Ο οσελότος είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουριδών. Ανήκει στην υποοικογένεια των αιλουρινών και εντάσσεται ανάμεσα στα μέλη μιας «ομάδας» που απαρτίζουν τις αποκαλούμενες αγριόγατες, η οποία περιλαμβάνει διάφορα γένη. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Leopardus pardalis, απαντά αποκλειστικά στην Αμερική και περιλαμβάνει 10 υποείδη.[2][3]

Οσελότος
Οσελότος σε ζωολογικό κήπο στο Ηνωμένο βασίλειο
Οσελότος σε ζωολογικό κήπο στο Ηνωμένο βασίλειο
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Υποοικογένεια: Αιλουρίνες (Felinae) (Fischer de Waldheim, 1817) [1]
Γένος: Λεόπαρδος (Leopardus) (Gray, 1842)
Είδος: L. pardalis
Διώνυμο
Leopardus pardalis (Λεόπαρδος η πάρδαλις) [i]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Leopardus pardalis aequatorialis
Leopardus pardalis albescens
Leopardus pardalis melanurus
Leopardus pardalis mitis
Leopardus pardalis nelsoni
Leopardus pardalis pardalis
Leopardus pardalis pseudopardalis
Leopardus pardalis pusaeus
Leopardus pardalis sonoriensis
Leopardus pardalis steinbachi

Ο οσελότος ανήκει στις μικρές προς μέσου μεγέθους αγριόγατες, με διαστάσεις περίπου όσο μιας οικιακής γάτας και απαντάται στην αμερικανική ήπειρο. Διαθέτει από τα ωραιότερα τριχώματα στην κατηγορία των αιλουροειδών και, κάποτε, η γούνα του υπήρξε πολύτιμη, με αποτέλεσμα χιλιάδες άτομα να έχουν εξοντωθεί και να κινδυνεύσουν άμεσα οι πληθυσμοί του. Παρά την ευρεία εξάπλωση που εμφανίζει, η τάση των πληθυσμών του παραμένει καθοδική (βλ. Κατάσταση πληθυσμού)[4].

  • Από το 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, υπολογίστηκε ότι μέχρι 200.000 οσελότοι θανατώνονταν ετησίως για την πολύτιμη γούνα τους.[5]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Επεξεργασία
  • Καθοδική ↓ [4]

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους Leopardus είναι η άμεση απόδοση της λέξης Λεόπαρδος, η οποία είναι αντιδάνεια και προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά λέων + πάρδος. Η λέξη πάρδος, με τη σειρά της, είναι το αρσενικό της λέξης πάρδαλις (βλ. παρακάτω) η οποία έχει πρωτογενή σημασία και σημαίνει «λεοπάρδαλη», ζώο που ήταν ευρύτατα διαδεδομένο και αγαπητό στην αρχαιότητα. Επομένως, οποιαδήποτε επιστημονική ονομασία περιλαμβάνει αυτούσια τη λέξη ή κάποια επί μέρους συνθετικά της, έχει τη σημασία της λεοπάρδαλης. Ακόμη και η λέξη «παρδαλός» είναι μεταγενέστερη και σημαίνει «αυτός που έχει στίξεις ή κηλίδες σαν της λεοπάρδαλης».[6]

Η λέξη pardus «πάρδος» είναι το αρσενικό της λέξης «πάρδαλις», και είναι μεταγενέστερη. Ο όρος πάρδαλις είναι παλαιά λόγια ονομασία που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη λεοπάρδαλη και προέρχεται από την αρχαία λέξη πόρδαλις. Το Λεξικό Απολλωνίου του Σοφιστού, αναφέρεται με σαφήνεια: πόρδαλις: ο άρσην, η δε θήλεια πάρδαλις. Πρόκειται για δάνεια λέξη που, πιθανόν, έχει ανατολική προέλευση και συνδέεται με την ιρανική Pwrδηκ, την περσική palang και την αρχ. ινδική prdãku-. Ωστόσο το επίθημα -αλις δεν εξηγείται ετυμολογικά.[6]

Η λέξη οσελότος, που αποτελεί την κοινότερη λαϊκή ονομασία του θηλαστικού σε πολλές γλώσσες, προέρχεται από τη γλώσσα Νάουατλ και, συγκεκριμένα, από το ōcēlōtl (προφ. oːˈseːloːt͡ɬ, Οσέλοτλ) που, ωστόσο, αναφέρεται περισσότερο στον ιαγουάρο (Panthera onca).[7][8]

Ο οσελότος απαντά με πολλές -και ενδιαφέρουσες- ονομασίες στις χώρες κατανομής του, μερικές από τις οποίες είναι: tirica (Αργεντινή), cunaguaro (Αργεντινή, Βενεζουέλα), tigrezillo (Βολιβία), jaguatirica (Βραζιλία), maracaya (Κολομβία), manigordo (Κόστα Ρίκα, Νικαράγουα, Παναμάς, Βενεζουέλα), gato tigre (Παναμάς), pumillo, tigrillo (Περού), hétigrikati (Σουρινάμ).[9]

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, το 1758.[10] Το γένος Leopardus θεωρείται ο παλαιότερος κλάδος των αιλουροειδών που «πέρασε» στην αμερικανική ήπειρο, ενώ «ακολούθησαν» τα γένη Lynx και Puma. Γενετικές μελέτες δείχνουν ότι το Leopardus σχηματίζει ευδιάκριτο κλάδο εντός της υποοικογένειας των Felinae και εξελίχθηκε πρώτα στη Νότια Αμερική περίπου 10 με 12.000.000 χρόνια πριν.

  • Το γένος Leopardus δεν πρέπει να συγχέεται με τη λεοπάρδαλη, η οποία κατατάσσεται στο γένος Panthera.[11]

Γεωγραφική εξάπλωση υποειδών

Επεξεργασία
 
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Leopardus pardalis

Ο οσελότος απαντά αποκλειστικά στην αμερικανική ήπειρο, όπου κατανέμεται ευρέως από τις Ν. ΗΠΑ, μέχρι τη βορειοκεντρική Αργεντινή. Στις ΗΠΑ απαντά σε μικρούς αριθμούς στο Ν. Τέξας (περιοχές του ποταμού Ρίο Γκράντε), κοντά στα σύνορα με το Μεξικό, ενώ υπάρχει καταγραφή κάποιων -ελάχιστων- ατόμων στη Ν. Αριζόνα. Κατόπιν, δια μέσου της Κεντρικής Αμερικής και κάποιων νησιών της Καραϊβικής (Τρίνιδαδ, Μαργαρίτα), η εξάπλωση επεκτείνεται στη Νότια Αμερική, εκεί όπου απαντούν οι συμπαγέστεροι πληθυσμοί. Για τη Χιλή και την Ουρουγουάη δεν υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ύπαρξης του είδους.

Κάποτε, ο οσελότος υπήρξε περισσότερο διαδεδομένος στο νότο των Ηνωμένων Πολιτειών με αναφορές, όχι μόνον από το Ν. Τέξας -όπου απαντά μέχρι σήμερα- αλλά και από την Αριζόνα, τη Λουιζιάνα και το Αρκάνσας. Στις 7 Νοεμβρίου 2009, ένας (1) οσελότος φωτογραφήθηκε στα βουνά της απώτατης ΝΑ. Αριζόνας, που ήταν η πρώτη απόδειξη της παρουσίας της αγριόγατας στην πολιτεία.[12] Περίπου στην ίδια περιοχή, στα Όρη Ουατσούκα (Huachuca), επιβεβαιώθηκε η παρουσία ακόμη ενός ατόμου, τον Φεβρουάριο του 2011.[13]

Οι οσελότοι είναι από τα λίγα μικρά αιλουροειδή που η κατανομή και η πυκνότητά τους έχουν μελετηθεί σε διαφορετικά οικοσυστήματα.[14]

