Αιγαιόγλαρος

είδος πτηνού

Ο αιγαιόγλαρος είναι θαλάσσιο πελαγικό πτηνό της οικογένειας των Λαριδών, ένα από τα είδη γλάρων που απαντούν στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Larus audouinii και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[3]

Αιγαιόγλαρος
Ενήλικος αιγαιόγλαρος
Ενήλικος αιγαιόγλαρος
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes')
Οικογένεια: Λαρίδες (Laridae)
Υποοικογένεια: Λαρίνες (Larinae) [2]
Γένος: Λάρος (Larus) (Linnaeus, 1758) M
Είδος: L. audouinii
Διώνυμο
Larus audouinii '(Λάρος του Ωντουάν) [i]
Payraudeau, 1826

Ο αιγαιόγλαρος αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα επιτυχούς προσπάθειας για την επανάκαμψη ενός είδους. Ενώ οι πληθυσμοί του κατά τη δεκαετία του '70 είχαν μειωθεί κάτω από τα 1000 αναπαραγωγικά ζευγάρια σε όλη τη γεωγραφική του κατανομή, σήμερα έχουν πολλαπλασιαστεί σε ικανοποιητικό βαθμό, χάρη στις επίπονες προσπάθειες επιστημόνων και όλων των εμπλεκομένων φορέων. Ωστόσο, παραμένει ακόμη ένα σπάνιο -για την οικογένεια που ανήκει- πτηνό και αυτές οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν (βλ. Κατάσταση πληθυσμού, Κατάσταση στην Ελλάδα).

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η λατινική ονομασία του γένους, Larus, είναι δάνεια από την αρχαία ελληνική λάρος, με συχνές αναφορές στον Όμηρο [ii] και στον Αριστοφάνη. [iii] Χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να χαρακτηρίσει τους άπληστους δημαγωγούς (αρχ. κωμωδία), αλλά και τους ανόητους ανθρώπους. Η ετυμολογία της χάνεται στα βάθη των αιώνων, υποστηρίζεται όμως ότι ανήκει σε μία οικογένεια ηχομιμητικών λέξεων που εκφράζουν την έννοια της φωνής, της κραυγής και, ανάγονται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα lā- (πρβλ. λάσκω «ηχώ, φωνάζω, κραυγάζω», λήρος «ανόητη ομιλία, μωρολογία»). Η θέση αυτή ενισχύεται από τις -παρόμοιες σε σημασία- λέξεις που συναντώνται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. λιθουαν. ló-ju, ló-ti, αρχ. σλαβ. la-je, -jati «βροντώ», αρμεν. larm «κλαίω», αλλά και λατιν. 'la-llo' «νανουρίζω τραγουδώντας», αγγλ. 'lull' και γερμαν. 'lullen «νανουρίζω»).[4][5] Επομένως, η πιθανότερη συσχέτιση της ονομασίας με το πτηνό είναι, η χαρακτηριστική δυνατή φωνή του και οι κραυγές που αρθρώνει πολύ συχν Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση του επωνύμου του Γάλλου φυσιοδίφη Ζαν Βικτουάρ Ωντουάν (Jean Victoire Audouin, 1797-1841), προς τιμήν του οποίου ονομάσθηκε το πτηνό.[6]

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο ζωολόγο Σαρλ Περωντώ (Benjamin Charles Marie Payraudeau) το 1826, σε ένα ταξίδι του στην Κορσική. Σε διεξοδική μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2005, την πρώτη ολοκληρωμένη μοριακή φυλογενετική εργασία για την οικογένεια Λαρίδες, τα αποτελέσματα έδειξαν ισχυρή φυλογενετική σχέση του αιγαιόγλαρου με τα είδη Larus melanocephalus, L. relictus, L. leucopthalmus, L. icthyaetus και L. hemprichii. Η ομάδα αυτή ανήκει σε μία άτυπη κατηγορία μέσα στην οικογένεια, που χαρακτηρίζεται ως «μαυροκέφαλοι γλάροι» (σημ. το κεφάλι του αιγαιόγλαρου δεν είναι μαύρο, αλλά αυτό είναι ένα φαινοτυπικό στοιχείο. Η μελέτη βασίστηκε σε μοριακά γενετικά δεδομένα μιτοχονδριακής ακολουθίας DNA (partial cytochrome b and control region) που, συχνά, δίνουν διαφορετικά αποτελέσματα από τα φαινοτυπικά).[7]

Ωστόσο, η συστηματική του είδους είναι αρκετά προβληματική και, προς το παρόν, διχάζει την επιστημονική κοινότητα για το εάν πρόκειται να παραμείνει στο γένος Larus ή εάν πρέπει να μεταφερθεί στο νέο γένος Ichthyaetus, ως Ichthyaetus audouinii. Η ITIS το έχει ήδη μετακινήσει, όχι όμως και η IUCN.[1][8] Προς το παρόν και, μέχρι να παρθούν περαιτέρω αποφάσεις το είδος παραμένει ως έχει, ακολουθώντας την εγκυρότατη κατά Howard and Moore ταξινομική.[3]

Γεωγραφική κατανομή

Επεξεργασία

Ο αιγαιόγλαρος είναι το μοναδικό είδος γλάρου που αναπαράγεται αποκλειστικά στη Μεσόγειο.[9] Οι κυριότερες αναπαραγωγικές αποικίες βρίσκονται στο Δέλτα του ποταμού Έβρου της Ισπανίας και στα νησιά Τσαφαρίνας, έξω από τις ακτές του ΒΑ Μαρόκου. Επίσης αναπαράγεται στις Βαλεαρίδες, τη Β Αλγερία, τη Ν Πορτογαλία και Ν Γαλλία, την Κορσική και τη Σαρδηνία, σε θύλακες της Ν Ιταλίας, σε νησιά και νησίδες της Κροατίας (Δαλματία)και του Αιγαίου Πελάγους, τη Ν Τουρκία, την Κύπρο, και τη ΒΑ Τυνησία.

Οι περιοχές διαχείμασης, εκτός από εκείνες όπου απαντά ως επιδημητικό πτηνό, βρίσκονται στις αφρικανικές ακτές του Ατλαντικού, από το ύψος του Δ Μαρόκου, μέχρι τη Μαυριτανία, τη Σενεγάλη και την Γκάμπια, όπως και τη Λιβύη και κάποιες ακτές του Αιγαίου στην Τουρκία (βλ. και Κατάσταση πληθυσμού).

(Πηγές:[3][9][10][11][12])

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Επεξεργασία
 
Aιγαιόγλαροι στη Μαγιόρκα της Ισπανίας

Ο αιγαιόγλαρος είναι είδος μερικώς μεταναστευτικό [13] που, μετά την αναπαραγωγή, διασπείρεται ευρέως σε διάφορες ακτές της Μεσογείου.[13][14] Σχεδόν όλα τα νεαρά άτομα και κάποιοι ενήλικες μεταναστεύουν μέσω του Γιβραλτάρ, από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο,[15] με κορύφωση της αποδημίας τον Αύγουστο,[16] για να διαχειμάσουν στις βορειοαφρικανικές ακτές.[13] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τα πτηνά συναθροίζονται κατά μεγάλα σμήνη,[15] ενώ η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής πραγματοποιείται από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τα μέσα Απριλίου.[13] Τα νεαρά άτομα της πρώτης γέννας (1ο έτος ζωής) παραμένουν στα μη-αναπαραγωγικά εδάφη όλο το καλοκαίρι,[17] ενώ τα περισσότερα άτομα 3ου έτους ενώνονται με την αναπαραγωγική αποικία, αλλά ως μη αναπαραγόμενα.[18] Τα άτομα του 2ου έτους μεταναστεύουν στη Μεσόγειο, αλλά δεν ενώνονται με την αποικία αναπαραγωγής και σχηματίζουν μεγάλα σμήνη μακριά από αυτήν.[18]

Η «προσκόλληση» στην εκάστοτε αποικία φαίνεται ότι εξαρτάται από την, επιτυχή ή όχι, αναπαραγωγική περίοδο που προηγήθηκε, ωστόσο, στα νησιά του Αιγαίου τα πτηνά επιστρέφουν στην ίδια ομάδα, αλλά όχι απαραίτητα και στο ίδιο νησί ή νησίδα όπου γεννήθηκαν. Στο Δέλτα του Έβρου, στην Ισπανία, περίπου 1600 αναπαραχθέντα άτομα διασπείρονται σε άλλες αποικίες κάθε χρόνο, προκαλώντας σημαντικές διακυμάνσεις σε αυτές τις τοποθεσίες.[19]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από τις εξής χώρες: Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Τσεχία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο, Αίγυπτος, Γεωργία, Ισραήλ, Λίβανος, Παλαιστίνη, Ιορδανία, αλλά και τις ΗΠΑ, ενώ αβέβαιη/μη καλώς τεκμηριωμένη παρουσία του είδους αναφέρεται στις: Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Σλοβενία, Μονακό, Συρία και Δυτική Σαχάρα [1] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Βιότοπος

Επεξεργασία

Αναπαραγωγική περίοδος

Επεξεργασία

Οι αποικίες αναπαραγωγής βρίσκονται σε εκτεθειμένες βραχώδεις τοποθεσίες (γκρεμούς) και σε παράκτια νησιά ή νησίδες, συνήθως όχι περισσότερο από τα 50 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας.[20] Η μεγάλη αποικία στο Δέλτα του Έβρου, στην Ισπανία, βρίσκεται σε αλμυρόβαλτους και μια αμμώδη χερσόνησο.[21] Στο Αιγαίο Πέλαγος αναπαράγεται σε διάφορα νησιά και βραχονησίδες, σε θέσεις με ομαλή κλίση προς τη θάλασσα που καλύπτονται με μεγάλες πέτρες και, βλάστηση με Eryngium sp., γρασίδι και χαμηλούς θάμνους από Pistacia lentiscus.[20] Γενικότερα, τα χαρακτηριστικά των οικοτόπων που χρησιμοποιούνται διαφέρουν, όχι μόνον από περιοχή σε περιοχή, αλλά ακόμη και μέσα στην ίδια περιοχή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, με φυτοκάλυψη που κυμαίνεται από γυμνά βράχια μέχρι 85% θαμνοβλάστηση και, κλίση από 0-90°. Προτιμώνται θέσεις με μέση βλάστηση, για περισσότερη προστασία από τη ζέστη και τα αρπακτικά. Οι πυκνότερες σε άτομα αποικίες της δυτικής Μεσογείου, είναι πιθανόν να σχετίζονται με τη χαμηλότερη αλατότητα του νερού και τη μεγαλύτερη αφθονία σε Αριγγόμορφα (ρέγγες, σαρδέλες, κ.ο.κ).

Μη αναπαραγωγική περίοδος

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της περιόδου μη αναπαραγωγής, το είδος προτιμά υπήνεμους κόλπους, είτε επίπεδους με βότσαλα, είτε αμμώδεις με κρημνώδεις παρυφές. Κάποιες φορές οι αιγαιόγλαροι επισκέπτονται παραθαλάσσια θέρετρα και μαρίνες δελεαζόμενοι από το φαγητό και μάλιστα, τους αρέσουν ιδιαίτερα οι παραλίες με θέσεις όπου εμφανίζεται γλυκό νερό, όπως στόμια ρεμάτων ή πλημμυρισμένες τοποθεσίες. Γενικά, είναι παράκτιο πτηνό που σπάνια απαντά ηπειρωτικά και γενικά δεν μετακινείται πολύ σε υπεράκτιες, πελαγικές θέσεις.[20]

Μορφολογία

Επεξεργασία
 
Eνήλικος αιγαιόγλαρος (διακρίνεται το χαρακτηριστικό ράμφος)

Ο αιγαιόγλαρος είναι ένας γλάρος μέσου μεγέθους που, σε γενικές γραμμές μοιάζει αρκετά με τον βορειοευρωπαϊκό (Larus argentatus) και τον μεσογειακό ασημόγλαρο (Larus michahellis), είναι όμως λεπτότερος, με στενότερες πτέρυγες, με διαφορετική επικλινή διευθέτηση στο μέτωπο και -από κοντά- διαφορετικό ράμφος.

Η άνω επιφάνεια του σώματος έχει απαλά, ανοικτά γκρίζα χρώματα. Το ουροπύγιο, οι πλευρές (flanks) κάτω από τις πτέρυγες, τα πλαϊνά μέρη του στήθους και το κάτω τμήμα του τραχήλου έχουν λευκωπό χρώμα με κάποια γκρι διάχυση που, έρχονται σε αντίθεση με το ολόλευκο κεφάλι. Κατά την πτήση διακρίνεται μικρή αντίθεση μεταξύ της γκριζωπής άνω επιφάνειας των πτερύγων και της λευκής ταινίας που οριοθετείται στην άκρη των δευτερευόντων ερετικών φτερών (trailing edge), όπως και της διαβαθμισμένης αντίθεσης με τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά που, έχουν μεν σταχτόχρωμη βάση αλλά μαύρες άκρες. Μάλιστα, αυτό το τελευταίο στοιχείο διαφοροποιεί αρκετά τον αιγαιόγλαρο από τον -μικρότερο- θυελλόγλαρο, στις πτέρυγες του οποίου η οριοθέτηση μεταξύ γκρίζου της άνω επιφάνειας και των μαύρων άκρων είναι πολύ πιο απότομη. Η κάτω επιφάνεια του σώματος και των πτερύγων, εκτός από τις άκρες τους, είναι κατάλευκη.

Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο του αιγαιόγλαρου είναι το ογκώδες ράμφος του, τό οποίο έχει χαρακτηριστικό ερυθρο-κοραλένιο χρώμα με κίτρινο άγκιστρο, ενώ δύο λεπτές μαύρες ταινίες στο άκρο της ρινοθήκης και της γναθοθήκης, πίσω από το άγκιστρο, δημιουργούν ένα μαύρο δακτύλιο όταν το πουλί έχει το ράμφος κλειστό. Η ίριδα είναι μαύρη, ενώ οι οφθαλμοί περιβάλλονται από κόκκινο δακτύλιο. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν χαρακτηριστικό γκρίζο-ελαιοπράσινο χρώμα. Τα φύλα είναι όμοια, αλλά στο χειμωνιάτικο πτέρωμα τα πουλιά φέρουν καφετιές κηλιδώσεις στον τράχηλο και στα πλαϊνά τμήματα του λαιμού. Τα νεαρά άτομα έχουν γκριζωπό χρώμα στην κορυφή του κεφαλιού και στον τράχηλο και, καφετί άνω επιφάνεια του σώματος. (Πηγές:[22][23][24][25][26][27] [28])

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος: (44-) 48 έως 50 (-52) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (115-) 120 έως 127 (-128) εκατοστά
  • Βάρος: (550-) 600 έως 650 (-800) γραμμάρια

[11][24][26][29][30]

 
Ενήλικος αιγαιόγλαρος φωτογραφημένος στη Σύμη

Στο παρελθόν, επικρατούσε η αντίληψη ότι οι αιγαιόγλαροι τρέφονταν αποκλειστικά στην ανοικτή θάλασσα, αλλά πιο πρόσφατες παρατηρήσεις δείχνουν ότι αυτό συμβαίνει συχνά κατά μήκος των ακτών. Η διατροφή τους αποτελείται κυρίως από επιπελαγικούς ιχθύς (αφρόψαρα), ειδικά Αριγγόμορφα (Clupeiformes) (ρέγγες, σαρδέλες, αντσούγιες κ.ο.κ.), που μερικές φορές αναζητούν τη νύχτα, εκμεταλλευόμενοι τον ημερήσιο κύκλο των μεταναστευτικών σχημάτων τους,[31] καθώς και την εμπορική αλιεία τους με γρι-γρι.[32]

Είναι επίσης γνωστό ότι τρέφονται και με κάποια υδρόβια και χερσαία ασπόνδυλα, ακόμη και μικρά πουλιά, όπως και με φυτικό υλικό, (Arachis sp., Olea sp. και σιτηρά).[20] Στο δέλτα του Έβρου, η αποικία τρέφεται σε μεγάλο βαθμό από τα ψάρια που απορρίπτονται από τα αλιευτικά σκάφη που ψαρεύουν σε κοντινή απόσταση.[33] Επίσης, τα πουλιά δεν λένε όχι και στις τροφές που απορρίπτονται σε τουριστικές παραλίες,[20] ενώ κατά τη διάρκεια ενός μορατόριουμ για την αλιεία με τράτες, διαπιστώθηκε ότι αναζητούσαν την τροφή τους σε έλη, ορυζώνες και περιστασιακά σε σκουπιδότοπους.[31],[13] Μάλιστα, άρχισαν να τρώνε το εισηγμένο Βορειοαμερικανικό Κόκκινο Καβούρι (Procambarus clarkia), το οποίο αφθονεί στους ορυζώνες γύρω από το Δέλτα του Ισπανικού Έβρου.[34] Ως εκ τούτου, οι εκεί πληθυσμοί έχουν πλέον αλλάξει τις θέσεις σίτισης και, από πελαγικά πτηνά, έχουν μετατραπεί σε παράκτια πτηνά, ή ακόμη και σε πτηνά καθαριστές (scavengers).[35] Τα μέτρα του αλιευτικού μορατόριουμ, χαλάρωσαν το 2000 κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου των πτηνών, οι απορρίψεις από τα σκάφη έγιναν και πάλι διαθέσιμες, έτσι ώστε ο πληθυσμός ενισχύθηκε και πάλι.[35] Γενικότερα, η διατροφή των πτηνών κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής έχει βρεθεί να διαφέρει από αποικία σε αποικία, λόγω των αλιευτικών πρακτικών που στοχεύουν σε διαφορετικά είδη ιχθύων στις αντίστοιχες περιοχές αλιείας (βλ. και Ηθολογία).[32]

  • Ως συμπέρασμα, ο αιγαιόγλαρος είναι ένα από τα λίγα είδη της οικογένειας Λαρίδες που επιδεικνύει νυκτερινές διατροφικές συνήθειες, πιθανότατα διότι αυτές είναι συνυφασμένες με τις -επίσης νυκτερινές- αλιευτικές δραστηριότητες του ανθρώπου. Οι αφίξεις και τις αναχωρήσεις των πουλιών από την αποικία στο Δέλτα του Ισπανικού Έβρου, συγχρονίζονται με τα δρομολόγια που έχουν οι εκεί τράτες.[36] Περιφέρονται γύρω από τα αλιευτικά σκάφη, και περιμένουν συστηματικά τις απορρίψεις ιχθύων, εκτενώς και πολύ αποτελεσματικά.[36] Η σχέση αυτή με την αλιεία είναι πιο έντονη στη δυτική απ’ ό, τι στην κεντρική και ανατολική Μεσόγειο.[32] Μάλιστα, ένα μορατόριουμ για τις μηχανότρατες έξω από το Δέλτα του Έβρου, το 1991, προκάλεσε μειωση στη διαθεσιμότητα τροφής στα πτηνά και επηρέασε την αναπαραγωγική τους επιτυχία.[37]

Ηθολογία

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της μη-αναπαραγωγικής περιόδου, έρευνες στο Μαρόκο έδειξαν ότι οι αιγαιόγλαροι δεν απομακρύνονταν περισσότερο από 46 χιλιόμετρα από την ακτή [38] και, γενικά, μια απόσταση μικρότερη των 40 χλμ. από την ακτή φαίνεται να είναι ο κανόνας.[36] Ωστόσο, η μέγιστη καταγραφείσα απόσταση για αναζήτηση τροφής ήταν 200 χλμ.[36]

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία
 
Ενήλικο άτομο
 
Ichthyaetus audouinii

Οι αιγαιόγλαροι αναπαράγονται σε μεγάλες, συνήθως μονοτυπικές -δεν υπάρχουν μαζί άλλα είδη γλάρων- αποικίες που μπορεί να αποτελούνται από 10-10.000 ζευγάρια, με πυκνότητα μέχρι 1 φωλιά ανά τετραγωνικό μέτρο.[13]

Η φωλιά είναι μία απλή, ρηχή κοιλότητα στο έδαφος, ανάμεσα στις πέτρες και τη βλάστηση,[13] που επιστρώνεται με παρακείμενο διαθέσιμο υλικό,[20] συνήθως φύκια.[39]

Η γέννα πραγματοποιείται κατά το δεύτερο μισό του Απριλίου μέχρι τις αρχές Μαΐου και αποτελείται από 2-3 αβγά, διαστάσεων 62,2 Χ 43,3 χιλιοστών. Η εναπόθεση των αβγών γίνεται κάθε δεύτερη ημέρα και η επώαση αρχίζει με την εναπόθεση του 2ου ή του 3ου αβγού. Πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 27-29 ημέρες.[39]

Η εκκόλαψη των νεοσσών κορυφώνεται στα τέλη Μαΐου.[13] Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφυγοι, γεννιούνται δηλαδή με υποτυπώδες πτέρωμα, αλλά δεν απομακρύνονται από τη φωλιά αμέσως μετά τη γέννησή τους, αλλά μετά από 2-3 ημέρες. Επιτηρούνται και σιτίζονται και από τους δύο γονείς,[39] ενώ ικανότητα προς πτήση αποκτούν κατά τις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιουλίου, μετά από 35-40 ημέρες, περίπου.[24]

ΑπειλέςÀ

Επεξεργασία

Η αλιεία με τράτες στο Δέλτα του Ισπανικού Έβρου θεωρείται ως μη βιώσιμη και η κατάρρευσή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού αναπαραγωγής, λόγω της αύξησης της πυκνότητας των πτηνών που εξαρτώνται από αυτήν.[40][41][42] Παρόμοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκύψει εάν οι απορριπτόμενοι από τις μηχανότρατες ιχθύες, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στη βιομηχανία παραγωγής τροφών για κατοικίδια ζώα, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιοχές, αντί να εξακολουθούν να απορρίπτονται κοντά στην αποικία του Έβρου. Πιο σημαντική θα μπορούσε να είναι η μείωση των αποθεμάτων μικρών πελαγικών ιχθύων, που είναι η κύρια φυσική λεία για το είδος, λόγω της ολοένα και πιο υψηλής αλιευτικής «πίεσης» γύρω από τους τόπους αναπαραγωγής, εν μέρει λόγω της υψηλής ζήτησης για την ιχθυοκαλλιέργεια τόνου.[43] Άλλες σημαντικές απειλές είναι: η παράκτια τουριστική ανάπτυξη, η διευθέτηση ροής του ποταμού Έβρου στην Ισπανία, η θνησιμότητα λόγω της εμπλοκής σε αλιευτικά εργαλεία (κυρίως παραγάδια και πετονιές),[44][45] και η θήρευση από χερσαίους θηρευτές, όπως η αλεπού (Vulpes vulpes), ο ασβός (Meles meles) και οι κατοικίδιοι σκύλοι.[41][46] Η θήρευση από συμπατρικούς ασημόγλαρους (L. michahellis) μπορεί να είναι υψηλή σε ορισμένες αποικίες αναπαραγωγής, ειδικά όταν πυκνότητες των αιγαιόγλαρων είναι χαμηλές.[47][48][49][50] Επίσης, η θήρευση νεοσσών από αρουραίους (Rattus rattus) έχει αρνητικό αντίκτυπο σε ορισμένες αποικίες αναπαραγωγής.[51] Παρ 'όλα αυτά, το είδος δείχνει μιά πολύ «έξυπνη» επιλογή του τόπου αναπαραγωγής, με υψηλά ποσοστά διασποράς από έτος σε έτος, κατά πάσα πιθανότητα για να αποφευχθούν οι μεγάλες συναθροίσεις των ασημόγλαρων.[52][53][54]

Άλλοι θηρευτές είναι ο πετρίτης, κάποιοι ερωδιοί και φίδια που, μπορούν να λυμαίνονται τους ενήλικες και τις φωλιές, αλλά αυτό συμβαίνει περιστασιακά και σε τοπικό επίπεδο.[55] Πολύ υψηλά επίπεδα υδραργύρου και άλλων ρύπων που βρέθηκαν σε κάποια άτομα,[56] εν μέρει λόγω κατανάλωσης απορριμάτων,[57] μπορεί να αποτελεί δυνητική απειλή, αν και δεν έχουν αποδειχθεί περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις. Τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, ιδιαίτερα γύρω από την κύρια αποικία αναπαραγωγής στο Δέλτα του Ισπανικού Έβρου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν επίσης μια σοβαρή απειλή για το είδος. Η υπερβόσκηση ορισμένων νησίδων από τις κατσίκες στα ανατολικά της γεωγραφικής κατανομής, μπορεί να μειώσει την επιτυχία της αναπαραγωγής. Ωστόσο, η έντονη τάση για διασπορά των πτηνών μετά την αναπαραγωγή, μπορεί να αποτελέσει κάποια εξασφάλιση μέσω γενετικής μίξης και προστασίας κατά των κακών τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών.[46][58]

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Η κατάσταση του πληθυσμού των αιγαιόγλαρων ανά χώρα και, σε ζευγάρια, ήταν η εξής:

  • Ισπανία 19.517 [34] κυρίως στα νησιά Τσαφαρίνας και στο Δέλτα του ποταμού Έβρου, με την τελευταία αποικία να κατέχει το 67% του παγκόσμιου πληθυσμού (14.177 ζεύγη το 2007 [34]). Ωστόσο, το είδος παραμένει εξαιρετικά σπάνιο κατά μήκος της βόρειας ακτής της Ισπανίας [35]
  • Αλγερία 100-600
  • Σαρδηνία και Αρχιπέλαγος της Τοσκάνης στην Ιταλία 1.019,[59]
  • Πορτογαλία 11 [34]
  • Κορσική (Γαλλία) 84 το 2009 [60]
  • Κύπρος 32 [61]
  • Κροατία (νησίδες και βραχονησίδες στη νότια Αδριατική Θάλασσα κοντά στις χερσονήσους Korcula και Peljesac), 65 σε 5 αποικίες [62]
  • Τουρκία 60-90 [63]
  • Τυνησία 70-115
  • Μαρόκο 50-300.

Ο παγκόσμιος πληθυσμός είχε υπολογιστεί σε 21.161 ζεύγη,[35] ενώ σε μια πρόσφατη αξιολόγηση εκτιμάται ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης -που περιλαμβάνει πάνω από το 90 % του παγκόσμιου πληθυσμού- είναι σταθερός ή αυξάνεται σε όλη την επικράτεια.[42] Αυτό αντιπροσωπεύει μια σημαντικότατη αύξηση, διότι ο εκτιμώμενος πληθυσμός το 1975, ήταν μόλις 1.000 ζευγάρια και, πιστεύεται ότι είναι αποτέλεσμα της αυξημένης διαθεσιμότητας κυρίως των αποτελεσματικά προστατευομένων περιοχών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και, των ψαριών που απορρίπτονται από τις μηχανότρατες, ιδιαίτερα γύρω από το Δέλτα του Ισπανικού Έβρου,[64] όπου η εκεί αποικία έχει αυξηθεί ραγδαία από το 1981 και μετά.[65] Η μεγάλη επέκταση του αιγαιόγλαρου στη δυτική Μεσόγειο έχει προκαλέσει, κατά πάσα πιθανότητα, αύξηση και σε άλλα μέρη της Μεσογείου, με νέες αποικίες στην Κροατία και στη νότια Πορτογαλία.[66][67]

 
Ενήλικος αιγαιόγλαρος
  • Ωστόσο, προβληματίζει έντονα το γεγονός ότι, περισσότερο από το 90% του ευρωπαϊκού πληθυσμού αναπαραγωγής απαντά σε μόλις 4 θέσεις, ενώ μόνον μία (1), το Δέλτα του Έβρου στην Ισπανία, κατείχε το 67% των συνολικών αριθμών αναπαραγωγής το 2007. Η αύξηση των τοπικών πληθυσμών μπορεί να είναι εξαιρετικά ταχεία, όταν η διαθεσιμότητα τροφής είναι υψηλή.[68][69]

Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Σχεδόν Απειλούμενο (NT) [1]

Κατάσταση στην Ελλάδα

Επεξεργασία

Στην Ελλάδα, γενικά φωλιάζει περίπου ένα μήνα αργότερα από τον ασημόγλαρο – κάτι που τον κάνει ιδιαίτερα τρωτό στον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Οι περισσότερες αποικίες του βρίσκονται στα Δωδεκάνησα και τις ανατολικές Κυκλάδες, ενώ σημαντικές αποικίες βρίσκονται και στις περιοχές Λήμνου, Λέσβου, Σποράδων και Κυθήρων. Δεν φωλιάζει στο Ιόνιο αν και υπάρχουν παρατηρήσεις ενηλίκων στην Κέρκυρα στην περίοδο της αναπαραγωγής.[70]

Οι δακτυλιώσεις που άρχισαν το 1997 από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, έχουν φέρει ιδιαίτερα αξιόλογα αποτελέσματα. Μέχρις στιγμής έχουν υπάρξει επανευρέσεις πουλιών από τα βόρεια Δωδεκάνησα και τους Φούρνους σε Κρήτη, Μάλτα, Κύπρο (δύο), Λίβανο και Ισπανία. Φαίνεται πως, όπως συμβαίνει και σε άλλα είδη γλάρων, τα νεαρά πουλιά διασκορπίζονται περισσότερο στα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Ωστόσο είναι ακόμη νωρίς για ακριβή συμπεράσματα. Η παρατήρηση στην Ισπανία δείχνει ότι οι αιγαιόγλαροι του Αιγαίου επικοινωνούν με τις μεγάλες αποικίες της Ιβηρικής.[70]

Ο αιγαιόγλαρος, σύμβολο των νησίδων, απειλείται περισσότερο από κάθε άλλο θαλασσοπούλι της Ελλάδας. Φωλιάζει σε μέρη που εύκολα φτάνει άνθρωπος ή ζώο και επίσης φωλιάζει σε περίοδο τουριστικής αιχμής, στις αρχές καλοκαιριού. Τότε μία και μόνο επίσκεψη ανθρώπου ή κατοικίδιου ζώου στη νησίδα της αποικίας αρκεί για να εγκαταλείψουν τις φωλιές τα ενήλικα και να καταστραφεί όλη η αποικία. Αυτό, διότι οι ενήλικες πρέπει να βρίσκονται συνεχώς στη φωλιά για να προστατεύουν και να σκιάζουν τα αυγά και τους νεοσσούς. Αν αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν τρομαγμένοι, τα αυγά τους γίνονται εύκολη λεία για ευκαιριακούς θηρευτές όπως οι ασημόγλαροι και οι κουρούνες ή καταστρέφονται από τον καυτό ήλιο. Για τον μικρό πληθυσμό του αιγαιόγλαρου έστω και μία (1) κατεστραμμένη αποικία είναι σημαντική απώλεια.[70]

Η απειλή από την ανθρώπινη παρουσία σε νησίδες αυξάνεται διαρκώς, καθώς ο τουρισμός με σκάφη αναψυχής γνωρίζει άνθηση. Παλαιότερα, ακόμη και αν οι επισκέπτες συνέλεγαν τα αυγά του αιγαιόγλαρου για τροφή, ήσαν τόσο περιστασιακοί που δεν υπήρχε πρόβλημα. Σήμερα οι τεχνολογικές εξελίξεις στη ναυσιπλοία (G.P.S., χάρτες, αξιόπιστα σκάφη) σημαίνουν ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη κι αν δεν διαθέτουν μεγάλη εμπειρία μπορούν να φθάσουν σε άλλοτε απρόσιτες γωνιές. Πρέπει επομένως γρήγορα να ληφθούν μέτρα ώστε να αποκατασταθούν οι συνθήκες ασφαλείας αυτών των μικρών απομονωμένων παραδείσων των θαλασσών μας.[70]

Το 1997 η Ορνιθολογική διεξήγαγε τριετές πρόγραμμα LIFE για την προστασία του αιγαιόγλαρου που περιελάμβανε τόσο άμεσες δράσεις όσο και την προετοιμασία διαχειριστικών προτάσεων σε 6 περιοχές του δικτύου Natura 2000 στις οποίες απαντά το είδος. Οι περιοχές στις οποίες επεκτάθηκε το πρόγραμμα αποτελούν μέρος του δικτύου Φύση 2000 και είναι οι μικρονησίδες του Νοτιοανατολικού Αιγαίου καθώς και τα γύρω μικρονήσια στην Αστυπάλαια, στην Αμοργό και στα Κύθηρα. Σκοπός του προγράμματος ήταν η εξεύρεση διαχειριστικών λύσεων που να ευνοούν την εξάπλωση των ειδών της ορνιθοπανίδας, την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για τη διατήρηση των φυσικών πόρων και την αειφορική ανάπτυξη της περιοχής. Άμεσος στόχος είναι η μείωση της ενόχλησης στις αποικίες ωοτοκίας μέσω της φύλαξης, της έρευνας της αναπαραγωγικής δραστηριότητας των πουλιών και της παρακολούθησης της ανθρώπινης παρουσίας. Έχουν επίσης γίνει ενέργειες για να εμποδιστεί η προσέγγιση των κοπαδιών στις αποικίες (χτίσιμο ξερολιθιών και μετακίνηση αιγοπροβάτων). Παράλληλα, διεξάγεται πρόγραμμα ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης των τοπικών αρχών, κατοίκων και τουριστών μέσω συναντήσεων, έντυπου υλικού και εγκατάστασης δύο κέντρων πληροφόρησης.[9][71]

Μετά από ένα χρόνο διεξαγωγής του προγράμματος εκτιμάται ότι υπάρχουν στην Ελλάδα περίπου 600 ζευγάρια αιγαιόγλαρων σε πάνω από 20 μικρές διάσπαρτες αποικίες, που είναι ο μεγαλύτερος πληθυσμός στην ανατολική Μεσόγειο. Στόχος της Ορνιθολογικής Εταιρίας είναι να επεκταθούν οι δράσεις και η έρευνα σε όλες τις περιοχές όπου απαντούν αιγαιόγλαροι, αξιοποιώντας το είδος για την ανάδειξη και την προστασία της μοναδικής φύσης του Αιγαίου.[9]

Ωστόσο, οι αριθμοί του είδους δεν επιτρέπουν παρά τον χαρακτηρισμό του ως Κινδυνεύον (Ε2) για την ελληνική ορνιθοπανίδα.[72]

Μέτρα διαχείρισης

Επεξεργασία

Τα τελευταία χρόνια, μερικά πουλιά παρέμειναν στην αποικία του Δέλτα του Έβρου στην Ισπανία όλο τον χειμώνα, με μέσο όρο περίπου 90 πουλιά κατά τη διάρκεια του 1996-2008, αλλά μερικές φορές έως και 300 πουλιά.[35] Τα πουλιά της εκεί αποικίας τρέφονται στις παράκτιες περιοχές μεταξύ 5 και 15 ναυτικών μιλίων από την ακτή. Μια ακτίνα 15 ν.μ. από το Δέλτα του Έβρου θα εξασφαλίσει την προστασία του 30% των πτηνών (ή του 30% της περιοχής αναζήτησης τροφής). Μια ακτίνα 30 ν.μ. θα προστατεύσει το 80 % των πτηνών, ενώ οι αποστάσεις αυτές θα μπορούσαν να μειωθούν σε αποικίες, όπου η γύρω υφαλοκρηπίδα είναι στενότερη (SEO / BirdLife in litt. 2010). Οι νεαροί αιγαιόγλαροι έχουν την τάση να αναζητούν τροφή στις ζώνες μετακίνησης θαλασσίων ρευμάτων, ενώ τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα είναι πιο ανεξάρτητα από αυτές τις θέσεις.[73]

Πέρα από το ότι το είδος περιλαμβάνεται στα προστατευόμενα είδη της Σύμβασης της Βόννης και Βέρνης (Παράρτημα I και II), ένα είδικό ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης δημοσιεύθηκε το 1996. Η οικολογία του είδους, ιδίως η αναπαραγωγή, η συμπεριφορά αναζήτησης τροφής, καθώς και η πληθυσμιακή κατανομή με τη δυναμική της, έχουν μελετηθεί εκτενώς. Ο Λίβανος ετοίμασε ένα σχέδιο δράσης για την αποκατάσταση του πληθυσμού αναπαραγωγής νησιά Παλμ (Palm). Αρκετά έργα του LIFE-Nature έχουν υλοποιηθεί μεταξύ 1992 και 2006 στην Ισπανία και την Ιταλία, συμβάλλοντας στον επιτυχή επανεποικισμό των νησιών αναπαραγωγής και την ανάπτυξη ασφαλών τεχνικών στην αλιεία με πετονιές. Ο έλεγχος των επιθετικών αρουραίων (Rattus rattus) υπήρξε αποτελεσματικός σε ορισμένες αποικίες,[74] ενώ η απομάκρυνση των ασημόγλαρων (Larus michehellis) που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2000-2009 στη νήσο Αλμποράν (Alborán) της Ισπανίας, έδωσε άμεσα και επιτυχή αποτελέσματα.[50] Ωστόσο, ακόμη και σε μικρές, απομακρυσμένες αποικίες, αυτές οι αναγκαστικές απομακρύνσεις πρέπει να συνεχισθούν για να αποφευχθεί η επιστροφή στην αρχική κατάσταση.[50]

Προτείνονται, η συνέχιση της παρακολούθησης και καταγραφής πληθυσμών στις αποικίες αναπαραγωγής, ο εντοπισμός των κατάλληλων δράσεων για τον περιορισμό των βασικών απειλών, η εφαρμογή αυστηρών πολιτικών διαχείρισης της αλιείας στις επικράτειες του είδους και, να αυξηθούν οι κατάλληλοι παράκτιοι οικότοποι που προστατεύονται από την τουριστική ανάπτυξη και την υποβάθμιση. Επίσης, να εφαρμοστούν οι νόμοι που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της θαλάσσιας ρύπανσης και τα μέτρα για τη μείωση της θνησιμότητας από αλιευτικά εργαλεία, μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων. Ειδικά στη Ισπανία, να διασφαλιστεί ότι, οποιαδήποτε διευθέτηση στον ρου του ποταμού Έβρου θα ωφελήσει το είδος.

Καθεστώς προστασίας

Επεξεργασία

Ι. Περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.

ΙΙ. Περιλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.

ΙΙΙ. Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ για την προστασία των πουλιών

IV. Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Συνθήκης της Βόννης.

Σημειώσεις

Επεξεργασία

i. ^ Η παλαιά λόγια απόδοση Λάρος ο ωδουΐνιος [75][76] με την εξελληνισμένη ονομασία του Γάλλου Audouin, κρίνεται υπερβολική. Άλλες λόγιες ονομασίες είναι Λάρος ο κοραλλόμορφος και Λάρος ο ελαιόπους.[76]

ii. ^ «σεύατ’ έπειτ’ επί κύμα λάρω όρνιθι εοικώς» (Ομήρου «Οδύσσεια»).[77]

iii. ^ «Κλέωνα τον γλάρον, δώρων ελόντες» (Αριστοφ. «Νεφέλες»),[4] «λάρος κεχηνώς επί πέτρας δημηγορών» (Αριστοφ. «Ιππείς»).[77]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 BirdLife International (2012). Larus audouinii στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2014.
  2. Howard and Moore, p. 146
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 147
  4. 4,0 4,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 18. σ. 460
  5. Μπαμπινιώτης σ. 423
  6. British Trust for Ornithology Audouin'Larus audouinii
  7. Pons et al.
  8. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Δανάη Πορτόλου. «Αιγαιόγλαρος». Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. 
  10. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22694313
  11. 11,0 11,1 http://www.birdlife.org/datazone/speciesfactsheet.php?id=3217
  12. http://ibc.lynxeds.com/species/audouins-gull-larus-audouinii
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 13,7 del Hoyo et al. 1996
  14. Sanpera et al. 2007
  15. 15,0 15,1 Olsen and Larsson 2003
  16. Guitiérrez and Guinart 2008
  17. Cramp and Simmons 1983
  18. 18,0 18,1 Gutiérrez and Guinart 2008
  19. Tavecchia et al. 2007
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 Cramp & Simmons 1983
  21. Olsen και Larsson 2003
  22. Flegg, p. 134
  23. Heinzel et al, p. 166
  24. 24,0 24,1 24,2 Perrins, p. 128
  25. Bruun, p. 146
  26. 26,0 26,1 Όντρια, σ. 130
  27. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  28. http://books.google.gr/books?id=MfrdBcKd79wC&pg=RA1-PA439&lpg=RA1-PA439&dq=crested+shelduck&redir_esc=y#v=onepage&q=crested%20shelduck&f=false
  29. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob5880.htm
  30. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2013. 
  31. 31,0 31,1 Mañosa et al. 2004
  32. 32,0 32,1 32,2 Pedrocchi et al.2002
  33. Oro & Martínez-Vilalta 1992
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 Gutiérrez και Guinart 2008
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 Gutiérrez & Guinart 2008
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 Mañosa et al 2004
  37. Arcos και Oro 1996
  38. Hoogendoorn & Mackrill 1987
  39. 39,0 39,1 39,2 Harrison, p. 170
  40. Oro et al. 2004
  41. 41,0 41,1 Tavecchia et al, 2007
  42. 42,0 42,1 Barov & Derhé 2011
  43. Arcos et al. 2006
  44. Cooper et al 2003
  45. Belda & Sánchez 2000
  46. 46,0 46,1 Oro et al, 2004
  47. Bonaccorsi 2003
  48. Travichon 2004
  49. Oro et al 2006
  50. 50,0 50,1 50,2 Paracuellos & Nevado 2010
  51. Jones et al. 2008
  52. Oro & Matínez-Abraín 2007
  53. Genovart et al, 2003
  54. Martínez-Abraín et al, 2003
  55. Oro 1997, 1996
  56. Sanpera et al, 2007
  57. Arcos et al, 2002
  58. Oro & Ruxton 2001
  59. Ν. Baccetti in litt. 2008
  60. Recorbet & Culioli 2009
  61. Χαραλαμπίδου & Gücel 2008
  62. Rubinic & Vrezec 2000
  63. G. Eken in lit. 1999
  64. Criado 1997
  65. Guitiérrez & Guinart 2008
  66. BirdLife International 2004
  67. Onmus 2006
  68. Tavecchia et al 2007
  69. Oro & Pradel 2000
  70. 70,0 70,1 70,2 70,3 http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=1124
  71. Δανάη Πορτόλου στο http://oscar-kiko-izi.blogspot.gr/2010/02/larus-audouinii.html
  72. Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, σ 208
  73. Martinez-Abrain et al 2002
  74. Jones et al, 2008
  75. Πάπυρος Λαρούς, τ. 5. σ. 168
  76. 76,0 76,1 Απαλοδήμος, σ. 30
  77. 77,0 77,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 37. σ. 469
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Εγκυκλοπαιδεία Πάπυρος Λαρούς, έκδοση 1963
  • Μ. Μπώχερτ (επιμέλεια Β. Κιόρτσης) στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 18, λήμμα «Γλάροι»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii).
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Arcos, J. M.; Louzao, M.; Oro, D. 2008. Fishery ccosystem impacts and management in the Mediterranean: seabirds point of view. In: Nielsen, J.; Dodson, J.; Friedland, K.; Hamon, T.; Hughes, N.; Musick, J.; Verspoor, E. (ed.), Proceedings of the Fourth World Fisheries Congress: Reconciling Fisheries with Conservation, pp. 587–596. American Fisheries Society, Symposium 49, Bethesda, MD, USA.
  • Arcos, J. M.; Ruiz, X.; Bearhop, S.; Furness, R. W. 2002. Mercury levels in seabirds and their fish prey at the Ebro Delta (NW Mediterranean): the role of trawler discards as a source of contamination. Marine Ecology Progress Series 232: 281-290.
  • Arcos, J.M. and Oro, D. 1996. Changes in foraging range of Audouin's gulls Larus audouinii in relation to a trawler moratorium in the western Mediterranean. Colonial Waterbirds 19: 128-131.
  • Barov, B and Derhé, M. A. 2011. Audouin's Gull Larus audouinii species action plan implementation review. In: Barov, B and Derhé, M. A. (eds), Review of The Implementation Of Species Action Plans for Threatened Birds in the European Union 2004-2010. Final report. BirdLife International For the European Commission
  • Barov, B and Derh, M. A. 2011. Review of The Implementation Of Species Action Plans for Threatened Birds in the European Union 2004-2010. Final report. BirdLife International For the European Commission.
  • Belda, E. J.; Sanchez, A. 2001. Seabird mortality on longline fisheries in the western mediterranean: factors affecting bycatch and proposed mitigating measures. Biological Conservation 98: 357-363.
  • Bonaccorsi, G. 2003. Le Goéland D'audouin Larus audouinii dans le Golfe d'Ajaccio: approche éthologique et écologique de 1980 à 2002. Alauda 71: 84-87.
  • Charalambidou, I.; Gücel, S. 2008. First survey of Audouin's Gull, Larus audouinii (Payraudeau, 1826), colonies at Kleidhes Islands, Cyprus. Zoology in the Middle East 45: 29-34.
