Ο Γρηγόρης Λιακατάς (1795 - 26 Φεβρουαρίου 1826), ο επονομαζόμενος για την ομορφιά του Κάλιασος, ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821 και κλεφταρματωλός του Κλεινοβού, του μεγαλύτερου χωριού της περιοχής Ασπροποτάμου, 30 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Καλαμπάκας.

Γρηγόριος Λιακατάς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1795
Κλεινοβός
Θάνατος26 Φεβρουαρίου 1826
Ντολμάς Αιτωλοακαρνανίας
ΨευδώνυμοΚάλιασος
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΑδέλφιαΜήτρος, Σωτήρης, Κώστας, Δέσπω
Μνημείο του στρατηγού Γρηγόριου Λιακατά, Αιτωλικό.

Βιογραφία Επεξεργασία

Η οικογένεια Λιακατά που πιθανόν καταγόταν από το χωριό Βασταβέτσι Ιωαννίνων, μετακόμισε πρώτα στο Συρράκο κι από εκει στον Κλεινοβό (ή Κλινοβό). Ο Γρηγόρης Λιακατάς γεννήθηκε περίπου το 1795, είτε στο Κλεινοβό Ασπροποτάμου, είτε στο Ξηρόμερο και ήταν ο μεγάλος γιος του Θύμιου Λιακατά, του «σκηνίτη Σαρακατσάνου»[1], αρχιτσέλιγκα του Ασπροποτάμου που ξεκαλοκαίριαζε στα βουνά των Τζουμέρκων και ξεχειμώνιαζε στον Καρβασαρά, όπου είτε πρόκειται για το χωριό Καρβασαράς του Νόμου Καρδίτσας, είτε για τη σημερινή Αμφιλοχία. Θα πρέπει να έμαθε τα πρώτα του γράμματα είτε στη Μονή Αγίων Αποστόλων Κλεινοβού, είτε στη Μονή Χρυσίνου. Σύμφωνα με το Νικόλαο Κασομούλη, που τον γνώριζε καλά, ο Λιακατάς δεν ήταν Σαρακατσάνος, αλλά Βλάχος, «ὁ Γρηγόριος ἦτον ἕνα βλαχάκι,….κουτσόβλαχος»[1]

 
Γρηγόριος Λιακατάς

Ο Λιακατάς ήταν πολύ όμορφος άντρας, ο ωραιότερος των οπλαρχηγών της Αιτωλοακαρνανίας. «Υψηλός, ευρύστερνος, με μέσην λεπτήν, τα δε στήθη του λάσια, την κόμην μαύρην και μέχρι της μέσης μακράν, τους μύστακας μεγάλους, την ρίνα υπόγρυπον, τα μάτια μαύρα και μεγάλα. Τον απεκάλουν Κάλεσον, ονομασία η οποία δίδεται εις ωραίαν ράτσα αρνιών.»[1]

Αδέρφια του ήταν ο Μήτρος, ο Σωτήρης, ο Κώστας, και η φημισμένη για την ομορφιά της Δέσπω που το 1820 την έκλεψε ο Αλή Πασάς για το χαρέμι του, ο οποίος στη συνέχεια, «για να εξευμενίσει την οικογένεια της, διορίζει τον Γρηγόρη Λιακατά αρματολό στον Κλεινοβό του Ασπροποτάμου, που ανήκε στο αρματολίκι του Νικολάου Στουρνάρη».[2] Εκτός αυτού χρωστούσε χάρη στο Λιακατά, διότι όταν ήταν νέος, σκότωσε στη στάνη του στον Κλεινοβό έναν Κλέφτη, τον οποίο καταδίωκε ο Αλή Πασάς. Μετά από λίγο ο Αλή υποχρεώνει τον Στουρνάρη να δώσει στο Λιακατά για γυναίκα την κόρη του Βαγγελή και παρά τους αρχικούς του ενδοιασμούς, ο Στουρνάρης όχι μόνο δέχτηκε ευχαρίστως τον γάμο αυτό, αλλά οι σχέσεις των δύο ανδρών, Νικολού Στουρνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, πεθερού και γαμπρού, «θα γίνουν στενές και θα ακολουθήσουν, μια κοινή πορεία μέχρι τον θάνατό τους.»[1] Ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματα του, γράφει ότι ο Ν. Στουρνάρης του είχε αφηγηθεί: «Αν και ο Γρηγόρης ήταν πολύ νέος δεν είχα αντίρρηση να του δώσω την κόρη μου, διότι τον θεωρούσα τίμιο άνθρωπο και διότι πήρε τον τίτλο του από την στάνη του σκοτώνοντας έναν μεγάλο κλέφτη και όχι από την αυλή του Αλή πασά».[2].

Ο Λιακατάς στην Επανάσταση 1821 Επεξεργασία

Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο μαζί με τον παπα-Θανάση Οικονόμου ο οποίος ήταν αυτός που χρηματοδότησε, με την τεράστια περιουσία του τα πρώτα επαναστατικά του κινήματα του στον Κλεινοβό και τον βοήθησε να συστήσει ένα στρατιωτικό σώμα και να καταλάβει, την περιοχή Κρύα Βρύση στην Πίνδο, για να μπορέσει έτσι να φράξει τον δρόμο της Ηπείρου προς τη Θεσσαλία. Ο Γρηγόρης Λιακατάς ήταν από αυτούς που ξεκίνησαν την Επανάσταση στην Επαρχία Ασπροποτάμου στις 5 Ιουλίου του 1821 μαζί με τους οπλαρχηγούς Νικόλαο Στουρνάρη και Γιωργάκη Βελή από τα Άγραφα. Στις 3 Ιουλίου γράφει μια επιστολή προς τους Γιαννάκη Ράγκο και Γιαννάκη Κουτελίδα και τους εκφράζει τη χαρά του για την Επανάσταση σε Συρράκο και Καλαρρύτες, τους ενημερώνει πως σε δύο ημέρες θα επαναστατήσουν και οι Ασπροποταμίτες και τους ζητά ενισχύσεις «καμίαν εἰκοσαριᾶν νομάτοι»[1]

«Εἰς τὴν ἀφεντίαν σας, ἀδελφέ μας κυρ–Γιαννάκη καὶ Γιαννάκη Κουτελίδα (…) σᾶς εἰδοποιῶ ἐμάθαμεν τὴν καλὴν ἐλευθερίαν ὅπου ἐκάματεν εἰς αὐτὰ τὰ μέρη Σιράκο καὶ Καλαρίτες καὶ χάρηκα ἀμέτρως (…) πλὴν καὶ ἡμεῖς αὔριο Δευτέρα κάνομεν τὸ καλὸν κίνημα, διὰ νὰ παστρέψομεν καὶ ἐμεῖς τὸν τόπον μας ἀπὸ τοὺς γουρνομύτηδες· καὶ ἀπὸ ἐδῶ καμίαν χρήση νὰ μὴν ἔχετε, ὅτι ἐγὼ θελὰ εἶμαι εἰς Κρύα Βρύση· ὅμως ἀπὸ αὐτοῦ νὰ ἔχωμεν χαερλίτικον χαμπέρι. Καὶ στείλτε καὶ καμίαν εἰκοσαριᾶν νομάτοι διὰ τὸν Γαλαρόκαμπο καὶ σὲ δυὸ τρεῖς ἡμέρες βγαίνω καὶ ἐγὼ κατὰ τὸν Χότζα. Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ, διὰ νὰ δώσωμεν ἐκδίκησην εἰς τοὺς Ἀγαρηνούς. Ταῦτα εἰς τὴν ἀγάπην σας. Μένω ὡς ἀδελφός σας, Γληγόρης Λιακατᾶς. Ὁ καπετὰν Νικολὸς βρίσκεται εἰς τὴν Πόρτα. Βιαστικῶς σᾶς γράφω.»[1]

Ο Λιακατάς ήταν δικαστής μαζί με τους «Τσόγκα, Σκαλτσά, Βλαχόπουλο, Καραγιάννη,»[3]στο δικαστήριο που συγκροτήθηκε για να δικάσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στις 2 Απριλίου του 1824, στον Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Αιτωλικό, ενώ ο Στουρνάρης ήταν ο συνήγορος (εισηγητής) της Κυβερνήσεως.

Ο Λιακατάς στο Μεσολόγγι Επεξεργασία

Έπειτα από την μάχη του Κόρμπου που έγινε στις 5 Αυγούστου του 1823 ο Λιακατάς έφυγε από τον Ασπροπόταμο, αφήνοντας στη θέση του τον αδερφό του Μήτρο Λιακατά και μετέβη στο Μεσολόγγι «για να μπορέσει να προσφέρει περισσότερες υπηρεσίες στη πατρίδα, αλλά και για να βρίσκεται κοντά στην οικογένεια του η οποία βρισκόταν στην Κεφαλονιά από τον περασμένο Μάρτιο»[2] Σε επιστολή του ο Λιακατάς τονίζει, πως θα κάνουν το χρέος τους κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου που πρόκειται να ξεκινήσει και ζητάει από τη Διοίκηση και τον Κωλέττη να «ἀναπληρώσῃ τὰ ἐλλείποντα».[1]Στις 14 Φεβρουαρίου 1825 απονεμήθηκε στον Γρηγόρη Λιακατά από την Προσωρινή Κυβέρνηση το αξίωμα του Στρατηγού, «ενώ στ’ αδέρφια του Μήτρο και Σωτήρη το αξίωμα του αντιστρατήγου και στον Κώστα του χιλιάρχου»[1] και στις 10 Απριλίου του 1825 ο Στουρνάρης διορίζεται ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ὁπλαρχηγῶν καὶ στρατιωτῶν, που βρίσκονται στο Μεσολόγγι και ο Λιακατάς, ως «συμπράκτορας»,[1] αναλαμβάνει από τις 25 Απριλίου την υπεράσπιση της αριστερής πλευράς των μεσολογγίτικων τειχών από τα στρατεύματα του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. «Οὗτοι εἶχον διαμοιράσῃ τὸ στράτευμα εἰς τοὺς προμαχῶνας· δηλαδὴ τὴν δεξιὰν πτέρυγα ἕως τὸ κέντρον τὴν ἐφύλαττον μὲ τὰ σώματά των οἱ Στορνάρης, Δῆμο–Τζέλιος καὶ Δημήτριος Μακρῆς, τὴν δὲ ἀριστερὰν οἱ Γεώργιος Τζιόγκας, Γρηγόρης Λιακατᾶς.»[1] Στις 27 Μαΐου 1825, 400 περίπου Ασπροποταμίτες, «εκ των οποίων οι 100 ήταν συγγενείς και άνδρες του Γρηγόρη Λιακατά», συννενοήθηκαν με τους Τούρκους, λιποτάκτησαν από τη φρουρά του Μεσολογγίου και έφυγαν για το αρματολίκι του Ασπροποτάμου, γεγονός που στενοχώρησε πολύ τους Στουρνάρη και Λιακατά.

Τραυματισμός Λιακατά Επεξεργασία

Δύο μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1825, σε μία από τις επιθέσεις του Κιουταχή στο Μεσολόγγι, ο Γρηγόρης Λιακατάς έχασε το δεξί του μάτι από θραύσμα οβίδας που εξερράγη. Προσπάθησε να πάει στον αγγλοκρατούμενο Κάλαμο των Επτανήσων, για να γιατρευτεί, αλλά οι Άγγλοι δεν του το επέτρεψαν, κι έτσι πήγε στο νησάκι Πεταλάς, κοντά στο Μεσολόγγι, αφήνοντας τους 60 περίπου στρατιώτες του υπό τις διαταγές του Στουρνάρη. «Εκεί τον επισκέφθηκε η γυναίκα του Ευαγγελή και τον περιποιήθηκε.»[1] Ο φημισμένος για την ομορφιά του Λιακατάς (ο Κασομούλης έλεγε πως δεν υπήρχε ομορφότερος άντρας), όταν έδενε το μαντίλι για να καλύψει το μάτι του μονολογούσε με παράπονο:

-Τώρα, αφού έχασα το μάτι μου, τι την θέλω την ζωή;

Λίγο αργότερα στις 26 Δεκεμβρίου 1825 ο Λιακατάς έστειλε μια επιστολή προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Σ’ αυτήν τού αναφέρει πως πλέον είναι υγιής μετά τον τραυματισμό του, αν και έχει χάσει το μάτι του. Του απαριθμεί πόσα χρήματα έχει ξοδέψει ο ίδιος για μισθούς και σιτηρέσια των στρατιωτών του («τρεῖς χιλιάδας γρόσια πεντακόσια ὀγοήκοντα τέσσερα») καθώς και σε άγγλους γιατρούς («ὀκτὼ ἥμισυ χιλιάδας γρόσια») και του ζητάει: «τὰ δίκαιά μου νὰ μοῦ ἀνταμείψῃ ὡς καὶ τῶν λοιπῶν στρατηγῶν.»[1]

Το παρακάτω δημοτικό τραγούδι αναφέρεται στον τραυματισμό του Λιακατά

Με γέλασεν η χαραυγή

Με γέλασεν η χαραυγή, με γέλασεν η Πούλια, κι επήγα πάνω στο βουνό, ψηλά στο κορφοβούνι, κι άκουσα μια πέρδικα, που γλυκοκελαϊδούσε κι εκαταριώνταν τα βουνά μ’ ανθρώπινη φωνίτσα:

―Εσείς, βουνά του κερατά, βουνά τ’ Ασπροποτάμου, την κλεφτουριά τι κάματαν, τον καπετάν Γληγόρη; Ο Νικολός τον γέλασεν, ο Νικολός Στορνάρης: “Άιντε, Γληγόρη, ας φύγουμε, στο Μεσολόγγι ας πάμε, να γίνουμε χιλίαρχοι, και να μας κάμουν πρώτους.” Ο Μήτρος έγραψε γραφή κι έστειλε του Γληγόρη.

―Γληγόρη, τι ζουρλάθηκες, σου πήρ’ ο Θεός τη γνώση, κι άφηκες τα λημέρια μας, το πατρικό σου σπίτι;

―Τι να σου κάμω, μπρε αδερφέ, τι να σου κάμω Μήτρο, βόλι πικρό με βάρεσε μέσ’ στο δεξί μου μάτι. Κι αν κάμ’ ο Θεός και γιατρευτώ κι η Παναγιά να γιάνω, θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.

Μάχη του Ντολμά και Θάνατος Λιακατά Επεξεργασία

«Στις 25 Νοεμβρίου 1825 ο Στορνάρης βρέθηκε στο Αιτωλικό, και προσπάθησε να οχυρώσει τη νησίδα Ντολμά, τον απέναντι Πόρο καθώς και τον Άγιο Νικόλαο και Φοινικιά, ώστε να διασφαλίζεται η επικοινωνία Μεσολογγίου–Αιτωλικού. Όταν Τουρκοαιγύπτιοι, κατελάβαν το νησάκι Βασιλάδι, απόκόψαν την επικοινωνία Μεσολογγίου–Αιτωλικού και στράφηκαν να καταλάβουν το Αιτωλικό, ώστε να μείνει το Μεσολόγγι αποκλεισμένο μόνο του. Ο Γρηγόρης Λιακατάς, αρχηγός της φρουράς του Αιτωλικού, βλέποντας ότι οι αντίπαλοι μετέφεραν κανόνια για την πολιορκία της νησίδας Ντολμάς και του απέναντι Πόρου πήρε μαζί του 350 άνδρες και έσπευσαν να οργανώσουν την άμυνα. Από αυτούς πενήντα τοποθέτησε στον Πόρο και τριακόσιους στα ταμπούρια του Ντολμά, φροντίζοντας να τα ενισχύσει όσο μπορούσε περισσότερο περισσότερο. Στο Αιτωλικό βρισκόταν αρκετοί πολεμιστές που είχαν φύγει από το Μεσολόγγι «φοβιτζιάρηδες»,[1] για να αποφύγουν τον πόλεμο στο Μεσολόγγι, μεταξύ των οποίων οι Σουλιώτες Δημήτριος Σίψας, Τούλας Πανομάρας καθώς και ο Δημήτριος Βλαχόπουλος οι οποίοι αρνήθηκαν να πολεμήσουν στον Ντολμά. Ο Λιακατάς, αφού τοποθέτησε τους άνδρες στις θέσεις τους, κράτησε μαζί του τριάντα, προκειμένου να επεμβαίνει όπου χρειαζόταν και πριν από τη σύγκρουση μάζεψε τους άντρες του και τους είπε:

Εμείς οι λίγοι όπου βρεθήκαμε εδώ θα βαστάξουμε ετούτη την ντάπια και αν ο Θεός βοηθήσει και νικήσουμε το νάμι (τιμή) είναι δικό μας. Μιντάτι (βοήθεια), δεν καρτεράμε από πουθενά”.

Στις 27 Φεβρουαρίου ο Ιμπραΐμ μετέφερε στις απέναντι στεριές της Φοινικιάς και του Αγίου Νικολάου «δέκα–δώδεκα κανόνια καὶ βόμβες» και έβαλε διαρκώς τον Ντολμά, ενώ την άλλη μέρα επιβίβασε τους Αρβανίτες και Αιγυπτίους άνδρες του σε πλοιάρια και επιτέθηκε απ’ όλες τις μεριές σε Ντολμά και Πόρο. Όσοι Τουρκοαιγύπτιοι αποβιβάστηκαν στο Ντολμά «ἐτζακίσθησαν μὲ τὴν πρώτην φωτιὰν καὶ ἐμβῆκαν πάλιν εἰς τὲς βὰρκες.»

Οι μαχητές του Μεσολογγίου, βλέποντας τον Ντολμά να κινδυνεύει, έκαναν μια ακόμη παράτολμη έξοδο και επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Τούρκων, «ελπίζοντας με αυτό τον αντιπερισπασμό να τους αναγκάσουν να φύγουν άπρακτοι από τον Ντολμά».

Αν και ο αντιπερισπασμός των Ελλήνων στο Μεσολόγγι ήταν απόλυτα επιτυχής, «καθώς σκότωσαν πάνω από 500 εχθρούς και γύρισαν πίσω με πολλά λάφυρα, ο Ντολμάς δεν μπόρεσε να αντέξει», οι Τούρκοι κατάφεραν να ανέβουν πάνω στον Ντολμά και άρχισαν μάχες σώμα με σώμα από τις οποίες γλύτωσαν μόνον «ὁ Κουτζιούμπας καὶ ἄλλοι δύο στρατιῶται τοῦ καπιτὰν Γρηγόρη μόνον». Ο Γρηγόρης Λιακατάς έπεσε μαχόμενος με το σπαθί στο χέρι, στὴν ἀκρογιαλιά του Ντολμά στις 26 Φεβρουαρίου του 1826. Στη μάχη του Ντολμά ξεκληρίστηκε όλη η οικογένειά του, 39 άτομα, πολλοί Ασπροποταμίτες και οι καλύτεροι από τους πολεμιστές του Αιτωλικού. Στην ίδια μάχη στη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, «χάθηκε και το αρχείο του μαζί με τον γραμματικό του που το κρατούσε, Βασίλη Παπαράπτη» με αποτέλεσμα να έχουμε ελάχιστες πληροφορίες για τον Λιακατά. Ο Γρηγόριος Λιακατάς, «τον οποίον έκλαυσεν όλος ο στρατός και ο λαός, διότι εκτός των στρατιωτικών αρετών και προτερημάτων αυτού, ήτο και ο ωραιότερος πάντων των πολεμιστών της εποχής εκείνης της λεβεντιάς και του παλικαρισμού» και μεγάλο μέρος της φρουράς του, τάφηκαν στο σημείο που έπεσαν στον Ντολμά.

Το δημοτικό τραγούδι «Τρεις σταυραετοί» αναφέρεται στο θάνατο του Λιακατά στο Ντολμά όπως και το επόμενο «Της χήρας του Γρηγόρη Λιακατά»

Τρεις σταυραετοί

Τρεις σταυραετοί ροβόλογαν απ’ τ’ Άγραφα σταλμένοι. Ο ένας πάει στ’ Αντελικό, στο Βασιλάδι ο άλλος, κι ο τρίτος ο καλύτερος στο Μεσολόγγι μπήκε. Ντάπια σε ντάπια περπατάει, ταμπούρι σε ταμπούρι, ρωτάει στην ντάπια του Μακρή, στην ντάπια του Δεσπότη: ―Γεια σας, χαρά σας, βρε παιδιά. ―Καλώς το παλικάρι. ―Μην είδατε τον Λιακατά, τον καπετάν Γρηγόρη; ―Αητέ μ’, αυτός δεν είν’ εδώ, εδώ μην τον γυρεύεις, μόν’ πέτα προς τ’ Αντελικό και πέρασε στον Πόρο, κι εκεί θα βρεις πολλά κορμιά, σφαγμένα, σκοτωμένα. Κι όποιο είναι πιο λεβέντικο και ξανθομουστακάτο εκείνο είναι το κορμί τού καπετάν Γρηγόρη.

Της χήρας του Γρηγόρη Λιακατά

Εψές κατά το δειλινό, εψές κατά το βράδυ, τρεις λυγερές το λέγανε και πικροτραγουδούσαν. Η μια ήταν η Στουρνάραινα, του Μπότσαρη η άλλη κι η τρίτη η μικρότερη του καπετάν Γρηγόρη. Στης Βαγγελής τα γόνατα πουλάκι πάει και κάτσε. ―Πες μας, πουλί μ’, πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι. ―Τι να σου πω, κυρούλα μου, ξέρω κακό χαμπέρι. Εχθές, οπού επέταγα, εχθές, οπού πετούσα, άκουσα πως βαρέθηκε ο καπετάν Γρηγόρης. Τον κλαιν τα όρη, τα βουνά, τον κλαιν κι οι βρυσοπούλες. Τον κλαίνε και στον Κλινοβό οι καπετανοπούλες

Η Ευαγγελή, η κόρη του Στορνάρη και σύζυγος του Λιακατά, που έμεινε χήρα μετά τον θάνατό του, μετά την Κεφαλονιά και τον Κάλαμο όπου βρισκόταν κατέληξε στο Ναύπλιο, όπου στις 28 Μαΐου 1832 γράφει μια επιστολή «πρὸς τὴν Σεβαστὴν Διοικητικήν Ἐπιτροπὴν τῆς Ἑλλάδος», με την οποία αναφέρει την οικτρή της κατάσταση και ότι δεν έχει για την ορφανή κόρη της, «τὰ πρὸς ὑπανδρείαν αὐτῆς μέσα».

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 Βλιώρας, Σπυρίδων. «Γρηγόρης Λιακατάς: ο φιλόπατρις Κλινοβίτης (1795(;) – 1826)». 
  2. 2,0 2,1 2,2 Καλλιώρας, Γεώργιος (28 Απριλίου 2022). «ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΡΑΚΑΣΤΑΝΑΙΩΝ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ». 
  3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. 1975. σελ. 336. ISBN 960-213-095-4. 

Βιβλιογραφικές πηγές Επεξεργασία

  • Κασομούλης, Νικόλαος (1941). ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 1821-1833. Β΄. Γιάννης Βλαχογάννης. Αθήνα. 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ΙΒ΄. Εκδοτική Αθηνών. 1975. ISBN 960-213-095-4. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία