Μάχη του Δαζιμώνος

Μάχη στον Πόντο, μεταξύ Βυζαντινών και των Αββασιδών

Η Μάχη του Δαζιμώνος (διεθνώς γνωστή και ως Μάχη του Ανζήν) διεξήχθη στις 22 Ιουλίου 838 στη μικρασιατική πεδιάδα του Δαζιμώνος (στον Πόντο· ταυτίζεται είτε με τη Νταζμάνα, είτε με το Τοκάτ της σημερινής Τουρκίας)[4] μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των δυνάμεων του Χαλιφάτου των Αββασιδών. Οι Αββασίδες είχαν οργανώσει μια τεράστια εκστρατεία με δύο ξεχωριστούς στρατούς ως αντίποινα για τις επιτυχίες του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεόφιλου που σημείωσε το προηγούμενο έτος, και με στόχο να κατακτήσει το Αμόριο, μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του Βυζαντίου. Ο Θεόφιλος με το στρατό του αντιμετώπισε το μικρότερο μουσουλμανικό στρατό, που ηγείτο από τον Ιρανό υποτελή πρίγκιπα Αφσίν, στο Δαζιμώνα.

Μάχη του Δαζιμώνος
Αραβοβυζαντινοί Πόλεμοι
Χάρτης των Αραβικών και Βυζαντινών εκστρατειών τα έτη 837-838
Χρονολογία22 Ιουλίου 838
ΤόποςΚοντά στο Τοκάτ, Τουρκία
ΈκβασηΝίκη των Αββασιδών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
25.000[1]–40.000[2]
20.000[3]–30.000[2]

Ο αριθμητικά ανώτερος βυζαντινός στρατός αρχικά ήταν επιτυχής, αλλά ο Θεόφιλος αποφάσισε να οδηγήσει μια επίθεση στην πρώτη γραμμή, φεύγοντας από τη συνήθη θέση του. Η απουσία του από το σημείο που αρχικά βρισκόταν, έγινε λόγος να προκαλέσει πανικό μεταξύ των βυζαντινών στρατευμάτων, τα οποία φοβήθηκαν ότι είχε σκοτωθεί. Σε συνδυασμό με μια σφοδρή αντεπίθεση από τους Τούρκους ιπποτοξότες του Αφσίν, ο βυζαντινός στρατός διασπάστηκε και τράπηκε σε φυγή. Ο Θεόφιλος και η φρουρά του πολιορκήθηκαν για λίγο σε ένα λόφο, αλλά μετά διέφυγαν. Η ήττα αυτή άνοιξε το δρόμο για την άλωση του Αμορίου λίγες εβδομάδες αργότερα. Αυτό ήταν ένα από τα σοβαρότερα πλήγματα του Βυζαντίου στους μακροχρόνιους αραβοβυζαντινούς πολέμους.

Το 829, όταν ο νεαρός Θεόφιλος, στέφθηκε αυτοκράτορας, οι Αραβοβυζαντινοί πόλεμοι συνεχειζόντουσαν επί σχεδόν δύο αιώνες. Ο Θεόφιλος ήταν ένας φιλόδοξος άνδρας που ήθελε να ενισχύσει το καθεστώς του και να κερδίσει υποστήριξη για τις εικονοκλαστικές θρησκευτικές μεταρρυθμήσεις του απο στρατιωτικές επιτυχίες ενάντια στο Χαλιφάτο των Αββασιδών, τον μεγαλύτερο εχθρό του Βυζαντίου. Έτσι ο Θεόφιλος οργάνωσε πολλές εκστρατείες εναντίον του Χαλιφάτου. Αυτές οι εκστρατείες ήταν μόνο μερικώς επιτυχείς αλλά επαρκούσαν ώστε η αυτοκρατορική προπαγάνδα να παρουσιάσει τον Θεόφιλο με τον παραδοσιακό ρωμαϊκό τρόπο ως «θριαμβευτή αυτοκράτορα».[5][6] Το 837, ο Θεόφιλος προσωπικά οδήγησε μια μεγάλη εκστρατεία στην περιοχή του άνω Ευφράτη, καταλαμβάνοντας τις πόλεις Αρσαμόσατα και Σωζόπετρα, την οποία μερικές πηγές αναφέρουν ως γενέτειρα του Αββασίδη Χαλίφη Αλ-Μουτασίμ, και αναγκάζοντας την πόλη της Μαλάτειας να πληρώσει φόρους και να παραδώσει ομήρους για να μην καταστραφεί.[3][7][8]

Αντιδρώντας, ο Αλ-Μουτασίμ, αποφάσισε να οργανώσει και αυτός μία μεγάλη εκστρατεία αντιποίνων κατά του Βυζαντίου, σχεδιάζοντας να κατακτήσει τις πιο μεγάλες βυζαντινές πόλεις στην κεντρική Μικρά Ασία, την Άγκυρα και το Αμόριο. Το Αμόριο πιθανότατα ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Μικράς Ασίας εκείνη την εποχή, και η γενέτειρα πόλη της κυβερνώσας Φρυγικής δυναστείας. Αυτό την καθιστούσε ιδιαίτερης συμβολικής σημασίας, τόσης μάλιστα, που σύμφωνα με τα χρονικά, οι άντρες του Αλ-Μουτασίμ έφεραν τη λέξη «Αμόριο» στις ασπίδες και τα λάβαρά τους.[2][7] Έτσι, ένας μεγάλος στρατός συγκεντρώθηκε στην Ταρσό (80.000 άντρες σύμφωνα με πηγές της εποχής), που χωρίστηκε σε δύο κύριες δυνάμεις. Η βόρεια, υπό τον Ιρανό υποτελή πρίγκιπα της Σογδιανής Αφσίν, που θα εισέβαλε το Αρμενιακό Θέμα από την περιοχή της Μαλάτειας μαζί τον εμίρη της πόλης, Ομάρ αλ-Ακτά, ενώ η νότια κύρια δύναμη, υπό τον ίδιο τον Χαλίφη, θα περνούσε απ'τις Κιλίκιες πύλες προς την Καππαδοκία και τελικά θα κατευθυνόταν προς την Άγκυρα. Τελικά, αφού θα έπαιρναν την πόλη, οι αραβικές δυνάμεις θα ξαναενωνόντουσαν για να αλώσουν το Αμόριο.[2][7][9] Οι δυνάμεις του Αφσίν, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, ήταν περίπου 20.000 με 30.000, μεταξύ των οποίων και 10.000 Τούρκοι ιπποτοξότες.[2][3][7]

Στη βυζαντινή πλευρά, ο Θεόφιλος γρήγορα έμαθε για τις προθέσεις του Χαλίφη, και έφυγε από την Κωνσταντινούπολη στις αρχές Ιουνίου συνοδευόμενος από έναν στρατό από τα μικρασιατικά και πιθανόν και τα ευρωπαϊκά θέματα, τα επίλεκτα τάγματα, αλλά και ένα σώμα Περσών και Κούρδων Χουρραμιτών υπο την ηγεσία του Νασρ, που είχε βαπτιστεί ως Θεόφοβος.[1][7][10] Στρατοπεδεύοντας στο Δορύλαιον, ο αυτοκράτορας χώρισε τις δυνάμεις του στέλνοντας ένα ισχυρό σώμα να βοηθήσει τη φρουρά του Αμορίου, με τους υπόλοιπους (25.000-40.000) παρεμβλήθηκε μεταξύ της Άγκυρας και των Κιλίκιων πυλών.[1][2]

 
Ο Βυζαντινός στρατός μαζί με τον Θεόφιλο υποχωρούν προς ένα βουνό μετά την ήττα τους.

Στα μέσα Ιουνίου, ο Αφσίν διέσχισε τον Αντίταυρο και στρατοπέδευσε στο φρούριο του Δαζιμώνος,[4] ανάμεσα στην Αμάσεια και την Τοκάτ, μία γεωστρατηγικά σημαντική τοποθεσία που χρησιμοποιούταν ως άπληκτον και από τους Βυζαντινούς. Μερικές μέρες αργότερα, στις 19 Ιουνίου, η εμπροσθοφυλακή του κύριου Αββασιδικού στρατού εισέβαλε σε Βυζαντινά εδάφη, και μετά από δύο μέρες ακολούθησε ο Χαλίφης με τον κύριο όγκο του στρατού του.[3][7] Ο Θεόφιλος έμαθε για αυτές τις κινήσεις στα μέσα Ιουνίου. Αν και ο στρατός του Αφσίν ήταν μικρότερος, απειλούσε να κόψει τις γραμμές ανεφοδιασμού του. Επομένως, ο Θεόφιλος άφησε μια μικρή δύναμη προκαλύψεως εναντίον του στρατού του Χαλίφη και πορεύτηκε προς τα ανατολικά για να αντιμετωπίσει τον Αφσίν. Στις 21 Ιουνίου, ο βυζαντινός στρατός ήρθε σε επαφή με τις αραβικές δυνάμεις, και στρατοπέδευσε σε ένα λόφο στην πεδιάδα νότια του φρουρίου του Δαζιμώντος με το όνομα Ανζήν.[3][11]

Αν και οι κύριοι διοικητές του Θεόφιλου, ο Θεόφοβος και ο δομέστικος των σχολών Μανουήλ ο Αρμένιος, τον συμβούλεψαν να κάνει μια ξαφνική νυκτερινή επίθεση, ο αυτοκράτορας ακολούθησε τη συμβουλή των άλλων διοικητών του, επιλέγοντας να επιτεθεί την επόμενη ημέρα. Έτσι ο βυζαντινός στρατός επιτέθηκε το ξημέρωμα, κάνοντας αρχικά καλή πρόοδο, απωθώντας μια πτέρυγα του αραβικού στρατού με 3.000 απώλειες για τους Άραβες. Κατά το μεσημέρι, ο Θεόφιλος αποφάσισε να ενισχύσει την άλλη πτέρυγα, στέλνοντας 2.000 Βυζαντινούς και το Κουρδικό σώμα, εγκαταλείποντας ο ίδιος τη θέση του για να τους οδηγήσει πίσω από τις γραμμές του δικού του στρατού.[3][11] Την ίδια στιγμή όμως ο Αφσίν εξαπέλυσε τους Τούρκους ιπποτοξότες σε μια άγρια ​​αντεπίθεση η οποία σταμάτησε τη βυζαντινή προέλαση και επέτρεψε στις αραβικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν. Τότε οι Βυζαντινοί στρατιώτες πρόσεξαν την απουσία του Αυτοκράτορα, και πιστεύοντας ότι είχε σκοτωθεί, άρχισαν να διστάζουν. Αυτό γρήγορα κατέληξε σε μια άτακτη υποχώρηση του βυζαντινού στρατού, ο οποίος διαλύθηκε. Ορισμένοι φυγάδες έφτασαν μέχρι και στην Κωνσταντινούπολη διαδίδοντας τη φήμη, ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί ενώ άλλοι άντρες κατάφεραν να υποχωρήσουν οργανωμένα στο γειτονικό Χιλιόκωμο.[3][11]

Ο Θεόφιλος σύντομα απομονώθηκε με τα τάγματα του και μερικούς Χουρραμίτες στον λόφο του Ανζέν. Οι Άραβες, προχώρησαν στην περικύκλωση του λόφου, αλλά οι βυζαντινοί σώθηκαν από μία ξαφνική βροχή, που χαλάρωσε τις χορδές των βελών των Τούρκων, κάνοντας τα άχρηστα. Ο Αφσίν τότε, διέταξε να έρθουν καταπέλτες για να συντρίψουν τις θέσεις των βυζαντινών.[12] Εντωμεταξύ, οι στρατηγοί του Θεόφιλου, πιστεύοντας πως οι Χουρραμιτικές μονάδες θα μπορούσαν να τους προδώσουν σε αυτή την αβέβαιη στιγμή, τον έπεισαν να υποχωρήσει. Σπάζοντας τις Αραβικές γραμμές και έχοντας υποστεί πολλές απώλειες, (μερικές πηγές αναφέρουν πως ο Μανουήλ τραυματίστηκε θανάσιμα και αργότερα πέθανε, και ότι ο Θεόφοβος έσωσε τη ζωή του αυτοκράτορα) ο Θεόφιλος και η μικρή πλέον συνοδεία του, κατάφεραν να φτάσουν με ασφάλεια το Χιλιόκωμο, οπού σταδιακά οργάνωσαν τα φράγματα του στρατού του.[2][11][13]

 
Ο Αυτοκράτορας με τους αυλικούς του.

Ακόλουθα γεγονόντα

Επεξεργασία

Στον επίλογο της ήττας του, και με φήμες στην Κωνσταντινούπολη που λέγανε για τον θάνατο του, η θέση του Θεόφιλου ήταν αβέβαιη. Έτσι εγκατέλειψε την εκστρατεία του, και αποσύρθηκε στο Δορύλαιον, αμέσως μετά όμως επέστρεψε στην πρωτεύουσα. Η Άγκυρα είχε εγκαταλειφθεί και λεηλατήθηκε από τον αραβικό στρατό στις 27 Ιουλίου.[13] Τότε ο ενωμένος Αββασιδικός στρατός βάδισε χωρίς αντίσταση στο Αμόριο οπού αλώθηκε μετά απο δύο εβδομάδες. Από τον συνολικό πληθυσμό των περίπου 70.000, μονάχα οι μισοί επιβίωσαν από τη βίαιη λεηλασία, όπου πουλήθηκαν ώς σκλάβοι. Η άλωση της πόλης, ήταν μια από τις μεγαλύτερες απώλειες του Βυζαντίου στον 9ο αιώνα, στρατιωτικά και συμβολικά. Ευτυχώς για τους βυζαντινούς, τα νέα μιας επανάστασης στο Χαλιφάτο ανάγκασαν τον Αλ-Μουτασίμ να υποχωρήσει αμέσως μετά.[2][13]

Παρεμπιπτόντως, ο Θεόφιλος έπρεπε να αντιμετωπίσει την επανάσταση του Θεόφοβου και των Χουρραμιτών του. Όταν φήμες του θανάτου του αυτοκράτορα έφτασαν την Κωνσταντινούπολη, ο Θεόφοβος, που ήταν παντρεμένος με μέλος της Φρυγικής δυναστείας, αν και ήταν εικονολάτρης, είχε προτιμηθεί από μερικούς ευγενείς ως ο νέος αυτοκράτορας. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόφιλος ζήτησε να δει τον στρατηγό του, αλλά αυτός, επειδή φοβόταν πως θα τιμωρηθεί, τράπηκε σε φυγή με τους πιστούς του Χουρραμίτες στη Σινώπη, όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τους άντρες του, πιθανόν χωρίς τη θέληση του.[2][14] Έπειτα πάντως, ο Θεόφοβος πείστηκε να παραδοθεί ειρηνικά τον επόμενο χρόνο με το «Περσικό τάγμα» του να αναλαμβάνει τη φύλαξη των Θεμάτων.[15]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 Haldon 2001, σελ. 78.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 2,8 Treadgold 1997, σελ. 441.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Haldon 2001, σελ. 80.
  4. 4,0 4,1 Βλ. Rosser, John H. (2001). Historical Dictionary of Byzantium. Lanham, Md: Scarecrow Press. σελ. 113. ISBN 9780810839793. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]
  5. Whittow 1996, σελίδες 152–153
  6. Treadgold 1997, σελίδες 437–440.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Kiapidou 2003, Chapter 1.
  8. Treadgold 1997, σελίδες 440–441.
  9. Haldon 2001, σελίδες 78, 80.
  10. Treadgold 1997, σελίδες 439, 441.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 Kiapidou 2003, Chapter 2.
  12. Haldon 2001, σελίδες 80, 82.
  13. 13,0 13,1 13,2 Haldon 2001, σελ. 82.
  14. Kazhdan 1991, σελίδες 2067–2068.
  15. Treadgold 1997, σελίδες 442–443; Kazhdan 1991, σελ. 2068.