Γερακίνα
Η γερακίνα είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, μία από τις γερακίνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Buteo buteo και περιλαμβάνει 11 υποείδη.[4]
Γερακίνα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη γερακίνα (ενδιάμεση φάση)
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Buteo buteo (Τριόρχης ο γνήσιος) (Linnaeus, 1758) | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Buteo buteo bannermani |
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος B. b. buteo (Linnaeus, 1758), αλλά υπάρχει πιθανή ανάμιξη πληθυσμών με τα υποείδη B. b. menetriesi Bogdanov, 1879 και B. b. vulpinus (Gloger, 1833), ιδιαίτερα κατά τις μεταναστευτικές περιόδους.[5]
Το είδος σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους, διακρίνεται σε τρεις χρωματικές φάσεις (colour phases) (βλ. Μορφολογία).
Ονοματολογία
ΕπεξεργασίαΗ λατινική λέξη buteo υποδήλωνε το σημερινό «γεράκι» ή κάποιο «ιερακοειδές» και αναφέρεται τόσο στο είδος όσο και στο γένος του πτηνού.[6]
Η αγγλική ονομασία του είδους Buzzard, αντιστοιχεί στην ελληνική λέξη «γερακίνα».
Συστηματική Ταξινομική
ΕπεξεργασίαΗ γερακίνα ανήκει σε ένα είδος που έχει υποστεί αρκετές αλλαγές στα υποείδη του, κατά τα τελευταία χρόνια. Η ITIS δέχεται μόλις 7, συμπεριλαμβανομένου του bannermani ενώ άλλοι ερευνητές ανεβάζουν τον αριθμό σε 12, με το bannermani, αναβαθμισμένο σε ξεχωριστό είδος.
Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι, οι πληθυσμοί της Κορσικής και της Σαρδηνίας, ανήκουν στο ξεχωριστό υποείδος arrigonii, ενώ τα άτομα που ζούν στη νήσο Σοκότρα, αποτελούν το είδος ή υποείδος socotrae.[7] Γενικότερα, επικρατεί έντονη διχογνωμία στους επιστημονικούς κύκλους και θα χρειαστούν πολλά ακόμη δεδομένα για να βγει κάποιο τελικό συμπέρασμα.
Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η ταξινομική κατά Howard and Moore: Checklist of the Birds of the World, 2003.
Γεωγραφική κατανομή
ΕπεξεργασίαΗ γερακίνα απαντά σε όλο σχεδόν τον Παλαιό Κόσμο και, αποτελεί ένα από τα πιο κοινά αρπακτικά πτηνά. Στην Ευρώπη απουσιάζει μόνον από την Ισλανδία, τη Νορβηγία (εκτός από το νοτιότερο τμήμα της), τα βορειοδυτικά της Σουηδίας και της Φινλανδίας και από μεγάλο μέρος της Ιρλανδίας. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός), ενώ στη Ρωσία έρχεται για να αναπαραχθεί μόνο το καλοκαίρι. Στο μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίας και σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και τη Β. Αφρική, δεν υπάρχουν πληθυσμοί αναπαραγωγής, παρά μόνον διαχειμάζοντες.[8][9][10] Οι περιοχές εξάπλωσης φθάνουν προς ανατολάς μέχρι την Ιαπωνία και προς τα νοτιοδυτικά μέχρι και τη Μαλαισία, ενώ η διαχείμαση γίνεται μέχρι και τη Νότια Αφρική.
Στην Ελλάδα είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός) και φωλιάζει σε σχετικά ικανοποιητικούς αριθμούς, αλλά υπάρχουν και πληθυσμοί άλλων υποειδών που, είτε έρχονται να ξεχειμωνιάσουν, είτε περνάνε από τη χώρα κατά τις δύο μεταναστεύσεις.[5]
Μεταναστευτικές οδοί
ΕπεξεργασίαΟι πληθυσμοί της Ευρώπης είναι, ανάλογα με την περιοχή, είτε μόνιμοι, είτε μερικώς αποδημητικοί, παραμένοντας όλο το χρόνο στους τόπους αναπαραγωγής, ή κοντά σε αυτούς. Ένα μεγάλο μέρος των ατόμων της Κεντρικής Ευρώπης απομακρύνεται λιγότερο από 50 χλμ. από τις φωλιές. Αντίθετα, οι Σκανδιναβικές γερακίνες είναι κατά κύριο λόγο μεταναστευτικά πουλιά, με τις περιοχές διαχείμασης να εκτείνονται από τη νότια Σουηδία, τη Δανία και τη Γερμανία, μέχρι τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και τη Γαλλία.[11][12][13] Η μεγαλύτερη απόσταση που καταγράφηκε, ήταν από μία δακτυλιωμένη γερακίνα από τη βόρεια Σουηδία που βρέθηκε 6335 χιλιόμετρα μακριά, στο Τόγκο της δυτικής Αφρικής.[14]
Η φθινοπωρινή μετανάστευση ξεκινά τον Αύγουστο, κορυφώνεται στα μέσα Οκτωβρίου και τελειώνει το Νοέμβριο. Η εαρινή εξαρτάται από τη διάρκεια του χειμώνα, αρχίζει συνήθως το Φεβρουάριο ή το Μάρτιο και τελειώνει κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου.[12]
Βιότοπος
ΕπεξεργασίαΗ γερακίνα κατοικεί κυρίως σε μικρά δάση με παρακείμενα ανοικτά τοπία όπως λιβάδια, θαμνότοπους και καλλιέργειες, για να μπορεί να αναζητά την τροφή της. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να βρεθεί σε υγρότοπους και βαλτώδεις περιοχές, ενώ ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο συχνάζει σε ακτές και λοφοπλαγιές, ανεξαρτήτως εποχής.[15] Η παρουσία της σε υψόμετρο 1000 μέτρων και πάνω, από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι σπάνια. Συχνά, γερακίνες μπορεί να παρατηρηθούν να κάθονται σε στύλους, κατά μήκος των εθνικών οδών, απ’όπου εποπτεύουν το χώρο. Πιο σπάνια συχνάζουν στο εσωτερικό των πυκνών δασών,[16] ή στις στενές λωρίδες στα όρια μεταξύ των ξέφωτων και των συστάδων από δένδρα.[17][18] Δεν είναι σπάνιο να συχνάζουν κοντά σε κατοικημένες περιοχές και, ιδιαίτερα στη Γερμανία, έχουν καταγραφεί επιτυχημένες αναπαραγωγές σε συστοιχίες από λεύκες κοντά σε αγροκτήματα,[19] ή κοντά σε αστικές περιοχές.[20]
Μορφολογία
ΕπεξεργασίαΗ γερακίνα είναι ένα μεσαίου μεγέθους, στιβαρό αρπακτικό με εξαιρετικά ποικίλο χρωματισμό στο πτέρωμα που, κυμαίνεται από σχεδόν άσπρο μέχρι σχεδόν μαύρο, με όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς.[15]
Κατ’ουσίαν, σπάνια μπορεί να βρει κανείς δύο άτομα με τον ίδιο ακριβώς χρωματισμό.[5]
Διακρίνονται τρεις χρωματικές φάσεις (colour phases): μία ανοιχτόχρωμη που πλησιάζει το λευκό, μία σκούρα με διάφορες διαβαθμίσεις και, μία ενδιάμεση στην οποία ανήκουν και τα περισσότερα άτομα.[21] Οι διαφορές μεταξύ των φάσεων είναι πιο έκδηλες κατά την πτήση, οπότε διακρίνεται το κάτω μέρος του σώματος και των πτερύγων που, γενικά, έχει ποικίλες σκούρες κηλίδες, διακεκομμένες ραβδώσεις, οριζόντιες ή κάθετες ρίγες στο στήθος και πιο ανοιχτόχρωμη ουρά με γκριζόμαυρες ραβδώσεις.[5]. Διακρίνονται οι φαρδιές φτερούγες, η πλατιά στρογγυλευμένη ουρά και ο πολύ κοντός λαιμός.[22]
Αυτή η εξαιρετική ποικιλομορφία έχει απασχολήσει πολύ τους ερευνητές και αρχικά, είχε αποδοθεί μόνον σε γεωγραφικά κριτήρια, αλλά αργότερα αυτή η υπόθεση αμφισβητήθηκε.[23] Ερευνήθηκαν οι χρωματισμοί σε άτομα ποικίλων γεωγραφικών περιοχών και συσχετίστηκαν ακόμη και με επιτυχείς ή όχι αναπαραγωγές.[24][25][26][27] Μοριακές γενετικές αναλύσεις συσχέτισαν την ποικιλομορφία αυτή με χαμηλούς αλλοζυμικούς ετεροζυγώτες.[28].
Η γερακίνα, αρκετές φορές, δύσκολα ξεχωρίζει στην παρατήρηση πεδίου από άλλα, παραπλησίου μεγέθους αρπακτικά, λόγω αυτής της ποικιλομορφίας στον χρωματισμό της. Για παράδειγμα, ο σφηκιάρης, ιδιαίτερα στις βόρειες ευρωπαϊκές περιοχές, έχει παρόμοια χαρακτηριστικά και μάλιστα, φαίνεται να μιμείται τους χρωματισμούς της γερακίνας για να προστατεύεται ως ένα βαθμό από τις επιθέσεις των διπλοσάινων.[εκκρεμεί παραπομπή] Τα νεαρά άτομα, πολύ δύσκολα ξεχωρίζουν από τα ενήλικα.[5].
Το ράμφος είναι μαύρο και ανοιχτότερο προς το κεφάλι. Τα άπτερα μέρη του σώματος (πόδια και κήρωμα) είναι κίτρινα, αλλά στους νεοσσούς που έχουν πρόσφατα εκκολαφθεί, είναι απαλά ροζ. Η ίριδα έχει κι αυτή μεταβλητό χρωματισμό, από γκρι, έως γκρι-καφέ, σπάνια φωτεινό ή κιτρινωπό και έχει σχέση με το γενικό χρωματισμό του φτερώματος. Τα νύχια είναι σε όλες τις μορφές, ανάλογα με το χρωματισμό φτερώματος, φωτεινότερα ή σκουρότερα.[11]
- Μήκος σώματος: (45-)51 έως 56(-58) εκατοστά.
- Άνοιγμα πτερύγων: (113-)117 έως 137(-140) εκατοστά.
- Βάρος: Αρσενικό 620-1185 γραμμάρια, θηλυκό 785-1365 γραμμάρια
Πτήση
ΕπεξεργασίαΗ γερακίνα δεν θεωρείται, γενικότερα, ένα «κομψό» στο πέταγμά της πτηνό. Είναι αρκετά δυσκίνητη και μόνο όταν γυροπετάει (soaring), δείχνει κάποια ελαφράδα στην κίνησή της. Κρατάει τις φτερούγες της με κάποια ελαφρά κλίση στις καρπικές αρθρώσεις, αλλά όταν αερολισθαίνει (gliding) τις διατηρεί ίσιες. Κάποιες φορές αιωρείται επί τόπου (hovering).[29]
Εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, οι γερακίνες τείνουν να αθροίζονται σε χαλαρές, διάσπαρτες ομάδες. Αυτό ισχύει για όλες τις περιοχές με αντίστοιχα υψηλό ποσοστό λείας, δηλαδή λιβάδια, χωράφια και υγρές πεδιάδες, που χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο ειδικά τον χειμώνα. Εκεί περνάνε όλη την ημέρα και, μόνο όταν είναι να κουρνιάσουν, αποσύρονται στα δένδρα. Όμως, στην περίπτωση έλλειψης τροφής κατά τους σκληρούς χειμώνες, μπορούν να σχηματίσουν ομάδες με τις αντίστοιχες προτεραιότητες για κάποια άτομα, που ανταγωνίζονται για την υπεράσπιση της λείας.[30]
Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης παρατηρούνται μικρά «σμήνη» μέχρι οκτώ ή περισσότερες γερακίνες, να εκμεταλλεύονται τα θερμικά ανοδικά ρεύματα. Συνήθως, όμως, τα άτομα αυτά στη συνέχεια διαχωρίζονται.[31]
Τροφή
ΕπεξεργασίαΗ κύρια τροφή της γερακίνας είναι τα μικρά θηλαστικά και, στην Ευρώπη, κυρίως ποντίκια (εξ ου και το κυριότερο παρωνύμιό της στην Ελλάδα). Συλλαμβάνει επίσης πουλιά, ως επί το πλείστον μικρού μεγέθους, ερπετά (όπως σαύρες), σκουλήκια, νερόφιδα και αμφίβια, ως επί το πλείστον βατράχους και φρύνους. Τα έντομα και οι προνύμφες τους, μπορούν εν μέρει να αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μερίδιο από τα λάφυρα, αλλά και θνησιμαία, σπανιότερα. Ψάρια έχουν επίσης αλιευθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήθως νεκρά ή αλλοιωμένα. Το ίδιο ισχύει και για μεγαλύτερα πουλιά, όπως τα περιστέρια, που είναι τραυματισμένα ή ήδη νεκρά, ή τα κλέβει από άλλα αρπακτικά.[32][33]
Αναπαραγωγή
ΕπεξεργασίαΑπό την ηλικία των δύο έως τριών ετών οι γερακίνες είναι σεξουαλικά ώριμες, όπως προσδιορίζεται από την παρατήρηση ατόμων στην Ουαλία.[34] Συνήθως ζευγαρώνουν εφ’όρου ζωής, με την αναπαραγωγική περίοδο να ξεκινάει στην Ευρώπη από τα μέσα Μαρτίου, αλλά συνηθέστερα πραγματοποιείται τον Απρίλιο.
Η φωλιά κατασκευάζεται πάνω σε δένδρα, αλλά σε ανοικτές περιοχές μπορεί να χρησιμοποιηθούν βράχια, ενώ πολύ σπάνια κατασκευάζεται στο έδαφος. Η φωλιά επαναχρησιμοποιείται κάθε χρόνο, αλλά μπορεί και να αλλάζει η θέση της. Είναι μία σχετικά ογκώδης κατασκευή από ξερόκλαδα, επιστρωμένη με μικρότερα κλαδιά, φυλλοφόρους κλάδους, γρασίδι ή και φύκια.[35]
Η γέννα αποτελείται από 2-3 αυγά, αλλά έχουν παρατηρηθεί και 1 ή 4 αυγά.[36] Εναποτίθενται σε διαστήματα 2-3 ημερών, περί τα μέσα Απριλίου. Η επώαση πραγματοποιείται κυρίως από το θηλυκό, με τη συμμετοχή του αρσενικού κατά διαστήματα και διαρκεί 33-35 ημέρες, αλλά εάν τα αυγά είναι περισσότερα μπορεί να φθάσει και τις 42 ημέρες.
Οι νεοσσοί διαφέρουν σε μέγεθος και, ο μικρότερος συνήθως πεθαίνει. Το θηλυκό παραμένει πολύ κοντά και σιτίζει για 8-12 ημέρες, με το αρσενικό να προμηθεύει τροφή. Μετά κυνηγάνε και οι δύο γονείς, αλλά και πάλι σιτίζει το θηλυκό.
Το πρώτο φτέρωμα ξεκινάει να βγαίνει από την 7η ημέρα και ολοκληρώνεται στις 12-30 ημέρες. Οι νεοσσοί αρχίζουν να σιτίζονται μόνοι τους μετά από τον πρώτο μήνα και πετάνε στις 40-45 ημέρες.[35]
Το 49% των νεαρών επιβιώνει μέχρι τον 1ο χρόνο, το 68% μέχρι τον 2ο, και το 71% μέχρι τον 3ο χρόνο. Από εκεί και πέρα, η επιβίωση αυξάνει σημαντικά και φθάνει το 81%.[37]
Κατάσταση πληθυσμού
ΕπεξεργασίαΗ κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι, γενικά, καλή και σταθερή, πιστοποιώντας τη θέση της γερακίνας, ως ένα επιτυχημένο αρπακτικό.[1] Η γερακίνα θεωρείται σήμερα ότι δεν διατρέχει ιδιαίτερο κίνδυνο, με τις απώλειες να συμβαίνουν ειδικά στις περιοχές μετανάστευσης και διαχείμασης. Στα ατυχήματα, ένα μεγάλο ποσοστό των θανάτων προέρχεται από σύγκρουση στους δρόμους και τις σιδηροδρομικές γραμμές ή στις γραμμές μεταφοράς ενέργειας.[38]
Άλλες ονομασίες
ΕπεξεργασίαΗ Γερακίνα απαντά πανελλαδικά και με την ονομασία Βαρβακίνα ή Ποντικοβαρβακίνα. Άλλες ονομασίες είναι: Ποντικογερακίνα, Παπατσώνης και Παπατσώνι (Παρνασσός), Κουφογερακίνα, Λαγουδογέρακο.[5][22][39][40]
Σημειώσεις
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 BirdLife International (2013). Buteo buteo στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ Thiollay, 1994
- ↑ περιλαμβάνει και το rothschildi
- ↑ Howard and Moore, p. 111
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 96
- ↑ http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=buteo
- ↑ IOC World Bird List 3.3
- ↑ Glutz et al. 1971, p. 488–490
- ↑ Mebs & Schmidt 2006, p. 358
- ↑ M. Melde
- ↑ 11,0 11,1 Glutz et al
- ↑ 12,0 12,1 T. Mebs
- ↑ Köppen
- ↑ Glutz et al. 1971, σ. 490–491
- ↑ 15,0 15,1 Βruun, p. 78
- ↑ Ch. Stubbe
- ↑ Glutz et al.
- ↑ D. Rockenbauch
- ↑ R. Schimmelpfennig
- ↑ E. Flöter
- ↑ Βruun, p. 79
- ↑ 22,0 22,1 Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 13, σ. 285
- ↑ O. Kleinschmidt
- ↑ S. Ulfstrand (1970)
- ↑ S. Ulfstrand (1977)
- ↑ W. Dittrich
- ↑ O. Krüger, J. Lindström
- ↑ Schreiber et al
- ↑ Heinzel et al, p. 94
- ↑ M. Melde (1983)
- ↑ Glutz et al, p. 512
- ↑ Glutz et al. 1971, σ. 517–518
- ↑ Mebs & Schmidt 2006, σ. 363
- ↑ P. E. Davis, J. E. Davis (1992)
- ↑ 35,0 35,1 Harrison, p. 100
- ↑ Cramp & Simmons 1980, p. 188
- ↑ T. Mebs (1964)
- ↑ Buteo buteo in der Roten Liste gefährdeter Arten der IUCN 2008. Eingestellt von: BirdLife International, 2004. Abgerufen am 22. Oktober 2008
- ↑ Απαλοδήμος, σ. 22-23
- ↑ Όντρια, σ. 77
- ↑ Howard & Moore, p. 111, note 4
Πηγές
Επεξεργασία- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 13 , λήμμα «Βαρβακίνα»
- Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
- S. Cramp, K. E. L. Simmons (Hrsg.): The Birds of the Western Palearctic, Vol. 2. Oxford University Press, Oxford 1980 ISBN 0-19-857505
- P. E. Davis, J. E. Davis (1992): Dispersal and age of first breeding of Buzzards in Central Wales. British Birds 85, S. 578–587
- W. Dittrich (1985): Gefiedervariationen beim Mäusebussard (Buteo buteo) in Nordbayern. J. Orn. 126, S. 93–97
- E. Flöter (2000): Ein weiterer Brutnachweis des Mäusebussards (Buteo buteo) im Siedlungsbereich. Mitt. Ver. Sächs. Ornithol. 8, S. 512
- U. Glutz von Blotzheim; K. M. Bauer, E. Bezzel: Handbuch der Vögel Mitteleuropas, Band 4 Falconiformes. Akademische Verlagsgesellschaft, Frankfurt am Main 1971 ISBN 3-400-00069-8
- O. Kleinschmidt (1934): Die Raubvögel der Heimat. Leipzig.
- Köppen, U. (2000): Zugtrieb oder Zugzwang? Über die saisonalen Wanderungen ostdeutscher Mäusebussarde Buteo buteo. Populationsökologie Greifvogel- und Eulenarten 4, S. 179–195
- O. Krüger, J. Lindström (2001): Lifetime reproductive success in common buzzard, Buteo buteo: from individual variation to population demography. Oikos 93, S. 260–273
- T. Mebs (1964): Über Wanderungen und bestandsgestaltende Faktoren beim Mäusebussard (Buteo buteo) nach deutschen Ringfunden. Vogelwarte 22, S. 180–194
- T. Mebs, D. Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Franckh-Kosmos Verlags GmbH & Co. KG, Stuttgart 2006 ISBN 3-440-09585-1
- M. Melde (1983): Der Mäusebussard. 4., überarbeitete Aufl., Die Neue Brehm-Bücherei/ A. Ziemsen Verlag, Wittenberg.
- D. Rockenbauch (1975): Zwölfjährige Untersuchungen zur Ökologie des Mäusebussards (Buteo buteo) auf der Schwäbischen Alb. J. Orn. 116, S. 39–54
- R. Schimmelpfennig (1995): Untersuchungen zu Habitatstruktur und -nutzung beim Mäusebussard (Buteo buteo). Diplomarbeit, Humboldt-Universität zu Berlin.
- A. Schreiber, A. Stubbe, M. Stubbe (2001): Common Buzzard (Buteo buteo): A raptor with hyperpolymorphic plumage morphs, but low allozyme heterozygosity. J. Orn. 142, S. 34–48
- Ch. Stubbe (1961): Die Besiedlungsdichte eines abgeschlossenen Waldgebietes (Hakel) mit Greifvögeln im Jahre 1957. Beitr. Vogelk. 7, S. 155–224
- S. Ulfstrand (1970): A Procedure for Analysing Plumage Variation and It´s Application to a Series of South Swedish Common Buzzards Buteo buteo (L.). Ornis Scand. 1, S. 107–113
- S. Ulfstrand (1977): Plumage and size variations in Swedish Common Buzzards Buteo buteo L. (Aves, Accipitriformes). Zool. Scripta 6, S. 69–75
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Buteo buteo στο Wikimedia Commons