Ο ελληνικός στρατός στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Ελληνικός στρατός στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ ("Τριπλή Συνεννόηση") Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας και των συμμάχων της Ιταλίας, Αλβανίας και Σερβίας εναντίον των "κεντρικών αυτοκρατοριών" (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) και ειδικότερα των βαλκανικών συμμάχων τους Τουρκίας και Βουλγαρίας, στο λεγόμενο Μακεδονικό Μέτωπο. Ο Ελληνικός στρατός παρότι εισήλθε με καθυστέρηση στην παγκόσμια σύρραξη, λόγω της ασυμφωνίας μεταξύ βασιλέα και Πρωθυπουργού, εντούτοις παρουσίασε αξιόμαχο σύνολο, επιτυγχάνοντας να συνεισφέρει σημαντικά στην τελική νίκη των δυτικών συμμάχων. Οι σημαντικότερες στρατιωτικές επιτυχίες του σημειώθηκαν στη μάχη του Ραβινέ (1 Μαΐου 1917), στη μάχη του Σκρά (17 Μαΐου 1918), αλλά και στην τελική επίθεση που εκδηλώθηκε από τις δυτικές δυνάμεις καθόλο το μήκος του βαλκανικού μετώπου, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς και οδήγησε στη διάσπαση των εχθρικών γραμμών και την τελική ήττα των Γερμανοβουλγαρικών στρατιωτικών τμημάτων.

Ιστορικό πλαίσιο Επεξεργασία

Μετά την επικράτηση στην Ελλάδα του κινήματος της Εθνικής Άμυνας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους συνεργάτες του, η χώρα εγκατέλειψε την τακτική της αυστηρής ουδετερότητας που υποστήριζε σθεναρά ο έκπτωτος πλέον μονάρχης Κωνσταντίνος Α΄ και εξήλθε ολοκληρωτικά στην ευρωπαϊκή πολεμική σύρραξη που μαινόταν από τον Ιούλιο του 1914. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η Ελλάδα είχε συμφέρον να μη μείνει αμέτοχη στον πόλεμο, καθότι πεποίθησή του ήταν πως σε αυτόν θα επικρατούσαν οι δυτικοί σύμμαχοι. Αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες Τουρκία και Βουλγαρία, με τις οποίες υπήρχαν εκκρεμείς υποθέσεις μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων λόγω των διεκδικήσεών τους, εκτιμούσε ότι θα υπήρχαν οι δυνατότητες να προωθηθούν με ευνοϊκό τρόπο τα εθνικά αλυτρωτικά θέματα. Οι σύμμαχοι από την άλλη είχαν ανάγκη τον ελληνικό στρατό προκειμένου να κυριαρχήσουν στη βαλκανική χερσόνησο, δημιουργώντας ένα τρίτο μέτωπο που θα τους βοηθούσε να χαλαρώσουν την πίεση που δέχονταν τόσο στο δυτικό μέτωπο όσο και στο ανατολικό μέτωπο, όπου η Ρωσία είχε υποστεί σοβαρότατες απώλειες.

Το βαλκανικό μέτωπο Επεξεργασία

Σε αυτό διακρίνονταν τρεις κύριοι τομείς: Ο δυτικός από την Εριγώνα μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ο κεντρικός από τον ποταμό Αξιό μέχρι το Μοναστήρι και ο ανατολικός που εκτεινόταν από τον ποταμό Αξιό έως τον κόλπο του Στρυμόνα. Οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν συνολικά αναπτύξει σε αυτό 284 τάγματα, εκ των οποίων 63 ήσαν ελληνικά. Οι ελληνικές δυνάμεις την άνοιξη του 1917 αποτελούνταν από ένδεκα μεραρχίες (περίπου 130.000 άνδρες). Τρεις μεραρχίες είχαν ήδη συγκροτηθεί στη Μακεδονία από την Εθνική Άμυνα, ενώ οι υπόλοιπες οκτώ προήλθαν από επιστράτευση, συγκροτώντας τα Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού (μεραρχίες Ι, ΙΙ, ΧΙΙΙ, Κρήτης, ΙΙΙ, ΙV, Αρχιπελάγους και Σερρών).

Η μάχη στο Ραβινέ Επεξεργασία

Το Ραβινέ ήταν ένα οχυρωμένο ύψωμα επί του ελληνικού εδάφους στη δυτική πλευρά του Αξιού, το οποίο κατήχαν ισχυρές γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις. Αποτελούσε ένα από τα βασικότερα ερείσματα της αμυντικής τους διάταξης και ως εκ τούτου η κατάληψή του κρινόταν απαραίτητη από το συμμαχικό επιτελείο. Από τις 23 έως τις 30 Απριλίου του 1917 το ύψωμα προσβλήθηκε με προπαρασκευαστικό βομβαρδισμό και επίθεση των ελληνικών τμημάτων, με προεξάρχοντα τα τάγματα των λοχαγών Κονδύλη και Τσάκαλου. Τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου εκδηλώθηκε η κύρια επιθετική ενέργεια στην οποία πήραν μέρος τρεις ελληνικοί λόχοι του τάγματος Γουλιανού, που κατάφεραν να εκδιώξουν τους κύριους υπερασπιστές του υψώματος, δυο βουλγαρικούς λόχους, συλλαμβάνοντας και περίπου 60 αιχμαλώτους. Ωστόσο ο εχθρός αντεπιτέθηκε άμεσα με συνέπεια οι ελληνικές δυνάμεις να υποστούν βαριές απώλειες, αφού το σύνολο σχεδόν των ανδρών τους σκοτώθηκε ή τραυματίσθηκε με τον διοικητή λόχου υπολοχαγό Καρακουλάκη να περιλαμβάνεται στους νεκρούς. Όλα αυτά οδήγησαν σε προσωρινή εγκατάλειψη του υψώματος, έως ότου μια νέα ελληνική αντεπίθεση από τους λόχους Ντερτιλή, Χαιρέτη και μια διμοιρία υπό τον ανθυπαστιστή Γκέκα να καταλήξει σε επανάκτησή του.

Η μάχη στο Σκρα Επεξεργασία

Κύριο λήμμα: Μάχη του Σκρα

Το ύψωμα 1097 (Σκρα) βρίσκεται στα μέσα της συνοριακής γραμμής Βουλγαρίας-Ελλάδας που εκτείνεται από το όρος Μπέλες έως το όρος Καϊμακτσαλάν και εντός της ελληνικής επικράτειας. Ήταν μια οχυρωμένη θέση την οποία υπεράσπιζαν γερμανοβουλγαρικά τμήματα. Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 17ης Μαΐου του 1918 άρχισε η ελληνική επίθεση από τη μεραρχία Αρχιπελάγους (υπό το στρατηγό Ιωάννου), ενός συντάγματος Κρητών υπό το στρατηγό Σπηλιάδη και τη μεραρχία Σερρών με επικεφαλής το στρατηγό Εμ. Ζυμβρακάκη. Στη μάχη διακρίθηκαν ιδιαιτέρως τα τμήματα του ταγματάρχη Νικ. Πλαστήρα και του αντισυνταγματάρχη Γ. Κονδύλη. Η μάχη έληξε με ελληνική νίκη, που απέφερε κατάληψη άφθονου πολεμικού υλικού και 1.800 αιχμαλώτους. Στις απώλειες του ελληνικού στρατού περιλαμβάνεται ο διοικητής τάγματος Β. Παπαγιάννης.

Η τελική επίθεση Επεξεργασία

Στις 5:30 το πρωΐ της 2 Σεπτεμβρίου του 1918 ξεκίνησε η τελική επίθεση των συμμάχων σε όλο το μήκος του βαλκανικού μετώπου, υπό την ηγεσία του γάλλου αρχιστράτηγου Φρανσέ Ντ΄Εσπερέ. Οι ελληνικές δυνάμεις μετείχαν στην προσβολή της περιοχής ανατολικά του Αξιού, με στόχο την κατάληψη των οχυρωματικών θέσεων Μπέλες και Ρούπελ. Δυο ελληνικές μεραρχίες ανέλαβαν την εκκαθάριση του όρους της Τζένας στην περιφέρεια Αριδαίας, στόχος που επιτεύχθηκε το απόγευμα της ίδιας ημέρας από το Σύνταγμα Γαργαλίδη. Στις 4 Σεπτεμβρίου άρχισε η καταδίωξη των ηττημένων βουλγαρικών μεραρχιών, στην οποία πήραν μέρος έξι αντίστοιχες ελληνικές (ΙΙΙ, ΙV, ΧΙV, Κρήτης, Αρχιπελάγους και Σερρών). Στις 10 Σεπτεμβρίου η XIV ελληνική μεραρχία κατέλαβε το Κοστουρίνο, αποκόπτωντας τους βουλγάρους. Τρεις μέρες μετά η ίδια μεραρχία εισήλθε και στη Στρώμνιτσα, ενώ η μεραρχία Κρήτης κατέλαβε το Μπέλες. Χάρις στην ελληνική διείσδυση βρετανικές, γαλλικές και σερβικές δυνάμεις πέτυχαν να εισέλθουν στα Σκόπια, εγκλωβίζοντας εκεί τη XI γερμανική στρατιά. Η προέλαση των συμμαχικών δυνάμεων είχε εμποδίσει έτσι τους βούλγαρους να αποτρέψουν την κατάληψη εδαφών τους που είχαν κερδίσει με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).

Το ελληνικό Α' Σώμα Στρατού (Μεραρχίες II, III και XIII) υπό την ευθύνη του αντιστράτηγου Π. Δαγκλή επιχειρούσε στην ανατολική πλευρά του μετώπου, στην περιοχή που εκτείνεται από τον κόλπο του Ορφανού έως τη Λίμνη Κερκίνη. Παράλληλα η XIV Μεραρχία εισέδυσε βαθιά στη βουλγαρική επικράτεια, καταλαμβάνοντας τη θέση Νόβο Σέλο και το ομώνυμο χωριό. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1918 η Βουλγαρία ζήτησε τη σύναψη ανακωχής, η οποία και πραγματοποιήθηκε την επομένη, 16 Σεπτεμβρίου. Προκειμένου όμως να διασφαλιστούν τα συμμαχικά συμφέροντα ο αρχιστράτηγος Φρανσέ Ντ'Εσπερέ διέταξε την προώθηση μονάδων στα αντίστοιχα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας και την καταδίωξη των γερμανοαυστριακών από τη σερβική επικράτεια. Οι ελληνικές δυνάμεις πέτυχαν να απελευθερώσουν για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια σχεδόν ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία (Δράμα, Καβάλα και Σέρρες). Στις 17 Οκτωβρίου η Υψηλή Πύλη υπέγραψε με την Βρετανία μονομερώς στο Μούδρο, δίχως να ενημερωθούν οι υπόλοιποι δυτικοί σύμμαχοι, ένα πρωτόκολλο ανακωχής. Στις 31 Οκτωβρίου μια συμμαχική ναυτική μοίρα στην οποία συμμετείχαν τα ελληνικά πλοία Κιλκίς και Αβέρωφ πέρασε από τα Δαρδανέλλια και κατέπλευσε στο λιμένα της Κωνσταντινούπολης, ενώ τμήμα Κρητών χωροφυλάκων εγκαταστάθηκε στο Φανάρι ως φρουρά του Πατριαρχείου.

Με ιδιαιτέρως κολακευτικά λόγια για την ελληνική συνεισφορά στην επιτυχή έκβαση του Α' Π.Π. εκφράσθηκαν μια πλειάδα από διοικητές στρατιωτικών σχηματισμών, όπως ο βρετανός στρατηγός Μιλν, ο γάλλος στρατηγός Ανρύ και ο γάλλος αρχιστράτηγος Φρανσέ Ντ'Εσπερέ. Ο τελευταίος στην ημερήσια διαταγή που εξέδωσε μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας ανέφερε: "Ιδιαιτέρως δια τον Ελληνικόν Στρατόν τονίζω τον ζήλον, την ανδρείαν και την παροιμιώδη ορμήν την οποίαν επέδειξε κατά τον υπ' αυτού διαδραματισθέντα ένδοξον ρόλον επί των οχθών του Εριγώνος και του Αξιού".

Πηγή Επεξεργασία

  • Ιωάννης Δάφνης (Αντιστράτηγος ε.α.), σειρά άρθρων με τίτλο: "Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος", στην εφημερίδα "Εθνική Ηχώ", φύλλα 610 & 612, Αυγούστου & Οκτωβρίου 2014.