Αλαί Βοιωτίας

προστατευόμενος αρχαιολογικός χώρος

Οι Αλές Βοιωτίας (Αι Αλαί Βοιωτίας) ήταν αρχαία παραλιακή πόλη στη Βοιωτία, στη θέση του σημερινού οικισμού Θεολόγος Φθιώτιδας[1]. Ο Παυσανίας την αναφέρει ως πόλη (πόλισμα) που βρίσκεται στη θάλασσα όπου χωρίζει τη Λοκρίδα από την Εύβοια[2].

Αλαί Βοιωτίας
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Αλαί Βοιωτίας
38°39′30″N 23°11′23″E
ΧώραΕλλάδα
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Λοκρών
Γεωγραφική υπαγωγήΑρχαία Βοιωτία

Ιστορία Επεξεργασία

Η αρχαία πόλη των Αλών οφείλει το όνομά της στις αλυκές της και εκτείνει την παρουσία της καθ΄ όλη την διάρκεια των ιστορικών χρόνων, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι ο χώρος της κατοικούνταν συνεχώς από την Νεολιθική εποχή ως τη μεσοβυζαντινή περίοδο (11ος και 12ος αιώνας), οπότε ερημώνεται ως το 1923.

Παρότι οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων για την πόλη είναι σπάνιες και πολύ φτωχές, οι Αλές ήταν το ασφαλέστερο και το κοντινότερο στον Οπούντα λιμάνι, το οποίο είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.

Την Πρωτογεωμετρική περίοδο παρατηρούνται αλλαγές στα ταφικά έθιμα και επιρροές στην τέχνη από Αττική, Κόρινθο, Εύβοια και Θεσσαλία, μαζική παραγωγή αγγείων και άνθηση της μεταλλουργίας, όπως χρυσά κοσμήματα και όπλα. Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πολυταξικής κοινωνίας.

Τον 6ο π. Χ. αιώνα στις Αλές ανασκάφηκε ναός με ορατό βωμό και τμήμα αυτού αφιερωμένος στην πολιούχο Αθηνά δωρικού ρυθμού, ο οποίος καταστράφηκε με τον σεισμό του 425 π.Χ. που έπληξε την περιοχή. Το πολίτευμα της ήταν ολιγαρχικό, σύμφωνα με τις πηγές, χωρίς πολιτικές διαμάχες, το οποίο διαδέχθηκε μια «συντηρητική δημοκρατία».

Οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την κεραμοποιία, την παραγωγή αγγείων, τη γεωργία, αμπελουργία και την κτηνοτροφία, κυρίως όμως με την εκτροφή βοοειδών.

Η πόλη γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά τον 5ο π. Χ. αιώνα, όπως και οι άλλες πόλεις της Οπουντίας Λοκρίδας. Αναμφίβολα το λιμάνι αλλά και η ακρόπολή της θα χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη των όσων αποκόμιζαν από τις πειρατικές επιχειρήσεις τους οι Λοκροί. Οι πόλεμοι και οι καταστροφές είχαν σαν αποτέλεσμα την παρακμή της πόλης στα χρόνια που ακολούθησαν.

Μετά τη λήξη των Περσικών Πολέμων ακολουθεί στην Ελλάδα μια περίοδος ηρεμίας και ανάπτυξης και η Αθήνα φθάνει στο απόγειο της ακμής της. Η ακτινοβολία της Αθηναϊκής δημοκρατίας κατά την περίοδο αυτή επιδρά και στην εξέλιξη των άλλων ελληνικών πόλεων. Παρατηρείται πρωτοφανής πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση, ενώ παράλληλα ακμάζει η οικονομία και το εμπόριο. Στο τέλος της περιόδου αυτής , που είναι γνωστή ως ο χρυσός αιώνας του Περικλή ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγάλων αντιπάλων Αθήνας και Σπάρτης.

Οι Λοκροί τάχθηκαν με το μέρος των Σπαρτιατών με το ιππικό τους. Η Λοκρίδα υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές από τους Αθηναίους, που με τον στόλο τους κατέστρεψαν τις παράλιες πόλεις της, προκειμένου να προστατεύσουν την Εύβοια και τους θαλάσσιους δρόμους. Οι πολυάριθμες πολεμικές εμπλοκές και καταστροφές που υπέστησαν όχι μόνο οι κάτοικοι των Αλών, αλλά γενικά οι Ανατολικοί Λοκροί καταδεικνύεται από το ότι δεν έχουν βρεθεί ως σήμερα ασφαλή ερείπια ναών, δημοσίων κτιρίων ή ιδιωτικών κατοικιών κλασικών χρόνων.

Κατά τη διένεξη Θηβών - Σπάρτης για την ηγεμονία της Ελλάδας στις αρχές του 4ου αιώνα οι Λοκροί βρίσκονται στο πλευρό των Σπαρτιατών, όταν όμως υπερίσχυσαν οι Θηβαίοι (από το 377 π. Χ. και μετά ) γίνονται σύμμαχοί τους. Το 365 π.Χ. ο Επαμεινώνδας καταλαμβάνει και οχυρώνει τη Λάρυμνα και τις Αλές. Με την έκρηξη του Γ΄ Ιερού πολέμου (356 π. Χ.) συμμαχούν με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς εναντίον των Φωκέων παραδοσιακών αντιπάλων τους. Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα οι Αλαίοι μετατάχθηκαν στο κοινό των Βοιωτών θεληματικά μαζί με τους Λαρυμναίους.

Οι οχυρώσεις της Λοκρίδας στην πλειονότητά τους κατασκευάστηκαν τον 4ο π.Χ. αιώνα για να αντιμετωπιστεί η επεκτατική διάθεση των Φωκέων και η απειλή από την εμφάνιση της νέας δύναμης, των Μακεδόνων, η στα τέλη του ίδιου αιώνα, όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, απελευθέρωσε τις πόλεις ως τις Θερμοπύλες από το Μακεδονικό ζυγό.

Η Ελληνιστική περίοδος (336π.Χ. ή 323 π.Χ.- μέσα 1ου αιώνα π.Χ.) χαρακτηρίζεται από τους συνεχείς αγώνες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την εξασθένηση του θεσμού της αυτόνομης πόλης-κράτους και την επικράτηση του θεσμού των «Κοινών» ή της Συμπολιτείας (κοινό των Λοκρών κ.λ.π.), πολιτικές ενώσεις που συνιστούν την τελευταία προσπάθεια των Ελλήνων για αυτονομία έναντι των Μακεδόνων. Μετά τη επικράτηση των Μακεδόνων, η Λοκρίδα αν και θεωρητικά ανεξάρτητη, προσδέθηκε στο άρμα των Μακεδόνων με ελάχιστα περιθώρια διαμόρφωσης δικής της πολιτικής.

Με την επικράτηση των Ρωμαίων η πόλη των Αλών και όλες οι Λοκρικές πόλεις ακολουθούν την τύχη της υπόλοιπης Ελλάδας. Το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό μόνο κατ΄ όνομα γιατί στην πραγματικότητα η Ρώμη επέβαλε τα αξιώματα να τα αναλαμβάνουν εκπρόσωποι των εύπορων κοινωνικά τάξεων καθώς και τα μέλη της Βουλής να προέρχονται από αυτές, με συνέπεια το πολίτευμα να μετατραπεί σε τιμοκρατικό. Η χάραξη της πολιτικής και της οικονομίας παρέμεινε στα χέρια των κατακτητών, αφήνοντας την τοπική αυτοδιοίκηση και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις στους Λοκρούς.

Η εισβολή του Σύλλα το 87/86 π.Χ. ήταν μοιραία για την Λοκρίδα, γιατί κατέστρεψε τις παράλιες πόλεις για να στερήσει από τον Μιθριδάτη τις δυνατότητες ελλιμενισμού του στόλου του και απόβασης στην ηπειρωτική Ελλάδα, είχαν δε ως συνέπεια την καταστροφή των οχυρώσεων των πόλεων, που δεν ανοικοδομούνται πλέον και εγκαταλείπονται όπως μαρτυρούν οι αρχαίες πηγές και πληροφορούν τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Το έτος 85 π.Χ. υπήρξε μοιραίο για την πόλη των Αλών, καθότι καταστράφηκε ολοσχερώς από την επιδρομή του Σύλλα όπως και η πόλη της Λάρυμνας, αλλά μετά από μια παύση κατά τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ., γνωρίζει ξανά την άνθιση στον 6ο αιώνα μ.Χ.

Ανασκαφικές έρευνες στο ιερό της τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής αποκάλυψαν ψηφιδωτό δάπεδο του τέλους του 5ου ή αρχών του 6ου αιώνα, με παράσταση αετού που φέρει φωτοστέφανο, σύμβολο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, πράγμα που μπορεί να συσχετισθεί με το τοπωνύμιο της περιοχής. (του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου).

Οι εισαγωγές αμφορέων και αφρικανικών πινακίων δείχνουν εκτεταμένο εμπόριο με όλη την περιοχή της Μεσογείου. Την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού χρονολογούνται οι επισκευές στο αρχαίο τείχος που προστάτευε την πόλη από την πλευρά της θάλασσας. Τα ίχνη της φαίνονται να σβήνουν στα τέλη του 6 ή τις αρχές του 7ου αιώνα.

Αρχαιολογικά ευρήματα Επεξεργασία

Οι ανασκαφές στην αρχαία πόλη των Αλών, στη βόρεια πλευρά του όρμου του Θεολόγου, ξεκίνησαν το 1911 από τις αρχαιολόγους H.Goldman και Α. Walker - Κοσμοπούλου, συνεχίστηκαν ως το 1914 όποτε και διακόπηκαν λόγω του Ά παγκοσμίου πολέμου για να συνεχιστούν τελικά μετά το 1935 από την H. Goldman.

