Ο Τζιόρτζιο Στρέλερ (ιταλικά: Giorgio Strehler, 14 Αυγούστου 1921 – 25 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Ιταλός θεατρικός σκηνοθέτης, μια από τις σπουδαιότερες μορφές του ιταλικού και ευρωπαϊκού θεάτρου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν συνιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής ενός από τους σημαντικότερους ιταλικούς θιάσους, του Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνου.

Τζιόρτζιο Στρέλερ

Πρώτα χρόνια

Επεξεργασία

Ο Τζόρτζιο Στρέλερ γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1921 στη συνοικία Μπάρκολα της Τεργέστης, σε μια οικογένεια που προέκυπτε από μείξη πολιτισμών και γλωσσών: ο παππούς του ήταν σλάβος, η γιαγιά του Γαλλίδα και ο πατέρας του, Μπρούνο Στρέλερ, Βιεννέζικης καταγωγής. Το 1924 πέθανε ο πατέρας του, και ο Τζιόρτζιο σε ηλικία επτά ετών μετακόμισε με τη μητέρα του, Αλμπερτίνα Λόβριτς, (γεννημένη το 1900 στη Ζάνταρ της σημερινής Κροατίας, βιολονίστρια), στο Μιλάνο. Παρακολουθώντας την παράσταση Τέλος καρναβαλιού του Κάρλο Γκολντόνι, γοητεύτηκε από το θέατρο και γράφτηκε στη δραματική σχολή Accademia dei Filodrammatici, από όπου αποφοίτησε το 1940.[1]

Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο έγινε το 1943, στη Νοβάρα, με τρία μονόπρακτα του Πιραντέλλο. Εχθρικός απέναντι στο φασιστικό καθεστώς, τον Ιανουάριο του 1944 άφησε την Ιταλία και κατέφυγε στην Ελβετία, όπου συνέχισε να ασχολείται με το θέατρο: το πρώτο διάστημα βρέθηκε στο στρατόπεδο Mürren, μαζί με περίπου άλλους χίλιους Ιταλούς, στην πλειοψηφία τους αριστερούς διανοούμενους. Εκεί, σχημάτισε μια θεατρική ομάδα και, μαζί με τους μετέπειτα σκηνοθέτες και σεναριογράφους Ντίνο Ρίζι και Φράνκο Μπουζάτι ίδρυσαν μια κινηματογραφική λέσχη.[2] Στη συνέχεια, στη Γενεύη, ίδρυσε το θίασο Compagnie des Masques, στις παραστάσεις του οποίου υπέγραφε με το ψευδώνυμο Georges Firmy, από το επώνυμο της γιαγιάς του. Μετά το πέρας του πολέμου επέστρεψε στο Μιλάνο. Τον Νοέμβριο του 1946, σκηνοθέτησε τους Μικροαστούς του Μαξίμ Γκόρκι, με παραγωγό τον Πάολο Γκράσι, μια παράσταση που θεωρείται η πρόβα τζενεράλε για τη γέννηση του Πίκολο Τεάτρο.

Πίκολο Τεάτρο

Επεξεργασία

Στις 26 Γενάρη 1947 το Δημοτικό Συμβούλιο του Μιλάνου ψήφισε την ίδρυση ενός νέου θεάτρου με την ονομασία Μικρό θέατρο της πόλης του Μιλάνου (Piccolo teatro della città di Milano) με έδρα το Μέγαρο Καρμανιόλα, ένα αναγεννησιακό μέγαρο που ανήκε στον Δήμο. Το Πίκολο, υπό δημοτική διαχείριση, ήταν τόσο το πρώτο κρατικό θέατρο όσο και το πρώτο μόνιμο [σημ. 1] θέατρο στην Ιταλία. Οι Πάολο Γκράσι, Τζιόρτζιο Στρέλερ και Νίνα Βίνκι, σύζυγος του Γκράσι, γενική γραμματέας του Πίκολο και κεντρικός άξονας της οργανωτικής δομής, θεωρούνται οι ιδρυτές του. Το θέατρο διέθετε μια μικρή σκηνή (6 μέτρα βάθος και πεντέμισι πλάτος) και είχε περίπου 500 καθίσματα. Η ονομασία του θεάτρου σχετίζεται με το μικρό διαθέσιμο χώρο αλλά ήταν και ένας φόρος τιμής στο ιστορικό Θέατρο Μάλι (Μικρό Θέατρο) της Μόσχας.

Οι παραστάσεις ξεκίνησαν στις 14 Μαΐου 1947 με το έργο Ξενοδοχείο των Φτωχών του Γκόρκι. Ο ίδιος ο Στρέλερ έπαιξε το ρόλο του τσαγκάρη Αλιόσα. Μόλις δύο μήνες νωρίτερα, είχε κάνει το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης όπερας στη Σκάλα του Μιλάνου με την Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι.

Το ρεπερτόριο του Στρέλερ εστίαζε στους κλασικούς: Σαίξπηρ, Τσέχοφ, Γκολντόνι, Ίψεν, αλλά και τους σύγχρονους, όπως ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Θόρντον Ουάιλντερ, ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Αλμπέρ Καμύ, και κυρίως ο Λουίτζι Πιραντέλο. Η σκηνοθετική οπτική του Στρέλερ εστιάζει την προσοχή του στον άνθρωπο, ως άτομο και ως κοινωνικό ον, σε μια έρευνα τόσο ιστορική όσο και ποιητική. Σε αυτή την προσπάθεια, στην οποία τα κείμενα του Τσέχοφ και του Γκολντόνι της Τριλογίας των παραθερισμού (1954) αποδεικνύονται θεμελιώδη, η συνάντηση με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ ήταν καθοριστική: Η όπερα της πεντάρας (1956), Ο Σβέικ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1961), Η ζωή του Γαλιλαίου (1963), διαμορφώνουν ένα όραμα του επικού θεάτρου, στο οποίο η διδακτική και πολιτική δέσμευση ενδυναμώνονται από τη ζεστασιά ενός βαθιά ανθρώπινου θεάτρου. Ο προβληματισμός που προέκυψε από τη μελέτη του Μπρεχτ αντικατοπτρίζεται σε πολλές από τις παραστάσεις εκείνων των χρόνων: από τον Κοριολανό (1957) του Σαίξπηρ[3] έως τη βαθιά επανεξέταση στην οποία υποβάλλεται ο Υπηρέτης δύο αφεντάδων (1956 και 1963) του Γκολντόνι.

Καθιερωμένο πια στη συνείδηση του κόσμου ως μιας από τις σημαντικότερες θεατρικές οντότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το Πίκολο Τεάτρο είχε ανάγκη μεγαλύτερου χώρου. Το 1960 ο Δήμος τους παραχώρησε ένα πολύ μεγαλύτερο θέατρο, το Τεάτρο Λίρικο[4], που λειτούργησε για αρκετά χρόνια ως η μεγάλη σκηνή του Πίκολο. Είναι εδώ που ο Στρέλερ ανέβασε, στα μέσα της δεκαετίας του '60, τρεις αξιομνημόνευτες παραγωγές: Le baruffe chiozzotte του Γκολντόνι (1964), τη δεύτερη έκδοση του έργου του Πιραντέλλο Οι γίγαντες του βουνού (1966) και το μνημειώδες Παιχνίδι των ισχυρών, μια υπερπαραγωγή διάρκειας δύο ημερών, που συμπύκνωνε τα τρία μέρη του Ερρίκου του ΣΤ΄ (1965) του Σαίξπηρ και που ο ίδιος ο Στρέλερ θεωρούσε τον μεγαλύτερο σκηνοθετικό του άθλο.[5] Την ίδια χρονιά ο Στρέλερ ανέβασε μια αξέχαστη έκδοση της όπερας Απαγωγή από το Σεράι του Μότσαρτ στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Η συνεργασία στου Στρέλερ με το Φεστιβάλ συνεχίστηκε και με άλλες παραγωγές και για ένα διάστημα διετέλεσε σύμβουλος του Φεστιβάλ. [6]

To 1968 ο Στρέλερ απομακρύνθηκε από το Πίκολο και ίδρυσε μια νέα ομάδα, το «Θέατρο και Δράση», σε συνεργατική βάση. Συνέχισε τη συνεργασία του με το Πίκολο μετά το 1970 με την Αγία Ιωάννα των σφαγείων του Μπρεχτ και με τον Βασιλιά Ληρ, (1972). Καταπιάστηκε στη συνέχεια τόσο με κείμενα που είχε σκηνοθετήσει στο παρελθόν (Η όπερα της πεντάρας 1973, Ο Βυσσινόκηπος 1974, Η Τρικυμία 1978) ενώ παράλληλα, δοκίμασε για πρώτη φορά τις δυνάμεις του με τους Ζαν Ζενέ (Το μπαλκόνι, 1976), Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (Καταιγίδα, 1980), Σάμιουελ Μπέκετ (Ευτυχισμένες Μέρες, 1982), Εντουάρντο Ντε Φιλίππο (Η μεγάλη μαγεία, 1985) κ.ά. Από το 1947 μέχρι το τέλος της ζωής του ο Στρέλερ σκηνοθέτησε περισσότερα από 120 έργα στο Πίκολο Τεάτρο.

Théâtre de l'Europe και Union des Théâtres de l'Europe

Επεξεργασία

Το 1983 ο Στρέλερ δημιουργεί το Théâtre de l'Europe στο Παρίσι και το 1985 η γαλλική κυβέρνηση του παραχωρεί ως στέγη το θέατρο Όντεον.[7] Μαζί με τον Στρέλερ τη διεύθυνση είχαν ο κριτικός Ρέντσο Τιάν και ο Γιουγκοσλάβος θεατρολόγος Πέτερ Σέλεμ. Το επόμενο βήμα έρχεται το 1990, όταν, με τη συμβολή του τότε Γάλλου Υπουργού Πολιτισμού Ζακ Λανγκ ίδρυσε την Ένωση Ευρωπαϊκών Θεάτρων (Union des Théâtres de l'Europe), έναν πολιτιστικό οργανισμό θεατρικών ανταλλαγών και συγκερασμού ιδεών. Έτσι ο Στρέλερ πραγματοποίησε το όνειρο του για ένα υπερεθνικό θέατρο, στο οποίο διαφορετικοί πολιτισμοί μπορούν να ανοίξουν ένα κανάλι διαλόγου και να εμπλουτίσουν ο ένας τον άλλον. Αρχικά τα μέλη της Ένωσης ήταν 7, με θέατρα από το Μιλάνο, το Παρίσι, τη Βαρκελώνη, το Βερολίνο, το Ντίσελντορφ, τη Στοκχόλμη και τη Βουδαπέστη. Σήμερα η Ένωση αριθμεί 24 μέλη από 15 χώρες, μεταξύ των οποίων και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.[8]

Σκηνοθεσίες λυρικού θεάτρου

Επεξεργασία

Η αφοσίωσή του στο θέατρο δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί αρκετές φορές με τη σκηνοθεσία στην όπερα, δίνοντας κι εκεί αξιομνημόνευτες παραστάσεις, στη Σκάλα του Μιλάνου και σε άλλα λυρικά θέατρα. Η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα ήταν στο Ορατόριο Jeanne d'Arc au Bûcher του Αρτύρ Ονεγκέρ το 1946. Ακολούθησαν το 1949 η Λούλου του Άλμπαν Μπεργκ, το 1955 ο Πύρινος Άγγελος του Σεργκέι Προκόφιεφ, το 1958 Ένα καπέλο από ψάθα Ιταλίας του Νίνο Ρότα, το 1964 Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ του Κουρτ Βάιλ, το 1966 η Καβαλερία Ρουστικάνα του Πιέτρο Μασκάνι, το 1969 ο Φιντέλιο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, το 1971 ο Σιμόν Μποκανέγκρα του Τζουζέπε Βέρντι. Το 1973 ανέβασε τους Γάμους του Φίγκαρο στις Βερσαλλίες, σε μια άκρως επιτυχημένη σκηνοθεσία, ενώ την επόμενη χρονιά ασχολήθηκε και πάλι με τον Μότσαρτ ανεβάζοντας το Μαγικό Αυλό στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Σειρά είχαν δύο αξέχαστες σκηνοθεσίες του Βέρντι, ο Μάκβεθ, το 1975 και ο Φάλσταφ το 1980. Οι τελευταίες του δουλειές ήταν 2 όπερες του Μότσαρτ ο Ντον Τζοβάννι, (1987) και το Έτσι κάνουν όλες, (1998). Ο Στρέλερ απεβίωσε στις 25 Δεκεμβρίου 1997 από έμφραγμα, στο σπίτι που διατηρούσε στο Λουγκάνο, ενώ προετοίμαζε την τελευταία αυτή παράσταση, η οποία έκανε πρεμιέρα μετά το θάνατό του.[9] Οι στάχτες του φυλάσσονται στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας στην Τεργέστη.

Πολιτική δραστηριότητα

Επεξεργασία

Κατά τη δεκαετία του 1980, ο Στρέλερ αφιερώθηκε ενεργά στην πολιτική: από το 1983 έως το 1984 διετέλεσε Ευρωβουλευτής, στις τάξεις του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και από το 1987 έως το 1992 Γερουσιαστής της Ανεξάρτητης Αριστεράς.

Παρασημοφορήσεις

Επεξεργασία

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Σε αντιδιαστολή με τους ιδιωτικούς θιάσους, χωρίς μόνιμη έδρα, που περιόδευαν σε όλη την Ιταλία.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Giorgio Strehler». Επίσημος ιστότοπος Piccolo Teatro di Milano. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2024. 
  2. Michele Traversa (14 Σεπτεμβρίου 2014). «UNA PAGINA MISCONOSCIUTA DELLA STORIA ITALIANA DEL '900 IN MOSTRA AL MINIMUSEUM DI MÜRREN». LSD magazine. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2024. 
  3. «A Shakespeare attraverso Brecht: Coriolano». Piccolo Teatro di Milano. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2024. 
  4. «La storia del Teatro Lirico». Επίσημος ιστότοπος του Τεάτρο Λίρικο. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2024. 
  5. «Il gioco dei potenti: febbre e follia shakespeariana». Piccolo Teatro di Milano. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2024. 
  6. «Ιστορία του Φεστιβάλ». Επίσημος ιστότοπος του Φεστιβάλ. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2024. 
  7. «Giorgio Strehler: The idea of a European theatre». Επίσημος ιστότοπος του Odéon-Théâtre de l'Europe. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2024. 
  8. «ABOUT THE UTE». Επίσημος ιστότοπος της Ένωσης Ευρωπαϊκών Θεάτρων. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2024. 
  9. «Giorgio Strehler (1921-1997)». Επίσημος ιστότοπος της Opéra National de Paris. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2024. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία