Ο Συμεών/Σβίμον, γεωργιανά: სვიმონი, ( 9 Νοεμβρίου 1683 – 27 Ιανουαρίου 1740) ήταν Γεωργιανός βασιλικός πρίγκιπας (μπατονισβίλι) από τον Οίκο των Μπαγκρατιόνι, τού κλάδου Μουχράνι, τού Κάρτλι και φυσικός γιος τού Λέβαν τού Κάρτλι από άγνωστη παλλακίδα. Ο Συμεών κυβέρνησε το Kάρτλι ως αντιβασιλιάς από το 1712 έως το 1714, κατά τη διάρκεια της απουσίας τού ετεροθαλούς αδελφού του Βαχτάνγκ ΣΤ΄ στην αυλή των Σαφαβιδών στο Ιράν. Στη συνέχεια, άλλαξε πλευρά μεταξύ τού Βαχτάνγκ ΣΤ΄ και τού αποστάτη αδελφού του Ιεσσαί και κατέληξε εξόριστος στη Ρωσική Αυτοκρατορία ως μέρος της συνοδείας τού Βαχτάνγκ ΣΤ΄.

Συμεών του Κάρτλι
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
სვიმონი (Γεωργιανά)
Γέννηση9  Νοεμβρίου 1683
Θάνατος27  Ιανουαρίου 1740
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΓονείςΛέβαν του Κάρτλι
ΑδέλφιαΚαϊχοσρό του Κάρτλι
Δομέντιος Δ΄ της Γεωργίας
Ιεσσαί του Κάρτλι
Βαχτάνγκ ΣΤ΄ του Κάρτλι
Ανταρνάσε του Κάρτλι
Ροστόμ του Κάρτλι (γιος Λέβαν)
ΟικογένειαΟίκος του Μουχράνι
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Πρόωρη ζωή και καριέρα Επεξεργασία

Ο Σβίμον αναμίχθηκε στην πολιτική και τη διοίκηση της χώρας κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας τού ετεροθαλούς αδελφού του, Βαχτάνγκ ΣΤ΄, ο οποίος κυβέρνησε το Κάρτλι με πρωτεύουσα την Τιφλίδα, κατά την απουσία δύο διαδοχικών βασιλέων, τού θείου του Γεωργίου ΙΑ΄ (Γκουργκίν Χαν) και τού αδελφού του Kαϊχοσρό (Kάι-Χουσράου Χαν), στη στρατιωτική υπηρεσία των Σαφαβιδών στο Αφγανιστάν, από το 1703 έως το 1712. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, ο Σβίμον στάθηκε στο πλευρό τού Βαχτάνγκ ΣΤ΄, ενός παραγωγικού ηγέτη, ο οποίος αναθεώρησε ουσιαστικά τη γεωργιανή νομοθεσία και επέβλεψε μία σειρά από πολιτικές μεταρρυθμίσεις και πολιτιστικά έργα. [1]

Αντιβασιλεία Επεξεργασία

 
Κέρμα που κόπηκε κατ' εντολή τού πρίγκιπα-αντιβασιλιά Σβίμον τού Κ΄σρτλι το 1712.

Μετά το τέλος τού Kαϊχοσρό στο Αφγανικό μέτωπο το 1711, ο Βάχτανγκ μετέβη στο Ισπαχάν για υην περιβολή τού αξιώματός του από τον σαχ Σουλτάν Χουσάυν το 1712, αφήνοντας τον Σβίμον ως αντιβασιλιά (janeshin) στο Kάρτλι. [2] Ο Βαχτάνγκ κρατήθηκε στο Ιράν και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στο βασίλειό του παρά μόνο αν δεχόταν το αίτημα τού σάχη να ασπαστεί το Ισλάμ το 1716. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, ο Σβίμον συνέχισε να υποστηρίζει τα πολιτιστικά έργα τού Βάχτανγκ, όπως η χορηγία τού τυπογραφείου που άνοιξε πρόσφατα στην Τιφλίδα [1] και, περαιτέρω, αναβίωσε μία νομισματική σειρά σε χάλκινα με ειδικά γεωργιανά χαρακτηριστικά, παράλληλα με τα τυπικά αργυρά νομίσματα των Σαφαβιδών, που κόβονταν στο νομισματοκοπείο τού σάχη στην Τιφλίδα. [3]

Στο μεταξύ, οι πολιτικές δολοπλοκίες στην Τιφλίδα ήταν έντονες. Η αβεβαιότητα σχετικά με την προοπτική επιστροφής τού Βάχτανγκ θεωρήθηκε από τον Σβίμον όχι λιγότερο από τα άλλα αδέλφια τού Βάχτανγκ —τον πρίγκιπα Ιεσσαί και, υπάρχει υποψία, ακόμη και τον επικεφαλής της Γεωργιανής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Καθολικό Δομέντιο Δ΄— ως ευκαιρία να προωθήσουν τις βασιλικές τους φιλοδοξίες. Ο Σβίμον συνέλαβε τον καθολικό και τον έστειλε για τιμωρία στον γιο τού Βαχτάνγκ, πρίγκιπα Μπακάρ, αλλά ο ιερέας σώθηκε χάρη στην παρέμβαση της συζύγου τού Βαχτάνγκ, Ρουσουδάν. Ο σάχης ήταν δυσαρεστημένος με τον Σβίμον, φαινομενικά, λόγω της κατάχρησης εξουσίας του. Σε αυτή την εποχή μίας γενικής κρίσης στη χώρα, ο Σβίμον είχε πράγματι συγκεντρώσει προσωπικό πλούτο. Ένας άλλος πιθανός λόγος [1] που έπεσε σε δυσμένεια με τον σάχη, ήταν η σύνδεση τού Σβιμόν με τον Γάλλο Λαζαριστή ιεραπόστολο, τον αββά Ζαν Ρισάρντ, ο οποίος συνόδευε τον απεσταλμένο τού Βαχτάνγκ Σουλχάν-Σάμπα Ορμπελιάνι σε μία αποστολή στη Ρώμη και το Παρίσι, παρακαλώντας για πίεση στον σάχη να απελευθερώσει τον Βαχτάνγκ. [4]

Μεταξύ Ιεσσαί και Βαχτάνγκ Επεξεργασία

Ο πληρεξούσιος του σάχη Χολοφά, φτάνοντας στην Τιφλίδα το 1714, άσκησε επιτυχώς πιέσεις για τον πιο ευγενικό πρίγκιπα Ιεσσαί (Σαχ Κουλί Χαν), έναν προσήλυτο στο Ισλάμ. Ο Σβίμον συμμετείχε επίσης στην προσπάθεια και το κόμμα έλαβε επιβεβαίωση για τον Iεσσαί ως βασιλιά αντί τού Βαχτάνγκ. Βασιζόμενος στην υποστήριξη τού Ιράν, ο Ιεσσαί παρενόχλησε την άμεση οικογένεια και τους υποστηρικτές τού Βαχτάνγκ. Αφού ο Βαχτάνγκ έγινε επιτέλους μουσουλμάνος, ο σάχης, κουρασμένος από την αναποτελεσματική διακυβέρνηση τού Ιεσσαί, επιβεβαίωσε τον Βαχτάνγκ στον θρόνο και όρισε τον γιο του Μπακάρ αντιβασιλιά τού Κάρτλι μέχρι την επιστροφή τού ίδιου τού Βαχτάνγκ εκεί. [5] Ο Μπακάρ έριξε τον Ιεσσαί στη φυλακή και κατέστειλε τους συμμάχους του, αλλά ο Σβίμον γλίτωσε. Περαιτέρω, τέθηκε επικεφαλής μίας δύναμης, η οποία νίκησε τις επιδρομικές Λεσγκιανές ομάδες στο Kβέμο (Κάτω) Κάρτλι το 1717. [1]

Μετά την επιστροφή τού Βαχτάνγκ στο Kάρτλι το 1719, ο Σβίμον αποσύρθηκε από την πολιτική και τη διακυβέρνηση και έζησε στο κτήμα του στο Μπεστασένι στο Σομκίτι. Το 1723, όταν ο Κωνσταντίνος Β΄ τού Καχέτι πολιόρκησε την Τιφλίδα, ο Σβίμον τέθηκε από τον Βαχτάνγκ υπεύθυνος για την υπεράσπιση της στρατηγικής γέφυρας Αβλαμπάρι στην Τιφλίδα, αλλά ο πρίγκιπας απέτυχε στην αποστολή του και ο Κωνσταντίνος Β΄ κατάφερε να εκτοπίσει τον Βαχτάνγκ από την πρωτεύουσά του. Ο Σβίμον ήταν τότε μαζί με τον Βαχτάνγκ και τον Μπακάρ στον ανταρτοπόλεμό τους και, μαζί με τον Σάνσε, δούκα του Kσάνι, επιτέθηκαν, ανεπιτυχώς, στους Λεσγκιανούς μισθοφόρους τού Κωνσταντίνου στο φρούριο Tσιλικάνι, βόρεια της Τιφλίδας. Τελικά, ο Σβίμον ακολούθησε τον Βάχτανγκ, που είχε εκτοπιστεί από το βασίλειό του, σε εξορία στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ενώ ο Ιεσσαί έφτασε ξανά στον θρόνο τού Κάρτλι, αυτή τη φορά υπό την οθωμανική ηγεμονία. Ο Σβίμον, γνωστός στη Ρωσία ως τσάρεβιτς Σιμεών Λεόνοβιτς (ρωσικά: Симеон Леонович‎‎) απεβίωσε σε ηλικία 56 ετών το 1740. Κηδεύτηκε στη Λαύρα Aλεξάντερ Νέβσκυ. [1]

Οικογένεια Επεξεργασία

Νυμφεύτηκε δύο φορές. Πήρε την πρώτη φορά, το 1712, την Γκουλκάν (Γκούλκα· απεβ. το 1717), κόρη του Μπαντιζίμ, δούκα τού Aράγκβι, και στη συνέχεια, ήδη χήρα, την Άννα (άκμασε 1724 – 1745), κόρη τού πρίγκιπα Παάτα Αμιλακβάρι. Ο Σβίμον απέκτησε δύο γιους από τον πρώτο του γάμο — τον Μπέρι (άκμασε 1724) και τον Αρτσίλ — και δύο γιους από τον δεύτερο γάμο του — τον Στέπανε (1727–1744) και τον Ντιμίτρι (1729–1745). Η πρώτη σύζυγος τού Σβίμον και πολλά μέλη της οικογένειάς του απεβίωσαν σε ξέσπασμα πανώλης το 1717 και ο πρίγκιπας έκτισε μία εκκλησία στην Τιφλίδα προς τιμήν τους. [1] Ο γιος του από τον δεύτερο γάμο, ο πρίγκιπας Ντιμίτρι νυμφεύτηκε στη Ρωσία, το 1743, ως τρίτος σύζυγός της, την πριγκίπισσα Στεπανίντα Ρζεβσκάγια (1705–1762), πρώην σύζυγο τού πρίγκιπα Aλεξάντρ Γκαλιτζίνε και του συνταγματάρχη Iακίνφ Αλύμοφ. [6]

Ο πρίγκιπας Σβίμον είχε επίσης δύο φυσικούς γιους — τον Nικολόζ (Nικολάυ, γεννημένος στις 28 Νοεμβρίου 1729) και τον Mιχεήλ (άκμασε 1734). Η χήρα τού Σβόμον, Άννα, υπέβαλε καταγγελία στη ρωσική γερουσία, ζητώντας να μην επιτραπεί στον Νικολόζ, ως εξωσυζυγικό παιδί, να φέρει το επώνυμο Μπαγκρατιόν. Αντίθετα, εξουσιοδοτήθηκε από το ρωσικό στέμμα, το 1741, να έχει τον τίτλο τού πρίγκιπα και να αυτοαποκαλείται εφεξής πρίγκιπας Νικολάι Σεμιόνοφ. Ήταν αξιωματικός δραγόνων και είχε έναν γιο, τον Φιόντορ (γενν. 1764). Η γραμμή Σεμυόνοφ έχει έκτοτε εκλείψει. [6]

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  • Bakradze, Ana. "სვიმონ ბატონიშვილი, (1683–1740 წწ.)" [Svimon Batonishvili (1683–1740)]. ქართველი ისტორიული მოღვაწენი (Georgian historical figures) (in Georgian). National Center of Manuscripts. Retrieved 2 October 2013.
  • Lang, David Marshall (1955). Studies in the Numismatic History of Georgia in Transcaucasia. Numismatic Notes and Monographs, no. 130. New York: American Numismatic Society.
  • Lang, David Marshall (1957). The Last Years of the Georgian Monarchy, 1658-1832. New York: Columbia University Press.
  • Metreveli, Roin, ed. (2003). ბაგრატიონები. სამეცნიერო და კულტურული მემკვიდრეობა [Scientific and Cultural Heritage of the Bagrationis] (in Georgian and English). Tbilisi: Neostudia. ISBN 99928-0-623-0.
  • Rayfield, Donald (2012). Edge of Empires: A History of Georgia. London: Reaktion Books. ISBN 978-1780230306.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Bakradze.
  2. Lang 1957, σελ. 106.
  3. Lang 1955, σελ. 95.
  4. Rayfield 2012, σελ. 224.
  5. Lang 1957, σελ. 109.
  6. 6,0 6,1 Metreveli 2003, σελ. Table 5.