξέλθουν της πόλης. Σε μία από αυτές σκοτώθηκε από Τουρκικά πυρά ο Νικόλαος Σταματελόπουλος καθώς καταδίωκε έναν Τούρκο στρατιώτη ο οποίος προσποιούμενος ότι παραδίδεται τον πλησίασε και τον πυροβόλησε εξ επαφής. Ο ήρωας έπεσε νεκρός.

Οι πολιορκημένοι άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο της συνθηκολόγησης και της παράδοσης του Ναυπλίου αφού ο καιρός περνούσε και ολοένα και περισσότερο οι Τούρκοι του Ναυπλίου απελπίζονταν ότι βοήθεια δεν θα έρθει. Η παράδοση της πόλης ήταν η μόνη λύση. Η πείνα και οι επιδημικές ασθένειες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι πολιορκημένοι τότε αποφάσισαν να προτείνουν στους Έλληνες, χρησιμοποιώντας ως αγγελιοφόρους τους Ελληνες Επιτρόπους που τους είχαν ομήρους στην πόλη, το εξής: να παραδώσουν οι Τούρκοι το φρούριο σε Ελληνική Διοίκηση και να φύγουν από την πόλη μαζί με τις οικογένειες τους προς την Κόρινθο, ενώ θα κατέβαλλαν 100.000 γρόσια. Η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε το αίτημά τους και ο Κολοκοτρώνης επετίμησε τον Επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο που μετέφερε το μήνυμα, «διότι έθεσε υπεράνω του συμφέροντος της πατρίδος τη σωτηρία της ζωής του, παρήγγειλε δε αυτώ, ότι οφείλει ευχαρίστως ν’ αποθάνη χάριν της πατρίδας»[9][3]

Λίγο καιρό αργότερα, μετά την αποτυχία και της προηγούμενης προσπάθειας, οι πολιορκημένοι έστειλαν 150 άνδρες, ντυμένους 'Ελληνες, που εκμεταλλεύτηκαν τη γνώση τους για την ελληνική γλώσσα και κατάφεραν να ξεγελάσουν τους Έλληνες οπλαρχηγούς, αφού βγήκαν από το κάστρο. Ετσι μπόρεσαν να φτάσουν στην Κόρινθο. 'Ηταν τόσο καλά μεταμφιεσμένοι που εξαπάτησαν ακόμα και τη φρουρά στα Δερβενάκια. Συνάντησαν λοιπόν στην Κόρινθο τους Τούρκους αρχηγούς της περιοχής και τους ειδοποίησαν ότι θα έπρεπε άμεσα να σταλούν τρόφιμα στην πόλη για να μπορέσουν να αντέξουν τα δεινά της πολιορκίας, αλλιώς αυτή θα πέσει στα χέρια των ραγιάδων. Η είδηση αυτή αναστάτωσε τους αρχηγούς των Τούρκων και αποφάσισαν να εκστρατεύσουν προς το Ναύπλιο.[9][3]

Το μεσημέρι της 28ης Νοεμβρίου 1822, 7.000 Τούρκοι στρατιώτες με πολλά μουλάρια φορτωμένα με εφόδια ξεκίνησαν από την Κόρινθο[10] και το βράδυ έφτασαν στον Άγιο Σώστη. Στη συνέχεια, συγκρούστηκαν με τις ελληνικές δυνάμεις υπό τις διαταγές των Νικηταρά, Τσώκρη, Δαρειώτη, Λειβαδιώτη και παπα-Αρσένη Κρέστα του Κρανιδιώτη. Αρχικά οι ελληνικές δυνάμεις βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο τουρκικές - αυτές των 150 ανδρών και αυτές του κανονικού τουρκικού στρατεύματος-, όμως στη συνέχεια οι 'Ελληνες χάρη στην επινόηση του Κολοκοτρώνη, που διηύθηνε το στράτευμα από μακριά, να διατάξει τον Ζαφειρόπουλο, τον Τζ. Χριστόπουλον και τον δευτερότοκο γιό του Γενναίο να σπεύσουν προς βοήθεια, κατατρόπωσαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν σε άτακτη φυγή[9][3].

Ακόμη μία λοιπόν προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε από πλευράς των πολιορκημένων. Σε αυτή τη μάχη, δυστυχώς, όμως απεβίωσε ο παπα-Αρσένης ο Κρανιδιώτης, του οποίου η συμβολή στον αγώνα ήταν εξέχουσας σημασίας. "Το κεφάλι του Αρσένιου θα πέσει, αλλά σπειρί δε θα φτάσει εις Ναύπλι" ήταν τα ακριβή του τελευταία λόγια, που απευθύνονταν στους αντιπάλους, καθώς επίσης στην ιστορία έμεινε και ο λόγος του ότι "Μονάχα σα πάρουμε το Ανάπλι τότε θα πούμε πως λευτερωθήκαμε"[3]

Γνωρίζοντας την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό του Ναυπλίου, ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να στείλει επιστολή στους πολιορκημένους δίνοντάς τους την επιλογή να παραδοθούν, μία πρωτοβουλία που δεν υποστηρίχθηκε από τον Σταϊκόπουλο, αφού δεν ήθελε να απελευθερώσει τους Τούρκους. Στην επιστολή αναφερόταν: «Σεις ζητάτε Τρατάτο η δική μου θέληση είναι να παραδώσετε όλα τα φρούρια και να αφήσετε και τον βιό σας και να σας μπαρκάρω στα ελληνικά καράβια και να σας στείλω όπου θέλετε αφού μας δώσετε τα ενέχυρα, αν δεν ακούσετε την θέληση μου θα σας πάρουμε με ρεσάλτο και θα σας περάσουμε όλους από το σπαθί». Η επιστολή αυτή παραδόθηκε στους στρατιωτικούς του Ναυπλίου. Άμεσα αυτοί ειδοποίησαν τον Τσιδάραγα (Φρούραρχο) του Παλαμηδίου αλλά και τους υπόλοιπους Αγάδες οι οποίοι αποφάσισαν να κατέβουν στην πόλη ώστε όλοι μαζί να αποφασίσουν για τις επόμενες κινήσεις τους. [9][7]

Στο κάστρο, επίσης υπήρχαν αντίθετες απόψεις πάνω στο θέμα, αφού έκαναν αμέσως σύσκεψη για να πάρουν την τελική απόφαση. Ο τότε αρχηγός του Ναυπλίου Μοχαβούζης Αλή Πασάς και ο προηγούμενος Σελήμ Πασάς γνώριζαν ότι θα είχαν να αντιμετωπίσουν την οργή του Σουλτάνου εάν παρέδιδαν την πόλη. Αλλωστε το φιρμάνι που είχαν λάβει από το Σουλτάνο ήταν σαφές: «Τ’ Ανάπλι ή το κεφάλι σας».[9]. Οπότε προκειμένου να σώσουν τη ζωή τη δική τους αλλά και των οικογενειών τους, αποφάσισαν να αποσυρθούν στο Παλαμήδι συγκεντρώνοντας όσες περισσότερες τροφές μπορούσαν μαζί με την ανάλογη στρατιωτική δύναμη. Όμως έτσι εγκατέλειπαν τους κατοίκους του Ναυπλίου στο έλεος των πολιορκητών Ελλήνων. Ο στόχος τους ήταν να συντηρηθούν έναν μήνα, με την ελπίδα μήπως τελικά ο Σουλτάνος στείλει βοήθεια που θα κατάφερνε να φτάσει στην πόλη. Προκειμένου να στηρίξουν αυτή τους την απόφαση στη σύσκεψη της 29ης Νοεμβρίου επέμεναν ότι η πόλη δεν πρέπει να παραδοθεί. Η μέρα πέρασε και τελική απόφαση δεν εκδόθηκε. Οι Αγάδες και ο Φρούραρχος αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν στην πόλη και να μην επιστρέψουν στο Παλαμήδι[9][3][7].

Τη νύκτα της 29ης προς την 30η Νοεμβρίου, η αναστάτωση στο κάστρο του Παλαμηδίου ήταν εμφανής. Οι παραμένοντες στο κάστρο αποφάσισαν γι’ αυτή τη νύκτα να αφήσουν 100 άτομα ως φρουρά και οι υπόλοιποι να κατέβουν στην πόλη, για να πληροφορηθούν τι συμβαίνει. Λίγο αργότερα, δύο Αλβανοί, φρουροί της Γιουρούς – Τάμπια βγήκαν από το Κάστρο και αφού αρχικά έγιναν αντιληπτοί από τον Δημήτριο Μοσχονησιώτη που περιπολούσε, αμέσως μετά ζήτησαν και προσέγγισαν τον Σταϊκόπουλο και του είπαν πως αν ήθελε να επανακτήσει το Ναύπλιο, τότε ήταν η κατάλληλη στιγμή αφού η φρουρά του Παλαμηδίου ήταν λιγοστή[9][3][7].

Μόλις ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος κάλεσε τους αρχηγούς των ομάδων του – και παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς αποφάσισε να επιχειρήσουν οι άνδρες τους την έφοδο στο κάστρο μέσα από τις αναβάθρες που είχαν κατασκευασθεί με εντολή του. Πρώτος προσφέρθηκε να ανέβει στο κάστρο ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης και να ελέγξει αν οι δύο Αλβανοί έλεγαν την αλήθεια. Σε διαφορετική περίπτωση θα τιμωρούνταν αυστηρά για το ψεύδος τους. Τελικά ο Μοσχονησιώτης διαπίστωσε ότι το κάστρο ήταν όντως χωρίς φρουρά, όπως τους είχαν πληροφορήσει οι Αλβανοί και στη διάρκεια της νύκτας το κάστρο είχε καταληφθεί από τους Ελληνες.[9][3][10][7][11]

Στις 3 Δεκεμβρίου 1822, παραδόθηκε επισήμως το κάστρο στους Έλληνες, με τους Τούρκους πασάδες να στέλνουν απεσταλμένους στον Κολοκοτρώνη για να συζητήσουν τους όρους παράδοσης. Ο Κολοκοτρώνης τούς χάρισε τη ζωή, προστάζοντάς τους να παραδώσουν τα φρούρια και να φύγουν αμέσως από την πόλη του Ναυπλίου άοπλοι. Την ίδια μέρα οι επίσημοι Τούρκοι του Ναυπλίου υπέγραψαν τους όρους αυτούς, με εξαίρεση τον Αλή πασά και τον Σελήμ πασά, οι οποίοι φοβούνταν την οργή του Σουλτάνου. Η πόλη είχε πια περιέλθει σε ελληνική κατοχή και επρόκειτο να αποτελέσει έδρα του Αγώνα για την απελευθέρωση

Ανάλυση Επεξεργασία

Ιστορική σημασία Επεξεργασία

Η κατάκτηση της πόλης του Ναυπλίου αποτέλεσε γεγονός εξέχουσας σημασίας για την Επανάσταση, αφού η νίκη αυτή ανύψωσε ιδιαίτερα το ηθικό των Ελλήνων σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι για την Εθναφύπνιση του γένους. Η νίκη αυτή στήριξε την Κυβέρνηση της εποχής ενώ η ενεργή παρουσία των Φιλελλήνων στις αποφάσεις αλλά και στις πολεμικές επιχειρήσεις έκανε το φιλελληνικό κίνημα γνωστό σ' όλη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, σηματοδότησε την άνοδο στην Αρχιστρατηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που μαζί με τον Δημ. Υψηλάντη έθεσαν σε εφαρμογή ολοκληρωμένα σχέδια δράσης εγκαταλείποντας τον άτακτο πόλεμο.

Επίσης, η Πελοπόννησος επανάκτησε τη σύνδεσή της με τη θάλασα αλλά και την πρόσβαση της στα νησιά του Σαρωνικού και του Αιγαίου. Η ύπαρξη αυτής της διόδου συνέβαλλε καταλυτικά στον αγώνα αφού πάρα πολλές μεταφορές πολεμοεφοδίων συντελέστηκαν μέσα από αυτήν. Η Πελοπόννησος δεν ήταν πια ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Το λιμάνι του Ναυπλίου ήταν η πύλη σε υλικά και πνευματικά αγαθά.

Τέλος, η συγκέντρωση στην πόλη ευπόρων οικογενειεών ανάγκασε την Κυβέρνηση να "δώσει" πνευματική ζωή στην πόλη. Η πρώην έρημη πόλη μετατράπηκε σε ζωντανή με πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 30,000. Ταυτόχρονα διοργανώθηκαν πολλές πολιτιστικές και θεατρικές εκδηλώσεις. Η αίσθηση όμως που αναδύονταν ήταν αυτή της Βαβυλωνίας τόσο στη γλώσσα όσο και στα ήθη και έθιμα με τη τόσο μεγάλη διαφορετικότητα του πληθυσμού σε καταγωγή και εθνικότητα.

Μνήμη Επεξεργασία

 
Παλαμήδι
 
Πλατεία Φιλελλήνων, Ναύπλιο

Το Παλαμήδι είναι ένα σημαντικό φρούριο του Ναυπλίου, που κατασκευάστηκε από τους Βενετούς, και στο οποίο οχυρώθηκαν οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης

Στο Ναύπλιο, υπάρχει επίσης το Πολεμικό Μουσείο, που εκθέτει ανασκαφές και αντικείμενα από όλους τους πολέμους τους οποίους έχει υποστεί η Ελλάδα, καθώς περιέχει εκθέματα από την περίοδο 1821-1944.[12]

Επί πρόσθετα, υπάρχει η Εθνική Πινακοθήκη, που εκθέτει πίνακες, ζωγραφιές και άλλα έργα από την Επανάσταση του 1821. Στο μουσείο εκτίθενται στοιχεία που αφορούν και στην Επανάσταση στη Μολδοβλαχία και αναφέρονται πολλά γεγονότα της Επανάστασης που συνέβησαν κυρίως στον ελλαδικό χώρο. Ακόμα, γνωστή είναι και η τριγωνικού σχήματος [13] Πλατεία Φιλελλήνων όπου τιμούνται οι Γάλλοι Φιλέλληνες, οι οποίοι θυσιάστηκαν κατά την Επανάσταση του 1821. Μάλιστα, πολύ πρόσφατα τοποθετήθηκε στην πλατεία και προτομή της Μαντούς Μαυρογένους.

 
Μαντώ Μαυρογένους

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Ναύπλιο». Βικιπαίδεια. 2022-02-01. https://el.wikipedia.org/w/index.php?title=%CE%9D%CE%B1%CF%8D%CF%80%CE%BB%CE%B9%CE%BF&oldid=9296805. 
  2. Χατζόπουλος, Γιώργος (24 Μαρτίου 2011). «Μέρες του 1821 στο Ναύπλιο και στο Αργος». Αργολίδα. citiofnafplio.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2022. 
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 Δημόπουλος, Θεοδόσιος (2010). «Ιστορία του Ναυπλίου» Τόμος Ά. Ναύπλιο: Δήμος Ναυπλιέων. 
  4. «Η πολιορκία και η κατάληψη του Ναυπλίου». OffLine Post. 20 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2022. 
  5. Ευρυπίδης (2008). Ορεστης. Αθήνα: Πατάκη. ISBN 9789601620671. 
  6. Τρικούπης, Σπυρίδωνας (1957). «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Τόμος Α’. Αθήνα: 24 Γράμματα. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Λιαλιάτσης, Πάνος (2009). «Ναυπλιακά Ανάλεκτα, Τόμος VII (2009). Ναύπλιο: Δήμος Ναυπλιέων. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού 
  8. Συλλογικό, Συλλογικό (2000). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 179. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 9,6 9,7 Λαμπρυνίδης, Μιχαηλ (1950). «Η Ναυπλία : Από των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρι των Καθ´ημάς», Ιστορική μελέτη. Ναύπλιο: Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης». 
  10. 10,0 10,1 Σπηλιάδης, Νικόλαος (2007). «Απομνημόνευματα : ‘Ητοι Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων», Απαντα τα Ευρισκόμενα, Αρχεία της Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας. Αθήνα: Ινστιτούτο Διεπιστημονικών Ερευνών Ανάπτυξης της Νεωτέρας Ελλάδας (Ινστιτούτο Ανάπτυξης) Χαρίλαος Τρικούπης. 
  11. Τρικούπης, Σπυρίδωνας (1857). «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Τόμος Β’ (Αναπαραγωγή της τρίτης έκδοσης). Αθήνα: 24 γράμματα. 
  12. «Ναύπλιο μουσεία αξιοθέατα». www.juniorhotel.gr. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2022. 
  13. «Πλατεία Φιλελλήνων - Αργολίδα». Terrabook. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2022.