Σταχτοτσικνιάς
Ο Σταχτοτσικνιάς είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογενείας των Ερωδιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Ardea cinerea και περιλαμβάνει 4 υποείδη.[2][3]
Σταχτοτσικνιάς | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος σταχτοτσικνιάς
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Ardea cinerea (Ερωδιός ο τεφρόχρους) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Ardea cinerea cinerea |
Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Ardea cinerea cinerea (Linnaeus, 1758).[2]
Ονοματολογία
ΕπεξεργασίαΗ επιστημονική ονομασία του γένους Ardea είναι λατινική,[4] έχει αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως ερωδιός και, πιθανότατα, προέρχεται από μετατροπή του α σε ε από τη λέξη αρωδιός, δηλαδή [ardea > αρωδιός > ερωδιός]. Η κατάληξη -ιός, συναντάται ως επίθημα και σε άλλες ονομασίες πτηνών π.χ. αιγωλιός, χαραδριός, κ.α. Η γραφή ερῳδιός, με υπογεγραμμένη στον Ηρωδιανό πρέπει να είναι υστερογενής και να οφείλεται σε αναλογία με τα επίθετα σε -ίδιος.[5]
Η λατινική επιστημονική ονομασία του είδους cinerea «ο έχων το χρώμα της στάχτης»,[6] προέρχεται από το cĭnis «στάχτη» [7] και παραπέμπει στο χρώμα του πτερώματος του πτηνού. Τα ίδια ισχύουν για την αγγλική και την ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού, μόνο που οι Βρετανοί το αποκαλούν ως «γκρίζο ερωδιό» (Grey heron).
Συστηματική ταξινομική
ΕπεξεργασίαΤο είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1757, από τον Λινναίο με την τωρινή του επιστημονική ονομασία.[8]
- Ο σταχτοτσικνιάς, όπως και οι άλλοι ερωδιοί (οικογένεια Ερωδιίδες, Ardeidae), ανήκει σε ένα από τα πλέον «προβληματικά» taxa, για τους σύγχρονους ερευνητές, την τάξη Πελεκανόμορφα (Pelecaniformes). Οι διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων είναι έντονες και δεν φαίνεται λύση στο άμεσο μέλλον. Κάποιοι από αυτούς δέχονται την ύπαρξή της και έχουν «μεταφέρει» την οικογένεια των ερωδιών (Ερωδιίδες) σε αυτήν (από την παλαιότερη θέση της στην αυτόνομη τάξη Πελαργόμορφα). Οι υπόλοιποι είναι κατηγορηματικά αντίθετοι με αυτή τη θέση και, όχι μόνον δεν δέχονται αυτή τη μετακίνηση αλλά, ήδη, άρχισαν τη διάσπαση της τάξης των Πελεκανομόρφων σε επί μέρους τάξεις. Μάλιστα, υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας των Πελεκανομόρφων πρέπει να ενσωματώσει όλους τους ερωδιούς υπό την παρούσα κατάσταση (τάξη Πελαργόμορφα, Ciconiiformes). Το θέμα έχει περιπλακεί με την εισαγωγή δεδομένων DNA, που αλλού δίνει «απαντήσεις» και αλλού, όχι. Σε Διεθνές Ορνιθολογικό Συνέδριο (IOC) πάρθηκε η απόφαση να γίνει αποδεκτή η τάξη Πελεκανόμορφα και να μεταφερθούν εκεί οι (Ερωδιίδες), ωστόσο η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά «μετέωρη».
Γεωγραφική κατανομή
ΕπεξεργασίαΟ σταχτοτσικνιάς είναι ηπειρωτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, δηλαδή ζει, αναπαράγεται και μετακινείται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική.
Στην Ευρώπη αποτελεί κοινό είδος, ευρισκόμενο σε όλη την ήπειρο εκτός από τις βόρειες περιοχές της Φιννοσκανδιναβίας, σε διάφορες μορφές μετακίνησης (βλ. Πίνακα υποειδών).
Στην Ασία η εξάπλωσή του περιλαμβάνει όλο το κεντρικό τμήμα της ηπείρου, σε μια συμπαγή ζώνη αναπαραγωγής, από την Τουρκία και τη Δ. Ρωσία στα δυτικά, μέχρι την Ιαπωνία, την Α. Κίνα και τις Φιλιππίνες στα ανατολικά και, από τα όρια της Σιβηρίας στα βόρεια, μέχρι την Ινδία και την Ινδονησία στα νότια.
Η Αφρική είναι, επίσης, επικράτεια όπου ζει, αναπαράγεται και διαχειμάζει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με εξαίρεση τη Σαχάρα και τις γύρω χώρες.
Τέλος, έχει εισαχθεί στα νησιά Κομόρες, στα βορειοδυτικά της Μαδαγασκάρης.[9]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Ardea cinerea cinerea | Ευρώπη νότια του Αρκτικού Κύκλου, ανατολικά προς κεντρικά ευρωπαϊκά τμήματα, νότια μέχρι Β. Βαλκάνια, Ασία, ανατολικά προς Σαχαλίνη, ΝΑ και Ν Αφρική | Ν Ευρώπη, ΒΔ Αφρική, Αίγυπτος (Νείλος), υποσαχάρια Δ και Κ Αφρική, Περσικός Κόλπος | Είναι το ευρωπαϊκό και κύριο αφρικανικό υποείδος |
2 | Ardea cinerea firasa | Μαδαγασκάρη, Αλντάμπρα | Ενδημικό στα νησιά | |
3 | Ardea cinerea jouyi | Ιαπωνία, Κορέα, Α Κίνα, νότια προς Β Μιανμάρ, Σουμάτρα και Ιάβα | Ταϊβάν, Β Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη, Μαλαισία | |
4 | Ardea cinerea monicae | Νησιά έξω από την ακτή Μπανκ ντ’ Αργκέν (Banc d’ Arguin) της Μαυριτανίας, σπανιότερα προς Aftout es Saheli | Ενδημικό στην περιοχή, σπανίως περιπλανιέται στη Σενεγάλη |
[2][8] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
ΕπεξεργασίαΌπως φαίνεται στον πίνακα κατανομής υποειδών, ο σταχτοτσικνιάς είναι μεταναστευτικό είδος, στα περισσότερα τμήματα της επικρατείας του. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι μόνιμος κάτοικος στα βορειοδυτικά της ηπείρου και σε περιορισμένους θύλακες στα κεντρικά και νότια (Ισπανία, Ιταλία κ.α.). Έρχεται το καλοκαίρι για να φωλιάσει στις εκτεταμένες υγρές πεδιάδες της ΑΚ. και Α. Ευρώπης και Ρωσίας, ενώ διαχειμάζει στις μεσογειακές χώρες από την Ιβηρική και τη ΒΔ Αφρική μέχρι τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Στην Ασία, οι εκεί πληθυσμοί μεταναστεύουν νότια και, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος, προς Ταϊβάν, Φιλιππίνες και Ινδοκίνα, ενώ στην Κ. και Δ. Αφρική μεταναστεύουν οι βόρειοι και νότιοι πληθυσμοί της ηπείρου, αλλά και πολλοί ευρωπαϊκοί.
Η φθινοπωρινή μετανάστευση πραγματοποιείται, γενικά, σε Ν.-ΝΔ. κατεύθυνση. Η μεγαλύτερη αποδημία καταγράφηκε σε δακτυλιωμένο πουλί, από τη Σουηδία στη Σιέρα Λεόνε και αντιστρόφως, μια γραμμή συνολικού μήκους 5.865 χιλιομέτρων.[10] Το φθινόπωρο, τα πουλιά φεύγουν τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο και αρχίζουν να επιστρέφουν ήδη από τον Φεβρουάριο και τις αρχές Μαρτίου στα εδάφη αναπαραγωγής.[11]. Τα περισσότερα ταξίδια πραγματοποιούνται κατά τις νυκτερινές ώρες, με τα πουλιά να πετούν σε μικρές ομάδες ή μεγαλύτερα σμήνη των 200-250 ατόμων.[12]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γροιλανδία, την Αγία Ελένη και τα Σβάλμπαρντ, ενώ δεν είναι εξακριβωμένη η παρουσία του είδους στην Αυστραλία.[13]
Στην Ελλάδα, ο σταχτοτσικνιάς είναι επιδημητικό και μερικώς μεταναστευτικό είδος. Έρχεται από τα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης για να ξεχειμωνιάσει σε σημαντικούς αριθμούς, ιδιαίτερα στη βόρεια χώρα (Κερκίνη, Καστοριά, κ.α.). Στις ίδιες περιοχές φωλιάζει ως επιδημητικό πτηνό, αλλά σε μικρότερους αριθμούς. Ωστόσο, «χρησιμοποιεί» ολόκληρη την Ελλάδα ως περιοχή ανάπαυλας και ανεφοδιασμού κατά τις μεταναστεύσεις, από και προς τα εδάφη αναπαραγωγής.[9][14][15][16][17]
Αναφέρεται και από την Κρήτη ως διαχειμάζον πτηνό,[18] ενώ από την Κύπρο ως σπάνιο διαχειμάζον και με ελάχιστα αναπαραγωγικά ζευγάρια, αλλά πολύ κοινό κατά τις μεταναστεύσεις.[16][19]
Βιότοπος
ΕπεξεργασίαΤο είδος ζει σε όλες τις κατηγορίες εσωτερικών και παράκτιων υγροτόπων, αν και τα ρηχά νερά, τα σχετικά μεγάλα θηράματα και, τέσσερις ή πέντε μήνες χωρίς πάγο κατά την εποχή αναπαραγωγής είναι μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών των ενδιαιτημάτων του. Απαντά σε κάθε είδους ρηχά νερά (γλυκά, υφάλμυρα ή αλμυρά), τόσο στάσιμα όσο και ρέοντα και, δείχνει προτίμηση για περιοχές με δέντρα, μιας και κουρνιάζει ή φωλιάζει πάνω σε αυτά. Ο μερικός βαθμός απομόνωσης και η κάλυψη είναι επίσης στοιχεία χαρακτηριστικά των θέσεων που επιλέγονται για κούρνιασμα και φώλιασμα.[11]
Στην ενδοχώρα προτιμάει τα μεγάλα ποτάμια, αλλά μπορεί να βρεθεί μέχρι και σε στενά ρέματα, όχθες λιμνών (φυσικές ή διακοσμητικές), έλη, πλημμυρισμένες εκτάσεις, καλαμιώνες, ορυζώνες και άλλες αρδευόμενες περιοχές,[11][12][20] ταμιευτήρες, αρδευτικά ή αποχετευτικά κανάλια, εσωτερικά δέλτα, νησίδες ή βράχια που προεξέχουν από το νερό.[20]
Τον χειμώνα βρίσκεται περισσότερο στην ακτή,[21] συχνάζει όμως και σε δέλτα και εκβολές ποταμών, αλμυρόβαλτους, μανγκρόβια δάση,[11][12] λασπώδεις ή αμμώδεις ακτές, και γλώσσες άμμου.[20]
Οι περιοχές αναπαραγωγής μπορεί να βρίσκονται από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 500 ή ακόμη και τα 1.000 μ. αλλά, περιστασιακά, σε μεγαλύτερα υψόμετρα (2.000 μ. στην Αρμενία, 3.500-4.000 μ. στο Λαντάκ της ΒΔ. Ινδίας).[20]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Ποτάμια, Λίμνες, Καλαμιώνες, Έλη και Ταμιευτήρες.[22]
Στην Ελλάδα ο σταχτοτσικνιάς φωλιάζει σε δένδρα, καλαμιώνες και απότομες πλαγιές,[15] κοντά σε λίμνες και υφάλμυρα νερά.[16] Τον χειμώνα και κατά τις μεταναστεύσεις, παρατηρείται σε όχθες λιμνών, αβαθή γλυκά ή παράκτια νερά, έλη και τενάγη.[15]
Μορφολογία
ΕπεξεργασίαΟ σταχτοτσικνιάς είναι ο μεγαλύτερος και κοινότερος ευρωπαϊκός ερωδιός, που χαρακτηρίζεται από το γκρίζο χρώμα του πτερώματός του –γκριζόλευκο το κάτω μέρος. Το μέτωπο και το στέμμα είναι λευκά, ενώ τα πλαϊνά του κεφαλιού πάνω από τους οφθαλμούς (υπερκόγχια ράχη και οφρυικό τόξο) έχουν μαύρο χρώμα. Στο πίσω μέρος του στέμματος προεξέχουν δύο χαρακτηριστικά, μακριά μαύρα φτερά που σχηματίζουν λοφίο, το οποίο δεν είναι πάντοτε διακριτό, ιδιαίτερα από κάποια απόσταση. ΟΙ παρειές και τα πλαϊνά τμήματα του μακρύ λαιμού έχουν λευκό χρώμα, ενώ ο λάρυγγας και όλη η περιοχή μέχρι το στήθος διακοσμούνται από γκριζόμαυρες ρίγες.
Το ράμφος του σταχτοτσικνιά είναι ιδιαίτερα ισχυρό, μακρόστενο και ίσιο σε σχήμα «στιλέτου». Έχει γκριζοκίτρινο χρώμα που γίνεται πιο ροδαλό-πορτοκαλί κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Το πάνω μέρος των πτερύγων είναι γκρίζο, αλλά με μαύρα ερετικά και μεγάλα πρωτεύοντα στέγαστρα. Η περιοχή του ωλέκρανου και το πατάγιο (εμπρόσθια επιφάνεια διατομής της πτέρυγας) είναι λευκά. Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι γκρί με κάποια κυανή απόχρωση, ενώ το στήθος είναι γκριζόλευκο με χαρακτηριστικά μακριά φτερά που κρέμονται, στο κάτω μέρος του. Οι πλευρές του σώματος και η περιοχή της κοιλιάς έχουν λευκό χρώμα, με μαύρα «μπαλώματα» στο σημείο που αρχίζουν οι μηροί. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι σαρκόχρωμα γκρι, αλλά παίρνουν πιο ροδαλό χρώμα κατά την εποχή φωλιάσματος. Η ίριδα είναι κίτρινη.
- Υπάρχουν και άλμπινο μορφές που συχνά συγχέονται με τον αργυροτσικνιά.[23]
Τα φύλα είναι παρόμοια σε εμφάνιση, αλλά τα τα νεαρά άτομα έχουν μέτωπο, στέμμα, πλαϊνά του κεφαλιού και λαιμού γκρίζα, ενώ το κεντρικό τμήμα του λαιμού είναι ωχρόλευκο. Στην κοιλιά λείπουν τα χαρακτηριστικά μαύρα «μπαλώματα», όπως και το λοφίο του κεφαλιού, ενώ το ράμφος είναι σκούρο καφέ.
Βιομετρικά στοιχεία
Επεξεργασία- Μήκος σώματος: (78-) 92 έως 98 (-102) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: (140-) 155 έως 175 εκατοστά
- Βάρος: 1,02 έως 2,08 (-1,6) κιλά [24]
(Πηγές:[21][23][25][26][27][16][28][29][30][31][32][33][34])
Τροφή
ΕπεξεργασίαΗ διατροφή του σταχτοτσικνιά αποτελείται από ψάρια (κυρίως χέλια) μήκους 10-25 εκ., καθώς και από αμφίβια, καβούρια και άλλα καρκινοειδή, μαλάκια, υδρόβια έντομα, φίδια, μικρά τρωκτικά και μικρά πουλιά.[11][12][20]. Σπανιότερα συμπεριλαμβάνεται και φυτική ύλη (αν και αυτό μπορεί να είναι τυχαίο, ή μόνο να βοηθά στο σχηματισμό άπεπτων σφαιριδίων) (pellets).[11][12][20]
Ο τρόπος σύλληψης του θηράματος είναι εκείνος των ερωδιών, δηλαδή το πουλί περιμένει εντελώς ακίνητο (frozen still) πάνω από ένα πιθανό πέρασμα στο νερό και, την κατάλληλη στιγμή, καμακώνει (sic) το θύμα με το οξύτατο ράμφος του. Πολλές φορές, ο σταχτοτσικνιάς περιμένει το θήραμά του, στηριζόμενος μόνο στο ένα (1) πόδι.[16] Τα μεγαλύτερα θηράματα μεταφέρονται και καταναλώνονται έξω από το νερό, στην όχθη.[21]
Πτήση
ΕπεξεργασίαΟ σταχτοτσικνιάς πετάει με αργά, ακανόνιστα φτεροκοπήματα και εντελώς ανοιγμένες πτέρυγες, που φαίνονται στρογγυλεμένες και, συνήθως τις διατηρεί υψηλότερα από το οριζόντιο επίπεδο, σε σχήμα τόξου, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος.[35] Επίσης, κρατάει τον μακρύ του λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους σε χαρακτηριστικό S. Αυτό το στοιχείο είναι χαρακτηριστικό των ερωδιών και τους διακρίνει από τους πελαργούς, τους γερανούς, και άλλα συγγενικά γένη, κατά την πτήση.
Φωνή
Επεξεργασία- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
ΕπεξεργασίαΦώλιασμα
ΕπεξεργασίαΟ σταχτοτσικνιάς, στην Ευρώπη αποτελεί σχετικά κοινό είδος που, στις περιοχές όπου αναπαράγεται, μπορεί να φωλιάζει κατά αποικίες δεκάδων ατόμων, οι οποίες αποκαλούνται με την χαρακτηριστική ονομασία ερωδιώνες (heronries).[36] Πολύ σπάνια παρατηρείται να φωλιάζει μοναχικά.[37]
Η φωλιά είναι μια πλατφόρμα από χοντρά κλαδιά, που συχνά επαναχρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια διαδοχικών ετών.[11] Συνήθως είναι τοποθετημένη σε ένα δέντρο έως 50 μ. ψηλά, αλλά μπορεί να βρίσκεται και στο έδαφος, στην άκρη μιας ορθοπλαγιάς, σε θάμνους, γλώσσες άμμου ή καλαμιώνες. Ειδικά στους τελευταίους, η φωλιά κατασκευάζεται από καλάμια, ενώ στο έδαφος φωλιές μπορεί να είναι μια απλή κοιλότητα που περιστοιχίζεται από μικρές πέτρες και φερτά υλικά.[20] Το υλικό επίστρωσης είναι λεπτά κλαδιά, βλαστοί ή ρίζες ανάλογα με την περίσταση. Δομείται από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό προμηθεύει τα υλικά.[38]
Oι φωλιές συνήθως βρίσκoνται σε «βολική απόσταση», 2-38 χλμ. από τις προνομιούχες περιοχές σίτισης.[11] Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη, κάποιες φορές πολλές μαζί σε ένα (1) δένδρο.[37] Η περίοδος φωλιάσματος αρχίζει τον Φεβρουάριο και διαρκεί μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ, αλλά σε περίπτωση απώλειας μπορεί να επαναληφθεί.[37]
Η γέννα αποτελείται από 3-5 (μερικές φορές 6, σπανίως 7) αβγά, διαστάσεων 59,9 Χ 43,2 χιλιοστών και βάρους 61 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 8% είναι κέλυφος,[22] που εναποτίθενται ανά διαστήματα δύο ημερών. Η έναρξη της επώασης εξαρτάται από τον αριθμό των αβγών, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί (23-) 25 έως 26 (-28) ημέρες.[28][39]
Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφιλοι, χρήζουν δηλαδή μερικής προστασίας από τους γονείς, οι οποίοι μεταφέρουν την τροφή στον πρόλοβό τους και την εξεμούν στο ράμφος των νεοσσών. Πτερώνονται στις 50-55 ημέρες, περίπου.[39]
Απειλές
ΕπεξεργασίαΣτην Ευρώπη, το είδος ήταν υπό δίωξη κατά τον 19ο αιώνα, λόγω της κατανάλωσης ψαριών που το οδήγησε σε ανταγωνισμό με τους αλιείς και τους υδατοκαλλιεργητές.[11] Αν και οι θανατώσεις δεν είχαν αντίκτυπο στον παγκόσμιο πληθυσμό (ίσως επειδή μικρά πουλιά σκοτώνονταν ως επί το πλείστον),[11] ck 2005) περίπου 800 ερωδιοί εκτιμάται ότι έχαναν τη ζωή τους κάθε χρόνο στα ιχθυοτροφεία της Σκωτίας, μεταξύ 1984 και 1987.[40][41]
Το κυνήγι αποτελεί απειλή για τους πληθυσμούς της Βαυαρίας, με μείωση των αριθμών σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν την ανάκαμψή τους, ιδιαίτερα μετά από δριμείς χειμώνες, οπότε υπάρχει αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας των γόνων ψαριού.[11] Το είδος είναι ευάλωτο στη Μαδαγασκάρη, λόγω του περιορισμένου εύρους του, τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αλλοίωσης των ενδιαιτημάτων του (από μόλυνση με φερτά υλικά, την ανάγκη γεωργικής γης για την καλλιέργεια ρυζιού και τη βόσκηση),[11][42] το κυνήγι και τη θήρευση σε αποικίες με φωλιές.[11][42]
Η υλοτομία αποτελεί απειλή σε μεγάλο μέρος της κατανομής του πτηνού, διότι κόβονται δένδρα που χρησιμοποιούνται από τις αποικίες φωλιάσματος.[11] Το είδος είναι επίσης ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών [43] και την αλλαντίαση,[44] οπότε μπορεί να απειλούνται από μελλοντικά κρούσματα των ασθενειών αυτών. Τέλος, πολλά πτηνά που θηρεύονται, αποτελούν αντικείμενο εμπορίου σε αγορές παραδοσιακής «ιατρικής» στη Νιγηρία.[45]
Κατάσταση πληθυσμού
ΕπεξεργασίαΠαρά τις προαναφερθείσες απειλές, τo είδος δεν διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, και αξιολογείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[9]
Άλλες ονομασίες
ΕπεξεργασίαΟ Σταχτοτσικνιάς απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Σταχτοερωδιός, Τρυγονοκράχτης, Τρυγονοσούρτης, Ψαροφάγος και Ψαροφάς.[15][16][46]
Κουλτούρα
ΕπεξεργασίαΟΙ ονομασίες Τρυγονοκράχτης και Τρυγονοσούρτης για τον σταχτοτσικνιά, προέρχονται από τη δοξασία, ότι ηγείται των σμηνών των τρυγονιών κατά τις μεταναστεύσεις τους και τα καλεί να τον ακολουθήσουν.[46]
Σημειώσεις
Επεξεργασίαi. ^ Υπάρχει έντονη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών για το, εάν η οικογένεια Ερωδιίδες ανήκει στα Πελαργόμορφα ή στα Πελεκανόμορφα, ενώ αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξη της τάξης Πελεκανόμορφα! [47] Ωστόσο, προς το παρόν, και κατόπιν εισήγησης του Διεθνούς Ορνιθολογικού Συνεδρίου (IOC), οι οικογένειες Ερωδιίδες (Ardeidae) και Θρησκειορνιθίδες (Thresciornithidae) ταξινομούνται στην τάξη Πελεκανόμορφα αντί για την «παραδοσιακή» Πελαργόμορφα.[48] Αυτή η απόφαση πάρθηκε κατόπιν έρευνας μοριακών δεδομένων που πραγματοποιήθηκε το 2008.[49]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Howard and Moore, p. 85
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 87
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=174781
- ↑ http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
- ↑ ΠΛΜ: 24, 469
- ↑ http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=cinereus
- ↑ Valpy
- ↑ 8,0 8,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2014.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22696993
- ↑ Bauer et al, 263
- ↑ 11,00 11,01 11,02 11,03 11,04 11,05 11,06 11,07 11,08 11,09 11,10 11,11 11,12 11,13 Kushlan & Hancock
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 Brown et al
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/22696993/0
- ↑ Κόκκινο Βιβλίο, σ. 192
- ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 Όντρια (Ι), σ. 45
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 Mullarney et al, p. 34
- ↑ ΣΠΕΕ, σ. 244
- ↑ Σφήκας, σ. 38
- ↑ Σφήκας, σ. 32
- ↑ 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 20,6 Snow & Perrins
- ↑ 21,0 21,1 21,2 Scott & Forrest, p. 26
- ↑ 22,0 22,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1220.htm
- ↑ 23,0 23,1 Heinzel et al, p. 48
- ↑ CRC Handbook of Avian Body Masses by John B. Dunning Jr. (Editor). CRC Press (1992), ISBN 978-0-8493-4258-5
- ↑ Harrison & Greensmith, p. 58
- ↑ Avon & Tilford, p. 19
- ↑ Flegg, p. 56
- ↑ 28,0 28,1 Perrins, p. 72
- ↑ Bruun, p. 36
- ↑ Όντρια, σ. 46
- ↑ Singer, p. 84
- ↑ Grimmett et al, p. 144
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ Bruun, p. 38
- ↑ http://en.wikipedia.org/wiki/Heronry
- ↑ 37,0 37,1 37,2 Harrison, p. 60
- ↑ Harrison, p. 60-1
- ↑ 39,0 39,1 Harrison, p. 61
- ↑ Kushlan & Hancock 2005
- ↑ Carss
- ↑ 42,0 42,1 Hafner & Kushlan
- ↑ Melville & Shortridge
- ↑ van Heerden
- ↑ Nikolaus
- ↑ 46,0 46,1 ΠΛ: 3, 568
- ↑ http://en.wikipedia.org/wiki/Pelecaniformes#cite_ref-9
- ↑ Gill & Donsker
- ↑ Hackett et al
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
Επεξεργασία- Bauer Hans-Günther, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über
- Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
- Brown, L. H.; Urban, E. K.; Newman, K. 1982. The birds of Africa vol I. Academic Press, London.
- Carss, D. N. 1994. Killing of piscivorous birds at Scottish fin fish farms, 1984-1987. Biological Conservation 68: 181-188.
- del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
- Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
- Gill, F. and Donsker, D. (eds). (2010). Family Links. IOC World Bird Names (version 2.4).
- Hackett SJ, Kimball RT, Reddy S, Bowie RC, Braun EL, Braun MJ, Chojnowski JL, Cox WA, Han KL, Harshman J, Huddleston CJ, Marks BD, Miglia KJ, Moore WS, Sheldon FH, Steadman DW, Witt CC, Yuri T (2008). "A Phylogenomic Study of Birds Reveals Their Evolutionary History". Science 320 (5884): 1763–1768. doi:10.1126/science.1157704. PMID 18583609
- Hafner, H.; Kushlan, J. A. 2002. Action plan for conservation of the Herons of the world. Heron Specialist Group, Gland, Cambridge and Arles.
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
- Kushlan, J. A.; Hancock, J. A. 2005. The herons. Oxford University Press, Oxford, U.K.
- Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
- Nikolaus, G. 2001. Bird exploitation for traditional medicine in Nigeria. Malimbus 23: 45-55.
- Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
- van Heerden, J. 1974. Botulism in the Orange Free State goldfields. Ostrich 45(3): 182-184.