Τιτανομαχία
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στην ελληνική μυθολογία, η τιτανομαχία ήταν ο πόλεμος μεταξύ των Τιτάνων (οι οποίοι μάχονταν από το βουνό Όθρυς) και των Ολύμπιων θεών. Είναι γνωστή και ως η Μάχη των Τιτάνων ή o Πόλεμος των Τιτάνων.
Μύθος
ΕπεξεργασίαΟ πόλεμος είχε προλεχθεί στον Κρόνο από τη Γαία και τον Ουρανό, επειδή ο Κρόνος είχε αρνηθεί να αποκαταστήσει δικαιοσύνη μετά την εκθρόνιση του πατέρα του.
Οι Τιτάνες που πολέμησαν καθοδηγούνταν από τον Κρόνο και στις τάξεις τους βρίσκονταν οι: Κόιος, Κριός, Υπερίων, Ιαπετός, Άτλας. Οι Ολύμπιοι οδηγούνταν από τον Δία και στο πλευρό του πολέμησαν και οι: Εστία, Δήμητρα, Ήλιος, Ήρα, Άδης/Πλούτων, Ποσειδώνας, οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες.
Νικώντας μετά από δεκάχρονο πόλεμο, οι Ολύμπιοι μοίρασαν μεταξύ τους τα λάφυρα, δίνοντας στον Δία την εξουσία στον αέρα και τον ουρανό, στη θάλασσα και όλα τα υδάτινα σώματα στον Ποσειδώνα, και στον Κάτω Κόσμο στον Άδη. Η γη αφέθηκε ως κυριαρχία κοινή όλων των θεών. Έπειτα έκλεισαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Ωκεανός και οι Τιτανίδες (Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη και Τηθύς) παρέμειναν ουδέτεροι, και γι' αυτό δεν τιμωρήθηκαν από τον Δία. Οι Εκατόγχειρες παρέμειναν φύλακές τους, μέχρι τη στιγμή που ο Δίας τους απελευθέρωσε όλους, εκτός από τον Άτλαντα.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο
Επεξεργασία[Θεογονία (397-401] ἦλθε δ᾽ ἄρα πρώτη Στὺξ ἄφθιτος Οὔλυμπόνδε
σὺν σφοῖσιν παίδεσσι φίλου διὰ μήδεα πατρός· τὴν δὲ Ζεὺς τίμησε, περισσὰ δὲ δῶρα ἔδωκεν. 400 αὐτὴν μὲν γὰρ ἔθηκε θεῶν μέγαν ἔμμεναι ὅρκον,
παῖδας δ᾽ ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι.'[1]
[Θεογονία (397-401] Και πρώτη η Στύγα η άφθαρτη ανέβηκε στον Όλυμπο
μαζί με τα παιδιά της, με του πατέρα της τη συμβουλή. Κι αυτήν ο Δίας την τίμησε και δώρα περισσά τής έδωσε. 400Γιατί την ίδια όρισε να είναι των θεών ο μέγας όρκος
και τα παιδιά της για όλους τους καιρούς συγκάτοικοί του να ᾽ναι.
Πηγή: *Από Βικιθήκη Θεογονία (617-637)
Ησίοδος | Απόδοση |
---|---|
Ὀβριάρεῳ δ᾽ ὡς πρῶτα πατὴρ ὠδύσσατο θυμῷ Κόττῳ τ᾽ ἠδὲ Γύγῃ, δῆσε κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ, |
Και το Βριάρεω, τον Κόττο και το Γύγη, απαρχής |