Γναθοστοματυλίδες

(Ανακατεύθυνση από Gnathostomulida)

Οι γναθοστοματυλίδες (επιστημονική-λατινική ονομασία Gnathostomulida) ή γναθοστομουλίδια, ή και σιαγονοσκώληκες (μετάφραση της αγγλικής κοινής ονομασίας jaw worms), είναι μια μικρή συνομοταξία σχεδόν μικροσκοπικών θαλάσσιων ζώων. Ζουν μέσα σε αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς αβαθών παραλιακών υδάτων και μπορούν να επιβιώνουν σε σχετικώς υποξικά (δηλαδή με λιγοστό οξυγόνο) περιβάλλοντα. Οι γναθοστοματυλίδες αναγνωρίσθηκαν και περιγράφηκαν για πρώτη φορά[1] το έτος 1956.

Γναθοστοματυλίδες
Το είδος Gnathostomula paradoxa
Το είδος Gnathostomula paradoxa
Συστηματική ταξινόμηση
Επικράτεια: Ευκαρυωτικά
Κλάδος: Οπισθόκοντα
Βασίλειο: Ζώα
Υποβασίλειο: Ευμετάζωα (Eumetazoa)
Ανθυποβασίλειο: Αμφίπλευρα (Bilateria)
Κλάδος: Νεφρόζωα (Nephrozoa)
Υπερσυνομοταξία: Πρωτοστόμια (Protostomia)
Κλάδος: Σπιράλια και πλατύζωα (Spiralia - Platyzoa)
Συνομοταξία: Γναθοστοματυλίδες
(Gnathostomulida)

Ax, 1956[1]
Τάξεις

Περιγραφή Επεξεργασία

Οι περισσότερες γναθοστοματυλίδες έχουν μήκος από μισό έως ένα χιλιοστόμετρο. Πολλά είδη είναι λεπτά, έως και νηματοειδή, σκουλήκια, με γενικώς διαφανές σώμα. Σε πολλά Βυρσοκολποειδή (μία από τις δύο ομάδες των γναθοστοματυλιδών), η περιοχή του λαιμού είναι ελαφρώς στενότερη από το υπόλοιπο σώμα, χαρακτηριστικό που τους προσδίδει την εμφάνιση ενός όντος με κεφαλή.[2]

Όπως και οι πλατυέλμινθες, έχουν μια επιφανειακή στρώση (ένα είδος επιδερμίδας) βλεφαριδοφόρων κυττάρων, αλλά σε αντίθεση με αυτούς το κάθε κύτταρο από αυτά φέρει μόνο μία «βλεφαρίδα».[3] Αυτές οι βλεφαρίδες επιτρέπουν στις γναθοστοματυλίδες να γλιστρούν στο νερό ανάμεσα στους κόκκους της άμμου, ενώ χρησιμοποιούν και μύες για την κίνησή τους, οι οποίοι μπορούν να συστρέψουν ή να συστείλουν το σώμα τους.

Οι γναθοστοματυλίδες δεν διαθέτουν κεντρική σωματική κοιλότητα, ούτε κυκλοφορικό ή αναπνευστικό σύστημα. Το νευρικό σύστημά τους είναι απλό και περιορισμένο στα εξωτερικά στρώματα του σωματικού τοιχώματος. Τα μόνα αισθητήρια όργανα είναι τροποποιημένα τριχίδια (βλεφαρίδες), τα οποία είναι περισσότερα στην περιοχή της κεφαλής.[2]

Το στόμα βρίσκεται ακριβώς πίσω από την κεφαλή, πίσω από ένα ρύγχος, στο κάτω μέρος του σώματος. Υπάρχει ένα ζεύγος σιαγόνων από σκληρότερο αλλά εύκαμπτο ιστό, με σχετικώς ισχυρούς μύες και σε πολλά είδη φέρουν μικροσκοπικά δόντια. Στην κάτω επιφάνεια υπάρχει επίσης μια «βασική πλάκα», που φέρει μία δομή παρόμοια με χτένα. Η πλάκα αυτή χρησιμεύει στο να αποξέονται και να τρώγονται μικρότεροι οργανισμοί από τους κόκκους της άμμου.[4] Ο συμμετρικός φάρυγγας με τα σύνθετα και σκληρυμένα συνιστώντα μέρη του στόματος καθιστούν τις γναθοστοματυλίδες παρόμοιες με τα τροχόζωα και τα συγγενικά τους είδη, και πράγματι ταξινομούνται στον κλάδο των «γναθοφόρων» (Gnathifera). Η υπερδομή των σιαγόνων, που αποτελούνται από ράβδους που εμφανίζονται με μεγάλη πυκνότητα στην Ηλεκτρονική μικροσκοπία διελεύσεως, υποστηρίζει επίσης τη στενή σχέση τους με τα τροχόζωα και την αδελφή συνομοταξία μικρογναθόζωα. Το πίσω μέρος του στόματος καταλήγει σε αδιέξοδο σωλήνα, στον οποίο λαβαίνει χώρα η πέψη. Δεν υπάρχει πρωκτός[2], αλλά ιστός που συνδέει αυτό το έντερο με την επιδερμίδα, οι πόροι της οποίας ίσως χρησιμεύουν και για την απέκκριση των άχρηστων ουσιών.[5]

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

Οι γναθοστοματυλίδες είναι ταυτοχρονικοί ερμαφρόδιτοι οργανισμοί. Ο κάθε σκώληκας διαθέτει μία μόνο ωοθήκη και έναν ή δύο όρχεις. Μετά τη γονιμοποίηση το μοναδικό αβγό εξέρχεται σκίζοντας το σωματικό τοίχωμα και προσκολλάται σε κάποιον κοντινό κόκκο άμμου. Ο γονεϊκός οργανισμός είναι σε θέση να επουλώσει γρήγορα το προκύπτον τραύμα. Από το αβγό εκκολάπτεται ένας οργανισμός που αποτελεί μια πανομοιότυπη μινιατούρα του ενήλικου εκπροσώπου του είδους του, δεν μεσολαβεί δηλαδή το στάδιο της προνύμφης.[2]

Ταξινομική Επεξεργασία

Μέχρι σήμερα έχουν περιγραφεί περί τα 100 είδη[6] γναθοστοματυλιδών και είναι βέβαιο ότι υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν έχουν ανακαλυφθεί-ταυτοποιηθεί. Η συνομοταξία δεν έχει ομοταξίες, αλλά μόνο δύο τάξεις: Τα φιλοσπερμοειδή (Filospermoidea) είναι μακρύτερα και χαρακτηρίζονται από το επιμηκυμένο ρύγχος τους. Τα βυρσοκολποειδή (Bursovaginoidea) διαθέτουν αισθητήρια όργανα σε ζεύγη και επιπλέον πέος και ένα όργανο αποθηκεύσεως του σπέρματος που τους έδωσε την ονομασία τους (βύρσος = δερμάτινος θύλακας).[4]

Δεν είναι γνωστά στην επιστήμη κάποια απολιθώματα ειδών της συνομοταξίας, αν και υπάρχουν (αμφισβητούμενες) ομοιότητες ανάμεσα στις σιαγόνες των σημερινών γναθοστοματυλιδών και σε ορισμένα στοιχεία των κωνόδοντων (Ochietti & Cailleux 1969, Durden κ.ά. 1969)[7].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Ax, P. (1956). «Die Gnathostomulida, eine rätselhafte Wurmgruppe aus dem Meeressand». Abhandl. Akad. Wiss. U. Lit. Mainz, Math. - Naturwiss. 8: 1-32. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Barnes, Robert D. (1982). Invertebrate Zoology. Philadelphia, PA: Holt-Saunders International. σελίδες 311–312. ISBN 0-03-056747-5. 
  3. Ruppert, Edward E., Fox, Richard S., Barnes, Robert D. (2004) Invertebrate Zoology (7η έκδοση). Brooks/Cole-Thomson Learning, Belmont, US
  4. 4,0 4,1 Barnes, R.F.K. κ.ά.: The Invertebrates: A Synthesis, Blackwell Science, Οξφόρδη 2001
  5. Knauss, Elizabeth (Δεκέμβριος 1979). «Indication of an Anal Pore in Gnathostomulida». Zoologica Scripta 8 (1-4): 181-186. doi:10.1111/j.1463-6409.1979.tb00630.x. 
  6. Zhang, Z.-Q. (2011). «Animal biodiversity: An introduction to higher-level classification and taxonomic richness». Zootaxa 3148: 7-12. doi:10.11646/zootaxa.3148.1.3. http://mapress.com/zootaxa/2011/f/zt03148p012.pdf. 
  7. Κεφ. 2, σελ. 192 του έργου του Andreas Schmidt-Rhaesaa Gastrotricha and Gnathifera, τόμ. 3 (2015)

Πηγές - εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία