Ο Εδμόνδος του Αλμάιν (26 Δεκεμβρίου 1249 [6] – 1300) από τον Οίκο του Ανζού ήταν ο δεύτερος κόμης της Κορνουάλης, της 4ης δημιουργίας του τίτλου, από το 1272. Συμμετείχε στη Θ΄ Σταυροφορία το 1271, αλλά δεν έφτασε ποτέ στους Αγίους Τόπους. Υπήρξε αντιβασιλιάς του βασιλείου της Αγγλίας από το 1286 έως το 1289 και ο Ύπατος Σερίφης της Κορνουάλης από το 1289 έως το 1300.

Εδμόνδος της Κορνουάλης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Edmund Plantagenet (Αγγλικά) και Edmund of Almain (Αγγλικά)
Γέννηση26  Δεκεμβρίου 1249[1]
Berkhamsted Castle
Θάνατος1300[2]
Ashridge
Τόπος ταφήςHailes Abbey
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Αγγλίας
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςMargaret de Clare (από 1272)[3][4]
ΓονείςΡιχάρδος Α΄ της Κορνουάλης[5][3] και Σάντσια της Προβηγκίας[5][3]
ΑδέλφιαΕρρίκος του Αλμαίν
ΟικογένειαΟίκος του Ανζού
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑντιβασιλέας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Πρώιμη ζωή Επεξεργασία

Ο Εδμόνδος γεννήθηκε στο κάστρο Μπέρκχαμστεντ στις 26 Δεκεμβρίου 1249 και ήταν γιος του (αδελφού του Ερρίκου Γ΄) Ριχάρδου 1ου κόμη της Κορνουάλης και της δεύτερης συζύγου του Σάντσιας της Προβηγκίας, κόρης του Ραϋμόνδου Βερεγγάριου Δ΄ κόμη της Προβηγκίας. Η Σάντσια ήταν αδελφή της Ελεονόρας, αδελφής του Ερρίκου Γ΄. Έτσι, ένας εκ πατρός θείος του, με σύζυγο μία εκ μητρός θείας του, κάθισε στον θρόνο, ακολουθούμενος από τον μεγαλύτερο γιο τους από το 1272 μέχρι το τέλος του Εδμόνδου.

Βαπτίστηκε από τον εκ μητρός θείο της του Βονιφάτιο της Σαβοΐας αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ [7] και ονομάστηκε Εδμόνδος προς τιμή του Αγίου Έντμουντ του Άμπινγκτον, προκατόχου του Βονιφάτιου ως αρχιεπισκόπου.

Το 1257 ο Εδμόνδος ακολούθησε τους γονείς του στην πρώτη τους επίσκεψη στη Γερμανία, για να επιδιώξουν τον ονομαστικό ή διεκδικητικό τίτλο του Ριχάρδου ως βασιλιά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επέστρεψαν τον Ιανουάριο του 1259. Το 1264, μετά τη σύλληψη του πατέρα του στη μάχη του Λιούις, ο Eδμόνδος κρατήθηκε αιχμάλωτος με τον πατέρα του στο Κάστρο Kένιλγορθ και απελευθερώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1265. Αυτός και ο πατέρας του επέστρεψαν στη Γερμανία τον Αύγουστο του 1268 και σύμφωνα με μία ημι-μυθική αφήγηση που γράφτηκε πολλά χρόνια αργότερα, απέκτησαν ένα ιερό κειμήλιο του αίματος του Ιησού Χριστού που ανήκε στον Καρλομάγνο, πριν επιστρέψουν στην Αγγλία τον Αύγουστο του 1269. Λέγεται ότι έδωσε μέρος αυτού του ιερού κειμηλίου στους μοναχούς τού ιδρύματος τού πατέρα του στο αβαείο Χέιλς στο Γκλώστερσιρ, μετά από μία τελετή τον Σεπτέμβριο του 1270, και μέρος στην ενορία Άσριτζ, στο Χέρτφορντσιρ.

Τον Φεβρουάριο του 1271 ο Εδμόνδος ταξίδεψε με τον εξάδελφό του, Έντμουντ Κράουτσμπακ, για να συμμετάσχουν στη Σταυροφορία του λόρδου Εδουάρδου (Α΄), του μεγαλύτερου αδελφού του Κράουτσμπακ. Ο πατέρας του Εδμόνδου, Ριχάρδος, είχε ήδη έναν επιζώντα γιο από τον γάμο του με την πρώτη του σύζυγο Ίζαμπελ Μάρσαλ, τον Ερρίκο του Άλμαϊν, δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερο από τον Εδμόνδο, ο οποίος αρχικά προοριζόταν να κληρονομήσει τα εδάφη και τους τίτλους του Ριχάρδου. Στις 13 Μαρτίου 1271, ενώ παρακολουθούσε τη λειτουργία στο Βιτέρμπο, ο Ερρίκος δέχτηκε επίθεση και σκοτώθηκε από τους εξαδέρφους του Γκυ ντε Μονφόρ και Σιμόν ντε Μονφόρ τον νεότερο, γιους του Σιμόν ντε Μονφόρ, σε εκδίκηση για τους βάναυσους θανάτους τού πατέρα και τού μεγαλύτερου αδελφού τους στο Έβεσαμ. Όταν το άκουσε αυτό, ο βασιλιάς διέταξε τον Εδμόνδο να μην προχωρήσει άλλο και να επιστρέψει στην Αγγλία.

Διαδοχή και γάμος Επεξεργασία

Μετά το τέλος του Ριχάρδου στις 2 Απριλίου 1272, ο Εδμόνδος αναγνωρίστηκε ως κληρονόμος του και ορκίστηκε φόρο υποτέλειας στον βασιλιά για τα κτήματα τού πατέρα του την 1η Μαΐου 1272 ή πριν. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο Εδμόνδος απέκτησε τετραετή μίσθωση της πόλης και την κυριότητα του Λέστερ από τον Έντμουντ Κράουτσμπακ, ο οποίος βρισκόταν ακόμη στο εξωτερικό για τη Σταυροφορία. Στις 6 Οκτωβρίου 1272, ο Εδμόνδος νυμφεύτηκε τη Μαργαρίτα, αδελφή του Γκίλμπερτ ντε Κλερ, στο παρεκκλήσι του Ρούισλιπ. Στις 13 Οκτωβρίου, στη γιορτή του Εδουάρδου του Ομολογητή, ο Εδμόνδος ανακηρύχθηκε ιππότης από τον Ερρίκο Γ' στο αβαείο του Γουέστμινστερ και περιεβλήθη με τις τιμές και τους τίτλους τού πατέρα του ως κόμη της Κορνουάλης. Αν και η αξίωση του πατέρα του για το γερμανικό στέμμα και τον τίτλο τού αυτοκράτορα της Α.Ρ.Α. του Γερμανικού Έθνους έληξε με το τέλος του πατέρα του, ο Έντμουντ συνέχισε να αυτοπροσδιορίζεται ως «Εδμόνδος του Άλμαϊν» ή «Εδμόνδος κόμης της Κορνουάλης, γιος του Ριχάρδου του βασιλιά της Γερμανίας».

Βασιλική υπηρεσία Επεξεργασία

Όταν ο Ερρίκος Γ' απεβίωσε τον Νοέμβριο του 1272, ο Εδμόνδος πήρε θέση στο διοικητικό συμβούλιο στην Αγγλία και ήταν μεταξύ των συμβούλων, που έγραψαν στον Εδουάρδο Α' για να τον συμβουλεύσουν για το τέλος του πατέρα του. Έχοντας κληρονομήσει τεράστια περιουσία από τον πατέρα του, ο Εδμόνδος άρχισε να χορηγεί δάνεια σε εξέχοντα μέλη της Αυλής. Τον Ιούνιο του 1273 ταξίδεψε στη Γαλλία για να συναντήσει τον Εδουάρδο Α' και δύο μήνες αργότερα, στο Παρίσι, αναγνώρισε την επιστροφή των 2.000 από τα 3.000 μάρκα που του χρωστούσε ο βασιλιάς. Ο Εδμόνδος ήταν παρών στη στέψη του Εδουάρδου στο αβαείο του Γουέστμινστερ και το θέρος του 1277 πήρε δεκατέσσερις από τους ιππότες του για να συμμετάσχουν στην αποστολή του Εδουάρδου στην Ουαλία. Το 1279 ο Εδουάρδος διορίστηκε, μαζί με τον Τόμας ντε Κάντιλουπ επίσκοπο του Χέρεφορντ, και τον Γκόντφρεϊ ντε Γκιφάρντ επίσκοπο του Γουόρτσεστερ, στο συμβούλιο αντιβασιλείας, που σχηματίστηκε για να κυβερνήσει την Αγγλία, όταν ο Εδουάρδος και η σύζυγός του Ελεονόρα ταξίδεψαν στη Γαλλία για να κατακτήσουν τον Ποντιέ. Ο Εδμόνδος δάνεισε επίσης στον βασιλιά 3000 μάρκα εκείνη τη χρονιά, για να βοηθήσει στην εκ νέου νομισματοκοπία. Τον Μάιο του 1280 ταξίδεψε στο εξωτερικό με τον ηγούμενο του Κόλτσεστερ και τον Ιούνιο, με τη βοήθεια της Eλεονόρας και του Ρόμπερτ Μπάρνελ επισκόπου του Μπαθ, έλυσε μία μακροχρόνια διαμάχη με τον επίσκοπο του Έξετερ για αντίπαλες δικαιοδοσίες.

Μεταξύ Απριλίου 1282 και Δεκεμβρίου 1284 ο Εδμόνδος υπηρέτησε ως υπολοχαγός του Εδουάρδου Α' στην κυβέρνηση, ενώ ο βασιλιάς διεξήγαγε μία εκστρατεία στην Ουαλία, μεσολάβησε στη συλλογή της επιδότησης των γραφείων για τα έξοδα της προτεινόμενης σταυροφορίας, διασφάλισε τη μεταφορά των ταμείων στο Σριούσμπερυ, παρακολούθησε σύγκληση κληρικών στο Νόρθαμπτον τον Ιανουάριο του 1283 ως εκπρόσωπος του βασιλιά, καθώς και ανέλαβε την επιμέλεια της φύλαξης και των κτημάτων προσωπικά για λογαριασμό του.

Μεταξύ 13 Μαΐου 1286 και 12 Αυγούστου 1289, ο Εδουάρδος Α' διέσχισε το κανάλι της Μάγχης για να αποκαταστήσει την τάξη στη Γασκώνη και να μεσολαβήσει μεταξύ του Αλφόνσου Γ΄ της Αραγονίας και του Καρόλου Β΄της Σικελίας, ο Εδμόνδος ενήργησε ως αντιβασιλέας στην Αγγλία. Όταν ο Ρυς απ Μάρεντουντ of Ντρύσλβυν κατέλαβε το κάστρο Λαντόβερυ τον Ιούνιο του 1287, ο Εδμόνδος κατέστειλε την εξέγερση, καταλαμβάνοντας τον Ντρύσλβυν τον Σεπτέμβριο. Ο Ρις, ωστόσο, απέφυγε τη σύλληψη και κρύφτηκε. Ο Εδμόνδος κάλυψε το κόστος αυτής της εκστρατείας με δάνεια από Ιταλούς εμπόρους περίπου 10.000 λιρών. Τον Ιούνιο του 1289 ο Εδμόνδος μεσολάβησε μεταξύ του Χάμφρεϋ ντε Μποχάν, κόμη του Χέρεφορντ, και του Γκίλμπερτ ντε Κλαρ, κόμη του Γκλώστερ, σε μία διαμάχη σχετικά με τους Ουαλικούς βάλτους μεταξύ των εδαφών τους, και απαγόρευσε στον ντε Κλαρ να κτίσει ένα κάστρο στο Moρλαί στο Μπρέκνοκσιρ. Την επιστροφή του Εδουάρδου Α΄ στην Αγγλία ακολούθησε έρευνα για αδικήματα της κυβέρνησης κατά την απουσία του, και παρόλο που αρκετοί δικαστές και αξιωματούχοι ατιμάστηκαν, ο Εδμόνδος έλαβε εκ των υστέρων χάρη για τυχόν δασικά αδικήματα και του επετράπη να απαντήσει με πληρεξούσιο σε οποιεσδήποτε καταγγελίες κατά της διοίκησής του στην Κορνουάλη, όπου ήταν Ύπατος Σερίφης από το 1289 έως το 1300.

Εκκλησία και κράτος Επεξεργασία

Το 1288 ο Εδμόνδος έκτισε ένα παρεκκλήσιο στο Άμπινγκντον προς τιμή του Αγίου Έντμουντ Ρις. Οι μοναχοί του αβαείου εκεί είδαν τον Έντμουντ ως «ένα είδος γενναιόδωρου υπερασπιστή και προστάτη» και ανέλαβαν να παράσχουν δύο ιερείς για να κάνουν θειές λειτουργίες για τις ψυχές του Εδμόνδου και των προγόνων του στο παρεκκλήσιο. [8] Τον Σεπτέμβριο του 1289 επισκέφτηκε την Οξφόρδη για να παρακολουθήσει τη μετακομιδή των λειψάνων του Φρίντεσβιντ. Τον Απρίλιο του 1290 επιδόθηκε υπόμνημα στον Εδμόνδο με αίτημα την παρουσία του στην Αυλή του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρυ. Αυτό έγινε μία από τις πρώτες καταγεγραμμένες παραβιάσεις, αυτού που αργότερα ονομάστηκε κοινοβουλευτικό προνόμιο και ο αρχιεπίσκοπος έλαβε πρόστιμο 10.000 λιρών. Ο Εδουάρδος Α΄ εόρτασε τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς στο αρχοντικό του Εδμόνδου στο Άσριτζ στο Χέρτφορντσιρ, όπου έκανε κοινοβούλιο και συζήτησε για τις υποθέσεις της Σκωτίας. Τα δάνεια του Εδμόνδου ήταν ζωτικής σημασίας για το Στέμμα: είχε δανείσει στον Εδουάρδο Α΄ 4.000 £ εκείνη τη χρονιά και δάνεισε επιπλέον 4.000 £ στον Άντονυ Μπεκ, επίσκοπο του Ντάραμ, για να εξοφληθεί από τα έσοδα του Χάουντεν Μάνορ. Τον Μάιο του 1296 ο βασιλιάς εμπιστεύτηκε τους αιχμαλώτους, που είχαν αιχμαλωτιστεί στη Σκωτική εκστρατεία, στα κάστρα του Εδμόνδου στο Γουόλινγκφορντ και στο Μπέρκχαμπστεντ. Λέγεται ότι διέταξε επίσης να μεταφερθεί το ταμείο του Εδμόνδου από το Μπέρκχαμπστεντ στο Λονδίνο. Το 1297 ο Εδμόνδος κλήθηκε στη Γασκώνη και απουσίαζε κατά τη διάρκεια της κρίσης μεταξύ του βασιλιά και των βαρόνων. Αργότερα εκείνο το έτος ο Εδμόνδος υποσχέθηκε την παραγωγή των ορυχείων του στην Κορνουάλη και το Ντέβον ως αποπληρωμή για 7.000 μάρκα, που ο βασιλιάς χρωστούσε στους άνδρες της Μπαγιόν και υπηρέτησε ως σύμβουλος του γιου του βασιλιά, Εδουάρδου (Β΄), ο οποίος κυβερνούσε την Αγγλία κατά την απουσία του βασιλιά. Μέχρι το 1299 το Στέμμα όφειλε στον Εδμόνδο 6.500 λίρες και δανείστηκε άλλα 2.000 μάρκα, για να αποπληρωθούν από τα έσοδα της κενής αρχιεπισκοπής της Υόρκης.

Το τέλος Επεξεργασία

Τον Ιούλιο του 1297 χορηγήθηκε στον Εδμόνδο άδεια να συντάξει διαθήκη, η κακή του υγεία αναφέρεται σε μία κλήση του Δεκεμβρίου 1298 και μέχρι το 1300 ήταν άρρωστος σε ανίατο στάδιο. Η ημερομηνία που απεβίωσε ο Εδμόνδος είναι άγνωστη, αλλά ήταν πριν από τις 25 Σεπτεμβρίου 1300, όταν ο Εδουάρδος Α΄διέταξε τον εορτασμό των εξουσιών για τον αείμνηστο κόμη. Την επόμενη ημέρα οι βασιλικοί σκαπανείς διατάχθηκαν να καταλάβουν τα κτήματα του Εδμόνδου. Η καρδιά και το σώμα του Εδμόνδου τάφηκαν στο Άσριτζ, όπου παρευρέθηκε ο γιος του βασιλιά Εδουάρδος, και στις 23 Μαρτίου 1301 τα οστά του τοποθετήθηκαν στο αβαείο Χάιλς, με την παρουσία του βασιλιά αυτοπροσώπως. Δεδομένου ότι δεν άφησε παιδιά, ολόκληρη η περιουσία του Εδμόνδου πέρασε στο στέμμα, εκτός από μία πρόσοδο για τη χήρα του.

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία