Μεγάλη Γερμανία (λατινικά: Germania Magna) ονόμαζαν οι Ρωμαίοι μια μεγάλη και σχετικά ανεξερεύνητη περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης, εκτεινόμενη από το Ρήνο (Δ) έως το Βιστούλα (Α). Με εξαίρεση δύο δεκαετίες κατά την αυτοκρατορική περίοδο ουδέποτε μπόρεσαν να την ελέγξουν, σε αντίθεση με τα εδάφη δυτικά και νότια του Ρήνου (η πολύ μικρότερη Ελάσσων Γερμανία) που αποτέλεσαν σταθερές ρωμαϊκές επαρχίες.

Η Ευρώπη στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. - με κόκκινο χρώμα απεικονίζεται η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και με πράσινο η καλούμενη Μεγάλη Γερμανία.

Η περιοχή δεν ήταν εθνικά ομοιογενής. Στα δυτικά και κεντρικά σημεία της κατοικείτο από γερμανικά και κελτικά φύλα, ενώ στα ανατολικά της υπήρχαν επίσης Βάλτες, Σκύθες και Σλάβοι. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δε γνώριζαν πολλά, παρά μόνο για κάποιες φυλές που ζούσαν στα νότια όριά της. Πιστεύεται ότι ο πρώτος εξερευνητής από τη Μεσόγειο που ήρθε σε επαφή με τους λαούς του κεντρικού - βόρειου τμήματος ήταν ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης (περ. 320 π.Χ.) αλλά όσα είδε έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικά, που για αιώνες οι συγγραφείς απέφευγαν να τα αναπαραγάγουν, πιστεύοντας ότι είναι ψέματα!

Ρωμαϊκή επαρχία Επεξεργασία

Αφού υπέταξε τη Γαλατία στα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα, ο Ιούλιος Καίσαρας έστρεψε το βλέμμα του προς τα ανατολικά της. Περιέγραφε τους Γερμανούς ως βάρβαρους και απολίτιστους, σε αντιδιαστολή με τους Γαλάτες που ήταν μεν φιλοπόλεμοι αλλά μπορούσαν να «εκπολιτισθούν», και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μόνο η κατάκτηση της Γερμανίας θα εξασφάλιζε τα γαλατικά εδάφη από έξωθεν κινδύνους. Τελικά δεν πρόλαβε να υλοποιήσει τα σχέδιά του, λόγω των εσωτερικών ζητημάτων που οδήγησαν στη δολοφονία του. Πάντως ο Καίσαρας δικαιώθηκε αρκετούς αιώνες αργότερα, όταν οι επιδρομές των γερμανικών φύλων συνέτειναν δραστικά στην πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και προκάλεσαν πολύ σοβαρά προβλήματα στην Ανατολική.

Το 12 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος ξεκίνησε να υποτάσσει νότια και δυτικά εδάφη της Γερμανίας, συγκροτώντας τα σε επαρχία με το όνομα Μεγάλη Γερμανία. Το 6 μ.Χ. η επαρχία έφθανε μέχρι τον ποταμό Έλβα, αλλά αυτό ήταν και το απώτερο σημείο επέκτασής της - το Σεπτέμβριο του 9 μ.Χ. ένας συνασπισμένος γερμανικός στρατός κατέσφαξε έναν προς έναν τους στρατιώτες τριών λεγεώνων, τριών ιλών ιππικού και έξι βοηθητικών κοόρτεων στον Τευτοβούργιο Δρυμό. Ο έπαρχος Πόπλιος Κοϊντίλιος Βάρος αυτοκτόνησε για να μην αιχμαλωτισθεί και ο αυτοκράτορας Οκταβιανός τριγυρνούσε στο παλάτι μονολογώντας «Βάρε, δώσε πίσω τις λεγεώνες μου». Ο επόμενος αυτοκράτορας Τιβέριος έστειλε ξανά τις λεγεώνες υπό το στρατηγό Γερμανικό το 14 και το 16, αλλά παρά τα νικηφόρα αποτελέσματα δεν τόλμησε να διατάξει την επανενσωμάτωση της περιοχής στην Αυτοκρατορία.

Μετά το 16 η επαρχία καταργήθηκε και τυπικά, με τους Ρωμαίους να εγκαταλείπουν κάθε βλέψη στη Μεγάλη Γερμανία. Τις επόμενες δεκαετίες επικεντρώθηκαν στη σταθεροποίηση του ελέγχου της Ελάσσονος Γερμανίας, δηλ. των γερμανικών - κελτικών εδαφών δυτικά του Ρήνου. Σε αυτό το πλαίσιο ίδρυσαν το 84 δύο επαρχίες, τις Άνω και Κάτω Γερμανία, αλλά ποτέ δεν ξαναπέρασαν το ποτάμι εκτός από κάποιες περιπτώσεις σύντομων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ο Ρήνος καθιερώθηκε ως το φυσικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι την πτώση της.

Επιβίωση του ονόματος Επεξεργασία

Η Ρώμη ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε τον όρο «Γερμανία». Πιθανότατα η ρίζα german- είναι κελτικής προέλευσης, σήμαινε γείτονας και χρησιμοποιείτο από κάποια γαλατική φυλή για να υποδηλώσει μια γειτονική γερμανική. Όταν λοιπόν οι Ρωμαίοι ήλθαν σε επαφή με τους πρώτους, έμαθαν τη λέξη και την υιοθέτησαν για όλες συλλήβδην τις φυλές που ζούσαν ανατολικά του Ρήνου.

Τελικά, αν και οι Ρωμαίοι δεν κατάφεραν να κατακτήσουν από τη Γερμανία παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι της, το όνομα που της έδωσαν επιβίωσε ως εξώνυμο σε μια σειρά από γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στην ελληνική. Στην πραγματικότητα οι Γερμανοί ποτέ δεν αυτοπροσδιορίσθηκαν με αυτό το όνομα - την περίοδο εκείνη χρησιμοποιούσαν τα ενδώνυμα της φυλής τους (Γότθοι, Σάξονες, Αλεμάνοι κλπ.) ενώ κατά τη σύγχρονη εποχή αυτοαποκαλούνται Deutschen, μια ονομασία που παραπέμπει στη φυλή των Τευτόνων.