Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας
Ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (περί το 1206 - 1268) από τον Οίκο των Αγγέλων ήταν Δεσπότης της Ηπείρου (1230 - 1268)
Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας | |
---|---|
Τραχύ με επιγρ.: + ΜΙΧΑΗΛ ΔΟΥΚΑC | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1205 |
Θάνατος | 1268[1] Δεσποτάτο της Ηπείρου |
Τόπος ταφής | Άρτα |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Αγία Θεοδώρα της Άρτας |
Τέκνα | Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας Άννα Κομνηνή Δούκαινα Ιωάννης Α΄ Δούκας[2] Ιωάννης Δούκας Δημήτριος (Μιχαήλ) Κομνηνός Δούκας ο Κουτρούλης Ελένη Αγγελίνα της Ηπείρου |
Γονείς | Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας και NN, concubine[3] |
Οικογένεια | Οίκος των Αγγέλων |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Δεσπότης της Ηπείρου |
Σχετικά πολυμέσα | |
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΉταν νόθος γιος του Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού Δούκα του ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου περιείχε την Ήπειρο, τη δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία και ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα μέχρι τη Ναύπακτο.[4] [5] Ο ιστορικός Δημήτριος Πολέμης εκτιμά ότι ο Μιχαήλ Β΄ γεννήθηκε τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του πατέρα του (1205 - 1215), πιθανότατα το 1206.[5][6] Αν και ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του ανήκαν στον Οίκο των Αγγέλων, χρησιμοποιούσαν το επώνυμο "Δούκας" ή "Κομνηνός Δούκας" των προγόνων τους· σύγχρονοι Βυζαντινοί ιστορικοί του αποδίδουν το επώνυμό του "Άγγελος".[7]
Δεσπότης της Ηπείρου
ΕπεξεργασίαΜετά τη δολοφονία του πατέρα του τον διαδέχθηκε στο Δεσποτάτο ο θείος του Θεόδωρος. Σύμφωνα με την Αγιογραφία της μετέπειτα συζύγου του Αγίας Θεοδώρας της Άρτας, ο Θεόδωρος έστειλε τον μικρό Μιχαήλ και τη μητέρα του εξορία στην Πελοπόννησο.[8] Μετά τη συντριβή του Θεοδώρου στη Μάχη της Κλοκοτνίτσας και τη σύλληψή του από τον Βούλγαρο Ιβάν Ασέν Β΄, στον θρόνο της Θεσσαλονίκης ανέβηκε ο αδελφός του Μανουήλ, που δραπέτευσε από την Κλοκοτνίτσα. Η κυριαρχία του Μανουήλ περιορίστηκε στα περίχωρα της πόλης, στα οικογενειακά κτήματα στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, στο Δυρράχιο και στην Κέρκυρα, ενώ ο άλλος αδελφός τους Κωνσταντίνος ήταν κυρίαρχος στην Αιτωλία και Ακαρνανία. Ο Μανουήλ -σαν γαμπρός του Ιβάν Ασέν Β΄- διατήρησε την αυτονομία του, αλλά ήταν υποτελής του Βούλγαρου τσάρου.[9][10] Ο Μιχαήλ Β΄ επέστρεψε στην Ήπειρο και ανέλαβε τη διακυβέρνηση με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού. Ο Μιχαήλ Β΄ αναγνώρισε την υψηλή επικυριαρχία του Μανουήλ, γι' αυτό ο Μανουήλ του απέδωσε τον τίτλο του "Δεσπότη", αλλά σύντομα ο Μιχαήλ Β΄ κυβέρνησε σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας· κατέκτησε και την Κέρκυρα (1236).[11] Ο Μιχαήλ Β΄ κέρδισε την υποστήριξη της τοπικής αριστοκρατίας με τον γάμο του με τη Θεοδώρα Πετραλίφαινα και δημιούργησε στενές σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο Μιχαήλ Β΄ δέχτηκε την επίσκεψη του Γερμανού Β΄ Πατριάρχη στη Νίκαια και δέχτηκε τον τίτλο του Δεσπότη από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Δούκα-Βατάτζη.
Κατάκτηση της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας
ΕπεξεργασίαΟ Θεόδωρος ελευθερώθηκε από τον Ιβάν Ασέν Β΄, όταν παντρεύτηκε την κόρη του Ειρήνη (1237). Ο Θεόδωρος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ανακατέλαβε εύκολα την πόλη από τον αδελφό του Μανουήλ και τοποθέτησε "αυτοκράτορα" τον γιο του Ιωάννη χωρίς τελετή στέψης· ωστόσο παρέμεινε ο ίδιος η δύναμη πίσω από τον θρόνο.[12][13] Ο Μανουήλ εξορίστηκε, αλλά επέστρεψε με βοήθεια από την Αυτοκρατορία στη Νίκαια (1239) και προσπάθησε να ανακαταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε συμβιβασμός ανάμεσα στα αδέλφια: ο Μανουήλ έγινε ηγεμόνας της Θεσσαλίας, ενώ ο Θεόδωρος και ο γιος του Ιωάννης διατήρησαν τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης.[12][14] Ο Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου δεν συμμετείχε στη σύγκρουση ανάμεσα στους θείους του και διεκδίκησε την πολιτική του ανεξαρτησία: τον Δεκέμβριο του 1239 έστειλε πρεσβεία στον Φρειδερίκο Β΄ Χοενστάουφεν βασιλιά της Γερμανίας, ζητώντας προστασία από τους θείους του. Ο Μανουήλ πέθανε (1241) και ο Μιχαήλ Β΄ κατέλαβε αμέσως τη Θεσσαλία, πριν προλάβουν να το κάνουν οι θείοι του.[15][16] Ο Μιχαήλ Β΄ κράτησε ουδέτερη στάση με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ειδικά την περίοδο που ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης κατέκτησε τη Θεσσαλονίκη και τη βόρεια Ελλάδα (1244 - 1246).
Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης εκμεταλλεύτηκε το φθινόπωρο του 1246 την άνοδο στον Βουλγαρικό θρόνο του ανήλικου Μιχαήλ Β΄ Ασέν, για να επιτεθεί στη Βουλγαρία. Σε τρεις μήνες κατέλαβε τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία, ενώ ο Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου κατέλαβε αντίστοιχα την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία.[17] Όταν ολοκλήρωσε την εκστρατεία του, ο Βατάτζης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και κατέλαβε την πόλη με τη βοήθεια συνομωτών. Ο Δημήτριος Αγγελοδούκας, που είχε διαδεχθεί τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάννη, εξορίστηκε στη Βιθυνία και σε λίγο καιρό σε ολόκληρη τη Μακεδονία τοποθετήθηκε κυβερνήτης ο Μέγας Δομέστικος Ανδρόνικος Παλαιολόγος.[18][19]
Άρνηση των προτάσεων συμμαχίας του Βατάτζη
ΕπεξεργασίαΌταν ο Βατάτζης εξασφάλισε τη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην Ήπειρο και πρότεινε γαμήλια συμμαχία ανάμεσα στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ Β΄, τον Νικηφόρο Α΄, με την εγγονή του Μαρία. Η σύζυγος τού Μιχαήλ Β΄, η Θεοδώρα Πετραλίφαινα, η οποία ήταν ανιψιά της συζύγου του Θεοδώρου Μαρίας Πετρολίφαινας, δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση. Ο γάμος έγινε στην Πρίαπο της Μυσίας. Το νεαρό ζευγάρι αρραβωνιάστηκε και ο γάμος τακτοποιήθηκε για την επόμενη χρονιά, πριν η Θεοδώρα και ο Νικηφόρος Α΄ επιστρέψουν στην Άρτα.[20] Η σύζυγος του υποστήριζε στενή συμμαχία με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά ο ίδιος ο Μιχαήλ Β΄, που διατηρούσε τις οικογενειακές φιλοδοξίες, δεν το δέχτηκε· λεγόταν ότι βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με τον θείο του Θεόδωρο, που ζούσε στο οχυρό του στην Έδεσσα. Ο Θεόδωρος χωρίς να έχει πλέον καμιά ελπίδα από τους γιους του, στράφηκε στο μοναδικό επιζών μέλος της οικογένειας του, για να διεκδικήσει τη Θεσσαλονίκη και να ανατρέψει τα σχέδια του Βατάτζη να ανακηρυχτεί Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη.[21][22]
Συνεχείς ήττες από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας
ΕπεξεργασίαΟ Μιχαήλ Β΄ λοιπόν διατηρούσε τις φιλοδοξίες της οικογένειάς του και ο θείος του Θεόδωρος, που ήθελε να εκδικηθεί την ανατροπή τού γιου του, τον έπεισε να προχωρήσει σε εκστρατεία στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη αντιστάθηκε σκληρά και την άνοιξη της επόμενης χρονιάς ο Βατάτζης προχώρησε σε εκστρατεία εναντίον των Κομνηνών Δουκών. Ο Θεόδωρος και ο Μιχαήλ Β΄ προχώρησαν βόρεια, κατέλαβαν την Πρίλεπο και τη Βελεσά και όταν έμαθαν ότι έφτασε ο Βατάτζης, διέφυγαν στην Ήπειρο από την Καστοριά. Ο Βατάτζης πολιόρκησε την Έδεσσα και τον χειμώνα του 1252 - 1253 κατέλαβε την Καστοριά και τη Δεάβολη, αλλά σύντομα ο στρατός του κατέρρευσε σε μία αψιμαχία έξω από την Καστοριά. Το αδιέξοδο έσπασε για τον Βατάτζη, όταν δυο Ηπειρώτες στρατηγοί -ο Ιωάννης Γκλάβας και ο κουνιάδος του Μιχαήλ Θεόδωρος Πετραλίφας- συνετρίβησαν από τους Νικαιώτες, οι οποίοι αμέσως μετά νίκησαν και τον βασιλιά της Κρούγια Γκολέμ.[22][23] Ο Μιχαήλ Β΄ προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με τον Βατάτζη, έστειλε τον μητροπολίτη της Ναυπάκτου Ιωάννη Ξένο, τον γαμπρό του Κωνσταντίνο Μαλιασηνό και κάποιο Λαμπέτη.
Η Συνθήκη έκλεισε στη Λάρισα: ο Μιχαήλ Β΄ παραχώρησε στον Βατάτζη όχι μονάχα τα κάστρα που είχε κατακτήσει, αλλά και τις τελευταίες του θέσεις στη Μακεδονία, όπως και στην Κρούγια. Ο Μιχαήλ Β΄ δέχτηκε τον τίτλο του "Δεσπότη" ενώ ο Βατάτζης πήρε όμηρο στη Νίκαια τον γιο εκείνου Νικηφόρο σαν τιμωρία για τη συμπεριφορά του πατέρα του· ζήτησε επίσης απαραίτητα την παράδοση του ηλικιωμένου θείου του Θεόδωρου, που είχε σταθεί η αιτία της σύγκρουσης. Ο Νικηφόρος δέχτηκε τον τίτλο του Δεσπότη και πήρε την άδεια να επιστρέψει στην Ήπειρο· ο Θεόδωρος αντίθετα έμεινε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία μέχρι τον θάνατο του (1253).[24][25] Όταν το Δυρράχιο και η Σερβία παραδόθηκαν στους Νικαιώτες (1256), ο Μιχαήλ Β΄ προσπάθησε ξανά να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Νίκαιας. Την ίδια εποχή ο Μανφρέδος της Σικελίας κυρίευσε το Δυρράχιο και τα περίχωρά του· ο Μιχαήλ Β΄ του πρότεινε συμμαχία, αφού του έστειλε την κόρη του ως σύζυγο με δώρο όλες τις πόλεις στην Κέρκυρα που κατείχε. Συμμάχησε επίσης με τον ισχυρό πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο.
Η συντριβή της Πελαγονίας
ΕπεξεργασίαΤα στρατεύματα των τριών συμμάχων προχώρησαν σε εκστρατεία στη Μακεδονία και βρέθηκαν σύντομα αντιμέτωποι με τον στρατό του Ιωάννη Παλαιολόγου, αδελφού του μελλοντικού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Η τελική σύγκρουση έγινε στη Μάχη της Πελαγονίας (1259)· ξεκίνησε με κακούς οιωνούς, αφού ο νόθος γιος του Μιχαήλ Β΄, ο Ιωάννης Α΄ αποχώρησε από τη μάχη. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μεγάλη συντριβή για τους συμμάχους: ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος, αλλά ο Μιχαήλ Β΄ διέφυγε στα Επτάνησα. Οι Νικαιώτες κατέλαβαν εύκολα την Ήπειρο, αλλά λόγω της σκληρής αντίδρασης των κατοίκων αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν· έπειτα ο Μιχαήλ Β΄ πήρε πίσω τα εδάφη του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Μανφρέδου. Οι Νικαιώτες αμέσως μετά ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, διέλυσαν τη Λατινική Αυτοκρατορία και δημιούργησαν ξανά τη Ρωμανία με πρώτον Αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Η΄ από τη Δυναστεία των Παλαιολόγων (1261). Οι Νικαιώτες πλέον σαν Αυτοκράτορες νίκησαν ξανά τον Μιχαήλ Β΄ και τους Ηπειρώτες και τους ανάγκασαν να δηλώσουν υποτέλεια (1264). Όταν πέθανε ο Μιχαήλ Β΄ (1268), τα εδάφη του μοιράστηκαν ανάμεσα στους γιους του: ο Νικηφόρος Α΄ κληρονόμησε την Ήπειρο και ο Ιωάννης Α΄ τη Θεσσαλία.
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΜε τον γάμο του με την Αγία Θεοδώρα της Άρτας, κόρη του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλείφα κυβερνήτη της Θεσσαλίας, απέκτησε :[4] [26]
- Νικηφόρος Α΄ π. 1240-π. 1297, διάδοχός του ως Δεσπότης της Ηπείρου, νυμφεύτηκε πρώτα τη Μαρία Βατάτζαινα (κόρη του Θεοδώρου Β΄) και έπειτα την Άννα Καντακουζηνή (ανιψιά του Μιχαήλ Η΄ από την αδελφή του Ειρήνη Παλαιολογίνα).
- Ιωάννης άκμασε 1261-1280, στρατηγός.
- Δημήτριος (Μιχαήλ) ο Κουτρούλης άκμασε 1278-1304, νυμφεύτηκε πρώτα την Άννα Παλαιολογίνα (κόρη του Μιχαήλ Η') και έπειτα την Άννα (κόρη του Γκιόργκι Α' ηγεμόνα της Βουλγαρίας).
- Ελένη π. 1242-1271, παντρεύτηκε τον Μανφρέδο των Χοενστάουφεν βασιλιά της Σικελίας.
- Άννα απεβ. 1286, παντρεύτηκε πρώτα τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο πρίγκιπα της Αχαΐας και έπειτα τον Νικόλαο Β΄ Σαιντ-Ομέρ άρχοντα του ημίσεως των Θηβών.
Ο Μιχαήλ είχε δύο νόθους γιους, πιθανώς με την παλλακίδα του Γαγγρηνή:[4] [26]
- (νόθος) Ιωάννης Α΄, που τον διαδέχτηκε ως άρχοντας της Θεσσαλίας.
- (νόθος) Θεόδωρος Δούκας.
Αν και το επώνυμό τους ήταν Άγγελος/Αγγελίνα, συνήθως προτιμούσαν το Κομνηνός Δούκας/Κομνηνή Δούκαινα ή άλλους συνδυασμούς.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia. 0042657.
- ↑ Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- ↑ 3,0 3,1 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 PLP, 220. ῎Αγγελος, Μιχαὴλ ΙΙ. ∆ούκας Κομνηνός.
- ↑ 5,0 5,1 Polemis 1968, p. 93.
- ↑ ODB, Michael II Komnenos Doukas" (M. Angold), p. 1363.
- ↑ Polemis 1968, pp. 93–94.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 552, 553.
- ↑ Fine 1994, p. 126.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 616–617, 639–642.
- ↑ Fine 1994, p. 128.
- ↑ 12,0 12,1 Fine 1994, p. 133.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 617–618.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 618–619.
- ↑ Fine 1994, pp. 133–134.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 620–621.
- ↑ Fine 1994, pp. 156–157.
- ↑ Fine 1994, p. 157
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 628–630.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 630–631.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 632.
- ↑ 22,0 22,1 Fine 1994, pp. 157–158.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 632–634.
- ↑ Fine 1994, p. 158.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 634–635.
- ↑ 26,0 26,1 Polemis 1968, p. 94.
Πηγές
Επεξεργασία- Βαρζός, Κωνσταντίνος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). B. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. OCLC 834784665.
- Ήπειρος: Ιστορικοί ελληνικοί χρόνοι. Εκδοτική Αθηνών. Αθήνα 1997.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Θ΄: Βυζαντινός Ελληνισμός - Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1980, ISBN 978-960-213-105-3
- (Αγγλικά) Fine, John Van Antwerp (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08260-4.
- Geanakoplos, Deno John (1959). Emperor Michael Palaeologus and the West, 1258–1282: A Study in Byzantine-Latin Relations. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- Polemis, Demetrios I. (1968). The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography. London: The Athlone Press.
- Trapp, Erich; Beyer, Hans-Veit; Walther, Rainer; Sturm-Schnabl, Katja; Kislinger, Ewald; Leontiadis, Ioannis; Kaplaneres, Sokrates (1976–1996) (στα γερμανικά). Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit. Βιέννη: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. ISBN 3-7001-3003-1.