Στον αρχαιολογικό χώρο που πραγματοποιήθηκαν οι ανασκαφές βρίσκονταν η ακρόπολη των Αλών με τα τείχη, τις ιερατικές κατοικίες, τους βωμούς, τα μνημεία καθώς και ένα τετράστυλο ναό αφιερωμένο στην Αθηνά.

Τα τείχη είναι χτισμένα σε δύο φάσεις, η πρώτη είναι του 6ου αιώνα π.Χ. όπου τα τείχη είναι κατασκευασμένα από σκληρό ασβεστόλιθο και η δεύτερη είναι αυτή των ελληνιστικών χρόνων όπου τα τείχη έχουν κατασκευαστεί από υπέρυθρο πωρόλιθο. Η κύρια είσοδος βρίσκονταν στη βορειοανατολική πλευρά του τείχους, είχε πλάτος 3,38 μέτρα και μέσα από αυτήν περνούσε ένας δρόμος είκοσι μέτρων που ενώνονται με τον κεντρικό δρόμο της ακρόπολης που κατέληγε στον ναό της Αθηνάς.

Ο ναός της Αθηνάς ήταν χτισμένος σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν αυτή του 6ου αιώνα π.Χ. ταυτόχρονα δηλαδή με την οικοδόμηση των πρώτων τειχών, η δεύτερη ήταν στα 510 π.Χ. και η τρίτη μετά τον σεισμό του 426 π.Χ. που κατέστρεψε πολλές Λοκρικές πόλεις.

Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ο χώρος της ακρόπολης ήταν καλυμμένος με ένα σύμπλεγμα κτιρίων και ένα βυζαντινό ναό που ήταν οικοδομημένος σε δύο φάσεις, η πρώτη του 6-7ου αιώνα μ.Χ. και η δεύτερη του 12-13ου αιώνα μ.Χ.

Πλούσια ήταν τα ευρήματα που ήρθαν στο φως, όπως κομμάτια από δωρικές κολώνες, επιστήλια, μετόπες και από τις τρεις οικοδομικές φάσεις του ναού, κομμάτια από πήλινα αγάλματα καθώς και ένα μαρμάρινο ακέφαλο άγαλμα της Αφροδίτης, μπρούτζινα και ασημένια κοσμήματα.

Σημαντικά ήταν και τα βυζαντινά ευρήματα όπως ένα μοναδικό χρωματιστό μωσαϊκό με σχέδια πουλιών στο δάπεδο του ναού, λύχνοι του 6ου μ.Χ. αιώνα καθώς και νομίσματα της εποχής των αυτοκρατόρων Αλέξιου και Μανουήλ Α'.

Τα ευρήματα αυτά φυλάσσονται στις αποθήκες του αρχαιολογικού μουσείου Θηβών και μερικά από αυτά εκτίθενται στην πτέρυγα των προϊστορικών ευρημάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.

Πηγές Επεξεργασία

  • Δακορώνια Φ., Κωτούλας Δ., Μπαλτά Ε. Συθιακάκη Β. Τόλιας Β. «Λοκρίδα – Ιστορία & Πολιτισμός». Εκδόσεις: Κτήμα Χατζημιχάλη.
  • Καραστάθης, Κώστας Β. «ΜΑΛΕΣΙΝΑ, Μνημεία-Ιστορία-Αρχαιολογικοί χώροι », σελ. 26, Αθήνα 1999.
  • Πρωτόπαπας Ζήσης. 1952. «Λοκρίδα». Αθήνα 1952
  • Χριστοφόρου Μάνθος Κ. 2001. «Χρονολόγιο Οπούντος και Αταλάντης 4000 χρόνια – εν τάχει». Έκδοση Δήμου Αταλάντης.

Παραπομπές - Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. Ιστορία Αρχειοθετήθηκε 2014-01-09 στο Wayback Machine., Θεολόγος Φθιώτιδας
  2. s:Ελλάδος_περιήγησις/Βοιωτικά#p24.5: «ἐκ δὲ Κυρτώνων ὑπερβάλλοντι τὸ ὄρος πόλισμά ἐστι Κορσεία, ὑπὸ δὲ αὐτῷ δένδρων ἄλσος οὐχ ἡμέρων: πρῖνοι τὸ πολύ εἰσιν. Ἑρμοῦ δὲ ἄγαλμα οὐ μέγα ἐν ὑπαίθρῳ τοῦ ἄλσους ἕστηκε. τοῦτο ἀπέχει Κορσείας ὅσον τε ἥμισυ σταδίου. καταβάντων δὲ ἐς τὸ χθαμαλὸν ποταμὸς Πλατάνιος καλούμενος ἐκδίδωσιν ἐς θάλασσαν: ἐν δεξιᾷ δὲ τοῦ ποταμοῦ Βοιωτῶν ἔσχατοι ταύτῃ πόλισμα οἰκοῦσιν Ἁλὰς ἐπὶ θαλάσσῃ, ἣ τὴν Λοκρίδα ἤπειρον ἀπὸ τῆς Εὐβοίας διείργει.»