Πιέτρο Δ΄ Καντιάνο
Ο Πιέτρο Δ΄ Καντιάνο (ιταλικά: Pietro IV Candiano, πέθανε στις 11 Αυγούστου 976), ο 22ος παραδοσιακά και 20ος ιστορικά Δόγης της Βενετίας (959 - 976) ήταν μεγαλύτερος γιος, συμβασιλέας και διάδοχος του Πιέτρο Γ΄ Καντιάνο και της Ριχίλδης Καντιάνο.
Πιέτρο Δ΄ Καντιάνο | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 10ος αιώνας Βενετία |
Θάνατος | 11 Αυγούστου 976[1] Βενετία |
Τόπος ταφής | Sant'Ilario Abbey |
Χώρα πολιτογράφησης | Βενετική Δημοκρατία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Βαλντράντα της Τοσκάνης (έως 976) Γιοβανίτσια Καντιάνο (έως 961)[2] |
Τέκνα | Βιτάλε Καντιάνο Μαρίνα Καντιάνο |
Γονείς | Πιέτρο Γ΄ Καντιάνο |
Αδέλφια | Βιτάλε Καντιάνο |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Δόγης της Βενετίας (959–976) |
Θυρεός | |
Πρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΤον τελευταίο χρόνο της βασιλείας του πατέρα του ο Πιέτρο Δ΄ επαναστάτησε εναντίον του, η επανάσταση απέτυχε. Ο Πιέτρο Γ΄ χάρισε την ζωή στον γιο του, διέταξε να μην εκτελεστεί, δεν κατάφερε να εμποδίσει ωστόσο την εξορία του.[3] Η επανάσταση του Πιέτρου Δ΄ σχετίζεται με την κατάσταση που επικρατούσε στην Ιταλία, ο ίδιος υποστήριζε τον Βερεγγάριο Β΄, Φράγκο βασιλιά της Ιταλίας ενώ ο Πιέτρο Γ΄ είχε διατάξει ουδετερότητα. Το βασίλειο του Βερεγγάριου Β΄ κατέλαβε ο μετέπειτα Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (952), ο Βερεγγάριος Β΄ του δήλωσε υποτέλεια και ξαναπήρε τον τίτλο του βασιλιά ως υποτελής. Ο Βερεγγάριος Β΄ επαναστάτησε αργότερα, εισέβαλε στην Βερόνα και επιτέθηκε στα Παπικά Κράτη. Ο εξόριστος Πιέτρο Β΄ πήγε στην Ιβρέα όπου τον υποδέχτηκε ο Μαργράβος Γκυ της Ιβρέας δεύτερος γιος του Βερεγγάριου Β΄, τον μετέφερε στον πατέρα του. Πολέμησε κατόπιν σε μάχες στο πλευρό του Άνταλμπερτ της Ιταλίας μεγαλύτερου γιου του Βερεγγάριου Β΄ εναντίον του Θεοβάλδου Β΄ του Σπολέτου.[4] Ο Βερεγγάριος Β΄ του επέτρεψε να διοικήσει στόλο στην Ραβένα με έξι πλοία, επιτέθηκε με αυτόν και κυρίευσε επτά Βενετικά πλοία. Με τον θάνατο του πατέρα του έξι μήνες μετά την εξορία του ο Πιέτρο Δ΄ επέστρεψε στην Βενετία (959).[3] Σε μεγάλη έκπληξη όλων των πολιτών και παρά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που συμμετείχε εναντίον της ίδιας της πατρίδας του εξελέγη νέος Δόγης.
Δόγης της Βενετίας
ΕπεξεργασίαΤο ταραχώδες παρελθόν του έκανε τον Πιέτρο Δ΄ καχύποπτο, ανάγκασε την αριστοκρατία να του ορκιστεί υποτέλεια. Το έθιμο αυτό δεν είχε εφαρμοστεί μέχρι τότε στην Δημοκρατία της Βενετίας, το μετέφερε από την ηπειρωτική Ιταλία στην οποία κυβερνούσαν Λομβαρδοί. Οι σχέσεις του με την Βυζαντινή αυτοκρατορία που είχαν διαταραχθεί με τον πατέρα του αποκαταστάθηκαν, η αιτία ήταν το εμπόριο. Ο Πιέτρο Δ΄ απαγόρευσε το δουλεμπόριο όπως και τον δανεισμό χρημάτων σε όσους είχαν στόχο να κάνουν μεταφορές σκλάβων. Σε μιά κίνηση Νεποτισμού ο Πιέτρο κατηγόρησε τον αντίπαλο του επίσκοπο του Τορτσέλλο για Σιμωνία, τυφλώθηκε και αντικαταστάθηκε από τον αδελφό του Βιτάλε Καντιάνο. Αργότερα (969) τον ανακύρηξε πατριάρχη του Γκράντο, την ισχυρότερη εκκλησιαστική θέση στο Δουκάτο της Βενετίας.[5] Ο Πιέτρο Δ΄ κατέστρεψε το Οντέρζο που είχε υπό τον έλεγχο του τους δρόμους για την βόρεια Ευρώπη, υπέταξε και την Φερράρα, την κύρια ανταγωνίστρια του για το εμπόριο στην κοιλάδα του Πάδου. Οι πολιτικοί λόγοι ανάγκασαν τον Πιέτρο Δ΄ να διαζευχθεί την πρώτη του σύζυγο Γιοβανίτσια Καντιάνο με την οποία είχε αποκτήσει έναν γιο τον Βιτάλε και την ανάγκασε να αποσυρθεί στην μονή του Σαν Ζακκαρία. Η δεύτερη σύζυγος του ήταν η Βαλντράντα της Τοσκάνης κόρη του Ουμβέρτου του Σπολέτο, Μαρκησίου της Τοσκάνης και ξαδέλφου της συζύγου του αυτοκράτορα Όθων Α΄. Η νέα σύζυγος του έφερε τεράστια προίκα σε χρήμα και εδάφη στο Φριουλί, το Τρεβίζο, την Άντρια και την Φερράρα.[6] Οι περιοχές αυτές ωστόσο παραμένουν ακόμα και σήμερα αδιευκρίνιστες.[3]
Οι ενέργειες αυτές του Πιέτρο Δ΄ σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ιταλία. Ο Όθων Α΄ προχώρησε σε εκστρατεία (961), πήρε τον τίτλο του βασιλιά της Ιταλίας, νίκησε τον Βερεγγάριο Β΄ και τον φυλάκισε (963), ο γιος του Άνταλμπερτ επαναστάτησε αλλά ηττήθηκε (966). Ο Μπερτολίνι σημειώνει ότι σύμφωνα με τις πηγές υπήρχε συμμαχία ανάμεσα στον Όθων Α΄ και τον Πιέτρο Δ΄, αυτό επιβεβαιώνεται με τον δεύτερο γάμο με την συγγενή του Βαλντράντα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας (963) έδωσε τπ μοναστήρι του Σαν Ζακκαρία στην Πάντοβα για να αποσυρθεί ως ηγουμένη η πρώτη σύζυγος του Πιέτρο Γιοβανίτσα, παραχώρησε περιουσιακά στοιχεία τέλος στο Τρεβίζο σε κάποιον Βιτάλε Καντιάνο πιθανότατα αδελφό του.[3] Ο ιστορικός Καρλο Γκύντο Μορ υποστηρίζει την αντίθετη άποψη, θεωρεί ότι ο πατέρας της Βαλντράντας βρισκόταν σε εξορία τότε επειδή είχε κάνει μια ανεπιθύμητη συμμαχία με τον συγγενή του αυτοκράτορα. Ο πατέρας της Βαλντράντας προχώρησε την διετία (962-963) στην ανεπιθύμητη εκστρατεία για τον Όθων Α΄, τότε έγινε και ο δεύτερος γάμος του Πιέτρο Δ΄, αυτό δείχνει συμμαχία με τους εχθρούς του αυτοκράτορα. Οι επιχορηγήσεις που έδωσε τέλος ο Όθων Α΄ ήταν στους συγγενείς του Πιέτρο Δ΄ αλλά σε αυτούς που βρισκόταν σε σύγκρουση. Οι επιχορηγήσεις δόθηκαν στην Γιοβανίτσα που ήταν δυσαρεστημένη με το διαζύγιο και στον Βιτάλε Καντιάνο που δεν ήταν αδελφός του Πιέτρο Δ΄, ήταν ο γιος του με την Γιοβανίτσα που ήταν και ο ίδιος δυσαρεστημένος για την τύχη της μητέρας του.