Δημήτριος Βαρούχας ή Λόγιος

Ο Δημήτρης Λόγιος Βαρούχας[1] είχε γεννηθεί στο χωριό Άγιος Θωμάς στο Μονοφάτσι περίπου το 1770 ή το 1771. Πατέρας του ήταν ο παπα-Γιάννης Βαρούχας. Ονομάστηκε Λόγιος επειδή ήταν μορφωμένος. Είχε στενή συγγένεια με την οικογένεια Βαρούχα του Κρουσώνα. Ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους όταν ο ίδιος ήταν δέκα ετών και έτσι ο θείος του ο Ιερόθεος, αδελφός του πατέρα του και μοναχός στις Απεζανές, ανέλαβε την προστασία και ανατροφή των ορφανών. Λόγω της καταδίωξής του από Τούρκους αναγκάστηκε να δραπετεύσει στο εξωτερικό λαθραία μαζί με το μικρό Δημήτρη, φτάνοντας τελικά στην Πάδοβα της Ιταλίας. Εκεί ο Δημήτρης είχε την ευκαιρία να σπουδάσει την ιατρική επιστήμη. Περίπου το 1800 επέστρεψε στη γεννέτειρά του ασκώντας πλέον το επάγγελμα του ιατρού και θεραπεύοντας Χριστιανούς και Τούρκους.

Δημήτριος Βαρούχας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Δημήτριος Βαρούχας (Ελληνικά)
Γέννηση1770
Θάνατος6  Μαρτίου 1811
Άγιος Ιωάννης Φαιστού Ηρακλείου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Ο τάφος του κοντά στη Φαιστό.

Εκείνη την περίοδο ένας Γενίτσαρος Ντελή Δερβίς Ξεΐνογλου, από το γειτονικό τουρκοχώρι Αξέντι, σκότωσε τον άνδρα της αδερφής του, Δημήτρη Κοσμαδάκη. Τότε ο Λόγιος ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση. Λέγεται ότι πήγε στα Σφακιά όπου αγόρασε οπλισμό και στα ενννιάμερα του Κοσμαδάκη σκότωσε το φονιά του. Έκτοτε ξεκίνησε η χαϊνικη ζωή του Λόγιου. Ο πασάς έστειλε σαράντα διαλεκτούς Γενίτσαρους για να συλλάβουν και να εκτελέσουν τον Λόγιο στον Άγιο Θωμά. Αυτοί διέμειναν στο σπίτι Σελίμ Αγά Κονταξή όπου ο Λόγιος κατόρθωσε να μπει ένα βράδυ που κοιμόντουσαν στον οντά και να σκοτώσει σφάζοντας έξι από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν μεταξύ τους μέσα στη σύγχυση που είχε δημιουργηθεί με τις φωνές του Λόγιου: "Δώστου μπρε, δίπλα σου είναι..." Σκότωσε επίσης αρκετούς από τους σκληρούς και απάνθρωπους Γενίτσαρους της Μεσσαράς. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Καμέρ Αγά από τις Λούρες και οι γιοί του, ο Λίσταρδος από την Αγία Βαρβάρα, ο Μόμολος από το Μορόνι, ο Αλής και ο Βελής από τα Άκρια, ο Μπραϊμης από το Δούλι,ο Μελέκος και άλλοι. Υποστηρίζεται πως είχε τη στήριξη του κρυπτοχριστιανού Μιχάλη (Χουσεΐν Κουρμούλη) από τον Κουσέ. Τα σπουδαιότερα μέλη της αντάρτικης ομάδας του Λόγιου είναι ο Ν. Κοσμαδάκης, ο χωριανός του Ρόγδιος, ο Καμπιτομαθιός από την Αγία Βαρβάρα, ο Μαυροζαχάρης από τον Κουσέ, ο Νικολουδομανόλης από το Πετροκεφάλι κ.α.[2]

Η δράση του Λόγιου δεν περιορίστηκε μόνο στο Μονοφάτσι και στη Μεσσαρά. Γύρω στο 1807-1811 συνεργάστηκε με το στενό του συγγενή, από την πλευρά της γυναίκας του (γένος Βαρούχα), Γιάννη Ξυλούρη από τον Κρουσώνα, στο σπίτι του οποίου έβρισκε άσυλο και προστασία. Ο Λόγιος δημιούργησε μια μικρή ομάδα στην οποία μύησε άτομα του συγγενικού του περιβάλλοντος, με περιοχή δράσης το Μαλεβίζι. Τα μέλη της ομάδας κατάφεραν να εξοντώσουν πλήθος αιμοβόρων γενίτσαρων ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι: Ντουμάνης Αγάς (Ντουμάνογλου) και Μπραΐμης από το Κεραμούτσι, ο Αλτί Παρμάκης από τον Άγιο Μύρωνα, ο Ντουλάπης Αγάς από την Κιθαρίδα, ο Αχμέτι Ντεμίρης από το Πενταμόδι και ο Μπραΐμης Αγάς από το Σάρχο στην ορεινή θέση Βρωμονερό (Κρουσανιώτικο αόρι).

Σύμφωνα με πληροφορίες της Σοφίας Μαμουλάκη (γεν.1906 το γένος Ξυλούρη), το 1998 επισκέφθηκαν τον Κρουσώνα τρεις αδελφοί Γιαμαλήδες (Ξυλούρηδες, απόγονοι του Καπετάν Γιώργη Γιαμαλή), ο Γιώργης, ο Παναγιώτης και ο Αλέξανδρος, ερχόμενοι από την Αμερική με σκοπό να γνωρίσουν παλιούς συγγενείς τους (Ξυλούρηδες) από τον Κρουσώνα. Τότε ενημερώθηκαν ότι ο Νικολής Ξυλούρης, συγγενής των Γιαμαλήδων, δολοφονήθηκε από Τούρκους στη Μεσσαρά περίπου δέκα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Ο Ζαχάρης Ξυλούρης, αδερφός του προεπαναστατικού χαϊνη Γιάννη Ξυλούρη, είχε πέντε γιους, τον Αντώνη, το Νικόλαο, τον Γιώργη, γνωστός και ως Καπετάν Γιαμαλής, τον Γιάννη και τον Χαρίτο και μια κόρη.

Ο Αντώνης Ξυλούρης ήταν έμπορος πολύτιμων υφασμάτων στο Κάστρο [μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία αργότερα στη Σμύρνη με ένα Λαδά από το Κάστρο (βλ. Τ.Α.Η. κώδικας θυσιών σελ. 24, το σπίτι του πουλήθηκε από Τούρκους στο Γενί Τζαμί το 1823)]. Σύμφωνα με τη διήγηση ενός γέρου Κουρτικάκη το 1958 στον Μενέλαο Ξυλούρη (γεν.1914, βουλευτης Ηρακλείου) στον Κουσέ όπως του είχε πεί ο παππούς του, ο Μιχάλης (Χουσεϊν) Κουρμούλης και ο Αγριολίδης, οι οποίοι είχαν παντρευτεί δυο αδελφές, το γένος Φασουλάκη, από τα Πιτσίδια, εισβάλοντας στο Κάστρο, χτυπούσαν όποιον Χριστιανό συναντούσαν με βούρδουλα, όπως ήταν καβαλάρηδες στην πλατιά στράτα (Καλοκαιρινού) πηγαίνοντας στου "Πασά την πόρτα" στο Μεϊντάνι. Όμως μετά από λίγο επέστρεψε ο Κουρμούλης στο μαγαζί του υφασματέμπορου Αντώνη Ξυλούρη για να αγοράσει πολύτιμα και ακριβά υφάσματα για τις κόρες του και τη σύζυγό του και ζήτησε συγγνώμη στον Αντώνη για τη βουρδουλιά που του είχε δώσει λέγοντας: "Έτσα έπρεπε να το κάμω." Μετρόντας με τον πήχυ ένα τόπι ύφασμα, ζητά από τον Αντώνη να του φέρει και ένα δεύτερο τόπι που του έδειξε. Με λευκό σαπούνι χάραξε ένα μικρό γ (γάμα) ως σημάδι πάνω στο ύφασμα. Φέρνοντας και το άλλο τόπι ο Αντώνης παρατήρησε ότι ο Κουρμούλης είχε προσθέσει μια λοξή γραμμή και μια κουκίδα. Είχε κάνει το γ να μοιάζει με ψάρι λέγοντας πως είναι ΙΧΘΥΣ. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και τότε ο Κουρμούλης είπε στον Αντώνη: "Κατέχω πολλά για εσάς. Κατέχω πως ήταν αδελφός σου αυτός που σκότωσαν στη Μεσσαρά. Έστειλα ένα χωριανό μου Κούρτικα που πουλούσε καρπό στο χωριό σου και πήρε κρασί για Νάμα (Θεία Κοινωνία) και έμαθε για εσάς. Θέλω τη φιλία σας. Είστε δεκατέσσερα πρώτα ξαδέρφια και θέλω να γνωρίσω το θείο σου το Γιάννη και τον αδελφό σου το Γιώργη τον Γιαμαλή, που λένε." Πλήρωσε τα υφάσματα, τα πήρε και έφυγε. Όποτε ερχόταν στο Κάστρο ο Κουρμούλης επισκεπτόταν τον Αντώνη εκφράζοντάς του κάθε φορά την επιθυμία του για γνωριμία, πράγμα που τελικά έγινε. Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν ο Κουρμούλης έδωσε όπλα σε μια ομάδα Κρουσανιωτών που πήγαν και δήθεν αγόρασαν άχυρα από τον Κουσέ στο χωριό του Κουρμούλη. Φιλοξενήθηκαν για μια βραδυά στο σπίτι του Κούρτικα και την επομένη μέρα μεταμφιεσμένοι ως καλόγεροι ( ο Βασίλης Ξυλούρης, ο Γιώργης Γιαμαλής, ο Μανόλης Μακατούνης, ο Κοκολοζαχάρης και ο Ξυλουρογιάννης) μέσα στα σακιά με τα άχυρα έκρυψαν και μετέφεραν τα όπλα στη Μονή της Αγίας Ειρήνης Κρουσώνα όπου και τα φύλαξαν. Οι προαναφερόμενοι ήταν οι πρωτοπόροι μετά το μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Ο Μακατουνομανόλης και άλλοι Κρουσανιώτες εντάχθηκαν στο ιππικό του Κουρμούλη αργότερα. Αναπτύχθηκε μια στενή συνεργασία των Κρουσανιωτών με τον Μιχάλη Κουρμούλη και με όλους τους καπετάνιους της Μεσσαράς. Και αυτούς επικαλείται και ο Ξωπατέρας στο τραγούδι που έχει καταγραφεί για το θάνατό του στην Οδηγήτρια [3] το 1828.

Απόσπασμα από το τραγούδι του Ξωπατέρα:[4]

......Μηνά του ο Μεραμέτ'αλής πρόδωσε Ξωπατέρα

Γιατί έφταξε το τέλος σου τση γι'ασκημή σου ημέρα

Και πάλι του ξαναμηνά πρόδωσε Ξωπατέρα

Γιατί θε να'ναι αύριο η γ'υστερή σου ημέρα

- Δεν προσκυνώ μωρέ σκυλιά, μόνο θα πολεμήσω

Τσοι Κρουσανιώτες γ΄δέχομαι και θα σας ενικήσω

Δεν προσκυνώ μωρέ σκυλιά, κατά θα νταγιαντίσω

Τον Κόρακα ανημένω δα να σας εδιαολίσω......

(απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Βουτιερίδου “Ημερολόγιο του Τάγματος των επιλέκτων Κρητών 1897” σελ.129 έκδοση 1997 Δήμος Αρχανών Ε.Φ.Ν.Η)

Ο Λόγιος είχε συννενοηθεί με τον δούλο του Αγριολίδη τον Αράπη να τους ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του στο χωριό Άγιος Ιωάννης, τη νύχτα ώστε να μπουν να τον σφάξουν. Εκείνος όμως τους πρόδωσε και στο άνοιγμα της πόρτας δέχθηκαν τα πυρά του Αγριολίδη και των συνεργατών του με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του Λόγιου καθώς και του Κρουσανιώτη συνεργάτη του που ήταν ο Νικολής Ξυλούρης.Ο Λόγιος τραυματισμένος πήρε Βόρεια κατεύθυνση προς την Φαιστό και ξεψύχησε από την ακατάσχετη αιμορραγία στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο τάφος του, το Μάιο του 1811, ο Ξυλούρης πήρε δυτική κατεύθυνση προς το Καμηλάρη όπου ξεψύχησε στην τοποθεσία που λέγεται έως και σήμερα του “Κρουσανιώτη το μνήμα”. Οι Τούρκοι τους αποκεφάλισαν και πήγαν τα κεφάλια στο Ηράκλειο για κοινή θέα όπως συνήθιζαν, στον πλάτανο κοντά στο Βαλιδέ Τζαμί, το δε σώμα του Λόγιου το κρέμασαν σε μια αχλαδιά (Η αχλαδιά του Λογίου). Ένας Οθωμανός τον ξεκρέμασε μετά από μερικές μέρες και τον έθαψε στη θέση “Ταράτσες".

“Η Μεσαρά όλη βοά το Μαλεβίζι κλαίει

και ένα πουλί μαύρο πουλί κακό χαμπάρι λέει,

σκοτώσανε το Λόγιο απού σφάζε τσ΄Αγάδες

απού νυχτοπροπάθιενε και ήμπαινε στσ΄οντάδες……

Κρίμας το μήλο να χαθεί το ρόδο να μαδίσει

κρίμα ήτονε και ο Λόγιος να κακοθανατίσει……

……………………………………………………………………..

Με μπαμπεσά εχάθηκε αυτός και ο σύντροφος του

Μα τον Αράπη σκιάς επρόλαβε και σκότωσε ομπρός του……

…………………………………………………………………………………….

Ο Κριτοβουλίδης σε σημείωσή του (σελ.715) ως συμπληρούσαν, εν τισι τα υφ' υμών γρα΄φεντα εν ΙΒ' κεφάλαιον, αναφερόμενος στον Δημήτριο Λόγιο "...Και εφόνευσε μετ' ολίγων τον Ρηθέντα Δερβίσην. Οπλισθείς δ' έκτοτε περιφέρετο εις όρη, μετά του γυναικαδελφού του Νικολάου φονεύων και καταθορυβών επί πολύν χρόνον τους εκείσε Τούρκους...." Αναφέρει ότι ο Δ. Κοσμαδάκης που σκότωσε ο Δερβίς, ήταν θείος του. Ήταν όμως άνδρας της αδερφής του. Αυτό υποστηρίζει και ο Νικόλαος Σταυρινίδης, σε διάφορες σημειώσεις του και στο βιβλίο Τ.Α.Η. κώδικας θυσιών Κωδ. 120.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Κρήτες πολέμαρχοι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας». archive.patris.gr. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2018. 
  2. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ.  |first1= missing |last1= in Authors list (βοήθεια)
  3. «Ι.Μ.Οδηγήτριας/Επικοινωνία». www.imodigitrias.gr. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2018. 
  4. Βουτιερίδου, Ηλία (1997). Ημερολόγιο του Τάγματος των επιλέκτων Κρητών 1897. Δήμος Αρχανών. σελ. 129.