Ριφιφί
Το Ριφιφί (γαλλικά: Du rififi chez les hommes) είναι ασπρόμαυρη αστυνομική ταινία του 1955 σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ωγκύστ λε Μπρετόν. Πρωταγωνιστούν οι Ζαν Σερβέ, Καρλ Μένερ, Ρομπέρτ Μανουέλ και ο ίδιος ο Ντασέν.
Ριφιφί Du rififi chez les hommes | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Ζυλ Ντασέν |
Σενάριο | Ζυλ Ντασέν, Ωγκύστ Λε Μπρετόν και René Wheeler |
Βασισμένο σε | d:Q15102482 |
Πρωταγωνιστές | Ζαν Σερβέ, Καρλ Μένερ, Ζυλ Ντασέν, Ρομπέρ Χοσεΐν, Μαγκαλί Νοέλ, Janine Darcey, Αλέν Μπουβέτ, Αντρέ Νταλιμπέρ, Claude Sylvain, Daniel Mendaille, Dominique Collignon-Maurin, Εμίλ Ζενεβουά, Fernand Sardou, Jacques David, Jean Bellanger, Lita Recio, Marcel Lesieur, Marcel Lupovici, Marcel Rouzé, Marcelle Hainia, Marie Sabouret, Maryse Paillet, Μουστάς, Pierre Grasset, René Hell, Ρομπέρ Μανουέλ και Τέντι Μπίλης |
Μουσική | Ζορζ Ορίκ |
Φωτογραφία | Philippe Agostini |
Μοντάζ | Roger Dwyre |
Εταιρεία παραγωγής | Pathé |
Διανομή | Pathé και Netflix |
Πρώτη προβολή | 1955 και 13 Απριλίου 1955 (Γαλλία)[1] |
Διάρκεια | 115 λεπτά |
Προέλευση | Γαλλία |
Γλώσσα | Γαλλικά |
δεδομένα ( ) |
Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται σε τέσσερις κακοποιούς και φίλους, οι οποίοι αποφασίζουν να διαρρήξουν ένα κοσμηματοπωλείο στο κέντρο του Παρισιού. Κλασική είναι η σκηνή της διάρρηξης, τριάντα περίπου λεπτών, στη διάρκεια της οποίας οι τέσσερις άνδρες δεν μιλούν καθόλου και η οποία έχει γυριστεί χωρίς καθόλου μουσική.
Έχοντας μπει από το 1950 στην Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ και έτσι μη μπορώντας να βρει δουλειά ο Ντασέν κατέφυγε στη Γαλλία όπου γύρισε το Ριφιφί. Με την ταινία αυτή ο Ντασέν κέρδισε, την ίδια χρονιά, το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
Πλοκή
ΕπεξεργασίαΟ Τονί Στεφανουά (Ζαν Σερβέ) βγαίνει από τη φυλακή αφού έχει εκτίσει ποινή πέντε χρόνων. Ο Τζο (Καρλ Μένερ) (του οποίου τον γιο έχει βαφτίσει ο Στεφανουά) του προτείνει να διαρρήξουν, με τη βοήθεια και ενός Ιταλού φίλου του, του Μάριο, ένα κοσμηματοπωλείο στο κέντρο του Παρισιού. Ο Τονί αρχικά αρνείται να συμμετάσχει στη διάρρηξη. Το ίδιο βράδυ συναντά στο κλαμπ του Πιερ Γκρούτερ την παλιά ερωμένη του, τη Μαντό, η οποία μετά τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Τονί τα έφτιαξε με το Γκρούτερ. Φεύγουν μαζί από το κλαμπ και πάνε στο σπίτι του Τονί όπου εκείνος τη χτυπά βάναυσα για να την εκδικηθεί που τον εγκατέλειψε. Την επομένη συναντά τον Τζο και τον Μάριο και τους λέει πως άλλαξε γνώμη και θα συμμετάσχει στη διάρρηξη μόνο όμως εφόσον γίνει σύμφωνα με το δικό του σχέδιο. Στόχος τους είναι πλέον το χρηματοκιβώτιο και όχι τα κοσμήματα στη βιτρίνα. Ο Μάριο τους φέρνει σε επαφή με έναν συμπατριώτη του, τον Σέζαρ (Ζυλ Ντασέν) που είναι ειδικός στα χρηματοκιβώτια. Οι τέσσερις τους, αφού βρίσκουν τον τρόπο να αχρηστεύσουν το σύστημα συναγερμού, μπαίνουν στο κοσμηματοπωλείο ανοίγοντας μια τρύπα στην οροφή. Η διάρρηξη ξεκινά το βράδυ της Κυριακής και ολοκληρώνεται επιτυχώς τα ξημερώματα της Δευτέρας.
Μετά τη διάρρηξη ο Σέζαρ, εν αγνοία τόσο του Τονί όσο και του Τζο και παρά τις προειδοποιήσεις τους, χάρισε ένα πανάκριβο δαχτυλίδι, από τα κλοπιμαία, στην Βίβιαν η οποία τραγουδούσε στο κλαμπ του Γκρούτερ. Ο τελευταίος βλέπει τα σημάδια στην πλάτη της Μαντό, από το ξυλοδαρμό της από το Τονί και η Μαντό του λέει πως αποφάσισε να διαλύσει τη σχέση τους. Τότε ο Γκρούτερ, αφού δίνει ναρκωτικά στον αδερφό του, του δίνει εντολή να σκοτώσει τον Τονί. Όταν όμως βλέπει το δαχτυλίδι της Βίβιαν και μαθαίνει ποιος της το έδωσε καταλαβαίνει ότι ο Στεφανουά ήταν αναμεμειγμένος στη διάρρηξη και λέει στον αδερφό του να μην το σκοτώσει, καθώς πλέον τον χρειάζεται ζωντανό για να του πάρει τα κλοπιμαία. Προκειμένου να μάθει περισσότερα πιάνει τον Σέζαρ ο οποίος φοβούμενος την αντίδραση του Γκρούτερ, καρφώνει τον Μάριο, στο σπίτι του οποίου βρίσκονται τα κλοπιμαία. Ο Γκρούτερ, με τα αδέρφια του, πηγαίνει στο σπίτι του Μάριο, τον σκοτώνει, όπως και τη φίλη του, όταν προσπαθούν να αποτρέψουν τον Τονί να πάει εκεί αλλά δεν βρίσκουν τα κλοπιμαία. Μετά το θάνατο του Μάριο, ο Τονί πάει στο κλαμπ, ψάχνοντας τον Γκρούτερ και βρίσκει δεμένο τον Σέζαρ, ο οποίος ομολογεί ότι αυτός έδωσε τον συμπατριώτη του στον Γκρούτερ και ο Τονί τον σκοτώνει.
Τελικά ο Γκρούτερ και τα αδέρφια του απάγουν τον πεντάχρονο γιπ του Τζο για να τον εκβιάσουν προκειμένου να τους δώσει τα κλοπιμαία. Στο μεταξύ ο Τζο και ο Τονί έχουν δώσει τα κλεμμένα χρυσαφικά σε έναν γνωστό τους στο Λονδίνο και περιμένουν να τους φέρει τα χρήματα. Ο Τζο αποφασίζει, όταν θα πάρει τα λεφτά, να τα δώσει στους απαγωγείς όμως ο Στεφανουά προσπαθεί να τον αποτρέψει, λέγοντάς του ότι αν πάρουν τα χρήματα ο Γκρούτερ και τα αδέρφια του δε θα διστάσουν να σκοτώσουν τον μικρό. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της Μαντό, μαθαίνει ότι το πιθανότερο είναι το παιδί να βρίσκεται σε μια εξοχική κατοικία που έχτιζε ο Γκρούτερ. Πηγαίνει εκεί, σκοτώνει τα αδέρφια του Γκρούτερ και απελευθερώνει το παιδί. Γυρίζοντας στο Παρίσι, σταματά σε ένα μπαρ για να τηλεφωνήσει στον Τζο και να του πει πως το παιδί είναι καλά αλλά μαθαίνει ότι εκείνος, που στο μεταξύ είχε πάρει τα χρήματα, κατευθύνεται, ύστερα από τηλεφώνημα του Γκρούτερ, στο εξοχικό. Επιστρέφει εκεί αλλά ο Γκρούτερ έχει σκοτώσει ήδη το Τζο. Ο Στεφανουά καταφέρνει να σκοτώσει τον Γκρούτερ, μολονότι ο τελευταίος είχε προλάβει να τον τραυματίσει, παίρνει τα λεφτά και φεύγει προκειμένου να επιστρέψει το παιδί στην μητέρα του. Φτάνοντας στο σπίτι πεθαίνει πάνω στο τιμόνι ενώ η γυναίκα του Τζο τρέχει και παίρνει το παιδί. Ένας αστυνομικός καθώς και κόσμος από τη γειτονιά πλησιάζουν στο αυτοκίνητο και ανακαλύπτουν τη βαλίτσα με τα χρήματα.
Διανομή ρόλων
Επεξεργασία- Ζαν Σερβέ - Τονί Στεφανουά
- Ζυλ Ντασέν - Σεζάρ ο Μιλανέζος
- Ρομπέρ Μάνουελ - Μάριο Φεράτι
- Καρλ Μένερ - Τζο ο Σουηδός
- Ρομπέρ Χοσεΐν - Ρέμι Γκράττερ
- Μαρί Σαμπουρέ - Μαντό
- Μαγκαλί Νοέλ - Βιβιάν
- Τζανίν Ντάρσι - Λουίζ
Παραγωγή
ΕπεξεργασίαΑνάπτυξη
ΕπεξεργασίαΤο Ριφιφί αρχικά επρόκειτο να σκηνοθετηθεί από τον Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, έναν μετέπειτα διακεκριμένο δημιουργό του είδους των ταινιών ληστειών. Ο Μελβίλ έδωσε την ευκαιρία στον Αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν όταν ο τελευταίος ζήτησε την άδειά του να αναλάβει την σκηνοθεσία.[2] Ήταν η πρώτη ταινία του Ντασέν μετά από πέντε χρόνια.[3] καθώς είχε μπει στη μαύρη λίστα στο Χόλιγουντ όταν ο συνάδελφός του σκηνοθέτης Έντουαρντ Ντμίτρικ τον κατονόμασε ως κομμουνιστή στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής τον Απρίλιο του 1951.[3] Στη συνέχεια, ο Ντασέν προσπάθησε να ξαναχτίσει την καριέρα του στην Ευρώπη. Αρκετά τέτοια κινηματογραφικά έργα σταμάτησαν μέσω μακρινών προσπαθειών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.[4] Ο Ντασέν επιχείρησε να σκηνοθετήσει μια ταινία η οποία σταμάτησε αφού οι αστέρες Φερναντέλ και Ζα Ζα Γκαμπόρ αποσύρθηκαν υπό την πίεση των Αμερικανών.[3] Μια προσπάθεια να κινηματογραφηθεί η προσαρμογή του Μαστρο-Ντον Τζεζουάλντο του Τζιοβάνι Βέργκα στη Ρώμη σταμάτησε κατόπιν πιέσεων από την Πρεσβεία των ΗΠΑ.[2] Ο Ντασέν έλαβε μια προσφορά από έναν πράκτορα στο Παρίσι όπου συνάντησε τον παραγωγό Ανρί Μπεράρ που είχε αποκτήσει τα δικαιώματα για το δημοφιλές αστυνομικό μυθιστόρημα Du Rififi chez les hommes του Ογκίστ Λε Μπρετόν.[2] Ο Μπεράρ επέλεξε το Ντασέν λόγω της μεγάλης επιτυχίας στη Γαλλία της προηγούμενης ταινίας του Ντασέν Γυμνή πόλη.[2]
Σενάριο
ΕπεξεργασίαΧρησιμοποιώντας την μητρική του αγγλική γλώσσα, ο Ντασέν έγραψε το σενάριο του Ριφιφί σε έξι ημέρες με τη βοήθεια του σεναριογράφου Ρενέ Γουίλερ, ο οποίος στη συνέχεια πήρε το υλικό και το μετέφρασε στα γαλλικά.[2] Ο Ντασέν μισούσε το μυθιστόρημα καθώς τον απωθούσε το ρατσιστικό θέμα της ιστορίας στο οποίο οι αντίπαλοι γκάνγκστερ ήταν σκοτεινοί Άραβες και Βορειοαφρικανοί που αντιπαρατάχθηκαν με ανοιχτόχρωμους Ευρωπαίους. Επίσης, το βιβλίο απεικόνιζε ανησυχητικά γεγονότα όπως η νεκροφιλία —σκηνές που ο Ντασέν δεν ήξερε πώς να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη.[2][5][6] Ο Μπεράρ πρότεινε να γίνει η αντίπαλη συμμορία αμερικανική, υποθέτοντας ότι ο Ντασέν θα ενέκρινε. Ο Ντασέν ήταν εναντίον αυτής της ιδέας καθώς δεν ήθελε να κατηγορηθεί ότι πήρε εκδίκηση στην οθόνη. Ο Ντασέν υποβάθμισε την εθνικότητα των αντίπαλων γκάνγκστερ στο σενάριό του, επιλέγοντας απλώς το γερμανικό «Γκρούτερ» ως επώνυμο.[2] Η μεγαλύτερη αλλαγή σε σχέση με το βιβλίο ήταν η σκηνή της ληστείας, η οποία κάλυπτε μόνο δέκα σελίδες του μυθιστορήματος των 250 σελίδων. Ο Ντασέν εστίασε το σενάριό του σε αυτό για να ξεπεράσει άλλα γεγονότα με τα οποία δεν ήξερε τι να κάνει.[5] Όπως έχει παραχθεί, η σκηνή του Ριφιφί παίρνει το ένα τέταρτο του χρόνου προβολής της ταινίας και γυρίζεται μόνο με φυσικό ήχο, χωρίς διάλογο ή μουσική.[2]
Επιλογή ηθοποιών
ΕπεξεργασίαΔουλεύοντας με προϋπολογισμό 200.000 δολαρίων, ο Ντασέν δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά κορυφαίους ηθοποιούς για την ταινία.[6][7] Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Ντασέν επέλεξε τον Ζαν Σερβέ, έναν ηθοποιό του οποίου η καριέρα είχε κατρακυλήσει λόγω του αλκοολισμού.[2] Για τον Ιταλό γκάνγκστερ Μάριο Φεράτι, ο Ντασέν έδωσε το ρόλο στον Ρομπέρ Μανουέλ όταν τον είδε να παίζει έναν κωμικό ρόλο ως μέλος της Κομεντί Φρανσέζ.[2] Μετά από πρόταση της συζύγου του παραγωγού της ταινίας, ο Ντασέν έδωσε στον Καρλ Μόνερ τον ρόλο του Τζο του Σουηδού.[2] Ο Ντασέν θα χρησιμοποιούσε ξανά τον Μόνερ στην επόμενη ταινία του Αυτός που πρέπει να πεθάνει.[2] Ο ίδιος ο Ντασέν έπαιξε ο ίδιος τον ρόλο του Ιταλού Σεζάρ του Μιλανέζου.[2] Ο Ντασέν εξήγησε σε συνέντευξή του ότι είχε απορρίψει έναν πολύ καλό ηθοποιό από την Ιταλία, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, αλλά δεν πήρε ποτέ το συμβόλαιο!...Έτσι έπρεπε να βάλω το μουστάκι και να κάνω τον ρόλο μόνος μου.[2]
Κινηματογράφιση
ΕπεξεργασίαΤο Ριφιφί γυρίστηκε τον χειμώνα στο Παρίσι και χρησιμοποιούσε πραγματικές τοποθεσίες αντί για σκηνικά στούντιο.[7][8] Λόγω του χαμηλού προϋπολογισμού, τις τοποθεσίες ανίχνευσε ο ίδιος ο Ντασέν.[7] Η αμοιβή του Ντασέν για το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την υποκριτική ήταν 8.000 δολάρια ΗΠΑ.[6] Ο σχεδιαστής παραγωγής του Ντασέν, στον οποίο αναφέρθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους άντρες στην ιστορία του κινηματογράφου, ήταν ο Αλεξάντρ Τράουνερ. Από φιλία για τον Ντασέν, ο Τράουνερ έκανε την ταινία για πολύ λίγα χρήματα.[2] Ο Ντασέν μάλωνε με τον παραγωγό του Ανρί Μπεράρ σε δύο σημεία: Ο Ντασέν αρνήθηκε να γυρίσει την ταινία όταν υπήρχε φως του ήλιου ισχυριζόμενος ότι ήθελε απλώς γκρι[5] και δεν επρόκειτο να γίνουν καβγάδες με γροθιές στην ταινία. Τέτοιες σκηνές πάλης ήταν σημαντικές για τη δημοφιλή επιτυχία στη Γαλλία της σειράς ταινιών Λέμυ Κόσιον.[5]
Η σκηνή της ληστείας του Ριφιφί βασίστηκε σε μια πραγματική διάρρηξη που έλαβε χώρα το 1899 κατά μήκος του Σαν Λουί της Μασσαλίας. Μια συμμορία εισέβαλε στα γραφεία του πρώτου ορόφου ενός ταξιδιωτικού γραφείου, ανοίγοντας μια τρύπα στο πάτωμα και χρησιμοποιώντας μια ομπρέλα για να πιάσει τα συντρίμμια που έπεφταν στο κοσμηματοπωλείο από κάτω.[9] Η σκηνή όπου ο Τόνι με λύπη επιλέγει να σκοτώσει τον Σεζάρ για την προδοσία του στον κώδικα σιωπής των κακοποιών γυρίστηκε ως νύξη για το πώς ένιωθαν ο Ντασέν και άλλοι αφού βρέθηκαν πρόθυμοι να δώσουν ονόματα στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων.[8] Αυτή η πράξη δεν ήταν στο αρχικό μυθιστόρημα.[5]
Κυκλοφορία
ΕπεξεργασίαΣτην Ελλάδα η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 17 Δεκεμβρίου 1956 στον κινηματογράφο Παλλάς στην Αθήνα.[10]
Οικιακά μέσα
ΕπεξεργασίαΣτη Βόρεια Αμερική, το Ριφιφί έχει κυκλοφορήσει τόσο σε VHS όσο και σε DVD. Η έκδοση VHS έχει αξιολογηθεί αρνητικά από τους κριτικούς. Ο Ρότζερ Ίμπερτ το ανέφερε ως σαθρό ενώ ο Μπιλ Χαντ και ο Τοντ Ντούγκαν, συγγραφείς του The Digital Bits Insider's Guide to DVD, αναφέρθηκαν στην έκδοση VHS ως φρικτή και με άχαρους υπότιτλους.[7][11] Το Criterion Collection κυκλοφόρησε μια έκδοση DVD της ταινίας στις 24 Απριλίου 2001.[12][13] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Ριφιφί κυκλοφόρησε σε DVD από την Arrow Films στις 21 Απριλίου 2003 και σε Blu ray από τον ίδιο εκδότη στις 9 Μαΐου 2011.[14][15][16] Η ταινία κυκλοφόρησε σε Blu-Ray και επανακυκλοφόρησε σε DVD από την Criterion στις 14 Ιανουαρίου 2014.
Υποδοχή
ΕπεξεργασίαΚριτικές
ΕπεξεργασίαΚατά την αρχική της κυκλοφορία, ο κριτικός κινηματογράφου και μελλοντικός σκηνοθέτης Φρανσουά Τρυφώ επαίνεσε την ταινία, δηλώνοντας ότι από το χειρότερο αστυνομικό μυθιστόρημα που διάβασα ποτέ, ο Ζυλ Ντασέν έκανε την καλύτερη αστυνομική ταινία που έχω δει ποτέ και όλα στο Ριφιφί είναι ευφυή: σενάριο, διάλογος, σκηνικά, μουσική, επιλογή ηθοποιών. Ο Ζαν Σερβέ, ο Ρομπέρ Μανουέλ και ο Ζυλ Ντασέν είναι τέλειοι.[17] Ο Γάλλος κριτικός Αντρέ Μπαζίν είπε ότι το Ριφιφί έφερε στο είδος μια ειλικρίνεια και ανθρωπιά που έρχονται σε αντίθεση με τις συμβάσεις μιας αστυνομικής ταινίας και καταφέρνουν να αγγίξουν τις καρδιές μας.[18]
Στο τεύχος Φεβρουαρίου 1956 του γαλλικού κινηματογραφικού περιοδικού Cahiers du cinéma, η ταινία καταγράφηκε ως το νούμερο 13 στις είκοσι κορυφαίες ταινίες του 1955.[19] Η ταινία έγινε δεκτή από τους Βρετανούς κριτικούς που σημείωσαν τη βία της ταινίας στην αρχική της έκδοση. Η εφημερίδα Daily Mirror αναφέρθηκε στην ταινία ως λαμπρή και βάναυση, ενώ η Daily Herald σημείωσε ότι το Ριφιφί θα έκανε τις αμερικανικές απόπειρες βαρβαρότητας στην οθόνη να μοιάζουν με πάρτι τσαγιού στην πόλη του καθεδρικού ναού.[18] Η αμερικανική κυκλοφορία της ταινίας έλαβε επίσης θετική αναγνώριση. Ο Μπόσλεϊ Κράουδερ των New York Times αναφέρθηκε στην ταινία ως ίσως την πιο έντονη αστυνομική ταινία που ήρθε ποτέ από τη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένου του Πεπέ λε Μοκό και μερικών από τις καλύτερες του Ζαν Γκαμπέν.[20] Το Εθνικό Συμβούλιο Κριτικών όρισε την ταινία ως την Καλύτερη Ξένογλωσση Ταινία το 1956.[21]
Το Ριφιφί επανακυκλοφόρησε για περιορισμένη σειρά εντός της Αμερικής στις 21 Ιουλίου 2000 σε μια νέα εκτύπωση 35 χιλιοστών που περιείχε νέους, πιο σαφείς υπότιτλους που βελτιώθηκαν σε συνεργασία με τον Ντασέν.[12][22] Η ταινία έγινε δεκτή πολύ καλά από τους Αμερικανούς κριτικούς κατά την επανέκδοσή της. Ο Κένεθ Τουράν των Los Angeles Times έγραψε ότι η ταινία ήταν το σημείο αναφοράς για όλες τις επόμενες ταινίες ληστειών... Είναι μια ταινία της οποίας η επιρροή είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί, μια ταινία που δεν αποδεικνύει για τελευταία φορά ότι είναι πιο εύκολο να σπάσετε σε ένα χρηματοκιβώτιο τα μυστήρια της ανθρώπινης καρδιάς.[23] Η Λουτσία Μπόζολα της διαδικτυακής βάσης δεδομένων Allmovie έδωσε στην ταινία την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία πέντε αστέρων, αποκαλώντας την όχι μόνο ένα από τα καλύτερα γαλλικά νουάρ, αλλά και μία από τις κορυφαίες ταινίες του είδους.[22] Το 2002, ο κριτικός Ρότζερ Ίμπερτ πρόσθεσε την ταινία στη λίστα του με τις "Μεγάλες Ταινίες" δηλώνοντας ότι οι απόηχοι του [Ριφιφί] μπορούν να βρεθούν από Το χρήμα της οργής του Στάνλεϊ Κιούμπρικ μέχρι το Reservoir Dogs του Κουέντιν Ταραντίνο. Και οι δύο οφείλουν κάτι στον Τζον Χιούστον και στην ταινία του Η ζούγκλα της ασφάλτου (1950), που έχει τη γενική ιδέα αλλά όχι την προσοχή στη λεπτομέρεια.[7] Το Ριφιφί τοποθετήθηκε στο νούμερο 90 στη λίστα του περιοδικού Empire με τις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.[24]
Μεταξύ των αρνητικών κριτικών για την ταινία, ο Ντέιβ Κερ του Chicago Reader θεώρησε ότι η ταινία γίνεται ηθικολογική και ξινή στο τελευταίο μισό, όταν οι κλέφτες πέφτουν έξω.[25] Ο κριτικός και σκηνοθέτης Ζαν Λυκ Γκοντάρ θεώρησε την ταινία αρνητικά σε σύγκριση με άλλες γαλλικές αστυνομικές ταινίες της εποχής, σημειώνοντας το 1986 ότι σήμερα δεν μπορεί να κρατήσει ένα κερί στο Ας με κρίνει η κοινωνία (Touchez pas au grisbi) που της άνοιξε το δρόμο, πόσο μάλλον ο Μπομπ ο χαρτοπαίχτης (Bob le flambeur) για τον οποίο άνοιξε το δρόμο.[26]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ (Αγγλικά) Internet Movie Database. www
.imdb .com /title /tt0048021 /releaseinfo. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2022. - ↑ 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 Rififi (Supplemental slideshow on DVD). New York, New York: The Criterion Collection. 2001 [1955]. (ISBN 0-7800-2396-X).
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Powrie 2006, p. 76.
- ↑ Berg, Sandra (Νοεμβρίου 2006). «When Noir Turned Black». Written by. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2008.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Rififi (Jules Dassin Interview). New York: The Criterion Collection. 2001 [1955]. (ISBN 0-7800-2396-X).
- ↑ 6,0 6,1 6,2 Sragow, Michael (16 July 2000). «FILM; A Noir Classic Makes It Back From the Blacklist». The New York Times. https://www.nytimes.com/2000/07/16/movies/film-a-noir-classic-makes-it-back-from-the-blacklist.html?sec=&spon=&pagewanted=all.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Ebert, Roger (6 October 2000). «Rififi (1954)». Chicago Sun-Times. https://www.rogerebert.com/reviews/great-movie-rififi-1954.
- ↑ 8,0 8,1 Powrie 2006, p. 77.
- ↑ Powrie 2006, p. 73.
- ↑ «Ριφιφί» (PDF). Ψηφιακό Αρχείο Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου - Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Ελευθερία. 16 Δεκεμβρίου 1956. σελ. 2η. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ Hunt and Doogan 2004, p. 330.
- ↑ 12,0 12,1 "Rififi (re-release) (2001): Reviews." Αρχειοθετήθηκε 2009-12-10 στο Wayback Machine. Metacritic. Retrieved 15 November 2008.
- ↑ Hunt and Doogan 2004, p. 329.
- ↑ Sven Astanov. «Rififi Blu-ray Review». Blu-ray.com. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2011.
- ↑ «Arrow Films - RIFIFI». Arrow Films. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2008.
- ↑ «Rififi [1954]». Amazon UK. 21 Απριλίου 2003. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2008.
- ↑ Truffaut 1994, p. 209.
- ↑ 18,0 18,1 Powrie 2006, p. 71.
- ↑ Hillier 1985, p. 285.
- ↑ Crowther, Bosley (6 Ιουνίου 1956). «Rififi (1955)». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2009.
- ↑ «Rififi: Awards». Allmovie. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2010.
- ↑ 22,0 22,1 Bozzola, Lucia. «Rififi: Review». Allmovie. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2010.
- ↑ Turan, Kenneth (6 October 2000). «Movie Review; 'Rififi' Remains the Perfect Heist (Movie); Jules Dassin's 1955 thriller has lost none of its power to captivate and entertain an audience.». Los Angeles Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-07-17. https://archive.today/20120717110358/http://pqasb.pqarchiver.com/latimes/access/62165228.html?dids=62165228:62165228&FMT=ABS&FMTS=ABS:FT&date=Oct+06,+2000&author=KENNETH+TURAN&pub=Los+Angeles+Times&desc=Movie+Review;+'Rififi'+Remains+the+Perfect+Heist+(Movie);+Jules+Dassin's+1955+thriller+has+lost+none+of+its+power+to+captivate+and+entertain+an+audience.&pqatl=google. Ανακτήθηκε στις 2023-11-19.
- ↑ «The 100 Best Films Of World Cinema». Empire. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2010.
- ↑ Kehr, David (26 Οκτωβρίου 1985). «Rififi Capsule». Chicago Reader. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2010.
- ↑ Godard 1986, p. 127.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Powrie, Phil (2006). The Cinema of France. Wallflower Press. ISBN 1-904764-46-0. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Hunt, Bill· Todd Doogan (2004). The Digital Bits Insider's Guide to DVD: Insider's Guide to DVD. McGraw-Hill Professional. ISBN 0-07-141852-0. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Hardy, Phil (1997). The BFI Companion to Crime. Continuum International Publishing Group. ISBN 0-304-33215-1. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Truffaut, François· Leonard Mayhew (1994). The Films In My Life. Da Capo Press. ISBN 0-306-80599-5. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Levy, Emanuel (2003). All about Oscar: The History and Politics of the Academy Awards. Continuum International Publishing Group. ISBN 0-8264-1452-4. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Hillier, Jim· Nick Browne· David Wilson (1985). Cahiers Du Cinema: Volume I: The 1950s. Neo-Realism, Hollywood, New Wave. Routledge. ISBN 0-415-15105-8. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Törnudd, Klaus (1986). Finland and the International Norms of Human Rights. Martinus Nijhoff Publishers. ISBN 90-247-3257-3. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Foerstel, Herbert N. (1998). Banned in the Media: A Reference Guide to Censorship in the Press, Motion Pictures, Broadcasting, and the Internet. Greenwood Publishing Group. ISBN 0-313-30245-6. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
- Godard, Jean Luc· Jean Narboni· Tom Milne (1986). Godard on Godard. Da Capo Press. ISBN 0-306-80259-7. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.