Το Καρακάλ είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουροειδών. Ανήκει στην υποοικογένεια των αιλουρινών και εντάσσεται ανάμεσα στα μέλη μιας «ομάδας» που απαρτίζουν τις αποκαλούμενες αγριόγατες, η οποία περιλαμβάνει διάφορα γένη. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Caracal caracal, απαντά στην Ασία και την Αφρική και διακρίνεται σε 9 υποείδη.[2]

Καρακάλ
Καρακάλ φωτογραφημένο στο Εθνικό Πάρκο Mountain Zebra στην επαρχία του Ανατολικού Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής
Καρακάλ φωτογραφημένο στο Εθνικό Πάρκο Mountain Zebra στην επαρχία του Ανατολικού Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Υποοικογένεια: Αιλουρίνες (Felinae) (Fischer de Waldheim, 1817) [1]
Γένος: Καρακάλ (Caracal) (Gray, 1843)
Είδος: C. caracal
Διώνυμο
Caracal caracal (Καρακάλ το κοινό)
Schreber, 1776
Υποείδη

Caracal caracal algira
Caracal caracal caracal
Caracal caracal damarensis
Caracal caracal impopoensis
Caracal caracal lucani
Caracal caracal michaelis
Caracal caracal nubica
Caracal caracal poecilotis
Caracal caracal schmitzi

Το καρακάλ ανήκει στις μεγάλες αγριόγατες, με μέγεθος σχεδόν όσο ενός λύγκα, και απαντά σε ποικίλο φάσμα οικοτόπων της Ασίας και της Αφρικής. Παρά την ευρεία εξάπλωση που εμφανίζει, η κατά τόπους κατανομή του διαφοροποιείται σημαντικά, δηλαδή σε κάποιες περιοχές είναι αρκετά κοινό, ενώ σε άλλες είναι πολύ σπάνιο (βλ. Κατάσταση πληθυσμού).

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μεγάλο μέγεθος
  • Μεγάλα αυτιά με μυτερά πτερύγια, που φέρουν χαρακτηριστικές τούφες στην κορυφή τους

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Επεξεργασία
  • Άγνωστη (?)

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η επιστημονική ονομασία του γένους και του είδους, αλλά και η κοινή ονομασία Caracal, έχει τουρκική προέλευση και έχει προέλθει από παράφραση των λέξεων kara kulak «μαύρα αυτιά», με σαφή αναφορά στο συγκεκριμένο μορφολογικό στοιχείο του θηλαστικού.[3][4] Αλλά και στα περσικά, το ζώο ονομάζεται سیاهگوش siyāh-gōsh που, επίσης, σημαίνει «μαύρα αυτιά»,[5] όπως άλλωστε και στα ινδικά, όπου αποκαλείται स्याहगोश syahgosh.[6]

Παρόλο που δεν ανήκει στο γένος Λυγξ, σε πολλές χώρες όπου απαντά, αποκαλείται αφρικανικός λύγκας, ασιατικός λύγκας ή λύγκας της ερήμου.[7] Στον υποσαχάριο λαό των Τούμπου (Toubou) αποκαλείται ngam ouidenanga «γάτα-γαζέλα»,[8] ενώ στην ολλανδική της Νότιας Αφρικής (Αφρικάανς) αποκαλείται rooikat «κόκκινη γάτα».

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν φον Σρέμπερ (Johann Christian Daniel von Schreber, 1739-1810), ως Felis caracal, το 1776, από ένα δείγμα που συλλέχθηκε στο Όρος Τέιμπλ (Table Mountain), στη Νότια Αφρική, που θεωρείται ο τύπος του είδους.[9] Η μεταφορά στο γένος Caracal έγινε από τον Βρετανό ζωολόγο Τζον Έντουαρντ Γκρέι (John Edward Gray, 1800-1875) το 1843, με βάση ένα δείγμα που συνελέγη κοντά στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος.[10][11] Μελέτες των αρχών της δεκαετίας του 1980 τόνισαν τη φυλογενετική συγγένεια του γένους Καρακάλ με το Φέλις, αλλά και τον διαχωρισμό του από το Lynx. Οι Mattern και McLennan (2000) υποστήριξαν τη φυλογενετική συγγένεια του Καρακάλ με το σερβάλ (Leptailurus serval). Ωστόσο, οι ίδιοι ερευνητές θεώρησαν ότι το συγκεκριμένο «ζευγάρι» σχετίζεται με το Profelis (Caracal) aurata, ενώ οι Bininda-Emonds et al. (1999) υποστήριξαν ότι τοποθετείται πιο κοντά στο Felis. Οι Johnson και O'Brien (1997) θεώρησαν τα taxa C. caracal και P. aurata, στενότατα φυλογενετικά.[12]

Γεωγραφική εξάπλωση υποειδών

Επεξεργασία
 
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Caracal caracal

Το καρακάλ εμφανίζει ευρείες ζώνες κατανομής στην Αφρική και την Κ. Ασία μέχρι την Ινδία. Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι εν μέρει παραπλανητική, διότι σε πολλές περιοχές της κατανομής του, είναι από λίγο κοινό έως σπάνιο, ιδιαίτερα στα ακραία τμήματα του φάσματος, στην Ινδία και το Πακιστάν.[8]

Η εξάπλωσή του στην Αφρική περιλαμβάνει όλη σχεδόν την ήπειρο, αλλά απουσιάζει από τα πυκνά ισημερινά δάση (Κονγκό) και από μεγάλο μέρος της κεντρικής Σαχάρας. Ωστόσο, υπάρχει στους ορεινούς όγκους της ερήμου και τις παρυφές της, συμπεριλαμβανομένων των Ορέων Χογκάρ και Τασιλί της Αλγερίας, στον μαροκινό Άτλαντα και τις μεγάλες αμμώδεις περιοχές του Ανατολικού Μεγάλου Εργκ (Erg). Η κατανομή του είναι συμπαγής προς τα δυτικά και ανατολικά της κεντρικής Σαχάρας και συνδέει τις περιοχές στα νότια και βόρεια της ερήμου.[13] Η ιστορική γεωγραφική εξάπλωση του καρακάλ συμπίπτει, κατά κάποιον τρόπο, με εκείνη του γατόπαρδου, ακολουθώντας την κατανομή πολλών μικρών γαζελών της ερήμου.[14] Μολονότι εξακολουθούν να καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ιστορικής τους επικράτειας στην Αφρική, έχουν σημαντικές απώλειες στις περιφερειακές περιοχές, ιδιαίτερα στη Β. και Δ. Αφρική.[15]

Τα καρακάλ είναι κοινά θηλαστικά στη Νότια Αφρική και τη Ν. Ναμίμπια, όπου μπορούν να καταλαμβάνουν και νέες περιοχές. Στην Εγγύς Ανατολή και την Αραβική Χερσόνησο, απαντούν σε όλες τις οροσειρές και στις ημιορεινές περιοχές της στέπας,[8] αλλά δεν διεισδύουν βαθιά στις μεγάλες ηπειρωτικές ερήμους.[16]

Η Κασπία Θάλασσα, η επαρχία Ουστιούρτ (Ustyurt), και η λίμνη Αράλη αποτελούν το βόρειο όριο εξάπλωσης των καρακάλ, η οποία εκτείνεται λίγο ανατολικά του ποταμού Αμού Ντάρια. Στο Τουρκμενιστάν, φθάνουν στις παρόχθιες πεδιάδες των εκβολών του ποταμού Ατρέκ (Atrek), στους πρόποδες των Ορέων Κοπέτ-Νταγκ (Κopet-Dag), κατά μήκος του ποταμού Τετζέν (Tedzhen), στις ερήμους κατά μήκος του ποταμού Μουργκάμπ (Murghab) και ανατολικά του ποταμού Κούσκα (Kushka). Το φάσμα τους εκτείνεται από το ΝΑ. Ιράν, μέσω του Πακιστάν την κεντρική Ινδία, στο ύψος του Ούταρ Πραντές,[3] όπου, όμως, είναι αρκετά σπάνια.

Αρ. Υποείδος Περιοχή εξάπλωσης Σημειώσεις
1 Caracal caracal algira Μαρόκο, Αλγερία και Τυνησία
2 Caracal caracal caracal Νότια Αφρική
3 Caracal caracal damarensis Ναμίμπια (Νταμάραλαντ, Οκαχάντζα) Ενδημικό στην περιοχή
4 Caracal caracal limpopoensis Τράνσβααλ (Νιελέλε, Λιμπόπο) Ενδημικό στην περιοχή
5 Caracal caracal lucani Ανγκόλα, βόρεια προς τη λεκάνη του ποταμού Κονγκό
6 Caracal caracal michaelis Καρακούμ (ανατολικά της Κασπίας μέχρι την Αράλη) Διαθέτουν στρώματα από σκληρές τρίχες στα πέλματα (προσαρμογή για βάδισμα στην άμμο) [17]
7 Caracal caracal nubicus Νουβία (Αίγυπτος, Β. Σουδάν) Ενδημικό στην περιοχή
8 Caracal caracal poecilotis Β. Νιγηρία (Μπαγκουεζάν, Άσμπεν) Ενδημικό στην περιοχή
9 Caracal caracal schmitzi Εγγύς Ανατολή, ανατολικά προς Ιράν, Πακιστάν και Ινδία Είναι το κύριο ασιατικό υποείδος. Μικρότερο μέγεθος από τα αφρικανικά υποείδη και με ανοικτότερα χρώματα στις ξηρές περιοχές. Εμφάνιση μελανιστικών μορφών (5-10%) στους πληθυσμούς του Ισραήλ [3]

[17][18][19]

Βιότοπος

Επεξεργασία

Το καρακάλ καταλαμβάνει μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, από τις ημιερημικές περιοχές μέχρι τις σχετικά ανοικτές σαβάνες και από τους θαμνότοπους στα υγρά, πεδινά ή ορεινά δάση, μέχρι τα ξηρότερα δάση και τις σαβάνες με αραιή βλάστηση.[20] Παρόλο που δείχνει προτίμηση στις ξηρές περιοχές, απουσιάζει από την πραγματική έρημο και, δείχνει να χρειάζεται κάποιο ποσοστό φυτοκάλυψης.[14]

Μπορεί να βρεθεί μέχρι τα 2.500 μ. και, κατ’ εξαίρεσιν, μέχρι τα 3.300 μ. στα υψίπεδα της Αιθιοπίας.[15] Σε μεγάλες, άγονες περιοχές οι πυκνότητες των πληθυσμών του είναι μικρές, όπως λ.χ. στη Ναμίμπια, όπου τρία (3) αρσενικά απαντούν σε έκταση 316,4 χλμ², κατά μέσον όρο.[21] Στη Σαουδική Αραβία, ένα (1) αρσενικό εφοδιασμένο με κολάρο παρακολούθησης, περιπλανήθηκε σε περιοχές από 270-1.116 χλμ², σε διαφορετικές εποχές,[22] ενώ σε ισραηλινή έρευνα, τα αρσενικά περιπλανήθηκαν, κατά μέσον όρο, σε έκταση 220,6 χλμ².[23] Η πυκνότητα των πληθυσμών στα ευνοϊκότερα περιβάλλοντα της Νότιας Αφρικής είναι μεγαλύτερη (δύο (2) αρσενικά, κατά μέσον όρο, ανά 26,9 χλμ² στο Εθνικό Πάρκο της Δυτικής Ακτής (West Coast National Park)).[24] Οι αντίστοιχες επικράτειες των θηλυκών είναι σημαντικά μικρότερες από εκείνες των αρσενικών.[20] Επομένως, η επικράτεια κάθε αρσενικού επικαλύπτει αρκετές των θηλυκών, έτσι ώστε σε κάθε αρσενικό καρακάλ να αντιστοιχούν αρκετά θηλυκά.[25] Το μέγεθος της επιφάνειας περιπλάνησης των καρακάλ συσχετίζεται -θετικά- με το σωματικό βάρος τους και -αρνητικά- με τη διαθεσιμότητα της λείας.

Μορφολογία

Επεξεργασία
 
Πορτρέτο ενήλικου καρακάλ

Τα καρακάλ, γενικότερα, είναι αιλουροειδή μέσου μεγέθους, αλλά από τις μεγαλύτερες αγριόγατες, με τα αρσενικά να είναι λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά (βλ. Βιομετρικά στοιχεία). Το σώμα τους είναι λεπτό αλλά στιβαρό, με «γραμμές» που θυμίζουν έντονα μικρό πούμα. Το τρίχωμα στο πάνω μέρος και τις πλευρές είναι γενικά ομοιόμορφο καστανόξανθο ή κοκκινωπό (στο χρώμα της άμμου), ανάμικτο με γκρι. Η κοιλιά και το κάτω μέρος των μακριών ποδιών και του στήθους είναι υπόλευκα με στίγματα ή αχνές κηλίδες. Η ουρά είναι μικρή σε σχέση με το σώμα τους. Πολλές σκληρές τρίχες υπάρχουν ανάμεσα στα πέλματα των ποδιών σε κάποιους πληθυσμούς, ίσως προσαρμογή για τη μετακίνηση πάνω στη μαλακή άμμο [3] (αποφυγή βύθισης, προστασία από τη θερμότητα).

  • Στους πληθυσμούς του υποείδους C. c. schmitzi, εμφανίζονται στην περιοχή του Ισραήλ, άτομα μελανιστικά, με γκριζόχρωμους ενήλικες και μαύρα νεαρά άτομα.[17]

Το κρανίο είναι ψηλό και στρογγυλεμένο, με κοντή κάτω γνάθο, αλλά στιβαρή και εξοπλισμένη με μεγάλα, ισχυρά δόντια. Περίπου 92% των καρακάλ στερούνται τον δεύτερο άνω προγόμφιο. Το πρόσωπο χαρακτηρίζεται από σκουρόχρωμη λωρίδα που κατευθύνεται από το κέντρο του μετώπου προς τη μύτη, ενώ μία γραμμή ακόμη «τρέχει» από το εσωτερικό άκρο του ματιού προς τα ρουθούνια. Ανοικτόχρωμος δακτύλιος περιβάλλει τα μάτια, και ένα μάλλον αμυδρό σκούρο καφέ «μπάλωμα» εμφανίζεται πάνω από το καθένα. Οι ίριδες είναι πρασινωπές και οι κόρες κυκλικές. Λευκές κηλίδες εμφανίζονται σε κάθε πλευρά της μύτης.

  • Το κυριότερο μορφολογικό στοιχείο του καρακάλ είναι τα αυτιά του. Τα πτερύγια είναι μυτερά και στην κορυφή τους φέρουν χαρακτηριστικές, σκληρές σκουρόχρωμες τρίχες, οι οποίες σχηματίζουν ψηλόλιγνες τούφες. Η βάση τους στο οπίσθιο τμήμα είναι μαύρη, ενώ η εσωτερική επιφάνεια του πτερυγίου καλύπτεται από πολλές, μικρές λευκές τρίχες.

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): ♂ 75 έως 106 εκατοστά ♀ 69 έως 103 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: ♂ 23 έως 34 εκατοστά ♀ 19,5 έως 34 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 8 έως 20 κιλά ♀ 7 έως 16 κιλά (στο υποείδος C. c. schmitzi στην περιοχή του Ισραήλ, το βάρος είναι: ♂ 9.8+1.8 κιλά (n=6), ♀ 6.2+0.7 κιλά (n=5))

[14][17]

Τα καρακάλ τρέφονται, κυρίως, με μικρά (ύρακες, ποντίκια) και μεσαίου μεγέθους θηλαστικά (λαγοί), από μικρά τρωκτικά έως αντιλόπες των 50 κιλών, άν και τα θηράματά τους είναι συνήθως μικρότερα, όπως πουλιά, ερπετά, ασπόνδυλα, ψάρια, και ελάχιστη φυτική ύλη.[20]. Όπως συνέβαινε και με τους γατόπαρδους, τα καρακάλ εκπαιδεύονταν για να κυνηγούν προς όφελος των Ινδών μαχαραγιάδων, κυρίως για τα μεγάλα οπληφόρα, τελικά όμως χρησιμοποιήθηκαν για μικρά θηλαστικά και πτηνά.[26]. Επίσης, είναι γνωστό ότι τα καρακάλ τρέφονται κάποιες φορές με θνησιμαία.[8] Είναι σε θέση να επιβιώσουν χωρίς νερό για μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι καλύπτουν τις ανάγκες τους από τα υγρά του σώματος των θηραμάτων τους.

Ανάλυση της τροφής τους από περιττώματα, στο υποείδος C. c. schmitzi στην περιοχή του Ισραήλ, έδωσε τα εξής αποτελέσματα: 62% θηλαστικά, 24 % πουλιά, 6,1% ερπετά και 1,4% έντομα. Στο Τουρκμενιστάν, όλο σχεδόν το διαιτολόγιο απαρτίζεται από λαγούς του είδους (Lepus tolai).[17]

 
Τα μεγάλα φουντωτά αυτιά του καρακάλ αποτελούν το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του

Κυνηγούν ενεδρεύοντας το θήραμά τους και, αφού αυτό προσεγγίσει στα 5 μ., περίπου, επιτίθενται με μεγάλη ταχύτητα. Τα μικρότερα αρπακτικά θανατώνονται με δάγκωμα στον τράχηλο, ενώ τα μεγαλύτερα δαγκώνοντας τον λαιμό και προκαλώντας τους ασφυξία. Μερικές φορές κρύβουν τα μεγάλα θηράματα, καλύπτοντάς τα, εάν δεν μπορούν να καταναλώσουν ολόκληρο το σφάγιο σε ένα μόνο γεύμα, και επιστρέφουν αργότερα. Ορισμένα, μάλιστα, έχουν παρατηρηθεί να κρύβουν τα σφάγια σε δένδρα. Τα καρακάλ είναι γνωστά για την ικανότητά τους να συλλαμβάνουν πουλιά στον αέρα, πηδώντας 2 μ. ή και περισσότερο από θέση στάσης. Μερικές φορές αναποδογυρίζουν με «τρικλοποδιά» τις μεγάλες γαζέλες, ακριβώς όπως κάνουν οι γατόπαρδοι.[3] Υπάρχει, μάλιστα, η άποψη ότι το τρίχωμα των ατόμων που ζουν σε αυτές τις ημιερημικές περιοχές, εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα με εκείνο των γαζελών.[17]

Ηθολογία

Επεξεργασία

Τα καρακάλ είναι, γενικότερα, μοναχικές αγριόγατες, αλλά έχουν επίσης παρατηρηθεί να κινούνται ανά ζεύγη. Αρθρώνουν το σύνηθες φάσμα των ήχων που ακούγεται στις γάτες (νιαούρισμα, γρυλισμός, πουρπούρισμα), αλλά βρυχώνται, επί πλέον. Παραδόξως, μπορούν επίσης να παράγουν έναν ήχο που μοιάζει με «γάβγισμα», το οποίο ενδεχομένως χρησιμοποιείται ως προειδοποιητικό σήμα. Οριοθετούν την περιοχή τους αφήνοντας περιττώματα σε εμφανή σημεία και με ψεκασμό ούρων σε θάμνους ή κούτσουρα, ή χαράσσουν το έδαφος με τα πίσω πόδια τους.[14]

Τα καρακάλ εμφανίζονται ενεργά, τόσο τη νύχτα όσο και την ημέρα και, πολύ περισσότερο σε νύχτες όπου η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους 20 °C. Τα αρσενικά μετακινούνται περισσότερο από δύο φορές από τα θηλυκά κατά τη διάρκεια μιας ενεργής περιόδου.[24]

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία
 
Ενήλικο καρακάλ, σε ζωολογικό κήπο

Η αναζήτηση συντρόφου μπορεί να εμφανίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.[8] Στη Σαχάρα, η αναπαραγωγή φέρεται να πραγματοποιείται κυρίως στην καρδιά του χειμώνα.[27] Ο οίστρος διαρκεί 5-6 ημέρες. Τα θηλυκά ζευγαρώνουν με πολλά αρσενικά, ακολουθώντας μια «ιεραρχία», η οποία σχετίζεται με την ηλικία και το μέγεθος του αρσενικού. Ένα (1) θηλυκό παρατηρήθηκε να ζευγαρώνει με τρία (3) διαφορετικά αρσενικά κατά τη διάρκεια της περιόδου οίστρου, κάθε φορά με τα ίδια άτομα και με την ίδια σειρά.[23] Σε ορισμένες περιοχές, τα αρσενικά έχουν παρατηρηθεί να δίνουν σφοδρές μάχες για τα θηλυκά και να παραμένουν με αυτό που επέλεξαν για αρκετές ημέρες, προστατεύοντάς το από τους αντιπάλους. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου το αρσενικό εμφανίζεται λιγότερο διεκδικητικό. Η συνεύρεση μπορεί να διαρκέσει από 90 δευτερόλεπτα έως 10 λεπτά.

 
Νεαρό καρακάλ σε ζωολογικό κήπο στην Κοπεγχάγη

Η κυοφορία διαρκεί 69-81 ημέρες και το μέγεθος της γέννας κυμαίνεται από 1-6 γατάκια. Τα θηλυκά χρησιμοποιούν σπήλαια, κουφάλες δένδρων ή λαγούμια για τον τοκετό. Τα νεογέννητα ζυγίζουν 198-250 γραμμάρια, και ανοίγουν τα μάτια τους μετά από 4-10 ημέρες, ενώ βγαίνουν έξω από τη φωλιά στον ένα (1) μήνα, περίπου. Τα νεογιλά δόντια τους έχουν αναπτυχθεί πλήρως στην ηλικία των 50 ημερών και απογαλακτίζονται στις 10 εβδομάδες. Σε περίπου 4-5 μήνες, εμφανίζονται οι κυνόδοντες, ενώ τα υπόλοιπα δόντια κατά τους επόμενους 6 μήνες. Τα νεαρά καρακάλ παραμένουν με τη μητέρα τους για ένα (1) έτος, όταν θα αρχίσουν να φθάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα. Σε αιχμαλωσία, τα καρακάλ έχουν ζήσει μέχρι και 16 χρόνια.[14]

  • Το 1998, ένα καρακάλ αναπαράχθηκε επιτυχώς με μία οικιακή γάτα, στον ζωολογικό κήπο της Μόσχας.[28]

Επειδή τα καρακάλ μπορούν να θανατώνουν μικρά κατοικίδια ζώα, συχνά υπόκεινται σε έντονες διώξεις. Κατά τη διάρκεια των ετών 1931-1952, κατά μέσον όρο 2.219 ζώα σκοτώθηκαν ετησίως, στις επιχειρήσεις «ελέγχου» των πληθυσμών τους στο Καρού (Karoo) της Νότιας Αφρικής.[29] Παρομοίως, στη Ναμίμπια, αγρότες ανταποκριθέντες σε κυβερνητική εντολή, ανέφεραν ότι θανάτωσαν 2.800 ζώα, το 1981.[8] Έρευνα στην πρώην Επαρχία Ακρωτηρίου (Cape Province) στη Νότια Αφρική έδειξε ότι τα καρακάλ ήσαν υπεύθυνα για την απώλεια 5 κατοικιδίων ζώων ανά 100 χλμ², ετησίως.

Στο Ιράν, οι απώλειες για τους μικρούς κτηνοτρόφους έφερε το καρακάλ σε σοβαρή σύγκρουση με τους ντόπιους, οι οποίοι μερικές φορές κάνουν προσπάθειες για να εξαφανίσουν όλα τα άτομα που περιπλανώνται στην περιοχή.

Η καταστροφή των οικοτόπων από τη γεωργία και την ερημοποίηση, αποτελεί σημαντική απειλή στην Κ., Δ., Β. και ΒΑ. Αφρική, όπου τα καρακάλ απαντούν σε πολύ μικρές πυκνότητες.[15] Αυτή είναι, πιθανόν, η κύρια απειλή και στις ασιατικές επικράτειες του είδους.[14] Το θηλαστικό δεν έχει ποτέ καταγραφεί να σκοτώνεται σε τροχαία ατυχήματα, ούτε φαίνεται να υφίσταται κάποια σοβαρή πίεση από τη λαθροθηρία.[30]

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Η γενική κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού θεωρείται καλή και σταθερή, γι’ αυτό και η IUCN κατατάσσει το καρακάλ στα Είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC),[31] ωστόσο αυτή η «εικόνα» δεν είναι ομοιόμορφη σε όλες τις, κατά τόπους, κατανομές των πληθυσμών του.

Στην υποσαχάρια Αφρική, το είδος είναι κοινό σε κάποια τμήματα της κατανομής του, ιδιαίτερα στη Νότια Αφρική και τη Ν. Ναμίμπια όπου αποικίζει νέες, κενές περιοχές. Ωστόσο, στην Κ. και Δ. Αφρική, όπου απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό, οι πυκνότητες των πληθυσμών του είναι προφανώς χαμηλότερες. Στη Β. Αφρική, το είδος θεωρείται απειλούμενο [13] και σπάνιο στις δημοκρατίες της Κ. Ασίας και της Ινδίας.[8]

Μέτρα διαχείρισης

Επεξεργασία
  • Οι πληθυσμοί των ασιατικών κρατών περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της λίστας CITES. Οι πληθυσμοί των αφρικανικών κρατών περιλαμβάνονται στο Παράρτημα II.
  • Το κυνήγι του καρακάλ απαγορεύεται στο Αφγανιστάν, την Αλγερία, την Αίγυπτο, την Ινδία, το Ιράν, το Ισραήλ, την Ιορδανία, το Καζακστάν, τον Λίβανο, το Μαρόκο, το Πακιστάν, τη Συρία, το Τατζικιστάν, την Τυνησία, την Τουρκία, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Στην υποσαχάρια Αφρική, απαγορεύεται το κυνήγι σε περίπου το ήμισυ του εύρους των κρατών της περιοχής.[8]. Όμως, στη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική, το καρακάλ κατατάσσεται ως Προβληματικό Ζώο (Problem Animal), κάτι που επιτρέπει στους γαιοκτήμονες να το σκοτώνουν χωρίς κανέναν περιορισμό.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000004
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Geptner & Sludskii
  4. Zargan
  5. Steingass
  6. Nevill
  7. Breitenmoser et al
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 8,7 Nowell & Jackson
  9. Allen et al
  10. Pocock
  11. Gray
  12. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000013
  13. 13,0 13,1 Stuart & Stuart in press.
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 Sunquist & Sunquist
  15. 15,0 15,1 15,2 Ray et al
  16. Harrison & Bates
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 catsg.org
  18. Ellerman & Morrison-Scott
  19. Allen
  20. 20,0 20,1 20,2 Stuart & Stuart in pres.
  21. Marker & Dickman
  22. Van Heezik & Seddon
  23. 23,0 23,1 Weisbein & Mendelssohn
  24. 24,0 24,1 Avenant & Nel
  25. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2014. 
  26. Divyabhanusinh
  27. Dragesco-Joffé
  28. Kusminych & Pawlowa
  29. Stuart
  30. Farhadinia et al
  31. http://www.iucnredlist.org/details/full/3847/0
  • Allen, G. M. (1939). A Checklist of African Mammals. Bulletin of the Museum of Comparative Zoology at Harvard College Vol. 83. Museum, Cambridge
  • Allen, J. A., Lang, H., Chapin, J. P. (1924). "Carnivora collected by the American Museum Congo Expedition". Bulletin of the American Museum of Natural History 47: 73−281. doi:10.5962/bhl.title.53716.
  • Avenant, N. L. and Nel, J. A. J. 2002. Among habitat variation in prey availability and use by caracal Felis caracal. Mammalian Biology 67: 18-33.
  • Avenant, N. L.; Nel, J. A. J. (1998). "Home-range use, activity, and density of caracal in relation to prey density". African Journal of Ecology 36 (4): 347–359. doi:10.1046/j.1365-2028.1998.00152.x.
  • Brand, D. J. 1989. Die verspreiding von rooikatte en bobbejane in Kaapland, en die skade wat hulle in die landbou hier berokken - Rooikatte. Die beheer von rooikatte (Felis caracal) en bobbejane (Papio ursinus) in Kaapland met behulp van meganiese metodes, Universiteit van Stellenbosch.
  • Bray, S. (ed.) (2009). "Caracal PMP".Felid TAG Times, November 2009: p. 5.
  • Breitenmoser, C., Henschel, P. and Sogbohossou, E. (2008). "Caracal caracal". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2012.2. International Union for Conservation of Nature.
  • catsg.org/catsgportal/cat-website/catfolk/nsacrl01.htm
  • Divyabhanusinh. 1995. The end of a trail - The cheetah in India. Banyan Books, New Delhi, India.
  • Dragesco-Joffé, A. (1993). La Vie Sauvage au Sahara. [Wildlife in the Sahara]. Delachaux et Niestlé, Lausanne (Switzerland) and Paris (in French).
  • Eizirik, E., Johnson, W. E. and O'Brien, S. J. Submitted. Molecular systematics and revised classification of the family Felidae (Mammalia, Carnivora). Journal of Mammalogy.
  • Ellerman, J. R. and Morrison-Scott, T. C. S. (1966). Checklist of Palaearctic and Indian mammals 1758 to 1946. Second edition. British Museum of Natural History, London. p. 310
  • Farhadinia, M. S.; Akbari, H.; Beheshti, M.; A. Sadeghi (2007). "Ecology and status of the Caracal, Caracal caracal, in the Abbasabad Naein Reserve, Iran". Zoology in the Middle East 41 (1): 5–10. doi:10.1080/09397140.2007.10638221.
  • Geptner, V. G., Sludskii, A. A. (1972). Mlekopitaiuščie Sovetskogo Soiuza. Vysšaia Škola, Moskva. (In Russian; English translation: Heptner, V.G., Sludskii, A.A., Komarov, A., Komorov, N.; Hoffmann, R.S. (1992). Mammals of the Soviet Union. Vol III: Carnivores (Feloidea). Smithsonian Institution and the National Science Foundation, Washington DC).
  • Gray, J. E. (1843). List of the specimens of Mammalia in the collection of the British Museum. The Trustees of the British Museum, London.
  • Grobler, J. H. 1981. Feeding behaviour of the caracal Felis caracal Schreber, 1776, in the Mountain Zebra National Park. South African Journal of Zoology 16: 259-262.
  • Hall-Martin, A., Bosman, P. (1997). Cats Of Africa. Fernwood Press, South Africa. p. 152. ISBN 1 874950 24 5.
  • Harrison, D. L., Bates, P. J. J. (1991). The Mammals of Arabia. Second edition. Harrison Zoological Museum, Sevenoaks, England. 354 pp.
  • IUCN. 2008. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: September 2014).
  • Johnson, W. E.; Eizirik, E.; Pecon-Slattery J.; Murphy, W. J.; Antunes, A.; Teeling, E.; O'Brien, S. J. (2006). "The late miocene radiation of modern felidae: A genetic assessment". Science 311 (5757): 73−77. doi:10.1126/science.1122277.
  • Kingdon, J. (1977). East African Mammals: An Atlas of Evolution in Africa, Volume IIIA: Carnivores. Academic Press, London.
  • Kusminych, I. and Pawlowa, A. (1998). "Ein Bastard von Karakal Hauskatze im Moskauer Zoo". Der Zoologische Garten 68 (4).
  • Marker, L. L.; Dickman, A. J. (2005). "Notes on the spatial ecology of caracals (Felis caracal), with particular reference to Namibian farmlands". African Journal of Ecology 43 (1): 73–76. doi:10.1111/j.1365-2028.2004.00539.x.
  • Nevill, H. R., ed. (1909). District Gazetteers of the United Provinces of Agra and Oudh. Volume 1: Dehra Dun District. Allahabad: Government Press, United Provinces, India. p. 552. "The caracal (felia caracal) or syahgosh is also found in the Dun, but it is rare. It is usually known as the red lynx.""
  • Nowell, K. and Jackson, P. 1996. Wild Cats. Status Survey and Conservation Action Plan. IUCN/SSC Cat Specialist Group, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Pocock, R. I. (1939). The Fauna of British India, including Ceylon and Burma. Mammalia. – Volume 1. Taylor and Francis Ltd., London. Pages 306–310
  • Ray, J. C., Hunter, L. and Zigouris, J. 2005. Setting conservation and research priorities for larger African carnivores. Wildlife Conservation Society, New York, USA.
  • Steingass, F. J. (1892). "سیاه گوش siyāh-gosh". A Comprehensive Persian-English dictionary, including the Arabic words and phrases to be met with in Persian literature. London: Routledge & K. Paul.
  • Stuart, C. and Stuart, T. In press. Caracal caracal. In: J. S. Kingdon and M. Hoffmann (eds), The Mammals of Africa, Academic Press, Amsterdam, The Netherlands.
  • Stuart, C. T. 1982. Aspects of the biology of the caracal (Felis caracal) in the Cape Province, South Africa. M.S. Thesis, University of Natal.
  • Sunquist, M.; Sunquist, F. (2002). Wild cats of the World. Chicago: University of Chicago Press. pp. 37–47. ISBN 0-226-77999-8.
  • Van Heezik, Y. M.; Seddon, P. J. (1998). "Range size and habitat use of an adult male caracal in northern Saudi Arabia". Journal of Arid Environments 40 (1): 109–112. doi:10.1006/jare.1998.0433.
  • Weisbein, Y.; Mendelssohn, H. (1990). "The biology and ecology of the caracal Felis caracal in the northern Aravah Valley of Israel". Cat News 12: 20–22.
  • Wozencraft, W. C. (2005). "Order Carnivora". In Wilson, D. E.; Reeder, D. M. Mammal Species of the World (3rd ed.). Johns Hopkins University Press. p. 533. ISBN 978-0-8018-8221-0. OCLC 62265494.
  • Zargan (2001-2012). kara kulak Zargan Turkish-English Dictionary