Λαϊκή Σκηνή
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η Λαϊκή Σκηνή ήταν ημι-επαγγελματικός καλλιτεχνικός θεατρικός θίασος που ίδρυσαν οι Κάρολος Κουν, Διονύσιος Δεβάρης και Γιάννης Τσαρούχης. Λειτούργησε την περίοδο 1933-1936.
Ο θίασος έδωσε συνολικά, πέντε παραστάσεις, προτού διαλυθεί το φθινόπωρο του 1936 λόγω οικονομικών δυσκολιών αλλά και λόγο των περιορισμών που έθεσε στην καλλιτεχνική έκφραση η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.[1][2]
Σύμφωνα με το μανιφέστο που δημοσίευσαν το 1934 ο θίασος θα λειτουργούσε βασιζόμενος στις παρακάτω καλλιτεχνικές επιλογές:
« | «Πιστεύουµε ότι κάθε λαός µπορεί να δηµιουργήσει και να αποδώσει µόνο όταν νιώθει τον εαυτό του ριζωµένο στην παράδοση. Μ’ αυτή τη σκέψη στο νου κάναµε τη Λαϊκή Σκηνή µε παιδιά παρµένα από το λαό, παιδιά που έχουνε βαστάξει µέσα τους κάποια αγνότητα και ρυθµό, στην οµιλία, στην κίνηση και στα αισθήµατά τους. ∆εν θα παρουσιάσουµε ηθοποιούς, αλλά τύπους που ν’ αντιπροσωπεύουνε τη Ρωµέικη ψυχή. Θα δώσουµε κάτι που µπορεί να φανεί φτωχό στο εξωτερικό του γιατί αποβλέψαµε στο µέσα πλούτο των έργων και µε τι τρόπο αυτός ο πλούτος θα µπορούσε να εκφραστεί πιο καλά, µε µέσα απλά και να αγγίξει την ψυχή µας, που την έχουν παραστρατήσει κακές ξένες αποµιµήσεις. Και για να τελειώνουµε, µια λέξη για την τέχνη του θεάτρου. Το θέατρο, όπως κι όλες οι άλλες τέχνες δεν έχει σκοπό να ξεσηκώνει το ότι βλέπει, το ότι ακούει, το ότι αισθάνεται κανένας στη ζωή, αλλά είναι µια τέχνη µε αυτοτέλεια, που κρίνεται σύµφωνα µε τους νόµους της τέχνης κι όχι κατά πόσο µιµείται τη ζωή, πετυχηµένα ή όχι» | » |
Η «Λαϊκή σκηνή» φιλοδόξησε και πέτυχε να εκφράσει την τάση της γενιάς του 1930, που συνίστατο στην αναζήτηση της ελληνικότητας μέσω της αναζήτησης των λαϊκών στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού. Στο θεατρικό τομέα αυτήν την αναζήτηση επιχείρησαν ο Κουν και οι συμπορευθέντες μαζί του, μέσα από την βυζαντινή αγιογραφία, το θέατρο Σκιών, τον Καραγκιόζη, την Παντομίμα, τα αποκριάτικα δρώμενα, που ενέταξαν και αξιοποίησαν στις παραστάσεις τους (στα ελληνικά τουλάχιστον, έργα).[4] Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Κάρολος Κουν : «...Θέλαμε να δώσουμε κάτι πιο ελληνικό, πιο ελληνικό Ήταν η εποχή που ήμουν πολύ υπό την επήρεια του Κόντογλου. Η παλιά μου παιδεία ήταν πολύ πιο ευρωπαϊκή, αλλά με επηρέασε ο Κόντογλου, με βοήθησε να δω το ελληνικό στοιχείο. Το είδα και στην παράδοση και στα χωριά και στα έθιμα. Η πρώτη εποχή της Λαϊκής Σκηνής μέσα στα αρχαία τα έργα, μέσα στην αρχαία παράδοση, είχαμε και στοιχεία της ζωής, του κοινωνικού περιβάλλοντος, του πολιτικού περιβάλλοντος και γι΄αυτό ήταν, φυσικά, το '36, επί Μεταξά, που σταμάτησε η Λαϊκή Σκηνή...»
Ιστορικό
ΕπεξεργασίαΟ Διονύσιος Δεβάρης, σημαντική προσωπικότητα στο χώρο του Θεάτρου τα προπολεμικά χρόνια, γνώρισε και θαύμασε τον Κουν μέσα από τις παραστάσεις που έδινε με την θεατρική ομάδα του Κολλεγίου των Αθηνών, και του πρότεινε τη δημιουργία επαγγελματικού θιάσου.
