Γ΄ Ισλαμικός Εμφύλιος Πόλεμος
Ο Γ΄ Ισλαμικός Εμφύλιος Πόλεμος, γνωστός στην αραβική ιστοριογραφία ως η Τρίτη Φίτνα (αραβικά: الفتنة الثاﻟﺜـة, αλ-Φίτνα αθ-Θάλιθα), ήταν μια σειρά εμφύλιων πολέμων και εξεγέρσεων κατά του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών, που ξεκίνησαν με την πτώση του χαλίφη Ουαλίντ Β΄ το 744 και έληξαν με την επικράτηση του Μαρουάν Β΄ επί των διάφορων επαναστατών και αντιζήλων για το χαλιφάτο το 747. Παρόλα αυτά, η εξουσία των Ομεϋαδών είχε κλονιστεί γερά, και ο Μαρουάν δεν κατάφερε να την αποκαταστήσει πλήρως. Η εμφύλια σύγκρουση βρήκε τη συνέχειά της στην Επανάσταση των Αββασιδών (746-750), που ξέσπασε στο Χορασάν και κατέληξε στην ανατροπή των Ομεϋαδών και την ίδρυση του Χαλιφάτου των Αββασιδών το 749/750. Ως εκ τούτου μια σαφής χρονολογική οροθεσία του τέλους του Γ΄ Ισλαμικού Εμφυλίου δεν είναι δυνατή.[1]
Σφετερισμός του Γιαζίντ Γ΄
ΕπεξεργασίαΟ εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε με την ανατροπή του Ουαλίντ Β΄ (743-744), τον γιο του Γιαζίντ Β΄ (720-724). Ο Ουαλίντ είχε οριστεί από τον πατέρα του ως ο διάδοχος του αδερφού του Γιαζίντ, Ισάμ (724-743). Παρότι η άνοδός του στον θρόνο χαιρετίστηκε από τον πληθυσμό εξαιτίας της αντιδημοφιλίας του Ισάμ και της απόφασης του Ουαλίντ να αυξήσει τον μισθό του στρατού, η διάθεση γρήγορα άλλαξε. Ο Ουαλίντ φέρεται να ενδιαφερόταν περισσότερο για επίγειες απολαύσεις παρά για τη θρησκεία, μια φήμη που μάλλον έχει βάση, αν κρίνει κανείς από τη διακόσμηση των λεγόμενων «παλατιών της ερήμου» που αποδίδονται σε αυτόν.[2] Αρκετά μέλη της ίδιας της δυναστείας των Ομεϋαδών αρνήθηκαν να αποδεχτούν τη διαδοχή του, και αποξενώθηκαν ακόμα περισσότερο όταν ο Ουαλίντ όρισε τους δυο ανήλικους γιους του ως διαδόζους του και μαστίγωσε και φυλάκισε τον εξάδελφό του, Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, διακεκριμένο στρατηγό.[3] Ο διωγμός που εξαπέλυσε κατά της αίρεσης Κανταρίγια (Qadarīya) επίσης προκάλεσε αντιδράσεις,[4] όπως και η ανάμιξή του στην πανταχού παρούσα διαμάχη μεταξύ των βορείων (Καϊσίτες ή Μουδαρίτες) και νοτίων (Υεμενίτες ή Καλμπίτες) αραβικών φυλών. Όπως και ο πατέρας του, ο Ουαλίντ θεωρούνταν ως υπέρμαχος των Καϊσιτών, ιδιαίτερα μετά την τοποθέτηση του Γιουσούφ ιμπν Ουμάρ αθ-Θακαφί ως κυβερνήτη του Ιράκ (και συνακόλουθα αντιβασιλέα των ανατολικών επαρχιών του χαλιφάτου), και τον βασανισμό και θάνατο του προκατόχου του, Χάλιντ αλ-Κασρί. Οφείλει όμως να τονιστεί ότι η διαίρεση των παρατάξεων, παρότι τονίζεται από όλες τις πηγές, δεν ήταν πάντα ξεκάθαρη: αρκετά άτομα εκατέρωθεν της διαίρεσης των βορείων-νοτίων φυλών εμφανίζονται στις τάξεις της θεωρητικά αντίπαλης παράταξης.[5]
Τον Απρίλιο του 744, ο Γιαζίντ Γ΄, γιος του Ουαλίντ Α΄ (705-715), μπήκε στην πρωτεύουσα του χαλιφάτου Δαμασκό, Οι υποστηρικτές του, με τη συμπαράσταση πολλών Καλμπιτών από τη γύρω περιοχή, κατέλαβαν την πόλη και τον αναγόρευσαν χαλίφη. Ο Ουαλίντ Β΄, που έμενε σε ένα από τα παλάτια της ερήμου, κατέφυγε στο αλ-Μπάχρα, κοντά στην Παλμύρα. Εκεί συγκέντρωσε μια μικρή δύναμη από πιστούς Καλμπίτες και Καϊσίτες από τη Χομς, αλλά όταν ο πολύ μεγαλύτερος στρατός του Γιαζίντ, υπό τον Αμπντ αλ-Αζίζ ιμπν αλ-Χατζάτζ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ, έφτασε στην Παλμύρα, οι περισσότεροι οπαδοί του Ουαλίντ τον εγκατέλειψαν. Ο έκπτωτος χαλίφης εκτελέστηκε, και το κομμένο του κεφάλι στάλθηκε στη Δαμασκό.[6] Ο φόνος του οδήγησε σε μια εξέγερση των Καϊσιτών της Χομς, υπό τον Αμπού Μουχάμαντ ασ-Σουφιανί, μέλος του Σουφιανιτικού κλάδου των Ομεϋαδών, αλλά η προέλασή του κατά της Δαμασκού ανακόπηκε αποφασιστικά από τον Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, που είχε αφεθεί ελεύθερος. Ο Αμπού Μουχάμαντ φυλακίστηκε στη Δαμασκό, μαζί με τους γιους του Ουαλίντ Β΄.[7]
Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του, ο Γιαζίντ αποτέλεσε παραδειγματικό ηγεμόνα, παίρνοντας ως πρότυπο τον ευσεβή Ουμάρ Β΄ (717-720). Έδειξε έυνοια προς την Κανταρίγια, και κατέβαλε προσπάθειες να διαχωρίσει τον εαυτό του από τις κατηγορίες για αυταρχική συμπεριφορά, που συχνά διατυπώνονταν εναντίον των περισσότερων προκατόχων του Ομεϋαδών χαλίφηδων. Έτσι υποσχέθηκε να απόσχει από καταχρήσεις της εξουσίας του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τη βαριά φορολογία, τον υπέρμετρο πλουτισμό των Ομεϋαδών και των υποστηρικτών τους, την προτίμηση που έδειχναν στη Συρία έναντι στις άλλες επαρχίες του χαλιφάτου, και τη μακρόχρονη απουσία των στρατιωτών σε μακρινές εκστρατείες. Τόνιζε δε ιδιαίτερα ότι όχι μόνο είχε επιλεγεί από την κοινότητα των πιστών σε συνέλευση («σουρά»), αλλά και ότι η κοινότητα είχε το δικαίωμα να τον καθαιρέσει αν αποτύγχανε στα καθήκοντά του, ή αν έβρισκε κάποιον πιο άξιο να την κυβερνήσει.[8] Ταυτόχρονα όμως, η βασιλεία του οδήγησε σε μια εκ νέου υπερίσχυση των Υεμενιτών. Ο Γιουσούφ ιμπν Ουμάρ απολύθηκε όταν προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να εξεγείρει τους Καϊσίτες του Ιράκ. Ο διάδοχός του ήταν ο Καλμπίτης Μανσούρ ιμπν Τζουμχούρ, ο οποίος σύντομα αντικαταστάθηκε από τον γιο του Ουμάρ Β΄, Αμπντ Αλλάχ ιμπν Ουμάρ ιμπν Αμπντ αλ-Αζίζ. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Μανσούρ προσπάθησε να αποπέμψει τον κυβερνήτη του Χορασάν, Νασρ ιμπν Σαγιάρ, αλλά ο τελευταίος κατάφερε να παραμείνει στη θέση του.[9] Ο Γιαζίντ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 744, μετά από μια βασιλεία έξι μηνών. Είχε ορίσει τον αδερφό του, Ιμπραήμ, ως διάδοχο, πιθανότατα δια της επιρροής των Κανταρίγια. Ο Ιμπραήμ όμως δεν είχε πολλούς υποστηρικτές, και αμέσως βρέθηκε αντιμέτωπος με την εξέγερση του Μαρουάν Β΄ (744-750), εγγονού του Μαρουάν Α΄ (684-685) και κυβερνήτη της Άνω Μεσοποταμίας.[9]
Άνοδος του Μαρουάν Β΄
ΕπεξεργασίαΟ Μαρουάν, που για αρκετά χρόνια επέβλεπε τις εκστρατείες ενάντια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους Χαζάρους στα βορειοδυτικά σύνορα του χαλιφάτου, φέρεται να είχε σκεφτεί να διεκδικήσει τον θρόνο ήδη κατά τον θάνατο του Ουαλίντ Β΄, αλλά μια εξέγερση Καλμπιτών τον ανάγκασε να στραφεί να την αντιμετωπίσει. Ο Γιαζίντ Γ΄ τον διόρισε κυβερνήτη της Άνω Μεσοποταμίας, και ο Μαρουάν εγκαταστάθηκε στην κυριαρχούμενη από τους Καϊσίτες πόλη του Χαρράν.[10]
Συρία
ΕπεξεργασίαΜετά τον θάνατο του Γιαζίντ, ο Μαρουάν εισέβαλε στη Συρία, αρχικά ισχυριζόμενος ότι ερχόταν ως προστάτης των φυλακισμένων γιων του Ουαλίντ Β΄. Οι Καϊσίτες των βορείων περιοχών, της Κιννασρίν και της Χομς, συσπειρώθηκαν γύρω του, ώσπου, σε κάποιο σημείο στον δρόμο μεταξύ Μπααλμπέκ και Δαμασκού, ο Μαρουάν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ. Εξίσου έμπειρος στρατιωτικός ηγέτης με τον Μαρουάν, ο Σουλαϊμάν είχε στις τάξεις του τους Καλμπίτες της νότιας Συρίας και τους Δακουανίγια, τον προσωπικό του στρατό. Στην επακόλουθη μάχη ο Μαρουάν επικράτησε, και ο Σουλαϊμάν κατέφυγε στη Δαμασκό.[11] Καθώς ο Μαρουάν ανάγκασε τους αιχμαλώτους να ορκιστούν πίστη στους γιους του Ουαλίντ Β΄, ο Σουλαϊμάν διέταξε τη θανάτωσή τους από τον Γιαζίντ ιμπν Χάλιντ αλ-Κασρί, μαζί με τον Γιουσούφ αλ-Θακαφί. Έπειτα ο Σουλαϊμάν και οι ακόλουθοί του, μαζί με τον χαλίφη Ιμπραήμ, έφυγαν για την Παλμύρα.[11]
Ο Μαρουάν μπόρεσε έτσι να εισέλθει στη Δαμασκό χωρίς αντίσταση τον Δεκέμβριο του 744, και ανακηρύχτηκε χαλίφης. Ο Μαρουάν επέφυγε τα αντίποινα και ακολούθησε μια συμφιλιωτική πολιτική, επιτρέποντας στις συριακές επαρχίες («ajnad», εν. «jund») να επιλέξουν οι ίδιες τους κυβερνήτες τους. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, ο Σουλαϊμάν και ο Ιμπραήμ έπαυσαν την αντίστασή τους και πήγαν στη Δαμασκό να δηλώσουν υποταγή.[12] Η εξουσία του Μαρουάν ήταν φαινομενικά ασφαλής, ώσπου επέλεξε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Δαμασκό στο στρατιωτικό κέντρο της Χαρράν. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζέραλντ Χώτινγκ, «για πρώτη φορά ένας χαλίφης φαινόταν να έχει ολότελα εγκαταλείψει τη Συρία», μια πράξη που βοήθησε στο να αυξηθεί η δυσπιστία και εχθρότητα των ηττημένων Καλμπιτών κατά του Μαρουάν.[13] Έτσι το καλοκαίρι του 745 οι Καλμπίτες της «jund» της Παλαιστίνης εξεγέρθηκαν υπό τον τοπικό κυβερνήτη, Θάμπιτ ιμπν Νουάιμ. Η εξέγερση σύντομα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη Συρία, ακόμα και σε υποτιθέμενα πιστές περιοχές όπως η Χομς. Ο Μαρουάν αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να επιστρέψει στη Συρία, και να καταστείλει την εξέγερση πόλη με πόλη. Αφού ανάγκασε τη Χομς σε συνθηκολόγηση, ο Μαρουάν έλυσε την πολιορκία της Δαμασκού από τον Γιαζίντ ιμπν Χάλιντ αλ-Κασρί, που σκοτώθηκε. Έπειτα βάδισε προς την Τιβεριάδα, που πολιορκούνταν από τον Θάμπιτ, και νίκησε, αιχμαλώτισε, και εκτέλεσε, τόσο τον Θάμπιτ όσο και τους γιους του. Μετά την επίθεση του Μαρουάν στο προπύργιο των Καλμπιτών, την Παλμύρα, ο Καλμπίτης αρχηγός Αμπράς αλ-Καλμπί επίσης συνθηκολόγησε.[14]
Με τη Συρία να έχει επανέλθει υπό τον έλεγχό του, ο Μαρουάν συγκάλεσε τα μέλη της οικογένειας των Ομεϋαδών, και ονόμασε τους δυο γιούς του ως διαδόχους. Τότε στράφηκε προς το Ιράκ, όπου ήδη επιχειρούσε για λογαριασμό του μια στρατιά υπό τον Γιαζίντ ιμπν Χουμπάιρα. Ο Μαρουάν συγκέντρωσε μια νέα στρατιά για να ενισχύσει τον Ιμπν Χουμπάιρα, αλλά αυτή στασίασε στη Ρουσάφα, και τέθηκε υπό τις διαταγές του Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ. Ο στρατός των στασιαστών κατέλαβε την Κιννασρίν, και για μια ακόμα φορά πολλού Σύριοι, δυσαρεστημένοι με τον Μαρουάν, ενώθηκαν μαζί τους. Ο Μαρουάν όμως έφερε τον όγκο των δυνάμεών του από το Ιράκ, και νίκησε κατά κράτος τους επαναστάτες κοντά στην Κιννασρίν. Ο Σουλαϊμάν κατάφερε να διαφύγει στην Παλμύρα, και από εκεί στην Κούφα του Ιράκ, αλλά ο όγκος των εναπομείναντων στρατιωτών του κατέφυγε στη Χομς, υπό τη διοίκηση του αδερφού του Σαΐντ. Εκεί πολιορκήθηκαν από τις δυνάμεις του Μαρουάν ολόκληρο τον χειμώνα του 745-746, ώσπου η πόλη συνθηκολόγησε.[15] Εξαγριωμένος, μετά τις απανωτές εξεγέρσεις των Σύριων εναντίον του, παρά τη συμφιλιωτική του πολιτική, ο Μαρουάν το καλοκαίρι του 746 έλαβε μέτρα ώστε να προλάβει κάθε νέα συριακή αντίσταση, διατάζοντας την κατεδάφιση των τειχών των πλέον σημαντικών πόλεων της Συρίας, συμπεριλαμβανομένης της Δαμασκού και πιθανώς ακόμα και της Ιερουσαλήμ.[15]
Αίγυπτος και Ιράκ
ΕπεξεργασίαΑντίσταση στον Μαρουάν και τους Καϊσίτες εμφανίστηκε και στην Αίγυπτο, όπου ο τοπικός κυβερνήτης, Χαφς ιμπν αλ-Ουαλίντ ιμπν Γιουσούφ αλ-Χαντραμί, μέλος της παραδοσιακά κυρίαρχης κοινότητας των πρώτων Αράβων εποίκων, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την αναρχία στη Συρία ώστε να αποκαταστήσει την εξέχουσα θέση της στην επαρχία: οι Σύριοι εκδιώχθηκαν από την πρωτεύουσα Φουστάτ, και ο Χαφς άρχισε να στρατολογεί μια δύναμη 30.000 ανδρών, τη «Χαφσίγια», μεταξύ των γηγενών προσηλύτων στο Ισλάμ («maqamisa» ή «mawali»). Ο Μαρουάν έστειλε τον Χασάν ιμπν Αταχίγια για να τον αντικαταστήσει, και διέταξε τη Χαφσίγια να διαλυθεί. Οι τελευταίοι όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν και στασίασαν, πολιορκώντας τον νέο κυβερνήτη στην έδρα του ώσπου αυτός και ο αρχηγός της αστυνομίας («sahib al-shurta») αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την επαρχία. Οι στασιαστές αποκατέστησαν τον μάλλον απρόθυμο Χαφς ως κυβερνήτη. Τον επόμενο χρόνο, το 745, ο Μαρουάν έστειλε τον Χαουθάρα ιμπν Σουχάιλ αλ-Μπαχιλί, επικεφαλής ευάριθμου συριακού στρατού, ως νέο κυβερνήτη. Παρά τη θέληση των υποστηρικτν του να αντισταθούν, ο Χαφς πρόθυμα παρέδωσε τη θέση του. Ο Χαουθάρα κατέλαβε το Φουστάτ χωρίς αντίσταση, αλλά αμέσως εξαπέλυσε κύμα εκκαθαρίσεων, με θύματα τους αρχηγούς της Χαφσίγια, καθώς και τον ίδιο τον Χαφς.[16]
Εν τω μεταξύ, στο Ιράκ, η άνοδος του Μαρουάν στον θρόνο συνέπεσε με μια εξέγερση των Αλιδών στην Κούφα, υπό τον Αμπντ Αλλάχ ιμπν Μουαβίγια, τον Οκτώβριο του 744. Η εξέγερση σύντομα κατεστάλη από τον διορισμένο από τον Γιαζίντ Γ΄ κυβερνήτη Αμπντ Αλλάχ ιμπν Ουμάρ, και τα συριακά του στρατεύματα. Ο Ιμπν Μουαβίγια όμως κατάφερε να ξεφύγει στο Τζιμπάλ, όπου εθελοντές που αντιτίθενταν στο καθεστώς των Ομεϋαδών άρχισαν να συρρέουν γύρω του. Έτσι ο Ιμπν Μουαβίγια κατάφερε να επεκτείνει τον έλεγχό του σε μεγάλο μέρος της Περσίας, συμπεριλαμβανομένων του μεγαλύτερου μέρους του Τζιμπάλ, του Αχβάζ, του Φαρς, και του Κερμάν, με έδρα του αρχικά το Ισφαχάν και κατόπιν το Ιστάχρ.[15][17] Ο Μαρουάν διόρισε ως κυβερνήτη του Ιράκ έναν υποστηρικτή του, τον Καϊσίτη Ναντρ ιμπν Σαΐντ αλ-Χαρασί, αλλά ο Αμπντ Αλλάχ ιμπν Ουμάρ κατάφερε να διατηρήσει την υπακοή των καλμπιτών, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία του στρατού του. Έτσι για αρκετούς μήνες, οι δυο αντίζηλοι κυβερνήτες ενεπλάκησαν σε σειρά μικροσυγκρούσεων γύρω από την αλ-Χίρα.[18] Η σύγκρουση αυτή τερματίστηκε απότομα με το ξέσπασμα μιας χαριτζιτικής εξέγερσης μεταξύ των φυλών των Ραμπία στην Άνω Μεσοποταμία. Παρότι συγκαταλέγονταν μεταξύ των βορέιων φυλών, οι Ραμπία, και ιδιαίτερα η φυλή των Σαϊμπάν, εχθρεύονταν τους Μουδαρίτες και Καϊσίτες και δεν αναγνώριζαν την αρχή του Μαρουάν Β΄.[19]
Αρχικός ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σαΐντ ιμπν Μπαχντάλ, αλλά πέθανε μετά από λίγο από λοιμό, και τον διαδέχτηκε ο αλ-Νταχάκ ιμπν Κάις ασ-Σαϊμπανί. Στις αρχές του 745 εισέβαλαν στο Ιράκ και νίκησαν αμφότερους τους Ομεϋάδες κυβερνήτες, που είχαν εν τω μεταξύ ενώσει τις δυνάμεις τους, τον Απρίλιο/Μάιο του 745. Ο Ναντρ κατέφυγε στη Συρία, όπου βρισκόταν ο Μαρουάν, αλλά ο Ιμπν Ουμάρ και οι υποστηρικτές του αποσύρθηκαν στο Ουασίτ. Τον Αύγουστο του 745 όμως παραδόθηκαν και όχι μόνο ασπάστηκαν τα δόγματα των Χαριτζιτών, αλλά αποδέχθηκαν και τον Νταχάκ, που δεν ήταν καν μέλος της φυλής των Κουράις, στην οποία ανήκε ο Μωάμεθ, ως χαλίφη. ο Ιμπν Ουμάρ ορίστηκε από τον Νταχάκ ως κυβερνήτης του Ουασίτ, του ανατολικού Ιράκ, και της δυτικής Περσίας, ενώ ο ίδιος ο Νταχάκ έμεινε να κυβερνά το δυτικό Ιράκ από την Κούφα.[19][20] Εκμεταλλευόμενος την εξέγερση στη Συρία ενάντια στον Μαρουάν, ο Νταχάκ επέστρεψε στην Άνω Μεσοποταμία, πιθανότατα την άνοιξη του 746, και ενώ ο Μαρουάν ήταν απασχολημένος με την πολιορκία της Χομς, κατέλαβε τη Μοσούλη. Εκεί ενισχύθηκε από νέες προσχωρήσεις στον στρατό του, είτε λόγω αντίθεσης προς τον Μαρουάν, όπως ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ και τα απομεινάρια της Νταχουανίγια, είτε επειδή προσέφερε υψηλές αμοιβές στους υποστηρικτές του. Σύντομα ο στρατός του έφτασε τους 120.000 άνδρες. Ο Μαρουάν έστειλε τον γιο του, Αμπντ Αλλάχ, ενάντια στον Νταχάκ, αλλά ο Χαριτζίτης αρχηγός κατάφερε να τον αποκλείσει στη Νίσιβη. Μετά την πτώση της Χομς, όμως, ο Μαρουάν ανέλαβε ο ίδιος την εκστρατεία κατά του Νταχάκ, και σε μια μάχη στο αλ-Γαζ, κοντά στην πόλη της Καφαρτούτα, τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 746, ο Νταχάκ σκοτώθηκε και οι Χαριτζίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Άνω Μεσοποταμία.[19][20] Οι Χαριτζίτες εξέλεκαν τον Αμπού Ντουλάφ ως αρχηγό τους, και ακολουθώντας τη συμβουλή του Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, υποχώρησαν στην ανατολική όχθη του Τίγρη. Καθώς ο Μαρουάν ήταν σε θέση να καλέσει ολοένα και περισσότερους άνδρες για να αντιμετωπίσει τους Χαριτζίτες, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη θέση τους και να υποχωρήσουν ανατολικά. Ο Μαρουάν τότε έστειλε τον Γιαζίντ ιμπν Χουμπάιρα για να αποκαταστήσει τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας στο Ιράκ, πράγμα που κατάφερε ως το καλοκαίρι του 747: αφού νίκησε τον Χαριτζίτη κυβερνήτη της Κούφα και κατέλαβε την πόλη, ο Ιμπν Χουμπάιρα βάδισε κατά του Ουασίτ, όπου έπιασε αιχμάλωτο τον Αμπντ Αλλάχ ιμπν Ουμάρ.[21]
Η κατάληψη του Ιράκ από τις δυνάμεις του Μαρουάν άφησε τον Αμπντ Αλλάχ ιμπν Μουαβίγια ως τον μόνο μείζονα αντίπαλο του Ομεϋάδη χαλίφη, και η επικράτειά του στη δυτική Περσία κατέστη καταφύγιο για τους ηττημένους Χαριτζίτες του Ιράκ, καθώς και κάθε άλλο αντίπαλο του Μαρουάν. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν ακόμα και μέλη της δυναστείας των Ομεϋαδών, όπως ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, καθώς και μερικοί Αββασίδες. Εντούτοις, οι δυνάμεις του Ιμπν Μουαβίγια γρήγορα υπέστησαν μια αποφασιστική ήττα από έναν στρατηγό του Ιμπν Χουμπάιρα. Ο Ιμπν Μουαβίγια κατέφυγε στο Χορασάν, όπου εκτελέστηκε από τον αρχηγό της Επανάστασης των Αββασιδών, Ιμπν Μουσλίμ, ενώ ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ και ο Μανσούρ ιμπν Τζουμχούρ κατέφυγαν στην Ινδία, όπου και πέθαναν αργότερα.[22]
Ο Εμφύλιος στο Χορασάν και η Επανάσταση των Αββασιδών
ΕπεξεργασίαΤο Χορασάν, η πιο βορειοανατολική επαρχία του χαλιφάτου, δεν απέφυγε τις αναταραχές του εμφυλίου πολέμου. Η άνοδος του Γιαζίντ Γ΄ στον θρόνο αποτέλεσε απειλή για τον από μακρού κυβερνήτη, Νασρ ιμπν Σαγιάρ, καθώς οι πολυάριθμοι Υεμενίτες της επαρχίας επιδίωκαν να τον αντικαταστήσουν με τον ήρωά τους, τον Τζουντάι αλ-Κιρμανί. Ο Νασρ προσπάθησε να εξασφαλίσει τη θέση του καθαιρώντας τον αλ-Κιρμανί από την ηγεσία της φυλής των Αζντ, καθώς και προσπαθώντας να κερδίσει την υποστήριξη τους φυλάρχους των Αζντ και Ραμπία, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει μια γενική εξέγερση των φυλών αυτών υπό τον αλ-Κιρμανί. Ενδεικτικό των μακρόχρονων ανταγωνισμών μεταξύ των φυλών κατά την ύστερη περίοδο των Ομεϋαδών είναι ότι η εξέγερση ξέσπασε εν ονόματι της εκδίκησης για τους Μουχαλλαμπίδες, μια οικογένεια των Αζντ που είχε εξοντωθεί το 720, μετά από μια αποτυχημένη εξέγερση. Η πράξη αυτή είχε έκτοτε γίνει σύμβολο της αντιπάθειας των υεμενιτών προς τους Ομεϋάδες και του καθεστώτος τους, που στηριζόταν κυρίως στους βόρειους Άραβες.[23][24][25] Ο Νασρ φυλάκισε τον αλ-Κιρμανί στην επαρχιακή πρωτεύουσα, Μερβ, αλλά ο τελευταίος κατάφερε να αποδράσει το καλοκαίρι του 744. Παρά την επιβεβαίωση του Νασρ ως κυβερνήτη από τον Γιαζίντ, η εξέγερση συνέχισε να εξαπλώνεται ανάμεσα στους Άραβες του Χορασάν, αναγκάζοντας τον Νασρ να προσφύγει στη βοήθεια του εξόριστου επαναστάτη αλ-Χαρίθ ιμπν Σουράιτζ. Ο αλ-Κιρμανί είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην καταστολή της εξέγερσής του, και το γεγονός ότι ο Ιμπν Σουράιτζ ανήκε στη βόρεια φυλή των Ταμίμ τον έκανε φυσικό αντίπαλο των Υεμενιτών. Ο Ιμπν Σουράιτζ όμως είχε άλλα σχέδια, και αφού συγκέντρωσε γύρω του πολλούς άντρες των Ταμίμ και διάφορους δυσαρεστημένους της επαρχίας, επιτέθηκε στο Μερβ τον Μάρτιο του 746. Αφού η επίθεση αυτή απέτυχε, συμμάχησε με τον αλ-Κιρμανί.[26][27][28]
Με τον Μαρουάν να πασχίζει να στερεώσει την εξουσία του στη Συρία και τη Μεσοποταμία, και τη δυτική Περσία να ελέγχεται από τους Χαριτζίτες υπό τον Ιμπν Μουαβίγια, ο Νασρ δεν μπορούσε να ελπίζει σε ενισχύσεις. Οι ενωμένες δυνάμεις του Ιμπν Σουράιτζ και του αλ-Κιρμανί τον έδιωξαν από το Μερβ προς το τέλος του χρόνου, και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει δυτικά στη Νισαπούρ, προπύργιο των Καϊσιτών.[29][30][31] Μέσα σε λίγες μέρες μετά από την επιτυχία τους, διαμάχη ξέσπασε μεταξύ του αλ-Κιρμανί και του Ιμπν Σουράιτζ, όπου ο Ιμπν Σουράιτζ σκοτώθηκε. Ο αλ-Κιρμανί τότε κατέστρεψε τις οικίες των Ταμίμ στο Μερβ, μια αποτρόπαια πράξη για τους Άραβες, που παραδοσιακά θεωρούσαν τις κατοικίες άσυλο και εξαιρούμενες από συγκρούσεις. Ως εκ τούτου, οι φυλές των Μουδαριτών, που ως τότε ήταν αμφίρροποι, στράφηκαν προς τον Νασρ. Με τη βοήθειά τους, ιδιαίτερα των καϊσιτών της Νισαπούρ, ο Νασρ αποφάσισε να ανακαταλάβει την πρωτεύουσα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 747, οι στρατοί του Νασρ και του αλ-Κιρμανί βρίσκονταν αντιμέτωποι μπροστά στα τείχη του Μερβ επί μήνες, εμπλεκόμενοι σε μικροσυγκρούσεις μεταξύ των οχυρωμένων στρατοπέδων τους. Η σύγκρουση σταμάτησε μόνο όταν έφτασαν νέα για το ξέσπασμα της εξέγερσης της σέχτας των Χασιμίγια υπό τον Αμπού Μουσλίμ. Οι δυο αντίπαλοι ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέρρευσαν σχεδόν αμέσως όταν ένα μέλος της συνοδείας του Νασρ, ένας γιος του ιμπν Σουράιτζ, επιτέθηκε και σκότωσε τον αλ-Κιρμανί. Οι δυο πλευρές κατάφεραν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους προσωρινά, και ο Νασρ κατέλαβε ξανά την έδρα του στο Μερβ.[29][32][33]
Η ακριβής προέλευση και φύση του κινήματος Χασιμίγια αποτελούν αντικείμενο διαφωνειών μεταξύ σύγχρονων μελετητών, αλλά τη δεκαετία του 740, η σέκτα, που υποστήριζε την ανατροπή των Ομεϋαδών και την αντικατάστασή τους με έναν «επίλεκτο από την οικογένεια του Μωάμεθ», είχε αποκτήσει ευρεία υποστήριξη μεταξύ των Αράβων του Χορασάν. Το 746 ή το 747, ο Αμπού Μουσλίμ στάλθηκε στο Χορασάν από τον Αββασίδη ιμάμη, Ιμπραχίμ, για να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος, πιθανότατα για να το φέρει υπό πιο στενό αββασιδικό έλεγχο. Σε σύντομο διάστημα ο Αμπού Μουσλίμ εδραίωσε τον έλεγχό του επί της Χασιμίγια στο Χουρασάν, και το καλοκαίρι του 747, στο Υεμενίτικο χωριό Σικαντάτζ, οι μαύρες σημαίες ξεδιπλώθηκαν και η προσευχή ααγνώστηκε εν ονόματι του Αββασίδη ιμάμη, σηματοδοτώντας την έναρξη της Επανάστασης των Αββασιδών.[34] Ο Αμπού Μουσλίμ εκμεταλλεύθηκε επιδέξια την εχθρότητα Μουδαριτών και Υεμενιτών, πείθοντας τον γιο και διάδοχο του Τζουντάι αλ-Κιρμανί, Αλί, ότι ο Νασρ είχε ανάμειξη στον φόνο του πατέρα του. Τόσο ο Αλί αλ-Κιρμανί όσο και ο Νασρ ξεχωριστά απευθύνθηκαν για βοήθεια στον Αμπού Μουσλίμ, ο οποίος έτσι βρέθηκε να ελέγχει την ισορροπία δυνάμεων στο Χορασάν. Τελικά αποφάσισε να υποστηρίξει τους Υεμενίτες, και στις 14 Φεβρουαρίου 748, ο στρατός του Αμπού Μουσλίμ κατέλαβε το Μερβ.[35][36] Ο Νασρ ιμπν Σαγιάρ κατέφυγε εκ νέου στη Νισαπούρ, και ο Αμπού Μουσλίμ έστειλε τις δυνάμεις του υπό τον Καχτάμπα ιμπν Σαμπίμπ ατ-Ταΐ να τον καταδιώξουν. Ο Νασρ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Νισαπούρ αφού ο γιος του, Ταμίμ, ηττήθηκε στην Τους, και να υποχωρήσει στην περιοχή του Κουμίς, στα δυτικά σύνορα του Χορασάν. Σε αυτό το σημείο, οι από καιρό αναμενόμενες ενισχύσεις από τον χαλίφη έφτασαν, αλλά ο διοικητής τους και ο Νασρ απέτυχαν να συντονίσουν τις ενέργειές τους, και ο Καχτάμπα κατάφερε να νικήσει τον στρατό του χαλίφη στο Γκοργκάν τον Αύγουστο του 748, και να καταλάβει το Ρέι.[37][38] Μετά την κατάληψη της Νισαπούρ, ο Αμπού Μουσλίμ εδραίωσε τη θέση του στο Χορασάν δολοφονώντας τον Αλί ιμπν Τζουντάι αλ-Κιρμανί και τον αδερφό του, Ουθμάν.[37]
Ο γιος του Καχτάμπα, Χασάν ιμπν Καχτάμπα, έθεσε υπό πολιορκία το Νιχαβάντ, όπου είχαν καταφύγει τα απομεινάρια του στρατού του χαλίφη και των οπαδών του Νασρ. Τον Μάρτιο του 749, ο Καχτάμπα νίκησε έναν άλλο, ακόμα μεγαλύτερο, στρατό του χαλίφη κοντά στο Ισφαχάν. Δυο με τρεις μήνες αργότερα, το νιχαβάντ συνθηκολόγησε, ανοίγοντας τον δρόμο προς το Ιράκ.[37][39] Ο Καχτάμπα οδήγησε τις δυνάμεις του προς την Κούφα, αλλά καθοδόν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Γιαζίντ ιμπν Χουμπάιρα. Μετά από μια αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση, κατά την οποία ο Καχτάμπα σκοτώθηκε, στις 27 Αυγούστου, ο Ιμπν Χουμπάιρα αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο Ουασίτ, και ο Χασάν ιμπν Καχτάμπα εισήλθε με τον στρατό του στην Κούφα στις 2 Σεπτεμβρίου.[39][40] Καθώς ο ιμάμης Ιμπραχίμ είχε φυλακιστεί και εκτελεστεί από τον Μαρουάν Β΄, τον διαδέχτηκε ο αδερφός του, Αμπού αλ-Αμπάς αλ-Σαφάχ, τον οποίο οι ηγέτες του στρατού ανακήρυξαν χαλίφη στις 28 Νοεμβρίου.[41] Τον Ιανουάριο του 750, στη Μάχη του Μεγάλου Ζαμπ, ο στρατός των Αββασιδών νίκησε κατά κράτος τους Ομεϋάδες, που είχαν επικεφαλής τον ίδιο τον Μαρουάν Β΄. Καταδιωκόμενος από τους Αββασίδες, ο Μαρουάν κατέφυγε στη Συρία και την Αίγυπτο, όπου πιάστηκε αιχμάλωτος και εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 750, θέτοντας τέρμα στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών.[42]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Hawting 2000, σελ. 90.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 90–91.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 91–92.
- ↑ Hawting 2000, σελ. 92.
- ↑ Hawting 2000, σελ. 93.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 93–94.
- ↑ Hawting 2000, σελ. 94.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 94–95.
- ↑ 9,0 9,1 Hawting 2000, σελ. 96.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 96–97.
- ↑ 11,0 11,1 Hawting 2000, σελ. 97.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 97–98.
- ↑ Hawting 2000, σελ. 98.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 97, 98–99.
- ↑ 15,0 15,1 15,2 Hawting 2000, σελ. 99.
- ↑ Kennedy 1998, σελίδες 74–76.
- ↑ Zetterstéen 1987, σελίδες 26–27.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 99–100.
- ↑ 19,0 19,1 19,2 Hawting 2000, σελ. 100.
- ↑ 20,0 20,1 Veccia Vaglieri 1965, σελ. 90.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 100–101.
- ↑ Hawting 2000, σελ. 101.
- ↑ Shaban 1979, σελ. 134.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 76, 107.
- ↑ Sharon 1990, σελίδες 43–44.
- ↑ Shaban 1979, σελίδες 134–136.
- ↑ Sharon 1990, σελίδες 44–45.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 107–108.
- ↑ 29,0 29,1 Hawting 2000, σελ. 108.
- ↑ Shaban 1979, σελίδες 136–137.
- ↑ Sharon 1990, σελίδες 45–46.
- ↑ Shaban 1979, σελ. 137.
- ↑ Sharon 1990, σελίδες 46–47.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 109–115.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 108–109, 115.
- ↑ Shaban 1979, σελίδες 159–160.
- ↑ 37,0 37,1 37,2 Hawting 2000, σελ. 116.
- ↑ Shaban 1979, σελίδες 160–161.
- ↑ 39,0 39,1 Shaban 1979, σελ. 161.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 116–117.
- ↑ Hawting 2000, σελ. 117.
- ↑ Hawting 2000, σελίδες 117–118.
Πηγές
Επεξεργασία- Hawting, G. R. (2000). The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (2nd Edition) (στα Αγγλικά). Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN 0-415-24072-7.
- Kennedy, Hugh (1998). «Egypt as a province in the Islamic caliphate, 641–868». Στο: Petry, Carl F. Cambridge History of Egypt, Volume One: Islamic Egypt, 640–1517 (στα Αγγλικά). Καίμπριτζ: Cambridge University Press. σελίδες 62–85. ISBN 0-521-47137-0.
- Shaban, M. A. (1979). The ʿAbbāsid Revolution (στα Αγγλικά). Καίμπριτζ: Cambridge University Press. ISBN 0-521-29534-3.
- Sharon, Moshe (1990). Revolt: the social and military aspects of the ʿAbbāsid revolution (στα Αγγλικά). Ιερουσαλήμ: Graph Press Ltd. ISBN 965-223-388-9.
- Veccia Vaglieri, Laura (1965). «al-Ḍaḥḥāk b. Qays al-Shaybānī». Στο: Lewis, B., επιμ (στα αγγλικά). The Encyclopaedia of Islam, New Edition, Volume II: C–G. Λάιντεν: E. J. Brill, σελ. 90. ISBN 90-04-07026-5.
- Zetterstéen, K. V. (1987). «ʿAbd Allāh b. Muʿāwiya». Στο: Houtsma, Martijn Theodoor, επιμ (στα αγγλικά). E.J. Brill's First Encyclopaedia of Islam, 1913–1936, Volume I: A–Bābā Beg. Λάιντεν: BRILL, σσ. 26–27. ISBN 90-04-08265-4. https://books.google.com/books?id=GEl6N2tQeawC.