[7] Ο Όθων Α΄ έδωσε προνόμια στον επίσκοπο του Μπελλούνο που είχε έδρα το Οντέρζο και επέτρεψε στην Πάντοβα να κτίσει ένα κάστρο δίπλα από την Βενετία. Ο Πιέτρο Δ΄ αναγκάστηκε να αλλάξει στάση και να δηλώσει υποταγή στον Όθων Α΄ όταν οι σύμμαχοι του Βυζαντινοί δεν υπήρχαν στην Ιταλική χερσόνησο. Ο Μπερτολίνι ισχυρίστηκε ότι είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η πραγματικότητα επειδή δεν γνωρίζουμε ακριβώς την ημερομηνία του γάμου με την Βαλντράντα και την ταυτότητα του Βιτάλε.[3] Ο Έντγκουμπε Στάλεϊ ισχυρίζεται μια τρίτη άποψη ότι η Γιοβανίτσα ήταν ερωμένη του και την πήρε στα ανάκτορα ενώ ήταν διαζευγμένη. Το γεγονός αυτό ήταν μεγάλο σκάνδαλο για τον λαό της πόλης, αναγκάστηκε να πάρει όρκο αγνότητας και να πάει σε μοναστήρι. Η Γιοβανίτσα αποκήρυξε τον γιο που έκανε με τον Πιέτρο Δ΄ Βιτάλε, αργότερα (987) έγινε επίσκοπος Ακυληίας.[8]
Σχέσεις με το Βυζάντιο
ΕπεξεργασίαΟ Όθων Α΄ αποφάσισε μετά την τρίτη εκστρατεία του στην Ιταλία (965 - 966) να οριοθετήσει τα σύνορα ανάμεσα στο Δουκάτο της Βενετίας και το Βασίλειο της Ιταλίας. Τα όρια καθορίστηκαν με την νέα αναδιανομή (967) που ανανέωνε την παλιότερη η οποία είχε καθοριστεί πριν από 127 χρόνια (840). Με την νέα διανομή το Δουκάτο είχε σημαντικές απώλειες, έχασε περιοχές νότια από την Λιμνοθάλασσα της Βενετίας, εκεί βρίσκονταν οι πολύτιμες αλυκές στην συμβολή των ποταμών Μπρέντα και Αδίγη. Υπήρχαν πολλές περιοχές που ήταν ακόμα αδιευκρίνιστες, αυτές θα προσπαθήσει να διεκδικήσει ο μετέπειτα Δόγης Πιέτρο Β΄ Ορσεόλο (991-1009) με σκληρές μάχες. Ένας νέος φόρος που θα επιβληθεί θα επιφέρει σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των αγαθών.[9][10] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής απαγόρευσε το εμπόριο ξυλείας και όπλων με τους Άραβες χάρη στον πόλεμο που ξέσπασε με το Χαλιφάτο των Φατιμιδών. Το Δουκάτο της Βενετίας σαν τμήμα της αυτοκρατορίας ήταν υποχρεωμένο να υπακούσει, αυτό έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τον Πιέτρο Δ΄ επειδή η οικονομία της Βενετίας ήταν εξαρτημένη από το εμπόριο ξυλείας με τους Άραβες στην Αφρική. Η απαλλαγή που καθόρισε ο αυτοκράτορας στην ξυλεία που είχε σχέση με την επίπλωση ήταν μόνο μια μικρή ανακούφιση χωρίς διαφορές. Ο Δόγης αποφάσισε να αρνηθεί την απαγόρευση αλλά η λαϊκή συνέλευση της Βενετίας αποφάσισε αντίθετα να δεχτεί τις εντολές του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Η απόφαση αυτή αποτελεί την αρχή του χάσματος ανάμεσα στον Δόγη και τον λαό.[11] Η ρήξη θα φτάσει στο αποκορύφωμα τον 12ο αιώνα με την δημιουργία της Δημοκρατίας της Βενετίας, ο Δόγης δέν ήταν ασύδοτος στην εξουσία του και ήταν υποχρεωμένος να υπακούει στις λαικές αποφάσεις.
Δολοφονία
ΕπεξεργασίαΟ λαός της Βενετίας επαναστάτησε εναντίον του Πιέτρο Δ΄, σύμφωνα με τον Πετρολίνι η αιτία ήταν οι διαφωνίες στην εξωτερική πολιτική. Η αφοσίωση στον αυτοκράτορα Όθων Α΄ απαιτούσε οικονομικές θυσίες και το εμπάργκο του Βυζαντινού αυτοκράτορα στο εμπόριο μεγάλωσε τα προβλήματα. Η εύνοια που έδειξε ο Πιέτρο Δ΄ στους συγγενείς και την οικογένεια του ήταν προκλητική.[3] Ο Νόριτς γράφει ότι έγινε πανίσχυρος χάρη στην περιουσία του από την δεύτερη σύζυγο του, συμπεριφερόταν σαν φεουδάρχης και αποξενώθηκε από τον λαό της Βενετίας. Η απομώνωση έγινε μεγαλύτερη με τους μισθοφόρους σωματοφύλακες του και με τις προσπάθειες του να αποκτήσει τον έλεγχο της εκκλησίας. Όταν ζήτησε την βοήθεια των συμπολιτών του για να υπερασπιστεί τα προσωπικά του συμφέροντα στην Φερράρα ξέσπασε η εξέγερση.[4] Ο Έντγκουμπε Στάλεϊ έγραψε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η δεύτερη σύζυγος του ήταν μισητοί στον λαό της Βενετίας επειδή είχαν γίνει πανίσχυροι. Η Βαλντράντα είχε γίνει εξαιρετικά αντιπαθητική, με την συνοδεία της από την Φλωρεντία θεωρήθηκε ότι περιφρονεί τα έθιμα της πόλης. Ο ίδιος με μια συνοδεία από Τοσκάνους, Γερμανούς και Έλληνες συμπεριφερόταν με "ψυχρότητα και υπεροψία". Η κλίκα του ήταν περιορισμένη σε άτομα της οικογένειας του από την Πάντοβα και την Βιτσέντζα.[12]
Ο προστάτης του Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πέθανε (973) και ο διάδοχος του Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν απασχολημένος με εξεγέρσεις στη Γερμανία, οι αντίπαλοι του στη Βενετία βρήκαν την ευκαιρία να τον εκθρονίσουν, τον κλείδωσαν στα ανάκτορα και έβαλαν φωτιά. Η φωτιά εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης που κάηκε και στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Ο δόγης και ο μικρότερος γιος του με τη δεύτερη σύζυγο του Βαλντράντα Πιέτρο Ε΄ θανατώθηκαν και τα σώματα τους ρίχτηκαν στο σφαγείο, αργότερα βρέθηκαν και τάφηκαν με τιμές στην εκκλησία του Αγίου Ιλαρίωνος, τον διαδέχτηκε ο Πιέτρο Α΄ Ορσεόλο από την Οικογένεια Ορσεόλο. Ο μεγαλύτερος γιος του Βιτάλε που επέζησε δραπέτευσε στη Σαξονία και ξεκίνησε συνωμοσία εναντίον του νέου δόγη.
