Παύλος Μελάς (ταινία)

ταινία του 1974

Ο Παύλος Μελάς είναι μία ελληνική ταινία που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1974. Πρόκειται για ένα ηρωικό[1] πολεμικό μελόδραμα,[2] που σκηνοθέτησε ο Φίλιππος Φυλακτός. Θέμα της ταινίας είναι η ηρωική προσωπικότητα του Παύλου Μελά από την παιδική του ηλικία ως το θάνατό του και η δράση του στη Μακεδονία.[3] Είναι μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που ασχολούνται με το Μακεδονικό Αγώνα που γυρίστηκαν την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας.[4]

Παύλος Μελάς (ταινία)
ΣκηνοθεσίαΦίλιππος Φυλακτός
ΠαραγωγήΓενικό Επιτελείο Στρατού της Ελλάδας
ΠρωταγωνιστέςΓεωργία Βασιλειάδου και Λάκης Κομνηνός
Πρώτη προβολή1974
ΠροέλευσηΕλλάδα

Παραγωγή

Επεξεργασία

Το αρχικό σενάριο της ταινίας του Αντώνη Δαυίδ είχε υποβληθεί στο 7ο Επιτελικό Γραφείο του Αρχηγείο Στρατού και εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 1970. Σύμφωνα με την εισαγωγή του σεναρίου, η ταινία αποσκοπούσε στην προπαγάνδιση της θέσης ότι η Μακεδονία «ήταν προαιώνια, είναι και θα είναι μόνον Ελληνική». Το σενάριο τροποποιήθηκε από το Φυλακτό, ειδικό συνεργάτη του 7ου γραφείου, που περιόρισε τις αντιτουρκικές σκηνές και αύξησε τις αντιβουλγαρικές, και ξαναϋποβλήθηκε προς έγκριση τον Ιανουάριο του 1972 και τον ίδιο μήνα εγκρίθηκε από μία «επιτροπή ελέγχου» και τον γενικό γραμματέα Τύπου και Πληροφοριών.[5] Σε συνέντευξη τύπου τον επόμενο μήνα ο Φυλακτός έκανε για πρώτη φορά δημοσίως λόγο για την ταινία και δήλωσε ότι την ιδέα της ταινίας συνέλαβε το 7ο Γραφείο.[6] Την άνοιξη του 1972 το υπουργείο Εξωτερικών έκρινε ότι το πλήθος των σκηνών φρίκης θα προκαλούσε προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Τον Απρίλιο ο δικτατορικός πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος σε σύσκεψη για το Μακεδονικό έδωσε οδηγίες η ταινία «να μην πηγάζη από κρατικήν υπηρεσία» και να γίνει «επισταμέν[η] επεξεργασί[α] του σεναρίου».[7] Η στρατιωτική κυβέρνηση παρήγγειλε το γύρισμα της ταινίας:[1] το Μάιο στάλθηκαν οδηγίες στο Αρχηγείο Στρατού για να γυριστεί η ταινία,[7] το Αρχηγείο Στρατού ήταν ο παραγωγός, ενώ ο λοχαγός Επιτροπάκης, που επόπτευσε την έκδοση της ΔΙΣ για το Μακεδονικό Αγώνα, χρημάτισε και «ιστορικός πραγματογνώμων» για το σενάριο της ταινίας.[6][5]

Η ταινία γυρίστηκε επί Παπαδόπουλου, αλλά προβλήθηκε επί δικτατορίας του Ιωαννίδη.[7] Προβλήθηκε για 9 εβδομάδες στην Αθήνα και λίγο μικρότερο διάστημα στην υπόλοιπη Ελλάδα.[5] Προωθήθηκε από το δικτατορικό καθεστώς,[2] την παρακολούθησαν υποχρεωτικά οι μαθητές των σχολείων της χώρας[1] και έκοψε 432.989 εισιτήρια[2] στην Αθήνα.[5] Η προβολή της ταινίας προκάλεσε την αντίδραση της Βουλγαρίας.[7] Ο τότε πρέσβης της Βουλγαρίας στην Αθήνα Λιούμπομιρ Ποπόφ τη χαρακτηρίζει αντιβουλγαρική, λόγω του ότι παρουσιάζει τους Βούλγαρους ως θηριώδεις εγκληματίες.<[7] Μετά την πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974 η ταινία έπαψε να προβάλλεται.[2] Τη δεκαετία του 1980 κυκλοφόρησε σε βιντεοκασέτα, ενώ το 2007 η νεολαία του ΛαΟΣ την ανήρτησε στο διαδίκτυο. Το 2010 διανεμήθηκε σε DVD από το ακροδεξιό περιοδικό Patria, που τότε υποστήριζε το ΛαΟΣ, και παρουσίασε ανακριβώς την ταινία ως απαγορευμένη. Λόγο περί απαγορευμένης ταινίας έκανε επίσης η εφημερίδα Δημοκρατία, όταν μοίρασε την ταινία ως DVD τον Οκτώβριο του 2012 και του 2013. Μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας των Πρεσπών οργανώθηκαν δωρεάν προβολές της σε κινηματογράφους πόλεων της Μακεδονίας.[5]

Η ταινία προβάλλει την ύπαρξη ενός «σχεδίου αφελληνισμού» της Μακεδονίας με την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών και την καταναγκαστική αποδοχή της βουλγαρικής Εκκλησίας και της βουλγαρικής γλώσσας από όσους έχουν ελληνική συνείδηση. Σύμφωνα με τις ταινίες που παρήχθησαν για το Μακεδονικό Αγώνα την περίοδο αυτή, το σχέδιο αυτό εφαρμοζόταν από τους κομιτατζήδες, που παρουσιάζονται ως ομάδες αιμοσταγών και ημιάγριων απολίτιστων «ληστών», με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδίως της Ρωσίας.[8] Οι περισσότεροι κινηματογραφικοί κριτικοί των ημερών στις ελληνικές εφημερίδες εξύμνησαν το ιδεολογικό μήνυμα και το σκοπό της ταινίας, αλλά επέκριναν τις καλλιτεχνικές της όψεις με εξαίρεση τη φωτογραφία.[5] Η ταινία έχει επικριθεί από το δημοσιογράφο και ιστορικό Τάσο Κωστόπουλο για το ότι παρουσιάζει το Μελά και τους συνεργάτες του όμοιους με τους πραξικοπηματίες του 1967[6] και ότι «ξεχειλίζει από αναρίθμητα πραγματολογικά λάθη, ακόμη και σε σχέση με την κυρίαρχη εθνικιστική αφήγηση».[5]

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία