Να μην συγχέεται με το είδος Διάβολος της θάλασσας, το οποίο επίσης αποκαλείται διαβολόψαρο.

Το σαλάχι μάντα (Manta birostris), επίσης (γιγάντιο) διαβολόψαρο, κερατάς και τέρατος, είναι ένα είδος σαλαχιού της οικογένειας Μοβουλίδες και το μεγαλύτερο σαλάχι που υπάρχει σήμερα. Το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί έχει πλάτος 7,6, ίσως και 9, μέτρα και βάρος 1,35 τόνους. To σαλάχι μάντα είναι ένα από τα δύο είδη του γένους μάντα. Απαντώνται σε τροπικά και υποτροπικά νερά σε όλη την υδρόγειο, ενώ έχουν βρεθεί ακόμη και σε εύκρατα νερά. Είναι υφαλόφιλο και ωκεανόδρομο είδος, που ζει σε βάθος μέχρι 120 μέτρα. Χαρακτηρίζεται από τα μεγάλα τριγωνικά θωρακικά πτερύγια και από δύο πτερύγια που έχει στο πρόσθιο μέρος του κεφαλιού. Είναι ζωοτόκο είδος, με το θηλυκό να γεννά ένα ή δύο μικρά μετά από περιόδο κύησης 13 μηνών.

Σαλάχι μάντα
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
23–0Ma[1]
Μειόκαινο μέχρι σήμερα

Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Υπερομοταξία: Χονδριχθύες (Chondrichthyes)
Υφομοταξία: Ελασμοβράγχιοι (Elasmobranchii)
Υπερτάξη: Βατοειδή (Batoidea)
Τάξη: Μυλιοβατόμορφα (Myliobatiformes)
Οικογένεια: Μοβουλίδες (Mobulidae)
Γένος: Μάντα (Manta)
Είδος: M. birostris
Διώνυμο
Manta birostris
Walbaum, 1792

Κατανομή

Τρέφεται κυρίως με πλαγκτόν, το οποίο φιλτράρει μέσα από τα βράγχιά του. Θεωρείται κοινωνικό ζώο και έχει βρεθεί ότι μπορεί να μεταναστεύσει σε μεγάλες αποστάσεις.Το σαλάχι μάντα δεν θεωρείται επικίνδυνο για τον άνθρωπο, αν και έχουν καταγραφεί επιθετικές συμπεριφορές μετά από τραυματισμό του ζώου. Αλιευέται για τα μεγάλα πτερύγιά του, για λάδι από το συκώτι του, ενώ το δέρμα του χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Το σαλάχι μάντα έχει ταξινομηθεί ως εκτεθειμένο σε κίνδυνο εξαφάνισης. Η αλιεία θεωρείται ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει το είδος. Από το 2012 η αλιεία του στην Ευρώπη απαγορεύτηκε.[3]

Ταξινόμηση Επεξεργασία

Αν και το μεγαλύτερο βατοειδές στο κόσμο το σαλάχι μάντα έχει μελετηθεί λίγο, με αποτέλεσμα να διαθέτει ένα από τους πιο εκτενείς καταλόγους συνωνύμων είδους και γένους. Το Manta birostris περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1792 από το Γιόχαν Τζούλιους Βαλμπάουμ. Κάποιοι συγγραφείς όμως δεν αποδέχονται τον Βαλμπάουμ ως αυτόν που χρησιμοποιήσε πρώτος το όνομα M. birostris, αλλά τον Ντόνντορφ Donndorff (1798), επειδή θεωρούν ότι ο Βαλμπάουμ δεν είχε χρησιμοποιήσει το όνομα ως διώνυμο.[4] Παλιότερα θεωρούταν ότι υπήρχαν τρία είδη στο γένος Μάντα, τα Manta birostris, Manta hamiltoni και Manta alfredi, τα οποία στη συνέχεια δείχθηκε με μελέτες του γενετικού υλικού ότι αποτελούν το ίδιο είδος, το Manta birostris για πολλά χρόνια θεωρούταν το μοναδικό στο γένος Μάντα.[5] Όμως από μορφολογικές έρευνες που έλαβαν χώρα στη Μοζαμβίκη έδειξαν ότι στην πραγματικότητα σε αυτή τη περιοχή ζούσαν δύο και όχι ένα σαλαχιού μάντα. Αυτή η παρατήρηση έλαβε επιπλέον στήριξη από παρατηρήσεις στον Ινδικό και τον Ειρηνικό.[6] Οι μορφολογικές αυτές διαφορές περιλαμβάνουν το χρωματισμό, την οδοντοστοιχία, τα δερματικά δόντια και τη μορφολογία της σπονδυλικής στήλης, καθώς και το μέγεθός τους κατά την ενηλικίωση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανασυρθεί το 2009 η επιστημονική ονομασία Manta alfredi (Krefft 1868) για περιγράψει το δεύτερο είδος. Τα δύο είδη έχουν ευρεία κατανομή, όμως φαίνεται ότι το Μ. alfredi περιορίζεται στις τροπικές θάλασσες. Ερευνάται επίσης η ύπαρξη ενός τρίτου είδους, που αναφέρεται ως Manta sp. cf. birostris και ζει στον Ατλαντικό.[7]

Κατανομή και ενδιαίτημα Επεξεργασία

Απαντώνται σε τροπικά και υποτροπικά νερά σε όλη την υδρόγειο, ενώ έχουν βρεθεί ακόμη και σε εύκρατα νερά, κατά προσέγγιση από το 35 νότιο μέχρι το 35 βόρειο παράλληλο. Σαλάχια μάντα έχουν παρατηρηθεί μέχρι τη νότια Καλιφόρνια και το Ρόουντ Άιλαντ στις ΗΠΑ, μέχρι το βόρειο άκρο της νήσου Χονσού στην Ιαπωνία (νομαρχιακό διαμέρισμα Αομόρι), στην Ερυθρά θάλασσα μέχρι τη χερσόνησο του Σινά, την Αραβική θάλασσα, τον κόλπο της Βεγγάλης και τις Αζόρες στο βόρειο άκρο της κατανομής τους και το Περού, την Ουρουγουάη, τη Νότια Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία στο νότιο άκρο της κατανομής τους.[8][9] Τα σαλάχια μάντα συνήθως παραμένουν κοντά στις ακτές, σε υπεράκτια νησιά και στους υφάλους και θεωρείται μεταναστευτικό και ωκεανόδρομο είδος. Αν και μοιράζονται το ίδιο ενδιαίτημα με το είδος Μ. alfredi, τα δύο είδη σπάνια βρίσκονται και τα δύο στην ίδια περιοχή εξαιτίας εποχιακών κινήσεων ή γεωγραφικής απομόνωσης.[10]

Περιγραφή Επεξεργασία

Το σαλάχι μάντα έχει πεπλατυσμένο σώμα και τα μεγάλα τριγωνικά θωρακικά του πτερύγια χρησιμοποιούνται για να μετακινείται. Διαθέτει επίσης ένα μικρό ραχιαίο πτερύγιο στην αρχή της ουράς. Έχει κοίλο, με ένα βαθούλωμα προς τα πάνω, και πολύ ευρύ κεφάλι με δύο μεγάλα κεφαλικά πτερύγια-λοβούς, τα οποία δείχνουν προς τα εμπρός και μοιάζουν με κέρατα. Το μήκος τους είναι διπλάσιο από το μήκος της βάσης και αντιστοιχό στο 14% του πλάτους του ζώου. Τα πτερύγια είναι ελικοειδή όταν το σαλάχι κολυμπάει και γίνονται επίπεδα όταν τρέφεται. Αυτά τα πτερύγια φαίνεται ότι χρησιμεύουν για να κατευθύνουν το πλαγκτόν προς το στόμα τους. Το στόμα είναι ορθογώνιο και βρίσκεται στην άκρη του κεφαλιού και όχι από κάτω. Τα μάτια και οι φυσητήρες βρίσκονται στα πλάγια. Τα βράγχια βρίσκονται στη κοιλιά του σαλαχιού. Η κλοάκη βρίσκεται στο μέσο του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της ουράς. Η ουρά είναι μικρή, ελαφρώς επίπεδη[8] και δεν φέρει άκανθα.[11]