  • Cooper, J.; Baccetti, N.; Belda, E. J.; Borg, J. J.; Oro, D.; Papaconstantinou, C.; Sánchez, A. 2003. Seabird mortality from longline fishing in the Mediterranean Sea and Macaronesian waters: a review and a way forward. Scientia Marina 67: 57-64
  • Cramp, S.; Simmons, K. E. L. 1983. Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic vol. III: waders to gulls. Oxford University Press, Oxford.
  • Criado, J. Ed. 1997. Revision of the International Action Plan for the Audouin's Gull Larus audouinii.
  • Bernd-Olaf Flore: Die Korallenmöwe Larus audouinii, eine neue Art für Deutschland. in vol. 11 Limicola. 1997, S. 281-285.
  • Genovart, M.; Oro, D.; Bonhomme, F. 2003. Genetic and morphological differentiation between the two largest breeding colonies of Audouin's Gull Larus audouinii. Ibis 145: 448-456.
  • Gutirrez, R.; Guinart, E. 2008. The Ebro Delta Audouin's Gull colony and vagrancy potential to northwest Europe. British Birds 101(8): 443-447.
  • Hoogendoorm, W. and Mackrill, E.J. 1987. Audouin's gull in southwestern Palearctic. Dutch Birding 9(4): 99-107.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Jones, H.P., Tershy, B.R., Zavaleta, E.S., Croll, D.A., Keitt, B.S., Finkelstein, M.E. and Howald, G.R. 2008. Severity of the effects of invasive rats on seabirds: a global review. Conservation Biology 22(1): 16-26.
  • Lambertini, M. 1996. International action plan for Audouin's Gull (Larus audouinii). In: Heredia, B.; Rose, L.; Painter, M. (ed.), Globally threatened birds in Europe: action plans, pp. 289–301. Council of Europe and BirdLife International, Strasbourg.
  • Mañosa, S.; Oro, D.; Ruiz, X. 2004. Activity patterns and foraging behaviour of Audouin’s gulls at the Ebro Delta, NW Mediterranean. Scientia Marina 68: 605-614.
  • Martínez-Abraín, A., Oro, D., Forero, M. G. & Conesa, D. 2003. Modeling temporal and spatial colony-site dynamics in a long-lived seabird. Population Ecology 45: 133-139.
  • Olsen, K. M.; Larsson, H. 2004. Gulls of Europe, Asia and North America. Christopher Helm, London.
  • Onmus, O. 2006. Current status of the Audouin´s gull Larus audouinii Eastern Population.
  • Oro, D. 1996. Are migrating peregrine Falcons Falco peregrinus a threat to breeding Audouin's Gull Larus audouinii at the Ebro Delta? Colonial Waterbirds 19: 270-272.
  • Oro, D.; Pradel, R. 2000. Determinants of local recruitment in a growing colony of Audouin's gull. Journal of Animal Ecology 69: 119-132.
  • Oro, D.; Ruxton, G. D. 2001. The formation and growth of seabird colonies: Audouin's gull as a case study. Journal of Animal Ecology 70: 527-535.
  • Oro, D.; Pradel, R.; Lebreton, J.-D. 1999. Food availability and nest predation influence life history traits in Audouin's gull, Larus audouinii. Oecologia 118: 438-445.
  • Oro, D.; Martínez-Abraín, A. 2007. Deconstructing myths on large gulls and their impact on threatened species. Animal Conservation 10: 117-126.
  • Oro, D. 1997. Montpellier Snakes Malpolon monspessulanus as predators of Audouin's Gull Larus audouinii chicks. Butlletí del Grup Català d'Anellament 14: 65-67.
  • Oro, D.; Cam, E.; Pradel, R.; Martínez-Abrain, A. 2004. Influence of food availability on demography and local population dynamics in a long-lived seabird. Proceedings of the Royal Society of London Series B 271: 387-396.
  • Oro, D.; Baccetti, N.; Boukhalfa, D.; Eken, G.; El Hili, A.; Goutner, V.; Karauz, S.; Papaconstantinou, C.; Recorbet, B.; Ruiz, X. 2000. Current breeding distribution and status of Audouin's gulls Larus audouinii in the Mediterranean. In: Sultana, J.; Yésou, P. (ed.), Monitoring and Conservation of Birds, Mammals and Sea Turtles of the Mediterranean and Black Seas, pp. 69–80. BirdLife Malta.
  • Oro, D.; Martínez-Abraín, A.; Paracuellos, M.; Nevado, J.C.; Genovart, M. 2006. Influence of density-dependence on predator-prey seabird interactions at large spatio-temporal scales. Proceedings of the Royal Society of London Series B 273: 379-383.
  • Paracuellos, M.; Nevado, J. C. 2010. Culling Yellow-legged Gulls Larus michahellis benefits Audouin's Gulls Larus audouinii at a small and remote colony. Bird Study 57(1): 26-30.
  • Pedrocchi, V. Oro, D., Gonzalez-Solis, J., Ruiz, X., Jover, L. 2002. Differences in diet between the two largest breeding colonies of Andouin's gulls: the effects of fishery activities. Scientia Marina 66(3): 313-320.
  • J.-M. Pons, A. Hassanin, P.-A. Crochet, Phylogenetic relationships within the Laridae (Charadriiformes: Aves) inferred from mitochondrial markers, Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2005) 686–699
  • Rubinic, B.; Vrezec, A. 2001. Audouin's Gull Larus audouinii, a new breeding gull species in the Adriatic sea (Croatia). Acrocephalus 21: 219-222.
  • Recorbet, B.; Le Dru, A. 2002. Le Goéland d'Audouin Larus audouinii à Aspretto-Ajaccio (Corse): gestion pour une pérennisation de l'espèce sur un site artificiel. Alauda 70: 483-488.
  • Recorbet, B. & Culioli, J.-M. 2009. Goéland d'Audouin Larus audouinii. In: De Seynes, A., Coordinateurs-espece. 2010. Les oiseaux nicheurs rares et menacs en France en 2009. [Rare breeding birds in France in 2009.]. Ornithos 17(3): 137-168.
  • Sanpera, C.; Ruiz, X.; Moreno, R.; Jover, L.; Waldron, S. 2007. Mercury and stable isotopes in feathers of Audouin's Gulls as indicators of feeding habits and migratory connectivity. Condor 109(2): 268-275.
  • Sériot, J. 1996-1998. Following numbers of rare and endangered breeding birds in France 1995, 1996 and 1997.
  • Tavecchia, G., Pradel, R., Genovart, M., Oro, D., 2007. Density-dependent parameters and demographic equilibrium in open populations. Oikos 116: 1481–1492.
  • Travichon, S. 2004. Cycle de reproduction du Goéland d'Audouin Larus audouinii sur un site artificiel en Corse (France). Alauda 72: 227-233.
  • Hans-Hinrich Witt: Zur Biologie der Korallenmöwe Larus audouinii. Dissertation, Bonn 1976, DNB 770729630