Ο τρίτος του σχήματος, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης είχε γνωριστεί με τον Κουν επίσης μέσω του «Κολλεγίου» και τους ένωνε μάλιστα και το κοινό όραμα της θεατρικής έκφρασης της ελληνικότητας και της λαϊκότητας που και οι δυο είχαν ενστερνιστεί από τον Φώτη Κόντογλου. Ο Δεβάρης ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής, ο Κουν σκηνοθέτης και ο Τσαρούχης σκηνογράφος.
Η πρώτη τους πρωτοβουλία ήταν να ιδρύσουν Δραματική Σχολή προκειμένου να εκπαιδεύσουν από την αρχή νεαρά παιδιά του λαού, προερχόμενα από τα εργατικά στρώματα («νέοι και νέαι, κατά το πλείστον παιδιά του λαού που βιοπαλαίουν», έλεγε η αγγελία που δημοσίευσαν) επειδή πίστευαν ότι οι νέοι αυτοί είχαν κρατήσει στην κινήσεις τους και στο τρόπο ομιλίας τους την λαϊκότητα της καταγωγής τους, εν αντιθέσει με τους αστούς ηθοποιούς των άλλων θιάσων. Οι ακροάσεις γίνονταν σε ένα αχρησιμοποίητο καμαρίνι του Δημοτικού θεάτρου Αθηνών και μάλιστα προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος του αναλφαβητισμού τους, ο υπεύθυνος της επιλογής, Δ. Δεβάρης, έδινε σε όλους μια ίδια έτοιμη σύντομη φράση και τους ζητούσε να την πουν ο καθένας με τον τρόπο του. Από τους 200 υποψήφιους τελικά επιλέχτηκαν περίπου 10 ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν τα ονόματα του Λυκούργου Καλλέργη, και του Παντελή Ζερβού.[3]
Ύστερα από 7 μήνες διδασκαλίας που γίνονταν ταυτόχρονα με την προετοιμασία της παράστασης της Ερωφίλης, ο θίασος παρουσιάστηκε στο κοινό, τον Απρίλιο του 1934.
Το Δεκέμβριο του 1934 ο Δεβάρης, διαφώνησε (για άγνωστους λόγους) με τους δυο συνεργάτες του και αποχώρησε για να τεθεί επικεφαλής νέου καλλιτεχνικού θιάσου με το όνομα «Ελληνική Σκηνή»[5]
Αλλά και ο Γιάννης Τσαρούχης δεν συνέχισε τη συνεργασία του με τον Κουν, μετά την Ερωφίλη. Το ζωγράφο αντικατέστησε για την παράσταση της «Άλκηστις» και μόνο ο επίσης νεαρός τότε ζωγράφος Δημήτρης Διαμαντόπουλος. (η μοναδική δουλειά του εικαστικού για το θέατρο). Όταν ο Διαμαντόπουλος εγκατέλειψε και αυτός μετά την «Αλκηστη», ο Κουν συνέχισε πλέον μόνος του αναλαμβάνοντας και τις σκηνογραφίες.
Παραστάσεις
Επεξεργασία- «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτση
- «Άλκηστις» του Ευρυπίδη
- «Πλούτος» του Αριστοφάνη
- «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου
- «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ https://student.cc.uoc.gr/uploadFiles/177-ΘΝΕΦ264Κρητικό%20θέατρο%20δεκαετία%201950.pdf[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ "«...Με κάλεσαν στην Ασφάλεια του Μεταξά, για απολογία επειδή "παρουσιάζω κομμουνιστικά έργα". Τους ρώτησα να μου πουν, ποιά έργα που ανεβάζω είναι κομμουνιστικά και μου απάντησαν: Ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη και ο «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου....» Αφήγηση Κάρολου Κουν στην ΕΡΤ 1. 12 Σεπτ. 1984
- ↑ 3,0 3,1 https://student.cc.uoc.gr/uploadFiles/177-ΘΝΕΦ264/Ερωφίλη%201934%20Σημειώσεις.pdf
- ↑ http://ikee.lib.auth.gr/record/24733/files/GRI-2005-577.pdf, σελ.169
- ↑ εφ. «Αθηναϊκά Νέα», 16 Δεκεμβρίου 1934, σ.2