Το σαλάχι έχει 4.000 περίπου μικρά αλλά μη λειτουργικά δόντια, καθώς δεν τα χρησιμοποιεί για τη διατροφή.[10] Τα δόντια έχουν μέγεθος 1 με 2 χιλιοστά και σχήμα πασσάλου. Η στεφάνη είναι επίπεδη και διαθέτει τρεις μικρές κορυφές. Λόγω του σχήματος και του μεγέθους τους, τα δόντια μοιάζουν πολύ τα δερματικά δόντια που καλύπτουν το δέρμα του σαλαχιού.[11] Βρίσκονται μόνο στη κάτω σιαγόνα, όπου είναι κατανεμημένα σε 18 σειρές. Ο αριθμός των σειρών είναι μεγαλύτερος στο κέντρο των σιαγόνων από ότι στη άκρη όπου οι σειρές είναι 12 με 14.[8]

Η ράχη τους είναι από μαύρη μέχρι γκριζογάλανη ή καστανοπράσινη, ίσως με κάποια λευκά σημάδια στη περιοχή των ώμων. Από κάτω είναι λευκά και φέρουν σημάδια τα οποία διαφέρουν ανάμεσα σε διαφορετικά άτομα. Υπάρχουν επίσης και χρωματικοί πολυμορφισμοί. Ο ένας είναι η μελανιστική μορφή, όπου όλο το σαλάχι είναι μαύρο εκτός από μία άσπρη περιοχή στη κοιλιά. Το σαλαχι μάντα είναι το μόνο σαλάχι η καρχαρίας με μελανιστικό πολυμορφισμό. Τέτοια ζώα είναι πιο συχνά στους πληθυσμούς του Ινδικού του Ειρηνικού και στις ακτές της Αμερικής. Υπάρχουν επίσης τα πιο σπάνια ολόλευκα ζώα.[10]

Τα σαλάχια μάντα είναι τα μεγαλύτερα της υπέρταξης των βατοείδων, δηλαδή των σαλαχιών. Δεν είναι εύκολο να επιβεβαιωθούν οι αναφορές για το μέγιστο μέγεθος για ένα σαλάχι μάντα. Το μεγαλύτερο επιστημονικά τεκμηριωμένο σαλάχι είχε πλάτος 6,7 μέτρα, αλλά υπάρχουν αναφορές για σαλάχια με πλάτος 9 μέτρων και βάρος 1.350 κιλά (3.000 πάουντς). Τα περισσότερα όμως σαλάχια μάντα έχουν πλάτος περίπου 4 με 4,5 μέτρα.[11] Τα δύο φύλα έχουν διαφορετικό μέγεθος, με τα αρσενικά κατά την ενηλικίωση να έχουν πλάτος περίπου 4 μέτρα και τα θηλυκά να είναι μεγαλύτερα, με μέσο πλάτος 5 μέτρα.[8]

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

Δεν είναι πολλά γνωστά για την αναπαραγωγή του. Το σαλάχι μάντα είναι ωοζωτόκο είδος, δηλαδή το αυγό εκκολάπτεται μέσα στο σώμα του θηλυκού όπου και στη συνέχεια αναπτύσσεται, χωρίς την παρουσία πλακούντα ή ομφάλιου λώρου. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής ένα η περισσότερα αρσενικά κυνηγούν το θηλυκό για περίπου 20 με 30 λεπτά, μετά από τα οποία ένα αρσενικό καταφέρνει να δαγκώσει το πτερύγιο του θηλυκού, δυσκολεύοντας έτσι τις κινήσεις του θηλυκού. Τα μικρά δόντια στην κάτω σιαγόνα βοηθούν το αρσενικό να κρατηθεί πάνω στο θηλυκό, αλλά επειδή δεν είναι μυτερά δεν κόβουν το πτερύγιο, αλλά αφήνουν ένα σημάδι που αρχικά (δηλαδή τις πρώτες μέρες μετά την αναπαραγωγή) φαίνεται κόκκινο και μετά γίνεται λευκό και τέλος γκρι.[10] Το αρσενικό στη συνέχει μετακινείται κάτω (κοιλιακά) του θηλυκού και διεισδύει ένα από τα πτερυγόποδά του στη κλοάκη του θηλυκού. Τα πτερυγόποδα είναι ζευγάρι τροποποιημένων πτερυγίων που βρίσκονται πίσω από τη πύελο του αρσενικού. Τα δύο σαλάχια μπορούν να μείνουν κοιλιά με κοιλιά για αρκετά λεπτά, μέχρι το αρσενικό να απομακρύνει το ψευδοπόδιό του και να απελευθερώσει το θηλυκό.[12]

Μετά τη γονιμοποίηση το μεμβρανώδες αυγό εκκολάπτεται μέσα στο θηλυκό. Το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τρέφονται με ένα μείγμα πρωτεϊνών και λιπιδίων που εκκρίνεται από τις μητρικές λάχνες.[13] Το μικρό καταναλώνει αυτή τη τροφή ανοιγοκλείνοντας συνεχώς το στόμα του, όπως φάνηκε σε υπερηχογράφημα σε εγκυμονόν σαλάχι μάντα το 2009.[14] Δεν είναι γνωστό πόσο διαρκεί η περίοδος εγκυμόσυνης, αλλά εκτιμήσεις κάνουν λόγο 9 έως 12 μήνες, μπορεί και περισσότερο. Συνήθως τα θηλυκά γενούν ένα μικρό, ενώ έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις με γέννηση δύο μικρών.[11] Λίγα είναι γνωστά για τη γέννηση. Σημαντικές πληροφορίες προήλθαν από τη γέννηση ενός σαλαχιού μάντα στο ενυδρείο Οκινάουα Τσουραούμι στην Ιαπωνία το 2007, ύστερα απο κυοφορία ενός χρόνου και εννέα ημερών. Το θηλυκό πριν γεννήσει έτριψε για λίγο την κοιλιά του στον πυθμένα και στη συνέχεια ανέβηκε λίγο πάνω και ώθησε το μικρό έξω. Το μικρό έχει τυλιγμένα τα πτερύγια γύρω από το σώμα του.[15] Τα μικρότερα μικρά που έχουν καταγραφεί στη φύση είχαν πλάτος περίπου 1,2 μέτρα.[11] Η γέννηση λαμβάνει χώρα συνήθως σε ρηχά νερά, όπου τα μικρά θα παραμείνουν για μερικά χρόνια. Δεν είναι γνωστό πόσο ζουν τα σαλάχια μάντα, αλλά υπολογίζεται ότι η μέση διάρκεια ζωής τους είναι 20 χρόνια.[8]

Διατροφή Επεξεργασία

Το σαλάχι μάντα, όπως και άλλα μεγάλα θαλάσσια ζώα, τρέφονται με ζωοπλαγκτόν, δηλαδή μικρά θάλασσια ασπόνδυλα και αυγά ψαριών, καθώς και με μικρά ψάρια. Όταν η τροφή είναι κατανεμημένη ισόποσα, το σαλάχι απλώς ανοίγει το στόμα του και περνάει μέσα από τη τροφή. Τα κεφαλικά πτερύγια είναι απευθυσμένα και δρουν σαν χωνί, βοηθόντας το πλαγκτόν να κατευθύνεται προς το στόμα. Στη συνέχεια η τροφή διαχωρίζεται από το νερό με τη βοήθεια ενός σπογγώδους, διάτρητου ιστού που βρίσκεται ανάμεσα στα βράγχια. Στη συνέχεια η τροφή μετακινείται στο βάθος του σώματος, όπου το σαλάχι την καταπίνει. Αν από την άλλη η τροφή είναι συγκεντρωμένη σε ένα σημείο, τότε το σαλάχι θα κάνει επαναλαμβανόμενες «κολοτούμπες». Αυτή η κίνηση βοηθάει τα σαλάχια να τρέφονται πιο αποδοτικά και να μην απομακρύνονται από το σημείο που βρίσκεται η τροφή. Συνήθως τα σαλάχια μάντα τρέφονται μόνα τους, αλλά έχουν παρατηρηθεί ομάδες μέχρι και 50 ζώων να τρέφονται μαζί, χωρίς όμως να σχηματίζουν ένα κοπάδι.[10][12] Θεωρείται ότι το σαλάχι εντοπίζει τη λεία του με βάση οπτικά, σε μεγαλύτερο βαθμό, και οσφρητικά ερεθίσματα, ενώ μπορεί να κατασκευάζει ένα νοητικό χάρτη του χώρου όπου ζει για να μπορεί να προβλέψει πότε και που θα εμφανιστεί η τροφή.[16]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Sepkoski, Jack (2002). «A compendium of fossil marine animal genera (Chondrichthyes entry)». Bulletins of American Paleontology 364: 560. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-05-10. https://web.archive.org/web/20120510170834/http://strata.ummp.lsa.umich.edu/jack/showgenera.php?taxon=575&rank=class. Ανακτήθηκε στις 2008-01-09. 
  2. "Manta birostris". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2011.2. International Union for Conservation of Nature. Ανακτήθηκε την 17 Δεκεμβρίου 2012
  3. «Το γιγαντιαίο διαβολόψαρο (Manta birostris) στους καταλόγους των απαγορευμένων αλιευμάτων». alieia.info. 2012-08-20. http://www.alieia.info/%CF%84%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CF%88%CE%B1%CF%81%CE%BF-manta-birostris-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CF%8C/. Ανακτήθηκε στις 2012-12-17. [νεκρός σύνδεσμος]
  4. «Manta birostris (Walbaum 1792)». Fishwise. 2007. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2012. 
  5. «Giant Mantas, Manta birostris». marinebio.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  6. Andrea Denise Marshall (2008). Biology and Population Ecology of Manta Birostris in Southern Mozambique PhD Thesis, School of Biomedical Sciences, The University of Queensland. Ανακτήθηκε την 17 Δεκεμβρίου 2012.
  7. Marshall, Andrea D., Compagno, Leonard J. V. και Bennett, Michael B. (2009). «Redescription of the genus Manta with resurrection of Manta alfredi (Krefft, 1868) (Chondrichthyes; Myliobatoidei; Mobulidae)». Zootaxa (2301): 1-28. ISSN 1175-5326. http://espace.library.uq.edu.au/view/UQ:189825. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 «Manta». Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Φλόριντα. Πανεπιστήμιο της Φλόριντα. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  9. «Manta birostri (Walbaum, 1792) Giant manta». fishbase.org. 3 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 «Manta Ray Ecology and Biology». Manta Ray Research. Foundation for the Protection of Marine megafauna. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 «Manta Ray (Manta birostris) FAQ». elasmo-research.org. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  12. 12,0 12,1 R. Aidan Martin (15 Δεκεμβρίου 1998). «Biology of the Manta Ray (Manta birostris)». elasmo-research.org. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2012. 
  13. A. D. Marshall, M. B. Bennett (Ιούλιος 2010). «Reproductive ecology of the reef manta ray Manta alfredi in southern Mozambique». Journal of Fish Biology 77 (1): 169-190. doi:10.1111/j.1095-8649.2010.02669.x. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1095-8649.2010.02669.x/full. 
  14. Papas, Stephanie (5 Ιουλίου 2012). «Baby Manta Rays 'Breathe' In Utero». livescience.com. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2012. 
  15. Rick Weiss (2007-02-07). «Death of Manta Ray Sheds New Light on Species». Washington Post. http://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2007/07/01/AR2007070100765.html. Ανακτήθηκε στις 2012-12-18. 
  16. Csilla Ari, João P. Correia (Ιούλιος/Αύγουστος 2008). «Role of sensory cues on food searching behavior of a captive Manta birostris (Chondrichtyes, Mobulidae)». Zoo Biology 77 (4): 294-304. doi:10.1002/zoo.20189. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/zoo.20189/abstract.