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΟ Πιέτρο Δ΄ Καντιάνο χώρισε για πολιτικούς λόγους την πρώτη σύζυγο του Γιοβανίτσια Καντιάνο και την πίεσε να αποσυρθεί στη μονή του Σάντα Ζαχαρία, μαζί της απέκτησε δυο παιδιά τον μελλοντικό δόγη Βιτάλε Καντιάνο και τη Μαρίνα Καντιάνο που παντρεύτηκε τον μελλοντικό δόγη Τριμπούνο Μέμμο. Ο Πιέτρο Δ΄ παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο (966) τη Βαλντράντα της Τοσκάνης, κόρη του Ουμβέρτου του Σπολέτο και συγγενή του Όθων Α΄ που του έφερε τεράστια προίκα με περιοχές όπως το Τρεβίζο, η Φριούλι και η Φερράρα. Με τη δεύτερη σύζυγο του απέκτησε έναν γιο τον Πιέτρο Ε΄ που σκοτώθηκε μαζί του στον εμπρησμό του 976.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Dizionario Biografico degli Italiani». (Ιταλικά) Dizionario Biografico degli Italiani. 1960. pietro-candiano.
- ↑ «Dizionario Biografico degli Italiani». (Ιταλικά) Dizionario Biografico degli Italiani. 1960. vitale-candiano.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Bertolini, Margherita Giuliana, CANDIANO, Pietro, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 17 (1974)
- ↑ 4,0 4,1 Norwich, J., J., A History of Venice, σσ. 41-42
- ↑ Norwich, J., J., A History of Venice, σσ. 40-41
- ↑ Norwich, J. J., A History of Venice, σ. 44
- ↑ Mor, G. L'età feudale, I, σ. 181
- ↑ Edgcumbe, Staley: The dogaressas of Venice : The wives of the doges, σσ. 32-33
- ↑ Cessi, Pacta Veneta, σσ. 269-85
- ↑ Fanta, Die Verträge, σσ. 97-101
- ↑ Cessi Roberto, L'età ducale, II, σσ. 166, 190
- ↑ Edgcumbe, Staley: The dogaressas of Venice : The wives of the doges, σσ. 34, 36
Πηγές
Επεξεργασία- Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας: Gemeinsame Normdatei.
- Bertolini, Margherita Giuliana, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 17
- Cessi, Roberto (ed), Le origini del ducato veneziano, 1951 pp. 99–142.
- Cessi, Roberto, Pacta Ottoniana, in Le origini del ducato veneziano, 1951, pp. 309–13
- Cessi Roberto, Venezia ducale, I, Duca e popolo, Venezia 1963, pp. 256 n. 1, 288–293, 321–333, 338 s., 340, 343; Vol II, pp. 166, 190 n. 78
- Edgcumbe, Staley: The dogaressas of Venice : The wives of the doges
- Fanta, A., Die Verträge der Kaiser mit Venedig bis zum Jahre 983, in Mittheilungen des Instituts für österreichische Geschichtsforschung, Supplement I, 1885, pp. 97 s., 101
- Lanfranchi L, G. Zille G., Ilterritorio del ducato veneziano dall'VIII al XII secolo, in Storia di Venezia, II, 1958, pp. 6, 46;
- Luzzatto G, L'economia veneziana nei suoi rapporti con la politica nell'Alto Medio Evo, pp. 157
- Mor, Giulio Carlo, L'età feudale, I-II, 1952
- Norwich, John, Julius, A History of Venice, Penguin Book, reissued edition, 2012