Συντεταγμένες: 31°38′11″N 35°12′52″E / 31.63639°N 35.21444°E / 31.63639; 35.21444

H Θεκουέ ή Θεκωέ (σημερινή Τουκού, αραβικά: تقوع‎‎) είναι παλαιστινιακή πόλη στο Κυβερνείο της Βηθλεέμ, που βρίσκεται 12 χλμ νοτιοανατολικά της Βηθλεέμ στη Δυτική Όχθη.[1] Η πόλη είναι χτισμένη δίπλα στο Βιβλικό έδαφος της Θεκουέ, σήμερα επισήμως γνωστό ως Χιρμπέτ Τουκού, από το οποίο παίρνει το όνομά της. Η σημερινή πόλη περιλαμβάνει τρεις συνολικά τοποθεσίες: Χιρμπέτ Αντ Ντέιρ, Αλ Χαλκούμ και Χιρμπέτ Τουκού.[1] Σύμφωνα με το Παλαιστινιακό Κεντρικό Γραφείο Στατιστικής, η Θεκουέ είχε πληθυσμό 8,881 κατοίκους το 2007.[2]

Θεκουέ
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Θεκουέ
31°38′11″N 35°12′52″E
ΧώραΚράτος της Παλαιστίνης
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο της Βηθλεέμ
Έκταση0,9 km²
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιβλική αναφορά

Επεξεργασία

Σύμφωνα με τις βιβλικές πηγές, οι Εφραθίτες από τη Βηθλεέμ και οι Καλαβίτες από τη Χεβρώνα ίδρυσαν την Θεκουέ. Ο Σαμουήλ μιλά για μια «σοφή γυναίκα» της Θεκουέ στην εποχή του Δαβίδ.[3] Ο Βασιλιάς Ροβοάμ οχύρωσε την πόλη και την κατέστησε στρατηγικά σημαντική.[4] Οι άνθρωποι της Θεκουέ που επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα ήταν Καλαβίτες και συμμετείχαν στην ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ (Νεεμίας 3:5,27).[5]

Η θέση της Βιβλικής Θεκουέ ορίζεται καλά στη Γραφή. Στην Εβραϊκή Εγκυκλοπαίδεια (1901), ο Ίσιντορ Σίνγκερ σημειώνει ότι "το ελληνικό κείμενο ενός αποσπάσματος (Ιησούς του Ναυή 15:59 Αρχειοθετήθηκε 2020-01-28 στο Wayback Machine.) που χάθηκε στα Εβραϊκά το τοποθετεί, μαζί με τη Βηθλεέμ και άλλες πόλεις της λοφώδους χώρας του Ιούδα, νότια της Ιερουσαλήμ".[4] Ο Σίνγκερ προσφέρει ως ασφαλή την αναγνώριση της τότε περιοχής στο "Kιρμπάτ Τακουά".[4] Ο Ιερεμίας τοποθετεί την Θεκουέ στα νότια (Ιερεμίας 6:1 Αρχειοθετήθηκε 2019-11-09 στο Wayback Machine.), και δύο άλλα εδάφια μιλούν για την έρημο της Θεκουέ (Β' Παραλειπομένων 20:20Αρχειοθετήθηκε 2019-09-23 στο Wayback Machine. και Α' Μακκαβαίων 9:33Αρχειοθετήθηκε 2020-02-14 στο Wayback Machine.).

Το Αμώς 1:1 Αρχειοθετήθηκε 2020-01-24 στο Wayback Machine. περιγράφει τον ομώνυμο προφήτη ως καταγόμενο από την Θεκουέ.

Ιστορία της Θεκουέ

Επεξεργασία

Ελληνιστική περίοδος

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της Μακκαβικής Επανάστασης οχυρώθηκε από τον Έλληνα στρατηγό Βακχίδη (αγγλικά: Bacchides‎‎) (Ιώσηπος, Ant. XIII, 15).[6]

Ρωμαϊκή περίοδος

Επεξεργασία

Ο Iώσηπος αναφέρει και πάλι την Θεκουέ σε σχέση με τον Πρώτο Εβραϊκό - Ρωμαϊκό Πόλεμο (Ζωή 420, Πόλεμος IV, 518). Ο Ευσέβιος επίσης για την ίδια εποχή αναφέρει ένα χωριό με το όνομα Θεκουέ (Onomasticon 98:17). Η Θεκουέ επίσης αναφέρεται και απο Βυζαντινές πηγές.[6]

Πρώιμη Μουσουλμανική περίοδος

Επεξεργασία

Η Θεκουέ καταλήφθηκε από τον Αραβικό Μουσουλμανικό στρατό κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής κατάκτησης της Συρίας και με την πάροδο του χρόνου, αρκετοί από τους κατοίκους του μετατράπηκαν στο Ισλάμ. Υπήρχε μια σημαντική νομαδική παρουσία Βεδουίνων κοντά στο χωριό.[7]

Περίοδος σταυροφόρων και Αγιουβίδων

Επεξεργασία

Η Θεκουέ ήταν γνωστή ως "Καζάλ Τέκουε" από τους Σταυροφόρους που κατέκτησαν την Παλαιστίνη το 1099. Οι χριστιανοί κάτοικοί της υποδέχτηκαν τους Σταυροφόρους.[7] Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Γουλιέλμος της Τύρου αναφέρει ότι οι Χριστιανοί του χωριού βοήθησαν τους Σταυροφόρους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ το 1099, οδηγώντας τους σε τοπικές υδάτινες πηγές και πηγές τροφίμων. Πολλοί από τους χωρικούς προσχώρησαν επίσης στον στρατό των Σταυροφόρων.[8]

Το 1108, ο Ρώσος Ηγούμενος Δανιήλ ο Ταξιδιώτης (αγγλικά: Daniel the Traveller‎‎) σημείωσε ότι η Καζάλ Τεκουέ ήταν "ένα πολύ μεγάλο χωριό" με μικτό χριστιανικό και μουσουλμανικό πληθυσμό.[7] Το χωριό παραχωρήθηκε από τον Βασιλιά Φούλκων και τη Βασίλισσα Μελισσάνθη στους ιερείς του Αγίου Τάφου το 1138 σε αντάλλαγμα για τη Βηθανία, μία παραχώρηση που επιτρέπει στους κατοίκους να συλλέγουν άσφαλτο και αλάτι από τις ακτές της Νεκράς Θάλασσας.[7][9] Ο πληθυσμός της περιοχής περιλάμβανε δουλοπάροικους (αγγλικά: Villein‎‎) που αποτελούνταν απο ντόπιους χριστιανούς και μουσουλμάνους, οι τελευταίοι ήταν εξισλαμισμένοι πρώην χριστιανοί, και προφανώς επίσης πρόσφατοι Φράγκοι (δυτικοευρωπαίοι) έποικοι, με τους Βεδουίνους να ζουν έξω από το χωριό.[7]

Τα ερείπια ενός κάστρου, ενός φραγκικού αρχοντικού από εκείνη την περίοδο, βρίσκονται στο Κιρμπάτ Τεκουέ στην άκρη του βιβλικού και βυζαντινού αρχαιολογικού αναχώματος.[10]

Οι δυνάμεις του Ζενγκίντ κατέλαβαν την Καζάλ Τεκουά το 1138. Οι Ναΐτες Ιππότες υπό τον Ροβέρτο Α΄ της Βουργουνδίας κατάφεραν να ανακτήσουν εύκολα την πόλη, αλλά βίωσαν την πρώτη τους στρατιωτική ήττα όταν οι δυνάμεις του Ζενγκίντ αντεπιτέθηκαν, αφήνοντας την περιοχή μεταξύ της πόλης και της Χεβρώνας «σκορπισμένη απο σώματα Ναϊτών» σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου. Αναφέρει πως η ήττα των Ναϊτών ευθύνεται στην αποτυχία τους να διώξουν τις μουσουλμανικείς δυνάμεις επιτρέποντάς τους να συγκεντρωθούν λίγο έξω από την Καζάλ Τεκουέ.[11]

Ο Σύριος γεωγράφος Γιακούτ αλ-Χαμαουί περιέγραψε την Θεκουέ ως "ένα χωριό φημισμένο για το μέλι του" μετά απο μια επίσκεψή του εκεί το 1225, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Αγιουβίδων.[12]

Οθωμανική περίοδος

Επεξεργασία
 
Γενική όψη της περιοχής. Ο Ισραηλινός οικισμός Τέκοα βρίσκεται μπροστά, ενώ η Θεκουέ φαίνεται ακριβώς πίσω και αριστερά του οικισμού. Στα δεξιά βρίσκεται το χωριό Κιρμπέτ αλ-Ντεϊρ, μέρος του δήμου Τουκού.

Η Θεκουέ όπως και ολόκληρη η Παλαιστίνη, ενσωματώθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1517. Σύμφωνα με μια οθωμανική απογραφή το 1526, 82 οικογένειες ζούσαν στο χωριό, 55 από τις οποίες ήταν χριστιανοί.[7] Το 1596 το χωριό εμφανίστηκε στα οθωμανικά φορολογικά μητρώα ως Ναχιγές, λίουα (λάβαρο) της Δύναμης του Κουντς (περσικά: سپاه قدس‎‎ sepāh-e qods, αγγλικά: Quds‎‎ Force). Είχε πληθυσμό 62 μουσουλμανικών νοικοκυριών και πέντε χριστιανικών νοικοκυριών. Οι χωρικοί πλήρωσαν φόρους για το σιτάρι, το κριθάρι, τις ελιές, τα αμπέλια ή τα οπωροφόρα δέντρα και τις αίγες ή τις κυψέλες, συνολικά 27.000 Ακτσές (akçe). Όλα τα έσοδα πήγαν σε ένα βακούφι.[13]

Η πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων της Θεκουέ μετανάστευσε στη Βηθλεέμ τον 18ο αιώνα.[14] Οι χριστιανοί μετανάστες της Θεκουέ σχημάτισαν τη συνοικία Qawawsa της Βηθλεέμ.[15]

Ο Γάλλος εξερευνητής Βίκτωρ Γκιουέριν επισκέφτηκε το μέρος το 1863 και περιέγραψε την εύρεση των απομειναρίων μιας εκκλησίας και μιας οκταγωνικής βαπτιστικής κολυμβήθρας.[16]

Η Έρευνα της Παλαιστίνης (αγγλικά: Survey of Palestine‎‎) απο το Ταμείο Εξερεύνησης της Παλαιστίνη[17] ς (αγγλικά: Palestine Exploration Fund‎‎ - Βρετανικός σύλλογος του Λονδίνου) το 1883 αναφέρει ότι η Θεκουέ "φαίνεται να ήταν μεγάλη και σημαντική στα χριστιανικά χρόνια. Κατοικείται ακόμη από λίγα άτομα που ζουν στις σπηλιές [...]".[18]

Ιορδανική περίοδος

Επεξεργασία

Η σύγχρονη πόλη της Θεκουέ (Τούκου) ιδρύθηκε το 1948 κατά τη διάρκεια της Ιορδανικής κυριαρχίας. Οι κάτοικοι ήταν Βεδουινικά φύλα από την «Αραβική φυλή Τααμίρα».[19] Το 1961, ο πληθυσμός ήταν 555 άτομα.[20]

Μετά το 1967

Επεξεργασία

Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, η Θεκουέ τέθηκε υπό την κατοχή του Ισραήλ, παραμένοντας έτσι μέχρι σήμερα. Ο πληθυσμός στην απογραφή του 1967 που διενήργησαν οι ισραηλινές αρχές ήταν 1.362.[21]

Με τα χρόνια, το Ισραήλ κατάσχεσε 1436 δουνάμια (σκάλες) της γης της Θεκουέ για την κατασκευή τριών ισραηλινών οικισμών: Τεκόα, Μίτζπε Σαλέμ και ένα θέρετρο, Μετζόκε Ντραγκότ. Επιπλέον, οι έποικοι έχουν κατασκευάσει διάφορα φυλάκια.[1]

Τον Μάιο του 2001, μετά τη δολοφονία δύο Εβραίων Ισραηλινών αγοριών έξω από τον κοντινό ισραηλινό οικισμό Τεκόα, η Θεκουέ σφραγίστηκε προσωρινά από τον Ισραηλινό Στρατό. Κατά συνέπεια, οι κάτοικοι δεν μπόρεσαν να φτάσουν στη δουλειά τους στη Βηθλεέμ και το Ισραήλ, και οι βοσκοί δεν μπορούσαν να φτάσουν σε βοσκότοπους έξω από το χωριό.[22][23]

Οικονομία

Επεξεργασία

Η γεωργία, ιδίως η κτηνοτροφία, κυριαρχούν στην οικονομία της Θεκουέ. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα παράγονται και πωλούνται σε τοπικές αγορές και στη Βηθλεέμ. Η βιομηχανία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, αν και στην πόλη υπάρχει ένα λατομείο πέτρας και τούβλου. Η ανεργία είναι υψηλή στο 50% περίπου και οφείλεται κυρίως στους ισραηλινούς περιορισμούς στην κυκλοφορία και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας στο Ισραήλ, ως αποτέλεσμα της Δεύτερης Ιντιφάντα (εβραϊκά: האינתיפאדה השנייה‎‎) μεταξύ 2000-2004.[1]

Όσο για το 2008, περίπου το 45% του εργατικού δυναμικού της Θεκουέ απασχολούνταν στην ισραηλινή αγορά εργασίας, ενώ το 30% εργαζόταν στη γεωργία. Το υπόλοιπο της οικονομικής δραστηριότητας χωρίστηκε μεταξύ της απασχόλησης στην παλαιστινιακή κυβέρνηση ή του εμπορίου και των υπηρεσιών.[1] Έχουν καταβληθεί προσπάθειες για την προσέλκυση τουριστών. Ένα δημοτικό κέντρο χτίστηκε κοντά στα ερείπια βυζαντινής εκκλησίας στη Θεκουέ.[22] Η Θεκουέ είναι γνωστή για τα λαχανικά της.

Στην αρχαιολογία

Επεξεργασία
 
Τριγλωσσική πινακίδα σήμανσης για είσοδο στην Θεκουέ (Teqoa').

Η Θεκουέ, η πόλη γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη, την Εβραϊκή Βίβλο και άλλες κλασικές αρχαίες πηγές, ταυτίστηκε με την Kιρμπέτ Tεκουά ("ερείπια της Τεκουά"), η οποία βρίσκεται 5 μίλια (8 χλμ.) Νότια της Βηθλεέμ,[6] επίσης γνωστή και ως Κιρμπέτ αλ Τουκού. Η τοποθεσία βρίσκεται περίπου δύο χιλιόμετρα ανατολικά της σύγχρονης Τουκού.[7][9]

Ανασκαφές

Επεξεργασία

Διάφορα ερείπια εμφανίστηκαν στον χώρο στα μέσα του 19ου αιώνα. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα τείχη σπιτιών, στέρνες, σπασμένοι κίονες και σωροί από οικοδομικές πέτρες, μερικές από τις οποίες είχαν "λοξά άκρα" που υποτίθεται ότι υποδεικνύουν αρχαία εβραϊκή καταγωγή.[24]

Η Θεκουέ έχει ανασκαφεί από τους Μάρτιν Χέικσεν (1968), Τζον Τζ. Ντέιβις (1970) και Σάιφ αλ-Ντιν Χαντάντ (1981). Οι κύριες περίοδοι κατοίκησης που αποκαλύφθηκαν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές είναι η Εποχή του Σιδήρου και η Βυζαντινή περίοδος. Eπίσης βρέθηκαν ελάχιστα στοιχεία απο την Περσική, την Πρώιμη και την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο.[25]

Απομεινάρια βυζαντινής περιόδου

Επεξεργασία

Η Βίβλος υποδεικνύει τον Θεκουέ ως τη γενέτειρα του προφήτη Αμώς, και από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ένας τάφος που φέρεται να είναι δικός του, λέγεται ότι ήταν ορατός στο χωριό. Ένα παρεκκλήσι που χτίστηκε πάνω από τον τάφο μαρτυρείται τον 6ο αιώνα και αναφέρεται ξανά τον 8ο.[9] Τα ερείπια αποτελούνται από μια διπλή σπηλιά με ψηφιδωτά δάπεδα μαζί με μία κολυμβήθρα. Ένα μονοφυσιτικό μοναστήρι βρίσκεται κοντά στον τάφο. Βρέθηκαν επίσης βυζαντινά κεραμικά. Τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας και του μοναστηριού είναι ακόμη ορατά.[26]

Όταν ο Βίκτωρ Γκερίν επισκέφθηκε το χώρο το 1863, περιέγραψε τα ερείπια μιας σχεδόν εντελώς κατεστραμμένης εκκλησίας, και μια οκταγωνική κολυμβήθρα βαπτίσματος, σκαλισμένη από ένα μονολιθικό τετράγωνο κοκκινωπού ασβεστόλιθου, με ένα μέτρο και δέκα εκατοστά βάθος και ένα μέτρο και τριάντα εκατοστά διάμετρο. Σε διαφορετικές πλευρές του οκταγώνου οι σταυροί ήταν σκαλισμένοι. Στο κάτω μέρος της βαπτιστικής κολυμβήθρας το νερό έτρεχε από ένα άνοιγμα σε μια δεξαμενή.[16]

Η Έρευνα της Δυτικής Παλαιστίνης, με δεδομένα που συλλέχθηκαν μεταξύ 1872-1877, αναφέρεται και πάλι στην κολυμβήθρα: "Υπάρχει επίσης μια πολύ λεπτή οκταγωνική κολυμβήθρα ύψους περίπου 4 ποδιών και διαμέτρου 4 ποδιών και 3 ιντσών. Σε κάθε άλλη πλευρά είναι ένα σχέδιο. Δύο από αυτά τα σχέδια αντιπροσωπεύουν σταυρούς, ένα άλλο είναι στεφάνι και ένα άλλο σχηματίζεται από δύο τετράγωνα που αλληλοσυνδέονται διαγώνια μεταξύ τους. Η κολυμβήθρα είναι από καλή κοκκινωπή πέτρα.".[18]

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Tuqu' Town Profile - Applied Research Institute-Jerusalem, 2008» (PDF). 
  2. «2007 PCBS Census - Wayback Machine» (PDF). web.archive.org. 10 Δεκεμβρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2020. 
  3. «Bible Gateway passage: 2 Samuel 14:2 - New International Version». Bible Gateway (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2020. 
  4. 4,0 4,1 4,2 «Tekoa - The 1901 Jewish Encyclopedia - Bible Encyclopedia». StudyLight.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2020. 
  5. «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΝΕΕΜΙΑΣ ΚΕΦ. 3». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2020. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Negev Avraham, Gibson Shimon (2001). Archaeological Encyclopedia of the Holy Land. Continuum. σελ. 496. ISBN 0-8264-1316-1. 45610126. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 Ellenblum, Ronnie (13 Νοεμβρίου 2003). Frankish Rural Settlement in the Latin Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-52187-1. 
  8. «Thekoa - (Tuqu'a)». web.archive.org. 18 Μαρτίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2020. 
  9. 9,0 9,1 9,2 Pringle, Denys (1993). The Churches of the Crusader Kingdom of Jerusalem: A Corpus: Volume 2, L-Z (excluding Tyre). Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-39037-8. 
  10. Pringle, Denys· Pringle, Professor Denys (11 Δεκεμβρίου 1997). Secular Buildings in the Crusader Kingdom of Jerusalem: An Archaeological Gazetteer. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-46010-1. 
  11. Howarth, Stephen (1991). The Knights Templar. Barnes & Noble Publishing. ISBN 978-0-88029-663-2. 
  12. Le Strange, G. (Guy) (1890). Palestine under the Moslems; a description of Syria and the Holy Land from A.D. 650 to 1500. Translated from the works of the mediaeval Arab geographers. London A.P. Watt. 
  13. Hütteroth, Wolf-Dieter. (1977). Historical geography of Palestine, Transjordan and Southern Syria in the late 16th century. Selbstverlag der Fränkischen Geographischen Gesellschaft in Kommission bei Palm und Enke. σελ. 114. ISBN 3-920405-41-2. 610757326. 
  14. Mitri Raheb and Fred Strickert, Bethlehem 2000: Past and Present, Palmyra publishing house, 1998
  15. Tqoa’ area, Zeiter, Leila. Centre for Preservation of Culture and History.
  16. 16,0 16,1 Guérin, Victor (1868). Description géographique, historique et archéologique de la Palestine. Paris, Imprimé par autorisation de l'empereur à l'Impr. impériale. 
  17. «Palestine Exploration Fund moves to show Levantine heritage, culture off in London». Jordan Times (στα Αγγλικά). 22 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2020. 
  18. 18,0 18,1 Conder, C. R. (Claude Reignier)· Kitchener, Horatio Herbert Kitchener (1883). The survey of western Palestine : memoirs of the topography, orography, hydrography, and archaeology. London : Committee of the Palestine exploration fund. 
  19. Kark, Ruth· Oren-Nordheim, Michal (2001). Jerusalem and Its Environs: Quarters, Neighborhoods, Villages, 1800-1948. Wayne State University Press. ISBN 978-0-8143-2909-2. 
  20. «Government of Jordan, Department of Statistics, 1964, p. 23» (PDF). 
  21. «Perlmann, Joel (November 2011 – February 2012). "The 1967 Census of the West Bank and Gaza Strip: A Digitized Version"» (PDF). 
  22. 22,0 22,1 «Prophet Amos». web.archive.org. 25 Οκτωβρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2020. 
  23. «In Memory of the Victims of Palestinian Violence and Terrorism in Israel». mfa.gov.il. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2020. 
  24. Smith, William (1865). A Concise Dictionary of the Bible for the Use of Families and Students. John Murray. 
  25. «Israeli Archaeological Activity in the West Bank 1967 - 2007: A Sourcebook» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 28 Μαρτίου 2016. 
  26. Dauphin, Claudine (1998). La Palestine byzantine : peuplement et populations. Archaeopress. σελ. 928. 949041357.