Παγονέρι Δράμας

οικισμός της Ελλάδας

Συντεταγμένες: 41°24′4″N 24°1′45″E / 41.40111°N 24.02917°E / 41.40111; 24.02917

Το Παγονέρι (πρώην Τσερέσοβο[1]) είναι ορεινό χωριό του δήμου Κάτω Νευροκοπίου της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σύμφωνα με την απογραφή 2011 είχε πληθυσμό 154 μονίμων κατοίκων[2] και σύμφωνα με εκείνη του 2021 102.

Παγονέρι
Παγονέρι is located in Greece
Παγονέρι
Παγονέρι
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΑνατολικής Μακεδονίας και Θράκης
Περιφερειακή ΕνότηταΔράμας
ΔήμοςΚάτω Νευροκοπίου
Γεωγραφία
ΝομόςΝομός Δράμας
Υψόμετρο670
Πληροφορίες
Παλαιά ονομασίαΤσερέσοβο
Ταχ. κώδικας660 33
Τηλ. κωδικός25230

Γενικά και ιστορικά στοιχεία Επεξεργασία

Το Παγονέρι βρίσκεται κοντά στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία. Απέχει 55 χλμ. Β.-ΒΔ. από τη Δράμα (μέσω Βώλακα) και 21 χλμ. ΝΔ. από το Κάτω Νευροκόπι (έδρα του δήμου). Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 670 μέτρων[3] στις βόρειες πλαγιές του όρους Φαλακρό και δυτικά του ποταμού Νέστου.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων του χωριού ήταν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους πληθυσμούς γειτονικών χωριών που είχαν προσχωρήσει στη βουλγαρική Εξαρχία[4]. Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, το Παγονέρι (τότε Τσερέσοβο) αποτέλεσε ένα από τα ελληνικά κέντρα της περιοχής, με κατοίκους του να εντάσσονται σε αντάρτικά σώματα ή να δρουν υποστηρικτικά προς τους μακεδονομάχους[4][5][6].

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το χωριό πέρασε προσωρινά υπό βουλγαρικό έλεγχο[4], ενώ μετά τον Β΄ Βαλκανικό περιήλθε - όπως και ο υπόλοιπος νομός Δράμας - στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 1913 από τις ελληνικές αρχές, είχε πληθυσμό 324 κατοίκων (159 ανδρών και 165 γυναικών)[7]. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Παγονέρι τέλεσε υπό νέα βουλγαρική κατοχή (1916-1918)[4].

Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής Κατοχής του 1941-1944, οι κάτοικοι του Παγονερίου συμμετείχαν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση ως αντάρτες των τμημάτων του Αντώνη Φωστερίδη. Ως σημαντικότερος τοπικός οπλαρχηγός εκείνης της περιόδου αναγνωρίζεται ο Χρήστος Τάσκας, ενώ αναφέρονται ακόμη οι Α. Βούγκας και Σ. Γοριδάρης. Την ίδια περίοδο και ιδίως μετά τη μάχη της γέφυρας Παπάδων, 205 κάτοικοι του Παγονερίου εκτοπίστηκαν στο Σβέτι Βρατς (νυν Σαντάνσκι) της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας και επέστρεψαν στις εστίες τους μετά την Απελευθέρωση[8]. Κατά τον Εμφύλιο, οι κάτοικοι του χωριού τάχθηκαν στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων[9].

Διοικητικά, το 1919 το χωριό ορίστηκε το 1919 έδρα κοινότητας. Από το 1926 μέχρι και το 1994 ανήκε στην επαρχία Δράμας, ενώ στη συνέχεια υπήχθη στην επαρχία Κάτω Νευροκοπίου[1]. Από το 1997 ανήκει στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου και σύμφωνα με το Σχέδιο Καλλικράτης αποτελεί την τοπική κοινότητα Παγονερίου.

Επιφανείς κάτοικοι Επεξεργασία

Στο Παγονέρι γεννήθηκαν οι μακεδονομάχοι Δημήτριος Πέντσας[4][5][6] και Αθανάσιος Βλάχος ή Μόνιος[5][6], καθώς και ο αντιστασιακός Χρήστος Τάσκας.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 «Παγονέρι - Διοικητικές μεταβολές της Τ.Α.». eetaa.gr. ΕΕΤΑΑ. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2022. 
  2. «ΦΕΚ αποτελεσμάτων ΜΟΝΙΜΟΥ πληθυσμού απογραφής 2011», σελ. 10484 (σελ. 10 του pdf)
  3. Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 196, τομ. 26. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), Οι άλλοι καπετάνιοι. Αντικομουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, δ΄ έκδοση, Αθήνα 2007, σ. 333.
  5. 5,0 5,1 5,2 «Ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιφέρεια της Δράμας». kepaam.gr. ΚΕ.Π.Α.Α.Μ. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2022. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος (επιστημονική επιμέλεια), Αφανείς, γηγενείς Μακεδονομάχοι, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών-University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 26.
  7. Βασίλειον της Ελλάδος. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Στατιστικής, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, Εν Αθήναις, 1915, σελ. 53.
  8. Μαραντζίδης (επιμ.) 2011, σελ. 334.
  9. Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη, Επιτηρούμενες ζωές. Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία, Αλεξάνδρεια, β΄ έκδοση, σελ. 226.