Μεσαιωνική αγγλική λογοτεχνία

Αγγλική λογοτεχνία από τα τέλη του 12ου αιώνα έως περίπου το τέλος του 15ου αιώνα

Η μεσαιωνική αγγλική λογοτεχνία αναφέρεται στη λογοτεχνία που γράφτηκε στα μεσαιωνικά αγγλικά από τα τέλη του 12ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1470 ή το τέλος του 15ου αιώνα. Αυτή την περίοδο, αναπτύχθηκαν τρεις κύριες κατηγορίες λογοτεχνικών έργων: έργα με θρησκευτικό περιεχόμενο, έργα με θέμα τον αυλικό έρωτα και έργα εμπνευσμένα από τον Αρθουριανό κύκλο, αν και μεγάλο μέρος του έργου του Τζέφρυ Τσώσερ βρίσκεται εκτός αυτών.[1]

Ο Τζέφρυ Τσώσερ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 14ου αιώνα.

Ιστορικό

Επεξεργασία

Τα λογοτεχνικά έργα της προηγούμενης παλαιάς αγγλικής λογοτεχνίας παρουσιάζουν θρησκευτικά θέματα και μια σκληρή ανδροκρατούμενη κοινωνία, με πολέμους και καταστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος προσπαθεί να επιβιώσει. Μετά την νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας το 1066, όλα αυτά άλλαξαν σταδιακά αλλά ριζικά. Οι Νορμανδοί διέσχισαν τη Μάγχη από το δουκάτο της Νορμανδίας και κέρδισαν τη μάχη του Χάστινγκς, θέτοντας το Βασίλειο της Αγγλίας στην ηγεσία του Γουλιέλμου του Κατακτητή και του οίκου του. Οι Νορμανδοί έφεραν μαζί τους τον γαλλικό πολιτισμό και τη γαλλική γλώσσα και οι επόμενοι δύο αιώνες ήταν μια περίοδος αλληλεπίδρασης των δύο γλωσσών. Τα γαλλικά γράφονταν και ομιλούνταν ευρέως στην Αγγλία από τον 12ο έως τα τέλη του 14ου αιώνα, και μόνο μετά την απώλεια των γαλλικών κτήσεων στις αρχές του 13ου αιώνα, [2]οι Νορμανδοί ηγέτες και αριστοκράτες άρχισαν να επιδιώκουν συνειδητά μια πιο «αγγλική» ταυτότητα.

Ως αποτέλεσμα της ανάμειξης των δύο πολιτισμών και γλωσσών, η μεσαιωνική αγγλική λογοτεχνία άρχισε να επικεντρώνεται σε νέα θέματα, επηρεασμένη κυρίως από Γάλλους τρουβέρους, συγγραφείς και ποιητές και ο ευγενικός έρωτας που υμνούσαν αντικατέστησε πλέον τη μελαγχολική λογοτεχνία του πολεμιστή στην Αγγλία.[3]

Μετά την νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας το 1066, η γραπτή μορφή της αγγλοσαξονικής γλώσσας υποσκελίστηκε. Υπό την επίδραση της νέας αριστοκρατίας, τα γαλλικά έγιναν η τυπική γλώσσα των δικαστηρίων, του κοινοβουλίου και των ευγενών. Καθώς οι εισβολείς ενσωματώθηκαν, η γλώσσα και η λογοτεχνία τους αναμίχθηκε με αυτή των ντόπιων, και οι νορμανδικές διάλεκτοι των κυρίαρχων τάξεων εξελίχθηκαν στην αγγλονορμανδική γλώσσα, που από τον 12ο αιώνα υπέστη σταδιακή μετάβαση στα μεσαιωνικά αγγλικά. Η πολιτική εξουσία δεν βρισκόταν πλέον στα αγγλικά χέρια, έτσι η μεσαιωνική αγγλική λογοτεχνία γράφτηκε σε πολλές διαλέκτους που αντιστοιχούσαν στην περιοχή, την ιστορία, τον πολιτισμό και το υπόβαθρο μεμονωμένων συγγραφέων. Με τον καιρό, η αγγλική γλώσσα απέκτησε ξανά κύρος και το 1362 αντικατέστησε τα γαλλικά και τα λατινικά στο Κοινοβούλιο και στα δικαστήρια. Το τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα, με την εδραίωση της αγγλικής ως γραπτής γλώσσας και μια στροφή προς την κοσμική γραφή, άρχισαν να εμφανίζονται σημαντικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας στα μεσαιωνικά αγγλικά, μεταξύ των οποίων τα έργα του Τζέφρι Τσώσερ.[4]

Τα μεσαιωνικά αγγλικά διήρκεσαν μέχρι τη δεκαετία του 1470, όταν μια ευρέως διαδεδομένη μορφή αγγλικών με έδρα το Λονδίνο άρχισε να τυποποιείται με την εμφάνιση της τυπογραφίας: στα τέλη του 15ου αιώνα, ο Ουίλιαμ Κάξτον εισήγαγε την τυπογραφία στην Αγγλία (1476) και εκτύπωσε τα περισσότερα έργα του στα αγγλικά, γεγονός που συνέβαλε στην επέκταση του λεξιλογίου, στην ομογενοποίηση των περιφερειακών διαλέκτων και στην τυποποίηση της γλώσσας που εξελίχθηκε στην πρώιμη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, η οποία διήρκεσε περίπου μέχρι το 1650.[5]

Λογοτεχνία

Επεξεργασία

Πρώιμη περίοδος

Επεξεργασία

Την περίοδο αυτή, ενώ τα αγγλονορμανδικά γαλλικά και τα λατινικά ήταν οι κυρίαρχες γλώσσες στην αριστοκρατία και τη διοίκηση, η αγγλική λογοτεχνία δημιούργησε μια σειρά από σημαντικά έργα που απεικονίζουν την ανάπτυξη της γλώσσας.

 
Ο νεαρός Αρθούρος αφαιρεί το ξίφος Εξκάλιμπερ, από εικονογραφημένο χειρόγραφο του 1280

Η θρησκευτική λογοτεχνία συνέχισε να είναι δημοφιλής και γράφτηκαν, διασκευάστηκαν και μεταφράστηκαν στα μεσαιωνικά αγγλικά πολλές συλλογές βίων αγίων.

Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Λέιαμον έγραψε το ψευδο-ιστορικό έπος Βρούτος, έργο που αφηγείται μια φανταστική εκδοχή της ιστορίας της Βρετανίας βασισμένο στο αγγλο-νορμανδικό έπος του Γουέις του 12ου αιώνα Μυθιστορία του Βρούτου (1155). Είναι επίσης το πρώτο αγγλόφωνο έργο που παρουσιάζει τους θρύλους του βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης και η πρώτη ιστοριογραφία που γράφτηκε στα αγγλικά μετά το Αγγλοσαξονικό Χρονικό. Η γλώσσα του Λέιαμον είναι αναγνωρίσιμη ως μεσαιωνικά αγγλικά, αν και δείχνει μια ισχυρή παλαιά αγγλική επιρροή.

Από τον 13ο αιώνα, ένα άλλο λογοτεχνικό είδος εμφανίζεται στα αγγλικά, αυτό των έμμετρων ιπποτικών μυθιστοριών, με πρώτα έργα τα αγνώστων συγγραφέων Βασιλιάς Χορν (περ. 1225) βασισμένο στο αγγλο-νορμανδικό πρωτότυπο Μυθιστορία του Χορν (περίπου 1170) και Χάβελοκ ο Δανός (περ. 1270), που απεικονίζει το ενδιαφέρον κατά τον Μεσαίωνα για την περίπλοκη εθνική ταυτότητα της Αγγλίας, όπως αποτυπώνεται σε παλαιούς θρύλους και προφορικές παραδόσεις της αγγλικής, νορμανδικής, δανικής και βρετανικής λαογραφίας.[6]

14ος-15ος αιώνας

Επεξεργασία

Κατά τον 14ο αιώνα εμφανίστηκαν σημαντικοί συγγραφείς που έγραψαν στα μεσαιωνικά αγγλικά. Αυτοί ήταν:

 
Η ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης από τον Θάνατο του Αρθούρου, πίνακας του Έντμουντ Μπλερ Λέιτον, 1902

Σημαντικά θρησκευτικά έργα δημιουργήθηκαν επίσης τον 14ο αιώνα, μεταξύ των οποίων οι Αποκαλύψεις Θείας Αγάπης (περ. το 1393) της Τζούλιαν του Νόριτς, που θεωρείται το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε από γυναίκα στην αγγλική γλώσσα και τα έργα του Ρίτσαρντ Ρολ. Οι μεταφράσεις της Βίβλου στα μεσαιωνικά αγγλικά συνέβαλαν στην καθιέρωση της αγγλικής ως λογοτεχνικής γλώσσας. Κυρίως η Βίβλος του Γουίκλιφ - ένα σύνολο μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη που έγιναν υπό τη διεύθυνση ή την προτροπή του Τζον Γουίκλιφ - εμφανίστηκε μεταξύ 1382 και 1395 περίπου και συνέβαλε στο κίνημα των Λόλαρντ, ένα προ-μεταρρυθμιστικό κίνημα που απέρριπτε πολλές από τις διδασκαλίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ένα σημαντικό έργο του 15ου αιώνα είναι Ο θάνατος του Αρθούρου (1485) του Τόμας Μάλορυ, μια συλλογή γαλλικών και αγγλικών αρθουριανών ιπποτικών μυθιστοριών που ο Μάλορυ συνέλλεξε, μετέφρασε και τροποποίησε για να αφηγηθεί την ιστορία του βασιλιά Αρθούρου από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Το έργο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές και είχε επιρροή στην μετέπειτα αναβίωση του ενδιαφέροντος για τους θρύλους του Αρθουριανού κύκλου.[9]

Κύριο άρθρο: Μεσαιωνικό θέατρο

 
Παράσταση μυστηρίου στο Τσέστερ, χαρακτικό του 19ου αιώνα

Κατά τον 13ο αιώνα, όπως σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη έτσι και στην Αγγλία εμφανίστηκαν τα πρώτα υποτυπώδη θεατρικά έργα γραμμένα στην καθομιλουμένη (μεσαιωνικά αγγλικά), πάντα με θρησκευτικό θέμα και έμπνευση από το λειτουργικό δράμα κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας: τα Μυστήρια, που παρουσιάζονταν στις αυλές των ναών και επικεντρώνονταν στην αναπαράσταση ιστοριών της Βίβλου με συνοδευτικό αντιφωνικό τραγούδι και τα Θαύματα που παρουσίαζαν θαύματα αγίων. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα ακολούθησαν οι ηθικές αλληγορίες, στις οποίες προσωποποιήσεις διαφόρων ηθικών ιδιοτήτων προσπαθούσαν να παρακινήσουν τον άνθρωπο να επιλέξει τη θεοσεβή ζωή αντί για την αμαρτωλή, ένα είδος μεσαιωνικής και πρώιμης θεατρικής ψυχαγωγίας που αντιπροσώπευε μια στροφή προς μια πιο κοσμική βάση για το θέατρο.[10]

 
Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει τον δράκο, παράσταση μώμων του 2015

Από τις σωζόμενες αγγλικές συλλογές μυστηρίων από τον ύστερο Μεσαίωνα η πιο ολοκληρωμένη είναι Ο κύκλος του Γιορκ με 48 έργα, που παίζονταν στο Γιορκ από τα μέσα του 14ου αιώνα μέχρι το 1569, και τρία έργα από την Κορνουάλη, γνωστά ως Ordinalia. Μια σημαντική αγγλική ηθική αλληγορία του τέλους του 15ου αιώνα που έχει σωθεί είναι το Καθένας. Όπως και η μεταγενέστερη αλληγορία Η πορεία του Προσκυνητή (1678) του Τζον Μπάνυαν, ο Καθένας εξετάζει το θέμα της χριστιανικής σωτηρίας μέσω θεατρικής δράσης αλληγορικών χαρακτήρων.[11]

Μια άλλη μορφή μεσαιωνικού αγγλικού θεάτρου ήταν τα έργα των μώμων, μια μορφή πρώιμου θεάτρου του δρόμου, με πομπές μασκοφόρων και μουσική και θέματα όπως ο Άγιος Γεώργιος και ο δράκος και ο Ρομπέν των Δασών, που αφηγούνταν παλιές ιστορίες και οι ηθοποιοί ταξίδευαν από πόλη σε πόλη παίζοντας για το κοινό με αντάλλαγμα χρήματα και φιλοξενία.[12]

Αυτά τα είδη αναπτύχθηκαν από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα, φτάνοντας στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς τους τον 15ο αιώνα πριν ξεπεραστούν από την άνοδο του επαγγελματικού θεάτρου και εξελιχθούν σε πιο περίτεχνες μορφές θεατρικών έργων στην Ελισαβετιανή εποχή.[13]

Παραπομπές

Επεξεργασία