Αρ. Υποείδος Περιοχή εξάπλωσης Σημειώσεις
1 Leopardus pardalis aequatorialis Β Άνδεις, Κεντρική Αμερική
2 Leopardus pardalis albescens Μεξικό, ΝΔ Τέξας
3 Leopardus pardalis melanurus Βενεζουέλα, Γουιάνα, Τρινιδάδ, Μπαρμπάντος, Γρενάδα
4 Leopardus pardalis mitis Αργεντινή, Παραγουάη
5 Leopardus pardalis nelsoni Μεξικό
6 Leopardus pardalis pardalis Δάσος βροχής του Αμαζονίου
7 Leopardus pardalis pseudopardalis Κολομβία
8 Leopardus pardalis pusaeus Εκουαδόρ
9 Leopardus pardalis sonoriensis Μεξικό
10 Leopardus pardalis steinbachi Βολιβία

Βιότοπος

Επεξεργασία

Το είδος καταλαμβάνει ευρύ φάσμα οικοτόπων σε μαγκρόβια δάση και παράκτιους βάλτους, λιβάδια στη σαβάνα και βοσκοτόπια, θαμνότοπους με αγκαθωτά φυτά, καθώς και σε τροπικά δάση όλων των ειδών (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, αειθαλή, εποχιακά και ορεινά), αν και εμφανίζεται συνήθως σε υψόμετρα κάτω από τα 1.200 μ.[15]. Γενικά, φαίνεται ότι δείχνει μεγάλη ευελιξία στην επιλογή των ενδιαιτημάτων, μεγαλύτερη από αυτήν που, παλαιότερα, πιστευόταν.[16]

Μορφολογία

Επεξεργασία
 
Ενήλικος οσελότος

Οι οσελότοι, αν και αιλουροειδή μέσου μεγέθους, είναι τα μεγαλύτερα σε διαστάσεις μέλη του γένους Leopardus. Διαθέτουν την πιο κομψή, μαλακή γούνα με όμορφους χρωματικούς συνδυασμούς, γεγονός που τούς κόστισε πολύ ακριβά, διότι κυνηγήθηκαν ανηλεώς γι’ αυτήν. Από πολλούς ερευνητές θεωρείται από τις ομορφότερες γούνες αιλουροειδών, παγκοσμίως.[17] Το χρώμα και το μοτίβο του τριχώματος μπορεί να ποικίλλει, από κρεμ έως κοκκινωπό-καφέ, αλλά και μερικές φορές γκριζωπό, με καλοσχηματισμένες μαύρες ροζέτες. Σε πολλά άτομα, κάποιες από αυτές, ειδικά στη ράχη του ζώου, συνενώνονται για να σχηματίσουν ακανόνιστες, καμπύλες λωρίδες ή ζώνες. Το ύψος της τρίχας της γούνας είναι, γενικά, μικρό.

Στο πίσω μέρος των στρογγυλεμένων αυτιών υπάρχουν οι χαρακτηριστικές λευκές κηλίδες που παρατηρούνται σε πολλά αιλουροειδή και που, πιθανότατα, παίζουν ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας ομάδας, οι οφθαλμίσκοι (ocelli). Δύο μαύρες ρίγες «διατρέχουν» τις δύο πλευρές του προσώπου και μία από την κορυφή κάθε οφθαλμού προς την κορυφή του κεφαλιού, κάνοντάς το ακόμη πιο όμορφο. Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από λευκές τρίχες. Τα εμπρόσθια πέλματα είναι σχετικά μεγάλα, ενώ η μακριά ουρά διαθέτει μαύρες μπάρες στη βάση και μαύρους δακτυλίους στο άκρο της.

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): 68 έως 100 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 26 έως 45 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 7 έως 14,5 κιλά ♀ 7 έως 10.8 κιλά

[18][19]

Οι οσελότοι κυνηγούν καλύπτοντας έκταση 18 χμ², περίπου. Συλλαμβάνουν κυρίως μικρά ζώα, όπως θηλαστικά, σαύρες, χελώνες, βατράχια, καβούρια, πουλιά και ψάρια.[20] Τα θηράματα είναι, συνήθως, μικρότερα από τους ίδιους, με τα τρωκτικά, τα οπόσουμ, τα αρμαδίλος και τα κουνέλια να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους.[19] Το μέσο βάρος των θηλαστικών που συλλαμβάνουν είναι 1,4 κιλά, περίπου.[16]

Μελέτες έδειξαν ότι από τα επίγεια και νυκτόβια τρωκτικά, σε μεγάλη αφθονία, που συλλαμβάνονται, τα περισσότερα είναι των οικογενειών Cricetidae και Echimyidae. Μεγαλύτερα θηράματα περιλαμβάνουν μικρούς μυρμηκοφάγους, σκιουροπιθήκους και χελώνες. Με βάση την ανάλυση περιττωμάτων βρέθηκε ότι η διατροφή του οσελότου αποτελείται κατά 65% από μικρά τρωκτικά, 18% ερπετά (ως επί το πλείστον ιγκουάνα), 7% μαλακόστρακα και ψάρια, 6% μεσαίου μεγέθους θηλαστικά και 4% πουλιά.[14] Πιθανότατα, οι οσελότοι ακολουθούν το θήραμα μέσω οσμής, ωστόσο διαθέτουν εξαιρετική όραση, ιδιαίτερα νυκτερινή.

Ηθολογία

Επεξεργασία
 
Ο οσελότος είναι από τις ομορφότερες αγριόγατες

Ο οσελότος είναι ζώο κατά βάσιν εσπερο-νυκτόβιο (nocturno-crepuscular), αν και μπορεί να δραστηριοποιείται και κατά τη διάρκεια της ημέρας,[21] για περισσότερο από 12 ώρες κάθε 24ωρο. Επίσης, είναι πολύ εδαφικός (territorial), αγωνιζόμενος σκληρά, μερικές φορές μέχρι θανάτου σε διεκδικήσεις ζωτικού χώρου. Όπως και τα άλλα αιλουροειδή σηματοδοτεί το έδαφος μέσα στο οποίο κινείται με ούρα ή/και κόπρανα, αφήνοντας περιττώματα σε εμφανή σημεία.[19] Στις ανοικτές περιοχές, στις οποίες είναι εκτεθειμένοι, οι οσελότοι κινούνται μόνον κατά τις ασέληνες νύκτες ή στις βαριά συννεφιασμένες ημέρες.[14]

Γενικά, οι οσελότοι είναι μοναχικοί, και βρίσκονται μαζί μόνο για να ζευγαρώσουν. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ημέρας αναπαύονται σε δέντρα ή στα πυκνά φυλλώματα, οπότε περιστασιακά θα μοιραστούν αυτόν τον χώρο με άλλα άτομα, ακόμη και του ίδιου φύλου. Τα αρσενικά καταλαμβάνουν εδάφη της τάξης των 3,5 - 46 χμ², ενώ τα θηλυκά καταλαμβάνουν μικρότερες, μη-επικαλυπτόμενες περιοχές των 0,8 έως 15 χμ². Η μέση ημερήσια απόσταση που καλύπτουν τα αρσενικά είναι από 1,8 έως 7,6 χλμ, δύο φορές, περίπου, όσο τα θηλυκά.[14]

Παρόλο που κινούνται και αναζητούν την τροφή τους στο έδαφος, οι οσελότοι είναι εξαιρετικοί αναρριχητές και κολυμβητές.[17]

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Συνήθως, οι οσελότοι αναπαράγονται μόνο μία (1) φορά κάθε δεύτερο έτος, αλλά το θηλυκό μπορεί να ξαναζευγαρώσει εάν χάσει κάποια γέννα. Το ζευγάρωμα μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή του έτους, για παράδειγμα στο Τέξας και στο Μεξικό είναι όλο το χρόνο, αλλά στη ΒΑ. Αργεντινή και την Παραγουάη είναι από Οκτώβριο μέχρι Ιανουάριο.[14] Ο οίστρος διαρκεί 7-10 ημέρες και μετά το ζευγάρωμα, το θηλυκό αναζητεί ένα κρησφύγετο σε μια σπηλιά ή σε ένα βραχώδες κοίλωμα, στην κουφάλα ενός δένδρου ή μέσα σε έναν πυκνό -κατά προτίμηση- αγκαθωτό θάμνο.

Η κύηση διαρκεί 79-85 (Mondolfi, 1986) ημέρες και η γέννα αποτελείται συνήθως από ένα (1) μόνο γατάκι, που γεννιέται με τα μάτια κλειστά και λεπτό τρίχωμα. Γέννες με 2 ή 3 γατάκια μπορεί να προκύψουν, είναι όμως λιγότερο συχνές. Το μικρό μέγεθος γέννας και η σχετικά αραιή αναπαραγωγή κάνουν τον οσελότο ιδιαίτερα ευάλωτο στις πληθυσμιακές απώλειες Σε σύγκριση με άλλες μικρές αγριόγατες, τα μικρά του οσελότου μεγαλώνουν αρκετά αργά. Ζυγίζουν περίπου 250 γραμμάρια κατά τη γέννηση, και δεν ανοίγουν τα μάτια τους για 15 έως 18 ημέρες. Διαθέτουν ήδη κηλίδες κατά τη γέννηση, αλλά το τρίχωμά τους είναι γκρίζο και τα μάτια τους είναι μπλε, αλλάζοντας σε καφέ στους τρεις μήνες της ηλικίας, περίπου.Αρχίζουν να εγκαταλείπουν τη φωλιά στους 3 μήνες, αλλά παραμένουν με τη μητέρα τους για έως και 2 χρόνια, πριν φύγουν και αναζητήσουν τη δική τους περιοχή.

Οι οσελότοι αναπαράγονται από τους 18-22 μήνες για τα θηλυκά και μετά τα 2,5 έτη για τα αρσενικά.[14] Ζουν έως και 20 χρόνια σε αιχμαλωσία,[19] αλλά μόνον 7-10 χρόνια σε άγρια κατάσταση.[14]

 
Ο οσελότος Μπαμπού του Νταλί

Ο οσελότος έχει περιγραφεί ως «ανεκτικός» στη διατάραξη των οικοτόπων και εξακολουθεί να διαβιοί σε δασικά σημεία πλησίον ανθρώπινων οικισμών. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες τον «απεικονίζουν» ως περισσότερο εξειδικευμένο που λειτουργεί κάτω από σκληρούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς.[15]. Παρόλο που το εμπόριο γούνας του έχει κηρυχθεί παράνομο δεκαετίες πριν, εξακολουθεί να υφίσταται, αν και σε μικρότερο βαθμό. Άλλες απειλές είναι η απώλεια και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων του, το παράνομο εμπόριο ζωντανών ατόμων, καθώς και τα αντίποινα για τη λεηλασία των πουλερικών που επιφέρει σε κατοικημένες περιοχές.[22].

Περιστασιακά, οι οσελότοι μπορεί να αποτελέσουν θήραμα μεγαλύτερων αρπακτικών, όπως ιαγουάρων, ανακόντα ή αρπυιών.[17]

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Η γενική κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού θεωρείται καλή, γι’ αυτό και η IUCN κατατάσσει τον οσελότο στα Είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC),[22] ωστόσο, αυτή η «εικόνα» δεν είναι ομοιόμορφη σε όλες τις, κατά τόπους, κατανομές των πληθυσμών του. Δηλαδή, παρά την ευρεία εξάπλωση, η τοπική κατανομή του οσελότου διαφέρει σημαντικά. Έτσι, ενώ στο Μπελίζ και την Κόστα Ρίκα τείνει να αποτελεί από τις πιο διαδεδομένες αγριόγατες, στο Τέξας είναι σπανιότατος. Ευάλωτο είδος (VU) είναι στην Κολομβία [23] και την Αργεντινή,[24] ενώ στη Βραζιλία είναι διαδεδομένο μόνο στη Λεκάνη του Αμαζονίου, έξω από την οποία θεωρείται, επίσης, Ευάλωτο (VU).[25] Επίσης, μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η καθοδική τάση των πληθυσμών του, κυρίως λόγω απωλείας των ενδιαιτημάτων του.[22]

Η πυκνότητα του πληθυσμού σε όλη την επικράτεια, κυμαίνεται από 5 έως 100 άτομα/100 χμ² και, συνήθως, είναι υψηλότερη από εκείνη των συμπατρικών αιλουροειδών.[16]

Ο εναπομείνας πληθυσμός στο Τέξας μειώθηκε από 80 έως 120 άτομα, το 1995, σε λιγότερα από 50 άτομα στα τελευταία χρόνια με, περίπου, τους μισούς θανάτους να οφείλονται σε τροχαία ατυχήματα.[26][27] Τα περισσότερα σωζόμενα άτομα παραμένουν σε θαμνότοπους κοντά ή μέσα στο Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής Λαγκούνα Ατασκόζα (Laguna Atascosa) κοντά στο Μπράουνσβιλ (Brownsville) του Ν. Τέξας, 30-35 ζώα, περίπου.[28]

Στο Τρινιδάδ, ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων, καθώς και η παράνομη λαθροθηρία είναι σημαντικές απειλές για την επιβίωση των ελάχιστων πληθυσμών στο νησί. Όμως, δεν έχουν διενεργηθεί κάποιες σημαντικές μελέτες ώστε να εκτιμηθεί αξιόπιστα η εκεί κατάσταση. Ιστορικά αρχεία δείχνουν ότι το είδος υπήρχε και στο Τομπάγκο, αλλά έχει, εδώ και καιρό, εξαφανιστεί από το νησί.

Μέτρα διαχείρισης

Επεξεργασία
  • Το είδος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της CITES.
  • Το κυνήγι του απαγορεύεται στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Βολιβία, την Κολομβία, την Κόστα Ρίκα, τη Γαλλική Γουιάνα, τη Γουατεμάλα, την Ονδούρα, το Μεξικό, τη Νικαράγουα, τον Παναμά, την Παραγουάη, το Σουρινάμ, το Τρινιδάδ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ουρουγουάη και τη Βενεζουέλα, ενώ αυστηροί νόμοι έχουν θεσπιστεί στο Περού.[15] Μέρος από την επικράτεια του είδους περιλαμβάνει τις προστατευόμενες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που είναι σε θέση να συντηρήσουν μακροπρόθεσμα βιώσιμους πληθυσμούς.[29]

Οι οσελότοι ως κατοικίδια

Επεξεργασία

Όπως πολλές άγριες γάτες, οι οσελότοι περιστασιακά εκτρέφονται ως κατοικίδια ζώα. Ο πιο γνωστός οσελότος ήταν ο Μπαμπού (Babou), που ανήκε στον ιδιόρρυθμο ζωγράφο Νταλί, που τον έπαιρνε μαζί στα ταξίδια του.[30]

Οι προκολομβιανοί Μότσε (Moche) του Περού λάτρευαν ως θεό τον οσελότο και, συχνά, τον απεικόνιζαν στην τέχνη τους.[31]

Σημειώσεις

Επεξεργασία

i. ^ Στην ελληνική βιβλιογραφία ο οσελότος αναφέρεται και ως Πάρδαλις [32]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=1400003
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2014. 
  3. http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000003
  4. 4,0 4,1 http://www.iucnredlist.org/details/11509/0
  5. Gieteling (1972) in cats.org
  6. 6,0 6,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 48:456
  7. Karttunen, Frances (1983). An Analytical Dictionary of Nahuatl. Austin: University of Texas Press. p. 176
  8. Lockhart, James (2001). Nahuatl as Written: Lessons in Older Written Nahuatl, with Copious Examples and Texts. Stanford, California: Stanford University Press. p. 228
  9. catsg.org
  10. Syst. Nat. 10 ed. 10:42
  11. Johnson et al
  12. http://www.azcentral.com/news/articles/2010/04/17/20100417ocelot-spotted-arizona-ON.html
  13. http://azgfd.net/artman/publish/NewsMedia/Rare-ocelot-observed-in-southern-Arizona.shtml
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 cats.org
  15. 15,0 15,1 15,2 Nowell & Jackson
  16. 16,0 16,1 16,2 Oliveira et al. in press
  17. 17,0 17,1 17,2 http://animals.sandiegozoo.org/animals/ocelot
  18. http://www.mnh.si.edu/mna/image_info.cfm?species_id=130
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 Sunquist & Sunquist
  20. Briggs & Briggs
  21. de Oliveira & Cassaro
  22. 22,0 22,1 22,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/11509/0
  23. Rodriguez-Mahecha et al
  24. Diaz & Ojeda
  25. Machado et al
  26. http://www.tpwd.state.tx.us/publications/pwdpubs/media/pwd_bk_w7000_0013_ocelot.pdf
  27. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2014. 
  28. http://www.tpwd.state.tx.us/huntwild/wild/species/ocelot/
  29. de Oliveira et al. in submission
  30. http://www.liveauctioneers.com/item/16409634_dali-and-captain-moore-with-an-ocelot
  31. Museo Arqueologico Rafael Larco Herrera (1997). Katherine Berrin, ed. The Spirit of Ancient Peru: Treasures from the Museo Arqueologico Rafael Larco Herrera. New York City: Thames and Hudson. ISBN 978-0-500-01802-6.
  32. Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963, 10: 1049
  • Briggs, Mike; Peggy Briggs (2006). The Encyclopedia of World Wildlife. Parragon Books. ISBN 978-1-4054-3679-3.
  • de Oliveira, T. G. 1994. Neotropical cats: ecology and conservation. EDUFMA, São Luís, MA, Brazil.
  • de Oliveira, T. G. and Cassaro, K. 2005. Guia de campo dos felinos do Brasil. Instituto Pró-Carnívoros/Fundação Parque Zoológico de São Paulo/Sociedade de Zoológicos do Brasil/Pró-Vida Brasil, São Paulo, Brazil.
  • de Oliveira, T. G. de, Mazim F. D., Kasper, C. B., Tortato, M. A., Soares, J. B. G. and Marques, R. V. Submitted. Small Neotropical felids density in Brazil: a preliminary demographic assessment of the little known species. Biological Conservation.
  • de Oliveira, T. G. de, Tortato, M. A., Silveira, L., Kasper, C. B., Mazim, F. D., Lucherini, M. Jácomo, A. T., Soares, J. B. G., Marques, R. V. and Sunquist, M. In press. Ocelot ecology and its effect in the small-felid guild in the lowland Neotropics. In: D. W. Macdonald and A. Loveridge (eds), Biology and Conservation of Wild Felids, Oxford University Press, Oxford.
  • Díaz, G. B and Ojeda, R. A. (eds). 2000. Libro rojo: mamíferos amenazados de la Argentina. pp. 106 pp.. Soc. Argentina para el Estudio de los Mamíferos, Buenos Aires.
  • Edward Francis, Valpy Jackson:
  • Eizirik, E., Bonatto, S. L., Salzano, F. M., Johnson, W. E., O'Brien, S. J., Crawshaw Jr., P. G., Vie, J.-C. and Brousset, D. M. 1998. Phylogeographic patterns and evolution of the mitochondrial DNA control region in two neotropical cats (Mammalia, felidae). Journal of Molecular Evolution 47: 613-624.
  • https://web.archive.org/web/20140910182521/http://www.catsg.org/catsgportal/cat-website/catfolk/sp-accts.htm
  • IUCN. 2008. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 5 October 2008).
  • Johnson, W.E. et. al. (1998). "Tracking the evolution of the elusive Andean mountain cat (Oreailurus jacobitus) from mitochondrial DNA". Journal of Heredity 89 (3): 227–232. doi:10.1093/jhered/89.3.227. PMID 9656464
  • Machado, A. B. M., Drummond, G. M. and Martins, C. S. 2005. Lista da Fauna Brasileira Ameaçada de Extinção: Incluindo as Espécies Quase Ameaçadas e Deficientes em Dados. Fundação Biodiversitas, Belo Horizonte, Brazil.
  • Nowell, K. and Jackson, P. 1996. Wild Cats. Status Survey and Conservation Action Plan. IUCN/SSC Cat Specialist Group, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Rodriguez-Mahecha, J. V., Alberico, M., Trujillo, F. and Jorgenson, J. 2006. Libro Rojo de los Mamíferos de Colombia. Serie Libros Rojos de Especies Amenazadas de Colombia. Conservación Internacional Colombia & Ministerio de Ambiente, vivienda y Desarrollo Territorial, Bogota, Colombia.
  • Sunquist, M. and Sunquist, F. 2002. Wild Cats of the World. University of Chicago Press.