Τείχος του Βερολίνου

τείχος που χώριζε το ανατολικό και δυτικό Βερολίνο

Το Τείχος του Βερολίνου (στα γερμανικά Berliner Mauer), «τείχος της ντροπής» για τους Γερμανούς της Δύσης και επισήμως αποκαλούμενο από την ανατολικογερμανική κυβέρνηση ως «αντιφασιστικό τείχος προστασίας», ανεγέρθηκε στην καρδιά του Βερολίνου με αφετηρία το βράδυ της 12ης Αυγούστου του 1961 από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ)[1], η οποία επιχείρησε με αυτό τον τρόπο να θέσει ένα τέλος στην ολοένα και αυξανόμενη φυγή των κατοίκων της προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ)[1][2]. Το τείχος, συνιστώσα της εσωτερικής γερμανικής συνοριογραμμής, αποτελούσε ένα φυσικό σύνορο μεταξύ του Ανατολικού Βερολίνου και του Δυτικού Βερολίνου για διάστημα των 28 ετών, ενώ αποτελούσε το σημαντικότερο σύμβολο μιας Ευρώπης διχοτομημένης από το σιδηρούν παραπέτασμα. Κάτι παραπάνω από ένα απλό τείχος, επρόκειτο για μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή η οποία περιείχε δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων[3] με διάδρομο περιπολίας, 302 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού, 14.000 φύλακες, 600 σκυλιά και καλωδιωτά πλέγματα. Ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατόμων υπήρξαν θύματα προσπαθειών διάβασης του τείχους. Φαίνεται ότι οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες και οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φυγάδες.

Τείχος του Βερολίνου
Άποψη του τείχους το 1986, με το δυτικό του τμήμα καλυμμένο από γκράφιτι και τοιχογραφίες.
Παρουσίαση
Τοπική ΟνομασίαBerliner Mauer
ΤύποςΔιαχωριστικό τείχος
Ημερομηνία κατασκευής13 Αυγούστου 1961
Ημερομηνία κατεδάφισηςΜετά τις 9 Νοεμβρίου 1989
Ιστοσελίδαwww.berliner-mauer-gedenkstaette.de
Γεωγραφία
Χώρα Ανατολική Γερμανία
Δυτική Γερμανία
ΤοποθεσίαΑνατολικό Βερολίνο, Δυτικό Βερολίνο
Χάρτης
Χάρτης του Δυτικού και Ανατολικού Βερολίνου, με τα συνοριακά περάσματα και τα μητροπολιτικά δίκτυα (χρησιμοποιήστε τον διαδραστικό χάρτη)
Υπολείμματα του τείχους του Βερολίνου, το 2004.
Πινακίδα σήμανσης της παλαιάς γερμανικής διχοτόμησης.

Η αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, στην Περεστρόικα της οποίας ηγείτο ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, καθώς και το πείσμα των Ανατολικογερμανών οι οποίοι οργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις, οδήγησαν στις 9 Νοεμβρίου 1989 στην πτώση του «τείχους της ντροπής», προκαλώντας τον μεγάλο θαυμασμό του «ελεύθερου κόσμου» και ανοίγοντας τον δρόμο για τη γερμανική επανένωση. Σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένο, το Τείχος έχει αφήσει, ωστόσο, στην αστική πολεοδομική οργάνωση της γερμανικής πρωτεύουσας ανεπούλωτα σημάδια τα οποία παραμένουν ως σήμερα. Το τείχος του Βερολίνου, σύμβολο του ιδεολογικού και πολιτικού χάσματος του ψυχρού πολέμου, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αριθμό λογοτεχνικών βιβλίων και ταινιών. Σήμερα, αρκετά είναι τα μουσεία που το έχουν ως θέμα.

Ιστορία Επεξεργασία

 
Κατεχόμενες περιοχές του Βερολίνου, πορεία του Τείχους και σημεία διελεύσεως (1989).

Προ της κατασκευής του Τείχους (1945-1961) Επεξεργασία

Μετά την παράδοσή της στις 8 Μαΐου 1945, η Γερμανία διαιρέθηκε σε τρεις και στη συνέχεια τέσσερις ζώνες κατοχής υπό σοβιετική, αμερικάνικη, βρετανική και γαλλική διοίκηση, σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε επικυρωθεί στη σύνοδο της Γιάλτας. Το Βερολίνο, η πρωτεύουσα του Γ΄ Ράιχ, αρχικά ευρισκόμενη στο σύνολό της υπό την κατοχή του Κόκκινου Στρατού έπρεπε επίσης να διαμοιραστεί σε τέσσερα τμήματα μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων. Οι Σοβιετικοί άφησαν, τότε, στους Δυτικούς τις δυτικές συνοικίες της πόλης, οι οποίες βρέθηκαν, με αυτό τον τρόπο, πλήρως απομονωμένες ως θύλακας στη ζώνη κατοχής τους, με τη ζώνη που παρέμεινε υπό σοβιετικό έλεγχο να έχει από μόνη της έκτασης της τάξεως των 409 τ.χλμ., ή αλλιώς ποσοστό 45,6 % επί της συνολικής έκτασης της πόλης[1]. Η θέση και η σημασία του Βερολίνου το κατέστησαν ως ένα από τα μεγαλύτερα διακυβεύματα του ψυχρού πολέμου ο οποίος ξεκίνησε με τη λήξη των εχθροπραξιών.

Γεγονότα στη Γερμανία Επεξεργασία

Η συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων της Γερμανίας έλαβε τέλος το 1948 όταν η Σοβιετική Ένωση ανέστειλε τη συμμετοχή της στο Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου και στη Διασυμμαχική Διοίκηση στις 19 Μαρτίου 1948[4]. Οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν, από εκείνη τη στιγμή, παρενόχληση των επικοινωνιών των Δυτικών με το Δυτικό Βερολίνο, με απώτερο στόχο, το πιθανότερο, την εξώθησή τους στην εγκατάλειψη της πρώην πρωτεύουσας του Ράιχ. Από τις 24 Ιουνίου 1948 έως τις 12 Μαΐου 1949, ο Στάλιν έθεσε σε εφαρμογή τον αποκλεισμό του Βερολίνου. Όλες οι εδαφικές και υδάτινες διελεύσεις μεταξύ Δυτικού Βερολίνου και Δυτικής Γερμανίας ανεστάλησαν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη κρίση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των Δυτικών. Χάρη σε μία μεγάλη αερογέφυρα που οργανώθηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, το Δυτικό Βερολίνο επέζησε του αποκλεισμού[5].

Το έτος 1949 είδε τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) εντός της τριπλής ζώνης, η οποία αποτελείτο από τις γαλλικές, βρετανικές και γερμανικές ζώνες, της οποίας ακολούθησε λίγο καιρό αργότερα αυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) εντός της υπό σοβιετικό έλεγχο ζώνης[4]. Η ίδρυση των δύο αυτών Κρατών παγίωσε την πολιτική διαίρεση του Βερολίνου. Ξεκίνησε, τότε, και από τις δύο πλευρές η ασφάλιση και το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ των δύο Κρατών. Τελωνειακοί υπάλληλοι και αποσπασμένοι στρατιώτες στη φύλαξη των συνόρων πραγματοποιούσαν περιπολίες μεταξύ της ΛΔΓ και της ΟΔΓ, ενώ ισχυρά πλέγματα εγκαταστάθηκαν λίγο καιρό αργότερα από την πλευρά της ΛΔΓ.

Από νομικής άποψης, το Βερολίνο διατήρησε το καταστατικό αποστρατικοποιημένης πόλης (απουσία Γερμανών στρατιωτών) η οποία ήταν μοιρασμένη σε τέσσερα τμήματα, ενώ ήταν ανεξάρτητη των δύο κρατών που αποτελούσαν η ΟΔΓ και η ΛΔΓ. Στην πραγματικότητα, η ανεξαρτησία αυτή σε πρακτικό επίπεδο ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένη. Όντως, το καταστατικό του Δυτικού Βερολίνου ήταν ανάλογο αυτού ενός κρατιδίου (γερμανικά: Land) με εκπροσώπους δίχως το δικαίωμα ψήφου στο Μπούντεσταγκ, ενώ το Ανατολικό Βερολίνο κατέστη, κατά παράβαση του καταστατικού του, πρωτεύουσα της ΛΔΓ. Όσον αφορά τους βουλευτές, το ίδιο ίσχυε και για το Ανατολικό Βερολίνο μέχρι το 1979, όταν οι βουλευτές του απέκτησαν δικαιώματα ψήφου στο ανατολικογερμανικό κοινοβούλιο. Η πόλη παρέμεινε, ωστόσο, το μοναδικό σημείο όπου οι Γερμανοί πολίτες της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους.

Στις 27 Νοεμβρίου 1958, η ΕΣΣΔ επιχείρησε έναν νέο χτύπημα με το «τελεσίγραφο του Χρουστσόφ» το οποίο πρότεινε την αποχώρηση των δυτικών στρατευμάτων εντός έξι μηνών, ώστε το Βερολίνο να καταστεί μια αποστρατιωτικοποιημένη «ελεύθερη πόλη». Οι δυτικοί σύμμαχοι αρνήθηκαν[6].

Αίτια της ανέγερσης του Τείχους του Βερολίνου Επεξεργασία

Από τη δημιουργία της το 1949, η ΛΔΓ γνώρισε ένα ολοένα και αυξανόμενο κύμα φυγής προς την ΟΔΓ, ειδικότερα στο Βερολίνο. Η αστική συνοριογραμμή ήταν με μεγαλύτερη δυσκολία ελέγξιμη, σε αντίθεση με τις αγροτικές περιοχές οι οποίες ήταν ήδη έντονα φυλασσόμενες. Μεταξύ 2,6 και 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν της ΛΔΓ μέσω του Βερολίνου μεταξύ του 1949 και του 1961, στερώντας με αυτό τον τρόπο τη χώρα από εργατικό δυναμικό τη στιγμή της ανακατασκευής της και δείχνοντας στον κόσμο τη μικρή πίστη των πολιτών στο κομμουνιστικό καθεστώς.[1][2] Η φυγή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες καθώς, έως τον Αύγουστο του 1961, αρκούσε να πάρει κανείς το μετρό ή τον βερολινέζικο σιδηρόδρομο για να περάσει από την Ανατολή στη Δύση[7], κάτι που έκαναν σε καθημερινή βάση αρκετοί Βερολινέζοι για να πάνε στον χώρο εργασίας τους. Οι Γερμανοί αποκαλούσαν τη φυγή αυτή από την κομμουνιστική ΛΔΓ προς την καπιταλιστική ΟΔΓ: «ψήφος μέσω των ποδιών». Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων του Αυγούστου του 1961, εν μέσω οργιωδών φημών, περισσότεροι από 47.000 Ανατολικογερμανοί πολίτες διέφυγαν στη Δυτική Γερμανία μέσω του Βερολίνου. Επιπλέον, το Δυτικό Βερολίνο έπαιξε τον ρόλο πύλης εισόδου προς τη Δύση για αριθμό Τσέχων και Πολωνών. Καθώς το κύμα φυγάδων αφορούσε κυρίως τις νεότερες ηλικιακές κατηγορίες, άρχισε να αποτελεί ένα μείζον οικονομικό ζήτημα, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ΛΔΓ.

Ακόμη, περίπου 50.000 Βερολινέζοι εργάζονταν στην άλλη πλευρά των συνόρων, καθώς εργάζονταν μεν στο Δυτικό Βερολίνο ωστόσο κατοικούσαν στο Ανατολικό Βερολίνο ή στα προάστιά του, όπου το κόστος της ζωής και των ακινήτων ήταν χαμηλότερο. Στις 4 Αυγούστου 1961 ένα διάταγμα που εκδόθηκε υποχρέωνε όσους εργάζονταν στην άλλη πλευρά των συνόρων να καταγραφούν ως τέτοιοι και να πληρώνουν τα ενοίκιά τους σε γερμανικά μάρκα (νόμισμα της ΟΔΓ). Προτού ακόμη ξεκινήσει η κατασκευή του Τείχους, η αστυνομία της ΛΔΓ είχε θέσει υπό εντατική παρακολούθηση στα σημεία πρόσβασης στο Δυτικό Βερολίνο αυτούς τους οποίους χαρακτήριζε ως λαθρεμπόρους ή λιποτάκτες της Δημοκρατίας.

Όπως σε όλα τα κομμουνιστικά κράτη, στη ΛΔΓ επιβλήθηκε μία σχεδιασμένη οικονομία από τη Μόσχα. Το επταετές σχέδιο 1959-1965 απέτυχε εξαρχής. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε με ρυθμούς αργότερους του αναμενόμενου. Πράγματι οι επενδύσεις ήταν ανεπαρκείς. Η κολεκτιβοποίηση των αγροτικών γαιών προκάλεσε μια μείωση της παραγωγής και έλλειψη τροφίμων. Οι μισθοί αυξήθηκαν γρηγορότερα του αναμενόμενου εξαιτίας της έλλειψης εργατικών χεριών, κάτι που προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη φυγή των νέων προς τη Δύση. Ένα σημαντικό λαθρεμπόριο συναλλαγμάτων και εμπορευμάτων, επιβλαβές για την ανατολικογερμανική οικονομία, περνούσε μέσω του Βερολίνου. Η ΛΔΓ βρισκόταν το 1961 στο χείλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης[4].

Το τείχος του Βερολίνου Επεξεργασία

Από τα τέλη Ιουλίου του 1961 η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε ανήσυχα την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών γύρω από το θέμα του Δυτικού Βερολίνου. Στις αρχές Ιουνίου το κλίμα των σχέσεων ανάμεσα στις υπερδυνάμεις ήταν θετικό. Ανεκτίμητης αξίας χαρακτήρισε τη συνάντησή του στη Βιέννη με τον Σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Μέγα και ενθαρρυντικό γεγονός τη χαρακτήρισε και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Κανείς δεν υποψιαζόταν τη ραγδαία επιδείνωση που θα ακολουθούσε, ούτε όταν αποκαλύφθηκε η επίδοση σοβιετικού υπομνήματος για το θέμα του Δυτικού Βερολίνου στο οποίο η Μόσχα απειλούσε με τη σύναψη χωριστής συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και την προβολή εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων προς το Δυτικό Βερολίνο, εάν οι Δυτικοί δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία. Η Δύση δεκαπέντε χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου καθυστερούσε εσκεμμένα στο θέμα αυτό. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι δεν ήθελε να αναγνωρίσει επίσημα την ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας ως χωριστού κράτους.

Αν και σταδιακά η ένταση αυξανόταν στο διπλωματικό πεδίο, η κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκε όταν στις 25 Ιουλίου ο πρόεδρος Κένεντι απηύθυνε από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό σε δραματικούς τόνους: «Το Δυτικό Βερολίνο είναι κάτι περισσότερο από σύνδεσμος με τον ελεύθερο κόσμο, είναι φάρος ελπίδας πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, είναι θυρίδα διαφυγής για τους πρόσφυγες». Την επομένη ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από το Κογκρέσο εξουσιοδότηση για παράταση της στρατιωτικής θητείας κατά 12 μήνες και δυνατότητα επιστράτευσης 250.000 εφέδρων σε συνδυασμό με αύξηση των συμβατικών εξοπλισμών και άμεση αύξηση των στρατιωτικών κονδυλίων κατά 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η αγωνία έφτασε στο κατακόρυφο στις 5 Αυγούστου, όταν συναντήθηκαν στο Παρίσι οι υπουργοί Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Ντιν Ρασκ, της Γαλλίας Κουβ ντε Μιρβίλ, της Μεγάλης Βρετανίας λόρδος Χιουμ και, σε κάποια φάση, της Δυτικής Γερμανίας Χάινριχ φον Μπρεντάνο, οι οποίοι υιοθέτησαν κοινή γραμμή για την αντιμετώπιση της κρίσης του Δυτικού Βερολίνου, είτε δια διαπραγματεύσεων είτε δια πυρηνικού πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε βίαια. Μιλώντας από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο δύο μέρες αργότερα ο Νικίτα Χρουστσόφ ήταν άκρως απειλητικός: «Διαθέτουμε τα αναγκαία στρατιωτικά μέσα για να μπορέσουμε, σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής επίθεσης, όχι μόνο να καταφέρουμε συντριπτικό πλήγμα κατά του εδάφους των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ταυτόχρονα να καταστήσουμε αβλαβείς τους συμμάχους του επιδρομέα και να καταστρέψουμε τις στρατιωτικές αμερικανικές βάσεις που είναι διεσπαρμένες σε όλο τον κόσμο».

Παράλληλα διεξάχθηκαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών των χωρών που ήταν μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας με αποτέλεσμα να απευθύνουν, όπως αποκάλυψε στις 14 Αυγούστου η Πράβντα, μήνυμα προς την κυβέρνηση και τη Βουλή της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας να αποκαταστήσουν στα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου μια τάξη που να αποτελεί σταθερό φραγμό εναντίον των υπονομευτικών δραστηριοτήτων που έχουν στόχο τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τάξη η οποία θα εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο και προστασία γύρω από ολόκληρο το Δυτικό Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του με το δημοκρατικό Βερολίνο.

Στις 12 Αυγούστου το υπουργικό συμβούλιο της Ανατολικής Γερμανίας υιοθέτησε πραγματικά σχετική απόφαση να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου. Την αυγή της 13ης Αυγούστου χιλιάδες άνδρες του στρατού και της πολιτοφυλακής του ανατολικογερμανικού καθεστώτος χώρισαν με αγκαθωτά συρματοπλέγματα τους δύο τομείς της πόλης, που μέχρι τότε επικοινωνούσαν ελεύθερα.

Μία εβδομάδα αργότερα τα συρματοπλέγματα άρχισαν να αντικαθίστανται από προκατασκευασμένα τμήματα τσιμεντένιων τοίχων. Έτσι δημιουργήθηκε το γνωστό Τείχος του Βερολίνου, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια θα ήταν το σύμβολο της αποτυχίας ενός καθεστώτος. Κύριος λόγος της κατασκευής του ήταν όχι η προστασία από εξωτερική επιβουλή, αλλά ή αποτροπή μαζικής φυγής των κατοίκων του.

Θα αποτελούσε ταυτόχρονα το σύμβολο διαίρεσης της Ευρώπης, αλλά και δραματικό σύμβολο ελευθερίας, αφού πολλοί Ανατολικογερμανοί δολοφονήθηκαν από τους μεθοριακούς φρουρούς της Ανατολικής Γερμανίας, καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν στο Δυτικό Βερολίνο.

Κατά μήκος του τείχους από την ανατολική πλευρά υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς, γνωστή και ως ζώνη θανάτου, με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια σε ένα συνολικό μήκος 115 μέτρων. Οι φύλακες είχαν τη διαταγή να πυροβολούν όποιον προσπαθούσε να δραπετεύσει με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια 192 άνθρωποι να σκοτωθούν στην προσπάθεια να καταφύγουν στη Δύση.

Οι Δυτικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα, αλλά καθώς τα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μόνο τους Ανατολικογερμανούς και οι Σοβιετικοί φρόντιζαν να μη θιχτούν τα δικαιώματα των δυτικών δυνάμεων, οι αντιδράσεις τους περιορίστηκαν σε προφορικά ή γραπτά διαβήματα.

Η ένταση αυξήθηκε κατακόρυφα όταν στις 31 Αυγούστου 1961 η Σοβιετική Ένωση προέβη σε δήλωση ότι θα επαναληφθούν οι δοκιμές πυρηνικών όπλων για να μπορεί να φτάσει το όπλο της τιμωρίας στην ίδια τη φωλιά του επιδρομέα.

Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε μία πρωτοφανής σειρά 16 πυρηνικών σοβιετικών δοκιμών μέσα στον Σεπτέμβριο, η οποία κατέληξε στις 24 και 30 Οκτωβρίου σε δύο τρομοκρατικές δοκιμές υπερβομβών για την εποχή εκείνη, 30 και 50 μεγατόνων αντίστοιχα, που προκάλεσαν πανικό στη Δύση, καθώς οι Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ δεν διέθεταν πυρηνικά όπλα τόσο μεγάλης ισχύος.

Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στη Δυτική Γερμανία το 1989, η Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία. Αυτό επέτρεπε τους Ανατολικογερμανούς να διαφύγουν προς τη δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης πλήθαιναν και τελικά στις 9 Νοεμβρίου 1989 οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν. Από τότε τα περισσότερα κομμάτια του τείχους αποσυναρμολογήθηκαν. Το πιο διάσημο κομμάτι είναι μήκους 1326 μέτρων, βρίσκεται κατά μήκος της οδού Μύλεν (Muhlenstrasse) και είναι διακοσμημένο με 106 τοιχογραφίες.

Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα τον δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.

Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρίσκονταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Όμπερμπαουμπρύκε (Oberbaumbrücke), γνωστό σήμερα ως Γκαλερί της Ανατολικής Πλευράς, και ένα τρίτο τμήμα στην Μπερνάουερ Στράσε (Bernauer Straße) το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Ακόμη, κάποια άλλα μικρότερα τμήματα και λίγα φυλάκια βρίσκονται διασκορπισμένα στην πόλη του Βερολίνου. Όλα τα κομμάτια του τείχους έχουν υποστεί αλλοιώσεις κυρίως από τουρίστες οι οποίοι αφαιρούσαν υλικό από το τείχος για να το κρατήσουν ως σουβενίρ ή να το πουλήσουν. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν καταστήματα σουβενίρ στο Βερολίνο τα οποία πουλάνε μικρά κομμάτια από το τείχος με ή χωρίς πιστοποιητικό αυθεντικότητας.

Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από γκράφιτι τα οποία δεν υπήρχαν όταν το Τείχος φρουρούταν από οπλισμένους στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί. Το 2008, και ενόψει της επετείου των 20 ετών από την πτώση του Τείχους ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών αυτών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα[3].

Σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”.

Ανέγερση του τείχους Επεξεργασία

 
Μια ηλικιωμένη γυναίκα, μετά από τρεις ώρες αναμονής, γνέφει από το δυτικό τομέα σε γνωστούς της, που βρίσκονται στον ανατολικό τομέα (1961)
 
Ανατολικογερμανοί οικοδόμοι δουλεύουν στο χτίσιμο του τείχους (20 Νοεμβρίου 1961)
 
Το Τείχος του Βερολίνου μπροστά από την Πύλη του Βραδεμβούργου.

Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις διαβεβαιώσεις του Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht). Σε μια διεθνή συνέντευξη τύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις 15 Ιουνίου 1961 τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση από τη δυτικογερμανίδα δημοσιογράφο Ανναμαρί Ντόερ (Annamarie Doherr). Και εκείνος απάντησε:

«Την ερώτησή σας την αντιλαμβάνομαι ως εξής: υπάρχουν άνθρωποι στη Δυτική Γερμανία, που θέλουν να κινητοποιήσουμε τους οικοδόμους της πρωτεύουσας της ΛΔΓ για να χτίσουμε ένα τείχος. Δεν έχω ακούσει να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Οι οικοδόμοι της πρωτεύουσας ασχολούνται ως επί το πλείστον με την ανέγερση κατοικιών και εκεί επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Κανείς δεν σκοπεύει να χτίσει τείχος!»

Έτσι, ο Ούλμπριχτ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «τείχος» με αυτή την έννοια, δύο μήνες πριν χτιστεί πραγματικά.

Πληροφορίες για τον σχεδιασμό «δραστικών μέτρων» με σκοπό τη στεγανοποίηση του Δυτικού Βερολίνου έφθαναν στις μυστικές υπηρεσίες των Δυτικών Συμμάχων, ωστόσο η συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η έκταση των μέτρων τους εξέπληξαν. Καθώς ο αποκλεισμός δεν περιόριζε τα δικαιώματα πρόσβασής τους στο Δυτικό Βερολίνο, δεν μπορούσαν να επέμβουν. Σχετικές πληροφορίες έφθασαν και στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) της Δυτικής Γερμανίας ήδη από τα μέσα Ιουλίου. Μετά την επίσκεψη του Β. Ούλμπριχτ στον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσώφ στα πλαίσια της συνάντησης κορυφής των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Μόσχα στις 3-5 Αυγούστου 1961, η δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών καταγράφει στην εβδομαδιαία αναφορά της στις 9 Αυγούστου:

«Οι πληροφορίες που διαθέτουμε δείχνουν πως το καθεστώς του Πάνκοβ (Pankow) (ενν. η ανατολικογερμανική κυβέρνηση) επιδιώκει να εξασφαλίσει την έγκριση της Μόσχας για να θέσει σε εφαρμογή δραστικά μέτρα αποκλεισμού, που θα περιλάμβαναν κυρίως τη στεγανοποίηση των συνόρων ανάμεσα στους τομείς του Βερολίνου και τη διακοπή της κυκλοφορίας του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό στην πόλη. Περιμένουμε να δούμε πόσο κατάφερε να πείσει ο Ούλμπριχτ τη Μόσχα με αυτές του τις κρούσεις».

Πραγματικά, ο Ούλμπριχτ παρουσίασε την κατάσταση της χώρας του με τα πιο μελανά χρώματα και υπαινίχθηκε ότι αν δεν λαμβάνονταν μέτρα ενάντια στη φυγή του πληθυσμού, η ΛΔΓ θα ήταν πολύ σύντομα ανίκανη να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Τελικά συμφωνήθηκε να χωριστούν με συρματόπλεγμα οι δύο τομείς του Βερολίνου και, αν δεν υπάρξουν αντιδράσεις από τη Δύση, να χτιστεί τελικά ένα τείχος. Στην ανακοίνωση που συντάχθηκε μετά συνάντηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και δημοσιεύτηκε τη μέρα της ανέγερσης του Τείχους, οι χώρες που έλαβαν μέρος εξέφραζαν την κοινή πρόθεσή τους «να κλείσουν τα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου για τις ανατρεπτικές ενέργειες εναντίον των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική φύλαξη και τον έλεγχο γύρω από την περιοχή του Δυτικού Βερολίνου». Στις 11 Αυγούστου κυρώθηκαν τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης της Μόσχας από τη βουλή της ΛΔΓ και δόθηκε η εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Το Υπουργικό Συμβούλιο της ΛΔΓ ενέκρινε στις 12 Αυγούστου την κινητοποίηση ένοπλων δυνάμεων για την κατάληψη των συνόρων προς το Δυτικό Βερολίνο και το στήσιμο οδοφραγμάτων.

Το Σάββατο 12 Αυγούστου έφτασε στη δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών η ακόλουθη αναφορά από το Ανατολικό Βερολίνο: «Στις 11 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι κομματικοί επίτροποι των εκδοτικών επιχειρήσεων του κόμματος και άλλοι κομματικοί παράγοντες στην Κεντρική Επιτροπή του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σ’ αυτή διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων... Η συνεχιζόμενη αύξηση του κύματος προσφύγων επιβάλλει την εφαρμογή μέτρων αποκλεισμού του ανατολικού τομέα του Βερολίνου και της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής τις επόμενες ημέρες και όχι, όπως πρόβλεπε αρχικά το σχέδιο, σε 14 μέρες. Ακριβής ημερομηνία δεν αναφέρθηκε.»

 
Η είσοδος του προαστιακού σιδηροδρόμου προς τον ανατολικό τομέα στις οδούς Λίζενστράσε/Γκάρτενστράσε το 1980

Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα». Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν εκείνη την εποχή Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν την αντιδυτική ρητορεία της συνάντησης των προηγούμενων ημερών. Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια.

Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας Κόνραντ Σούμαν που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρνάουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.

 
Οι Κένεντυ και Αντενάουερ στο Τείχος του Βερολίνου

Αντιδράσεις στη Δυτική Γερμανία Επεξεργασία

Την ίδια κιόλας ημέρα ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ κάλεσε από το ραδιόφωνο τον πληθυσμό να παραμείνει ήρεμος και ψύχραιμος, επικαλούμενος μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης από κοινού με τους Συμμάχους, χωρίς όμως να γίνει πιο συγκεκριμένος. Δύο εβδομάδες πέρασαν πριν επισκεφθεί το Δυτικό Βερολίνο. Μόνο ο δήμαρχος και κυβερνήτης του Δυτικού Βερολίνου Βίλλυ Μπραντ διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της περιχαράκωσης και της οριστικής διαίρεσης της πόλης, στους τρεις Δυτικούς διοικητές, στους οποίους και κατήγγειλε ότι η Ανατολική Γερμανία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά το Ανατολικό Βερολίνο και είχε καταργήσει το καθεστώς της τετραμερούς κατοχής της πόλης και συνεπώς η ενέργεια αυτή αιτιολογούσε αντίποινα, δεν είχε όμως καμιά ουσιαστική δύναμη στα χέρια του. Μάταια οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος περίμεναν κάποια ένδειξη ότι οι ΗΠΑ θα τους βοηθούσαν όπως το 1948. Την ίδια κιόλας χρονιά τα δυτικογερμανικά κρατίδια ίδρυσαν την Κεντρική Δικαστική Υπηρεσία Τεκμηρίωσης (Zentrale Erfassungsstelle der Landesjustizverwaltungen) στο Σαλτσγκίτερ (Salzgitter), για την καταγραφή των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της ΛΔΓ, εκφράζοντας έτσι τουλάχιστο συμβολικά τον αποτροπιασμό τους για το ανατολικογερμανικό καθεστώς. Στις 16 Αυγούστου 1961 πραγματοποιήθηκε εκδήλωση διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή του Βίλλυ Μπραντ και 300.000 Δυτικοβερολινέζων μπροστά από το δημαρχείο του Σένεμπεργκ (Schöneberg).

Αντιδράσεις των Συμμάχων Επεξεργασία

Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές και οι ηγέτες τους βρίσκονταν σε διακοπές, τις οποίες δεν θεώρησαν αναγκαίο να διακόψουν. 20 ώρες πέρασαν μέχρι την εμφάνιση στρατιωτικών περιπόλων στα σύνορα και 40 μέχρι την επίδοση διαμαρτυρίας στο σοβιετικό στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου. 72 ώρες χρειάστηκαν για να επιδοθούν επίσημες νότες διαμαρτυρίας σύμφωνα με τους διπλωματικούς τύπους στη Μόσχα. Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσώφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατιωτικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου. Ήδη στις 5 Αυγούστου είχε προκαλέσει σάλο ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Φουλμπράιτ (William Fullbright), όταν αναρωτήθηκε γιατί οι Ανατολικογερμανοί δεν κλείνουν τα σύνορά τους, όπως έχουν δικαίωμα. Μπροστά στα απειλητικά αιτήματα του Χρουστσόφ για αποστρατιωτικοποίηση του Βερολίνου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι παραιτήθηκε από τα δικαιώματα που είχαν όλες οι νικήτριες δυνάμεις σε ολόκληρο το Βερολίνο, έθεσε τα όρια της ανοχής του στην εξασφάλιση τής προσβασιμότητας και βιωσιμότητας τού Δυτικού Βερολίνου και σχεδόν «υπέδειξε» τη λύση τής διχοτόμησης τής πόλης.

Οι Δυτικοί, λοιπόν, είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου, «τσιμεντωνόταν» με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Κέννεντυ δήλωσε: «Δεν είναι και πολύ ωραία λύση, είναι όμως χίλιες φορές καλύτερη από τον πόλεμο». Ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν (Harold MacMillan) δήλωσε, «Οι Ανατολικογερμανοί, σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο».

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1962, ο υπουργός Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. Ρόμπερτ Κένεντι, έχοντας μαζί του τον δήμαρχο της πόλης και μετέπειτα Δυτικογερμανό καγκελάριο Βίλλυ Μπραντ, επισκέφτηκε το Τείχος του Βερολίνου, το οποίο και παρατήρησε ανεβασμένος σε μία εξέδρα στην πλατεία Πότσνταμ του Δυτικού Βερολίνου.

Ο Κένεντυ τουλάχιστον παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου. Για να επιβεβαιώσει ότι οι προσβάσεις προς την πόλη έμειναν ανοιχτές, έστειλε 1.500 στρατιώτες μέσω της οδού τράνζιτ που τη συνέδεε με τη Δυτική Γερμανία περνώντας από ανατολικογερμανικό έδαφος, καθώς επίσης και τον αντιπρόεδρο Λύντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson), που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Δυτικοβερολινέζους. Η αξίωση του ηγέτη της ΛΔΓ Βάλτερ Ούλμπριχτ, να ελέγχει η αστυνομία του, τους αξιωματικούς και το πολιτικό προσωπικό των συμμάχων, απορρίφθηκε κατηγορηματικότατα από τους Αμερικανούς. Στο τέλος αναγκάστηκε και ο ίδιος ο διοικητής των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Γερμανία να επέμβει κατευναστικά στους κομματικούς παράγοντες της ΛΔΓ γι’ αυτό το θέμα.

Οι Δυτικοί αξιοποίησαν το γεγονός προπαγανδιστικά για να καταδικάσουν το Τείχος του αίσχους και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντυ θα εκφωνήσει μπροστά του την περίφημη ομιλία του, στην οποία σε άπταιστα γερμανικά, δήλωνε πως και ο ίδιος ήταν ένας Βερολινέζος («ich bin ein Berliner»)[8].

Η διαιρεμένη χώρα Επεξεργασία

 
Η Πύλη του Βραδεμβούργου το 1987, άποψη από τα δυτικά

Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δεν μπορούσαν πλέον να εισέρχονται ελεύθερα στην Ανατολική Γερμανία ήδη από την 1η Ιουνίου 1952. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε τελικά, το 1963, μια ρύθμιση, που επέτρεπε σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Δυτικοβερολινέζους να επισκέπτονται συγγενείς τους στις ανατολικές συνοικίες της πόλης τα Χριστούγεννα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, με την πολιτική προσέγγισης της ΟΔΓ και της ΛΔΓ που ακολούθησαν ο Βίλυ Μπραντ και ο Έριχ Χόνεκερ, έγιναν λιγότερο αδιαπέραστα τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ανατολική Γερμανία παρείχε ταξιδιωτικές διευκολύνσεις κυρίως σε «μη παραγωγικές» ομάδες του πληθυσμού, όπως οι συνταξιούχοι, και επέτρεπε σε Δυτικογερμανούς κατοίκους παραμεθόριων περιοχών να πραγματοποιούν απλές επισκέψεις. Η ΛΔΓ εξαρτούσε την ευρύτερη ελευθερία διακίνησης από την αναγνώριση της υπόστασής της ως κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους και απαιτούσε την έκδοση των πολιτών της που ταξίδευαν προς τη Δυτική Γερμανία και δεν επέστρεφαν. Η ΟΔΓ όμως δεν ήθελε να ικανοποιήσει αυτούς τους όρους σύμφωνα και με σχετικές προβλέψεις του συντάγματός της. Η ανατολικογερμανική προπαγάνδα αποκαλούσε το τείχος και τις εγκαταστάσεις του «αντιφασιστικό προστατευτικό φράγμα», το οποίο είχε σκοπό να προφυλάξει τη ΛΔΓ από την «εγκατάλειψη, τη διάβρωση, την κατασκοπεία, τη δολιοφθορά, το λαθρεμπόριο, το ξεπούλημα και την επιθετικότητα» της Δύσης. Στην πραγματικότητα τα αμυντικά έργα στρέφονταν κυρίως κατά των ίδιων της των πολιτών.

Θύματα Επεξεργασία

Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν τον θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις 24 Αυγούστου 1961, έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος Γκύντερ Λίτφιν (Günter Litfin), που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. Στις 17 Αυγούστου του 1962, ένα 18χρονο αγόρι, ο Πέτερ Φέχτερ γαζώθηκε από τα αυτόματα των Ανατολικογερμανών μεθοριακών φρουρών, καθώς προσπαθούσε να πηδήσει πάνω από το Τείχος, μαζί με ένα φίλο του. Το σώμα του έπεσε μπροστά στο Τείχος και έμεινε εκεί, αιμόφυρτο, σπαράσσοντας, βγάζοντας απελπισμένες κραυγές για βοήθεια, επί μία περίπου ώρα, χωρίς οι Ανατολικογερμανοί στρατιώτες να τον βοηθούν. Όταν πια τον πήραν, ήταν νεκρός. Τις επόμενες μέρες αγανακτισμένοι Δυτικοβερολινέζοι διαδηλωτές λιθοβόλησαν σοβιετικά στρατιωτικά λεωφορεία που διέρχονταν από τον δυτικό τομέα της πόλης[9]. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο Κρις Γκέφροϋ (Chris Gueffroy), σημειώθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1989.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας». Το αδίκημα τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι και οκτώ χρόνων σύμφωνα με την παράγραφο 213 του Ποινικού Κώδικα της Ανατολικής Γερμανίας. Όποιος κατά την απόπειρα έφερε όπλο ή προκαλούσε καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν ενώ υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις ή γενικά σε θέσεις που διαχειρίζονταν κρατικά μυστικά, γλίτωναν σπάνια με κάθειρξη μικρότερη των πέντε χρόνων. Όποιος μάλιστα υποβοηθούσε άλλους στην «εγκατάλειψη της χώρας», μπορούσε να τιμωρηθεί με ισόβια.

