Πύλη:Ιστορία/Επιλεγμένο λήμμα/Αρχείο
- Αρχείο επιλεγμένων λημμάτων της Πύλης
Η Κρητική Πολιτεία (1896 – 1913) ήταν το αυτόνομο κράτος που δημιουργήθηκε στην Κρήτη μετά την Κρητική επανάσταση του 1896 και αποκόπηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Αυστρουγγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ρωσία). Το 1908 ανακοίνωσε την ένωση της με την Ελλάδα αλλα τελικά η ολοκληρωτική ένωση επιτεύχθηκε το 1913 όταν η Βουλή των Ελλήνων δέχτηκε Κρήτες βουλευτές.
Με τον όρο Ολοκαύτωμα περιγράφεται ο συστηματικός διωγμός και η γενοκτονία με την υποκίνηση του κράτους διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών και πολιτικών ομάδων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από την Ναζιστική Γερμανία και τους συνεργάτες τους.Στα αρχικά στοιχεία που συνθέτουν το Ολοκαύτωμα είναι το πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων και το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4, τα οποία οδήγησαν στη συνέχεια στα τάγματα θανάτου και στα στρατόπεδα εξόντωσης τα οποία αποτελούσαν μαζική και κεντρικά οργανωμένη προσπάθεια για την εξολόθρευση κάθε μέλους των κοινοτήτων που αποτελούσαν στόχο των Ναζί.
Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον 17ο και 11ο αι. Π.Κ.Χ., κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο του Ελλαδικού Πολιτισμού, τον Υστεροελλαδικό Πολιτισμό. Ταξινομείται ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας γι' αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα, γνώριζε όμως και χρησιμοποιούσε τη γραφή (Γραμμική Β), διέθετε ανεπτυγμένη κοινωνική ιεραρχία και κρατική οργάνωση, και άρα είναι στην πραγματικότητα πρωτοϊστορικός.
Η Μακεδονία ( ή Ελληνική Μακεδονία, όπως αναφέρεται στο εξωτερικό), είναι ένα από τα γεωγραφικά διαμερίσματα της ηπειρωτικής Ελλάδας και αποτελεί το νότιο και μεγαλύτερο μέρος της ευρύτερης γεωγραφικής και ιστορικής περιοχής της Μακεδονίας. Βρίσκεται ανάμεσα στην οροσειρά της Πίνδου και τον ποταμό Νέστο. Σήμερα αποτελεί βόρειο γεωγραφικό και ιστορικό διαμέρισμα, το δεύτερo μεγαλύτερo σε πληθυσμό και το μεγαλύτερο σε έκταση, (25,9% της όλης έκτασης) της Ελληνικής επικράτειας, οριζόμενο προς βορρά από τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία και την Βουλγαρία, προς νότια από τη Θεσσαλία και το Αιγαίο Πέλαγος, προς ανατολικά από τη Δυτική Θράκη και δυτικά από την Ήπειρο και Αλβανία. Εδώ επίσης βρίσκεται και η αυτοδιοικούμενη, μοναστική κοινότητα του Aγίου Όρους στην χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής, με τα 20 μοναστήρια της, από τα σημαντικότερα κέντρα της Ορθοδοξίας παγκοσμίως καθώς και η πόλη της Θεσσαλονίκης, μητρόπoλη και κύρια πόλη της Μακεδονίας, κέντρο της Βόρειας Ελλάδας και "συμπρωτεύουσα" της Ελλάδας.
Με τον όρο Κυπριακό πρόβλημα ονομάζεται στη σύγχρονη Ιστορία και Διπλωματία το σύνολο των ζητημάτων που προέκυψαν αρχικά από τον αγώνα των κατοίκων της Κύπρου για αυτοδιάθεση και αποτίναξη του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος και στη συνέχεια από την εσωτερική διαμάχη ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική εθνική κοινότητα του νησιού. Αντικείμενο της διαμάχης υπήρξε ο ρόλος κάθε μιας από τις δύο εθνικές κοινότητες στο νέο κράτος, η διανομή της εξουσίας μεταξύ τους, και οι σχέσεις του νέου κράτους με τις μητροπολιτικές χώρες των δύο κοινοτήτων, την Ελλάδα και την Τουρκία. Το πρόβλημα είναι σήμερα διεθνές και συνίσταται στην κατοχή από την Τουρκία του βόρειου τμήματος της ανεξάρτητης και διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, με σκοπό την αναγνώριση του κατεχόμενου εδάφους ως ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους.
Το Κυπριακό πρόβλημα είναι πολύπλοκο, χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, που μεταβάλλονταν κατά την μακρόχρονή του πορεία. Το Κυπριακό πρόβλημα είναι πολύπλοκο, χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, που μεταβάλλονταν κατά την μακρόχρονή του πορεία. Μεταξύ των παραγόντων οι πιο σημαντικοί είναι η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και η γεωστρατηγική θέση του νησιού («αβύθιστο αεροπλανοφόρο» στην Ανατολική Μεσόγειο), η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, στη Μέση Ανατολή, χωρίς να παραβλέπεται το ενδιαφέρον που είχε επιδείξει κατά καιρούς η Σοβιετική Ένωση.
Η οποιαδήποτε προσπάθεια αναγνώρισης και χαρακτηρισμού των στοιχείων της πόλης-κράτους στο διάβα της ιστορίας εμπλέκει στοιχεία από πολλές διαφορετικές ιστορικές πηγές, καθώς και τη μαρτυρία της αρχαιολογικής επιστήμης, έργο της οποίας είναι εν μέρει η ανάπλαση των εικόνων του παρελθόντος με βάση τα στοιχεία που φέρνει στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη. Αναμφίβολα σε αρκετές περιπτώσεις οι μαρτυρίες ή οι υποθέσεις που γίνονται στο φως νέων ευρημάτων συχνά συγκρούονται ή αναπλάθονται και τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτος στην πορεία των συνειρμών του, πολύ περισσότερο όταν εξετάζει περιόδους που εκτείνονται πολύ πέραν των παρόντων «ορίων» της ιστορίας.
Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης την 5/18 Αυγούστου[1] 1917 ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Ήταν ένα τυχαίο γεγονός που άλλαξε σημαντικά την φυσιογνωμία της πόλης. Η πυρκαγιά μέσα σε 32 ώρες έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 τετρ. μέτρων και άφησε άστεγα πάνω από 70.000 άτομα. Το μέρος της πόλης που κάηκε ανοικοδομήθηκε με νέο οργανωμένο σχέδιο, δημιουργώντας μια σύγχρονη πόλη.
Η Ιαπωνία έχει μια ιστορία που ξεκινά πριν από χιλιάδες χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια η Ιαπωνία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτισμική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής. Οι επιστήμονες πιστεύουν πως οι Ιάπωνες ως ενιαίο σύνολο προέρχονται από πολλές ομάδες, οι οποίες μετανάστευσαν στα νησιά από άλλα σημεία της Ασίας, στα οποία περιλαμβάνονται η Κίνα και η Κορέα. Οι αρχαιολογικές έρευνες, ωστόσο, υποδεικνύουν πως τα ιαπωνικά νησιά κατοικούνταν ήδη από το 30.000 Π.Κ.Ε.
Η Σικελική Μαφία, ή πιο απλά Μαφία, ή ακόμη πιο σωστά Κόζα Νόστρα, είναι μια εγκληματική μυστική οργάνωση ανδρών η οποία δημιουργήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Σικελία της Ιταλίας. Παρακλάδι της εμφανίστηκε στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών περί τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά από διάφορα κύματα μεταναστών από τη Σικελία.
Λεξικό της ιταλικής γλώσσας, το Devoto-Oli, περιγράφει τη μαφία ως: "Ένα σύμπλεγμα μικρών, υπόγειων οργανώσεων (οι συμμορίες) οι οποίες χαρακτηρίζονται από κώδικα σιωπής (η ομερτά) και ασκούν κάποιον έλεγχο σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς και στη διοίκηση της Σικελίας".
Σύμφωνα με τον ιστορικό Πάολο Πετσίνο: "Η μαφία είναι ένα είδος οργανωμένου εγκλήματος το οποίο όχι μόνο δραστηριοποιείται σε διάφορα παράνομα πεδία, αλλά έχει επίσης την τάση να ασκεί κυριαρχία - η οποία κανονικά ανήκει στις δημόσιες αρχές - σε μια συγκεκριμένη περιοχή […]. Είναι συνεπώς ένα είδος εγκληματικότητας από το οποίο εξυπακούονται κάποιες προϋποθέσεις: η ύπραξη ενός σύγχρονου κράτους που διεκδικεί το αποκλειστικό δικαίωμα για νόμιμο μονοπώλιο στη βία· μια οικονομία χωρίς φεουδαρχικά στοιχεία […]· την ύπαρξη βίαιων ανθρώπων με δυνατότητα να διοικούνται από μόνοι τους και να επιβάλλονται ακόμη και στις άρχουσες τάξεις".[2]
O ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ή Πόλεμος του Σαράντα ήταν μια πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Έναρξη του Πολέμου θεωρείται το «επεισόδιο του Όχι», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνογερμανικός πόλεμος.
Τα αίτια του πολέμου έγκεινται στην επεκτατική πολιτική του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία. Ως τα μέσα του 1940, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, ο Μπενίτο Μουσολίνι θέλησε να αποδείξει στους συμμάχους του του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Την ίδια περίοδο, ο Μουσολίνι ήθελε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, η οποία ένιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική (η Ρουμανία είχε δεχθεί γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα), και η οποία είχε ανάγκη από ισχυρά ερείσματα, προκειμένου να μπορεί να αντισταθμίσει τις βρετανικές βάσεις τις Ανατολικής Μεσογείου.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του ελλαδικού χώρου (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε τέτοια υποχώρηση, ώστε μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας να έχει καταληφθεί από τους Έλληνες. Μια μικρή αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με μικρά μόνο εδαφικά κέρδη στην περιοχή της Χειμάρρας[3]. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε να αποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση προς τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου, και προς τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες έκλεισαν τυπικά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Η νίκη των Ελλήνων έναντι της αρχικής ιταλικής επίθεσης ήταν η πρώτη επίγεια νίκη των Συμμάχων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συνετέλεσε στην ανύψωση του ηθικού στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση προς τη Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν από την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεσή τους προς τη Σοβιετική Ένωση τους ενέπλεξε στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη Μάχη της Μόσχας.
To Τείχος του Βερολίνου (γερμ. Berliner Mauer), ήταν μέρος των ενδογερμανικών συνόρων, δηλ. των συνόρων που χώριζαν τη Γερμανία σε δύο κράτη, στην περιοχή του Βερολίνου. Από την ανέγερσή του στις 13 Αυγούστου 1961 μέχρι την πτώση του στις 9 Νοεμβρίου 1989 χώριζε το Δυτικό Βερολίνο από το Ανατολικό και τη γύρω περιοχή της Ανατολικής Γερμανίας. Υπήρξε το γνωστότερο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και της διαίρεσης της Γερμανίας, ως επιστέγασμα του αποκλεισμού του Βερολίνου που είχε αρχίσει το 1948. Κατά την προσπάθειά τους να περάσουν στο Δυτικό Βερολίνο μέσα από τις καλά φρουρούμενες συνοριακές εγκαταστάσεις του Τείχους θανατώθηκαν τουλάχιστον 86 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και 2 Έλληνες, από βίαιες ενέργειες των ανατολικογερμανικών δυνάμεων ασφάλειας. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στους 238 προσμετρώντας και τα ατυχήματα, θύματα των οποίων τελικά κατέληξαν.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Η Ελλάδα διατηρούσε ακόμη το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο σε αντίθεση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες που είχαν υιοθετήσει το νέο (Γρηγοριανό) ημερολόγιο. Έτσι οι ελληνικές πηγές για την πυρκαγιά αναφέρουν την παλιά ημερομηνία ενώ οι ξένες πηγές (που αποτελούν την πλειοψηφία) αναφέρουν την νέα ημερομηνία. Στο άρθρο αναφέρονται και οι δύο για την αποφυγή σύγχυσης.
- ↑ The mafia, του Domenico Airoma
- ↑ Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελίδα 76