Σε επεισόδια στο τείχος έχασαν τη ζωή τους και συνοριοφύλακες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του στρατιώτη Ράινχολντ Χουν (Reinhold Huhn), που πυροβολήθηκε από ένα βοηθό σε κάποια απόπειρα διαφυγής. Αυτά τα συμβάντα τα εκμεταλλεύονταν οι υπεύθυνοι της κρατικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων την ανέγερση του τείχους.

Η πορεία προς την πτώση Επεξεργασία

 
Συνοριοφύλακας επιτηρεί τα υπολείμματα του Τείχους στην Πύλη του Βραδεμβούργου, Νοέμβριος 1989

Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα τον δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.

Λόγω της αντίδρασης του γηραιού και υπερσυντηρητικού ηγέτη της ΛΔΓ Έριχ Χόνεκερ, η Ανατολική Γερμανία δεν συμμετείχε σ’ αυτές τις εξελίξεις. Οι διαδηλώσεις με αιτήματα τον εκδημοκρατισμό και την ελευθερία διακίνησης προς το εξωτερικό εντείνονταν. Με το άνοιγμα των συνόρων άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, το νέο κύμα εγκατάλειψης της χώρας προς τη Δυτική Γερμανία διοχετεύτηκε μέσα από τρίτες χώρες προκαλώντας διπλωματικούς τριγμούς μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών αυτών και της Ανατολικής Γερμανίας. Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί πολίτες κατέφυγαν στις δυτικογερμανικές πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας και πέτυχαν τελικά να τους επιτραπεί η είσοδος στη Δυτική Γερμανία. Άλλοι διέφευγαν μέσω Ουγγαρίας προς την Αυστρία, μετά το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων στις 2 Μαΐου 1989, και από ’κει στη Δυτική Γερμανία. Ως «αντάλλαγμα» για το άνοιγμα των συνόρων της με την Αυστρία, η Ουγγαρία έλαβε δάνειο ύψους 500 εκατομμυρίων μάρκων από τη δυτικογερμανική κυβέρνηση Κολ.

Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας προσπάθησε να δώσει λύση στην εκρηκτική εσωτερική και εξωτερική κατάσταση με την αντικατάσταση του Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς στις 17 Οκτωβρίου 1989 και την εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης. Η βίαιη απαγόρευση της διακίνησης προς το εξωτερικό ήταν όμως το μόνο μέσο που διέθετε το ολοκληρωτικό καθεστώς,για να κρατήσει τους πολίτες του στη χώρα. Ειδικά οι Ανατολικογερμανοί είχαν ένα κράτος δυτικού τύπου δίπλα στη χώρα τους, το οποίο λόγω της εθνικής συγγένειας και της ισχυρής οικονομίας του ήταν πολύ πιο ισχυρός πόλος έλξης απ’ ότι γενικά η Δύση για τους πολίτες άλλων κομμουνιστικών χωρών. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν επιδίωκε το μόνιμο εκπατρισμό και την εγκατάλειψη της χώρας του. Διεκδικούσε τον εκδημοκρατισμό της και την ελευθερία να πραγματοποιεί ιδιωτικές επισκέψεις ή σύντομα ταξίδια στη Δυτική Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δύσης. Αλλά και η οικονομία της ΛΔΓ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει παρά μόνο με κλειστά σύνορα, καθώς δεν θα άντεχε τον ανταγωνισμό με τη Δύση. Το άνοιγμα των συνόρων της ΛΔΓ θα σήμαινε το τέλος του κομμουνισμού σε γερμανικό έδαφος, όπως άλλωστε έδειξαν και οι κατοπινές εξελίξεις.

Τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου Επεξεργασία

Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η νέα ηγεσία φάνηκε ανίκανη να χειριστεί την κατάσταση. Σύντομα επικράτησε σύγχυση, καθώς οι διαδηλώσεις γίνονταν ολοένα και πιο μαζικές και δυναμικές, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα τη ΛΔΓ να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή. Στις 6 Νοεμβρίου 1989 η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Την ίδια μέρα κατέβηκαν μόνο στη Λειψία 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1989 συνεδρίασε με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η πρόταση που υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Διαφορετικά θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία. Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε για να δοθεί η απόφαση στον τύπο.

Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ (Siegfried Wittenbeck) απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση για λογαριασμό του απόντος Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε (Hans-Herman Hertle), καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε. Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκύντερ Σαμπόφσκι (Günter Schabowski), που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.

Η συνέντευξη πραγματοποιείται στο Διεθνές Κέντρο Τύπου του Ανατολικού Βερολίνου και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς. Προς το τέλος της συνέντευξης, στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει εν παρόδω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις. Εμφανώς αμήχανος και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:

«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της ΛΔΓ έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την ΟΔΓ.»

Η ρύθμιση, όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν συγκεχυμένη και τυπικά παράνομη. Συγχέονται τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό και αγνοούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν τόσα χρόνια από το δίκαιο της ΛΔΓ και ήταν ακόμα σε ισχύ. Επίσης αφήνει την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις. Θα δινόταν λοιπόν η άδεια για μια επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο στα σύνορα; Σήμαινε αυτό πως οι πύλες του τείχους θα ήταν στο εξής ανοιχτές; Και κυρίως, ήταν ανοιχτές από εκείνη τη στιγμή; Σύμφωνα με τις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου ρύθμισης και του κόμματος η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να ήταν αρνητική.

Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή... απ’ όσο ξέρω... αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».

Μια συγκεχυμένη αναφορά του αμήχανου Σαμπόφσκι γίνεται το τηλεοπτικό γεγονός του αιώνα. Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε. Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.

Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές μπυραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπύρα, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν. Μέσα στην ευφορία της βραδιάς σκαρφάλωναν στο τείχος και Δυτικοβερολινέζοι, ενώ άλλοι περνούσαν από την απροσπέλαστη ως τότε Πύλη του Βραδεμβούργου. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές τραγούδησαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.

Η επανόρθωση του λάθους από την πλευρά του κράτους ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση βίας. Αν και έγιναν τέτοιες σκέψεις στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του κόμματος, τελικά επικράτησε η σύνεση και η αποδοχή των τετελεσμένων. Είναι εξάλλου αμφίβολο αν οι δυνάμεις ασφαλείας θα εκτελούσαν τέτοιες εντολές. Από τη Μόσχα πάντως, αντίθετα με ότι συνέβη στην ίδια την Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, δεν επρόκειτο να δοθεί κάλυψη σε βίαιες ενέργειες. Ήδη από τον Αύγουστο του 1989 οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της ΛΔΓ είχαν λάβει την εντολή να μην αναμειχθούν και να παραμείνουν στα στρατόπεδά τους.

 
Τμήμα της Γκαλερί της Ανατολικής Πλευράς (East Side Gallery)

Κληρονομιά Επεξεργασία

Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Όμπερμπαουμπρύκε (Oberbaumbrücke), γνωστό σήμερα ως Γκαλερί της Ανατολικής Πλευράς (East Side Gallery), και ένα τρίτο τμήμα στην Μπερνάουερ Στράσε (Bernauer Straße) το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Ακόμη, κάποια άλλα μικρότερα τμήματα και λίγα φυλάκια βρίσκονται διασκορπισμένα στην πόλη του Βερολίνου. Όλα τα κομμάτια του τείχους έχουν υποστεί αλλοιώσεις κυρίως από τουρίστες οι οποίοι αφαιρούσαν υλικό από το τείχος για να το κρατήσουν ως σουβενίρ ή να το πουλήσουν. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν καταστήματα σουβενίρ στο Βερολίνο τα οποία πουλάνε μικρά κομμάτια από το τείχος με ή χωρίς πιστοποιητικό αυθεντικότητας.

 
Ίχνη του Τείχους του Βερολίνου

Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από γκράφιτι τα οποία δεν υπήρχαν όταν το Τείχος φρουρούταν από οπλισμένους στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί. Το 2008, και ενόψει της επετείου των 20 ετών από την πτώση του Τείχους ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών αυτών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα.[10].

Σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”.

Μουσείο Επεξεργασία

Δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση του τείχους, το 2004, ένα ιδιωτικό μουσείο ανακατασκεύασε ένα τμήμα του Τείχους, μήκους 200 μέτρων κοντά στο σημείο ελέγχου Τσάρλι, όχι όμως πάνω στα ίχνη του αρχικού Τείχους. Για να τιμήσουν όσους πέθαναν προσπαθώντας να περάσουν στο Δυτικό Βερολίνο ύψωσαν 1000 λευκούς σταυρούς. Το μνημείο διατηρήθηκε μέχρι τον Ιούλιο του 2005[11].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Gérard-François Dumont (Université de Paris-Sorbonne). «Le Mur de Berlin dans l'Histoire». Herodote.net. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2007. 
  2. 2,0 2,1 Ο André Fontaine στο Histoire de la guerre froide, tome 2, σ. 348 κάνει λόγο για «περίπου 3 εκατομμύρια», ενώ η ιστοσελίδα Berlin.de Αρχειοθετήθηκε 2007-09-29 στο Wayback Machine. κάνει λόγο ότι μεταξύ του 1945 και του 1961, σχεδόν 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν της σοβιετικής ζώνης κατοχής και του Ανατολικού Βερολίνου. Τέλος, σύμφωνα με τον Jean-François Soulet: «Επίσης, από το 1950 έως το 1961, 2.609.321 άτομα είχαν εγκαταλείψει τη ΛΔΓ για να βρουν καταφύγιο στην ΟΔΓ» στο [1]
  3. «Le tracé du mur dans Berlin - Berlin.de». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2014. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Rita Thalmann, article Histoire de l'Allemagne, la République démocratique allemande, Encyclopædia Universalis, DVD, 2007
  5. André Fontaine, article « Guerre froide », Encyclopædia Universalis, DVD, 2007.
  6. Anne-Marie Le Gloannec, Un mur à Berlin, page 47 et suivantes.
  7. Jean-François Soulet, La "question allemande" et la désintégration de l'empire soviétique est-européen, les Cahiers d'histoire immédiate, no 15, σ. 259-274
  8. όπ.π., σελ.207
  9. Αίμα στο Τείχος του Βερολίνου, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 84-87, Καθημερινή (1997)
  10. http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=948566&lngDtrID=253 Αρχειοθετήθηκε 2008-10-19 στο Wayback Machine. Αποκαθίστανται οι τοιχογραφίες στο Τείχος του Βερολίνου 16/10/08
  11. Furlong, Ray (5 Ιουλίου 2005). «Berlin Wall memorial is torn down». BBC News. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2006. 

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Peter Feist: Die Berliner Mauer. 4. Auflage. Kai Homilius Verlag, Berlin 2004 (Der historische Ort Nr. 38), ISBN 3-931121-37-2 (Leseprobe)
  • Thomas Flemming, Hagen Koch: Die Berliner Mauer. Geschichte eines politischen Bauwerks. Bebra Verlag 2001, ISBN 3-930863-88-X
  • Hertle, Jarausch, Kleßmann (Hrsg.): Mauerbau und Mauerfall. Berlin 2002, ISBN 3-86153-264-6
  • Axel Klausmeier, Leo Schmidt: Mauerreste - Mauerspuren. Westkreuz-Verlag Berlin/Bonn 2004, ISBN 3-929592-50-9
  • Joachim Mitdank: Berlin zwischen Ost und West. Erinnerungen eines Diplomaten. Kai Homilius Verlag, Berlin 2004 (Edition Zeitgeschichte - Band 14), ISBN 3-89706-880-X (Leseprobe)
  • Thomas Scholze, Falk Blask: Halt! Grenzgebiet! Leben im Schatten der Mauer. Berlin 1992, ISBN 3-86163-030-3

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία