Σικελία (Ρωμαϊκή επαρχία)

Η ρωμαϊκή επαρχία της Σικελίας ήταν η πρώτη επαρχία που απέκτησε η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, και περιλαμβάνει το νησί της Σικελίας. Το δυτικό τμήμα του νησιού τέθηκε υπό ρωμαϊκό έλεγχο το 241 π.Χ. στο τέλος του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου με την Καρχηδόνα.[1] Ένας πραίτορας διοριζόταν τακτικά στο νησί από το π. 227 π.Χ.[2] Το βασίλειο των Συρακουσών υπό τον Ιέρωνα Β' παρέμεινε ανεξάρτητος σύμμαχος της Ρώμης μέχρι την ήττα του το 212 π.Χ. κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο.[3] Στη συνέχεια η επαρχία περιλάμβανε ολόκληρο το νησί της Σικελίας, το νησί της Μάλτας και τα μικρότερα νησιωτικά συγκροτήματα (τα νησιά Αιγάδαι, τα νησιά Λιπάραι, Ουστίκα και Παντελλερία).

Η θέση της Σικελίας (με κόκκινο) στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, το νησί ήταν η κύρια πηγή σιτηρών για την πόλη της Ρώμης. Η εκμετάλλευση ήταν βαριά, προκαλώντας ένοπλες εξεγέρσεις γνωστές ως Πρώτος και Β΄ Σερβίλιος Πόλεμος τον 2ο αι. π.Χ. Τον 1ο αι. ο Ρωμαίος κυβερνήτης Βέρρες διώχθηκε για την διαφθορά του από τον Κικέρωνα. Στους εμφύλιους πολέμους που έφεραν το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η Σικελία ελεγχόταν από τον Σέξτο Πομπηίο σε αντίθεση με τη Β΄ Τριανδρία. Όταν το νησί τελικά ήρθε υπό τον έλεγχο του Αυγούστου το 36 π.Χ., αναδιοργανώθηκε ουσιαστικά, με μεγάλες Ρωμαϊκές αποικίες να ιδρύονται σε αρκετές μεγάλες πόλεις.

Για το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορικής περιόδου, η επαρχία ήταν μια ειρηνική, αγροτική περιοχή. Ως αποτέλεσμα, σπάνια αναφέρεται σε λογοτεχνικές πηγές, αλλά η αρχαιολογία και η επιγραφική αποκαλύπτουν αρκετές ακμάζουσες πόλεις, όπως το Λιλύβαιον και η Πάνορμος στη δυτική πλευρά, και η Συτακούσες και η Κατάνη στην ανατολική πλευρά. Αυτές οι κοινότητες οργανώθηκαν με παρόμοιο τρόπο με άλλες πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδιοίκητες. Η Ελληνική και η Λατινική ήταν οι κύριες γλώσσες του νησιού, αλλά μιλούσαν και τη Φοινικική, την Εβραϊκή και πιθανότατα άλλες γλώσσες. Υπήρχαν αρκετές Εβραϊκές κοινότητες στο νησί, και από το 200 μ.Χ. υπάρχουν επίσης στοιχεία σημαντικών Χριστιανικών κοινοτήτων.

Η επαρχία έπεσε για λίγο κάτω από τον έλεγχο του βασιλείου των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής, λίγο πριν από την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, αλλά σύντομα επιστράφηκε στο βασίλειο τού Οδόακρου. Επέστρεψε στον ρωμαϊκό έλεγχο υπό τον ανατολικό Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, στον οποίο θα παρέμενε μέχρι τον 9ο αι.

Α΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος

Επεξεργασία
 
Η Σικελία κατά τη διάρκεια του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας (264-241 π.Χ.).

Ο Αγαθοκλής, τύραννος των Συρακουσών από το 317 και βασιλιάς της Σικελίας από το 307 ή 304 π.Χ., απεβίωσε το 289 π.Χ. Σε μια ομάδα μισθοφόρων του, τους Μαμερτίνους, προσφέρθηκε αποζημίωση με αντάλλαγμα να εγκαταλείψουν την πόλη. Έπειτα αυτοί πήραν τον έλεγχο της Μεσσήνας, σκοτώνοντας και εξορίζοντας τους άνδρες, και κρατώντας τις γυναίκες σε δουλεία.[1][2]

Σε απάντηση αυτού, ο Συρακούσιος στρατηγός Ιέρων, ο οποίος είχε αναδιοργανώσει τους μισθοφόρους και έθεσε τη ληστεία υπό έλεγχο το 269 π.Χ., άρχισε να προχωρά στην Μεσσήνα. Οι Καρχηδόνιοι, πάντα πρόθυμοι να αποτρέψουν την εξάπλωση των Ελλήνων και να διατηρήσουν τη Σικελία διαιρεμένη, προσέφεραν βοήθεια στους Μαμερτίνους. Ο Ιέρων έπρεπε να επιστρέψει στις Συρακούσες, όπου ανέλαβε τον τίτλο του βασιλιά.[3][4] Λίγο αργότερα, οι Μαμερτίνοι αποφάσισαν να εκδιώξουν την Καρχηδονιακή φρουρά, και να ζητήσουν βοήθεια από τους Ρωμαίους. [5]

Στη Ρώμη, έγινε συζήτηση για το αν είναι κατάλληλο να βοηθήσουν τους Μαμερτίνους. Προηγουμένως, η Ρώμη είχε παρέμβει εναντίον των μισθοφόρων της Καμπανίας, που είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα των Mαμερτίνων, και είχαν πάρει τον έλεγχο τού Ρήγιου (σημερινό Ρήγιον Καλαυρίας). Επιπλέον, φαινόταν σαφές ότι η παρέμβαση στη Σικελία θα οδηγούσε σε σύγκρουση με την Καρχηδόνα. Σύμφωνα με τον χαμένο ιστορικό Φιλίνο του Ακράγαντος, ο οποίος ήταν ευνοϊκός προς τους Καρχηδόνιους, υπήρχε μια συνθήκη μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας, που όριζε τις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής τους, και ανέθεται τη Σικελία στους Καρχηδόνιους. Αυτή η "Συμφωνία Φιλίνου" είναι γνωστή από τον Πολύβιο, ο οποίος την αναφέρει για να αρνηθεί την ύπαρξή της. Ο Πολύβιος ισχυρίζεται επίσης, ότι οι Ρωμαίοι ενθαρύνθηκαν να παρέμβουν με οικονομικά κίνητρα, λόγω του πλούτου της Σικελίας σε αυτή την περίοδο. Η Σύγκλητος έλαβε την απόφαση για το αν θα βοηθήσουν τους Μαμερτίνους στη λαϊκή συνέλευση, η οποία αποφάσισε να στείλει βοήθεια. Αυτή δεν ήταν επίσημη δήλωση πολέμου κατά της Καρχηδόνας, αλλά η επέμβαση στη Σικελία αρκούσε ως casus belli και έτσι σηματοδότησε την αρχή του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (264-241 π.Χ.). [6]

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι ρωμαϊκές δυνάμεις έκαναν εκστρατεία έξω από την ιταλική χερσόνησο. Ο Ιέρων, που συμμάχησε με την Καρχηδόνα ενάντια στους Μαμερτίνους, έπρεπε να αντιμετωπίσει τις λεγεώνες του Βαλέριου Μεσάλλα. Οι Ρωμαίοι γρήγορα έδιωξαν τους Συρακούσιους και τους Καρχηδόνιους από τη Μεσσήνα. Το 263 π.Χ., ο Ιέρων άλλαξε πλευρά, συνάπτοντας μια ειρηνευτική συνθήκη με τους Ρωμαίους με αντάλλαγμα για αποζημίωση 100 τάλαντα, εξασφαλίζοντας έτσι τη διατήρηση της εξουσίας του. Αποδείχθηκε πιστός σύμμαχος των Ρωμαίων μέχρι το τέλος του το 215 π.Χ., παρέχοντας βοήθεια, ιδιαίτερα: σιτηρά, και όπλα πολιορκίας, στους Ρωμαίους. Αυτή η βοήθεια ήταν απαραίτητη για την κατάκτηση της Καρχηδονιακής βάσης στον Ακράγαντα το 262 π.Χ. [7] Η αφοσίωση του Ιέρωνα αντανακλάται στη συνθήκη ειρήνης που επιβλήθηκε στους Καρχηδόνιους στο τέλος του πολέμου, στην οποία τους απαγορεύτηκε να επιτεθούν στον Ιέρωνα ή στους συμμάχους του. Φαίνεται, ωστόσο, ότι το φιλορωμαϊκό αίσθημα δεν ήταν καθολικό στις Συρακούσες, και ότι υπήρχε μια ομάδα που αντιτασσόταν στον Ιέρωνα που ευνοούσε τους Καρχηδόνιους. [8]

Στο τέλος του πρώτου Καρχηδονιακού Πολέμου, η Ρώμη είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, εκτός από τις Συρακούσες, η οποία διατήρησε ευρεία αυτονομία (αν και έπρεπε να αποδεχθεί την ρωμαϊκή επικυριαρχία στην περιοχή). Εκτός από τις Συρακούσες, το βασίλειο του Ιέρωνα έλαβε μια σειρά από κέντρα στο ανατολικό τμήμα του νησιού, όπως οι Άκραι, οι Λεοντίνοι, τα Υβλαία Μέγαρα, η Έλωρος, το Νέητον και το Ταυρομένιον, και πιθανότατα επίσης τη Μοργαντίνα και την Καμαρίνα.[9]

Εκτός από τον προαναφερόμενο Φιλίνο, υπήρχαν και άλλες αναφορές του Α΄ ΚΑρχηδονιακού Πολέμου που γράφτηκαν από συγγραφείς που αντιτάχθηκαν στη Ρώμη, όπως ο Σωσίλος της Σπάρτης. Το έργο του Φιλίνου αναλύθηκε και επικρίθηκε από τον Πολύβιο, ενώ το έργο του Σωσίλου απορρίφθηκε από αυτόν ως "το δημώδες κουτσομπολιό ενός κουρέα". Μια φιλορωμαϊκή αφήγηση γράφτηκε από τον ιστορικό Φάβιο Πίκτορ, η οποία κρίνεται και από τον Πολύβιο.[5] Έτσι η περιγραφή του πολέμου από τέτοιες αρχαίες πηγές είναι πολύ μερική: τα κίνητρα των Μαμερτίνων παρέμεναν αδιαφανή, και κατά την εποχή του Πολύβιου (περίπου εκατό χρόνια μετά την έναρξη του πολέμαυ) υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ακόμη και στη Ρώμη. Η εικόνα των αρχαίων αφηγήσεων ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στην Καρχηδόνα και τη Ρώμη ήταν αναπόφευκτος, φαίνεται επίσης αμφισβητήσιμη. Ακόμη και η παραδοσιακή εξήγηση ότι η Καρχηδόνα απειλούσε τη Ρώμη στο Στενό της Μεσσήνας, φαίνεται αναχρονική σύμφωνα με τον Μόζες Φίνλεϊ, δεδομένου ότι η Καρχηδόνα δεν είχε ποτέ δείξει καμία πρόθεση να επεκταθεί στην Ιταλία. Πιθανότατα κανείς στη Ρώμη δεν είχε προβλέψει, ότι η παρέμβαση στη Μεσήννα θα οδηγούσε σε μια σύγκρουση τέτοιας κλίμακας. Σύμφωνα με την αφήγηση του Πολύβιου, αυτό άλλαξε μόνο μετά την κατάκτηση του Ακράγαντος.[10] Ο Φίνλεϊ λέει ότι "αυτό το επιχείρημα φαίνεται πολύ απλό και σχηματολογικό, αλλά είναι σωστό, με την έννοια ότι μόνο τότε η Ρώμη πήρε την ουσιαστική απόφαση να δημιουργήσει έναν στόλο, χωρίς τον οποίο δεν υπήρχε ελπίδα να πολεμήσει τους Καρχηδονίους με ίσους όρους". [11] Η αντίδραση των Καρχηδονίων στην ρωμαϊκή παρέμβαση, ωστόσο, εξηγείται εύκολα: Η Σικελία ήταν πάντα θεμελιώδης για τον Καρχηδονιακό έλεγχο των θαλασσών.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τελικά το νησί, καθιστά δύσκολο να παράσχει μια ισορροπημένη ανασυγκρότηση των συνθηκών στη Σικελία σε αυτή την περίοδο.[4] Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι ο Α΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος είχε καταστροφική επίδραση στο έδαφος. Τόσο η Ρώμη όσο και η Καρχηδόνα διέπραξαν βάναυσες πράξεις: 250.000 κάτοικοι τού Ακράγαντος (πατρίδας του Φιλίνου) πωλήθηκαν ως σκλάβοι το 262 π.Χ., και επτά χρόνια αργότερα οι Καρχηδόνιοι κατέστρεψαν τα τείχη της ίδιας πόλης, και την έκαψαν. Το 258 π.Χ. η ρωμαϊκή κατάκτηση της Καμάρινας είδε την πλειοψηφία των κατοίκων να πωλούνται σε δουλεία, και 27.000 κάτοικοι του Πανόρμου υπέστησαν την ίδια μοίρα (αν και 14.000 λυτρώθηκαν). Το 250 π.Χ., ο Σελινούς καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, και δεν κατοικήθηκε ξανά μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα. Η Λιλύβαιον αντιστάθηκε σε ρωμαϊκή πολιορκία για δέκα χρόνια, μέχρι το τέλος του πολέμου, που έγινε με τη μάχη των Αιγάτων.[12]

Η πρώτη ρωμαϊκή επαρχία

Επεξεργασία

Η Ρωμαϊκή νίκη στον Α΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο έθεσε ολόκληρο το νησί της Σικελίας στα χέρια των Ρωμαίων. Οι προηγούμενες ρωμαϊκές κατακτήσεις στην Ιταλία είχαν οδηγήσει σε άμεση προσάρτηση, ή σε ασύμμετρες συνθήκες με τη Ρώμη ως ηγεμονική δύναμη. Αυτές οι συνθήκες εγγυώντο σημαντική εσωτερική αυτονομία στους υπόσπονδους (socii): απαιτούσαν να συνεισφέρουν στρατεύματα όταν ζητούσαν, αλλά να μην πληρώνουν κάποια μορφή φόρου.[13] Πιθανότατα λόγω του σύνθετου μείγματος εθνικότητων του νησιού, και ίσως επίσης προκειμένου να αναπληρωθούν οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου μέσω ενός συστήματος δημοσιονομικού ελέγχου, το οποίο απέκλειε τη χορήγηση ευρείας αυτονομίας, η Σικελία ορίστηκε από ένα διαφορετικό θεσμικό σύστημα. [14]

 
Η Φιλιστίς, σύζυγος του Ιέρωνα Β΄, απεικονίζεται σε τετράδραχμο που κόπηκε μεταξύ 218 και 214 π.Χ.

Τελικά, η επαρχιακή δομή αποτελείτο από έναν πραίτορα, που βοηθούσε σε οικονομικά θέματα από δύο ταμίες (quaestores), έναν με έδρα το Λιλύβαιον και έναν με βάση τις Συρακούσες. Αλλά δεν είναι σαφές, πώς αυτό το σύστημα πήρε μορφή. Έχει προταθεί ότι από το 240 π.Χ. η κυβέρνηση της δυτικής Σικελίας είχε ανατεθεί σε έναν ταμία, που στελνόταν ετησίως στο Λιλύβαιο.[15] Επιστήμονες όπως ο Φιλίππο Κοαρέλι και ο Μάικλ Κρόφορντ θεωρούν πιθανό, ότι η κυβέρνηση της Σικελίας είχε ανατεθεί σε ένα ιδιώτη με εξουσία (privatus cum imperio), δηλαδή σε έναν αριστοκράτη χωρίς επίσημη θέση, που είχε στρατιωτική διοίκηση, παρεχόμενη σε προσωπική βάση, ο οποίος στελνόταν ετησίως, με διοικητική και δικαστική ικανότητα. Εξαιρετικοί κυβερνήτες αυτού του είδους παρατηρήθηκαν ήδη κατά τη διάρκεια του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, και εμφανίζονται ξανά κατά τη διάρκεια τού Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου. [14] Υποθέτοντας ότι υπήρχε ένας ταμίας στο Λιλύβαιον, δεν είναι σαφές αν αυτή η θέση δημιουργήθηκε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ή κάποια στιγμή αργότερα, ή αν ήταν ένας από τους ταμίες που ήδη υπήρχε, δηλαδή ένας από τους ταμίες του στόλου (quaestores classici), που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά το 267 π.Χ., όταν ο αριθμός των ταμιών αυξήθηκε από τέσσερις σε οκτώ.[16][17] Ούτε είναι σαφές αν υπήρχαν δύο ταμίες στην επαρχία από την αρχή (ένας στο Λιλύβαιο και ένα; στις Σιρακούσες), αφού σε όλες τις επαρχίες που δημιουργήθηκαν αργότερα, υπήρχε μόνο ένας ταμίας. Σύμφωνα με τον Αντονίνο Πιντσόνε, η διαφορά αυτή εξηγείται από το γεγονός, ότι η Σικελία "περιήλθε υπό τον έλεγχο της Ρώμης σε δύο στάδια", έτσι ώστε "η θέση του ταμία του Λιλύβαιου πρέπει να θεωρείται ένα είδος απολιθώματος, και η επιρροή του πρέπει να αποδοθεί στις οικονομικές και στρατιωτικές ρυθμίσεις που κληρονομούνται από τον ταμία (τού στόλου;). "[8]

Στη συνέχεια, το 227 π.Χ., δημιουργήθηκαν δύο νέοι πραίτορες (praetores provinciales): ένας, ο Γάιος Φλαμίνιος, στάλθηκε στη Σικελία. Ο άλλος, ο Μάρκος Βαλέριος Λαιβίνος, στην νέα επαρχία της Κορσικής και Σαρδηνίας. Αρχικά, ο όρος provincia σήμαινε τη δικαιοδοσία ενός αξιωματούχου (ειδικά την κατοχή της απεριόριστης εξουσίας, imperium). Τελικά ο όρος έγινε να σημαίνει την επαρχία, που βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους. [17] Την αλλαγή του 227 αναφέρει ο Γάιος Ιούλος Σολίνος:Το 227 π.Χ. επιβλήθηκε ετήσιος φόρος στα σιτηρά στις Σικελικές κοινότητες από μία νομοθεσία σιτηρών (lex frumentaria).[13] Αυτό είναι γνωστό για την επαρχία της Σικελίας από το 1ο αι. π.Χ. (ως συνέπεια των Verrines του Κικέρωνα). [18] Εκείνη την εποχή, ο φόρος αποτελούσε το ένα δέκατο της συγκομιδής, και είναι πιθανό ότι αυτό το σύστημα προερχόταν από το βασίλειο των Συρακουσών (τη νομοθεσία του Ιέρωνα, lex Hieronica, που προερχόταν με τη σειρά της από τον φόρο σιτηρών των Πτολεμαίων). [8] Η είσπραξη τού φόρου της δεκάτης (decuma) δινόταν στον πλειοδότη (ο οποίος υποσχόταν να συλλέξει το μεγαλύτερο ποσό των μοδίων, modii).[19] Αυτοί οι ανάδοχοι ονομάστηκαν της δεκάτης (decumani).[13] Φαίνεται ότι αυτή η lex frumentaria είχε αποτελέσματα, που "δεν ήταν υπερβολικά δυσάρεστα για τις πόλεις να πληρώσουν ... και για τους μικρούς Ιταλούς ιδιοκτήτες, που ζούσαν στο νησί.[8]

Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος

Επεξεργασία
 
Ο Ιερώνυμος, βασιλιάς των Συρακουσών (215 π.Χ.), απεικονίζεται σε ένα από τα νομίσματά του.
 
Τα καυστικά κάτοπτρα που λέγεται ότι ο Αρχιμήδης χρησιμοποίησε για την άμυνα των Συρακουσών το 212 π.Χ., όπως σχεδιάστηκαν στην πρώτη σελίδα του Opticae Thesaurus.

Ο Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος (218-201 π.Χ.) ξεκίνησε από τον Αννίβα, ο οποίος γνώριζε τη σημασία των ιταλικών υπόσπονδων (socii) για τη Ρώμη, και αποφάσισε να επιτεθεί στους Ρωμαίους στο δικό τους έδαφος, περνώντας από τη Γαλατία, επάνω από τις Άλπεις και στην Ιταλία. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή για τη Ρώμη, μετά την ήττα στη μάχη των Καννών (216 π.Χ.), ο Ιέρων Β΄ απεβίωσε (215 π.Χ.). Ο διάδοχός του Ιερώνυμος, ο 15χρονος εγγονός του, αποφάσισε να πάει με την πλευρά των Καρχηδονίων. [6] Η πράξη αυτή προήλθε από μια περίοδο έντονης σύγκρουσης στις Συρακούσες μεταξύ της φιλο-ρωμαϊκής αριστοκρατικής φατρίας και της φιλο-καρχηδονιακής δημοκρατικής φατρίας. Ο ίδιος ο Αννίβας είχε στείλει δύο αδέλφια με καταγωγή από τις Συρακούσες, τον Ιπποκράτη και τον Επικύδη, προκειμένου να εγείρει τον λαό ενάντια στους Ρωμαίους. [8]

Οι επιζώντες από την ρωμαϊκή πλευρά της μάχης των Καννών στάλθηκαν στη Σικελία, και απαγορεύτηκε να φύγουν μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών.[20] Η απόφαση του Ιερώνυμου να αλλάξει πλευρά, προκάλεσε την αποστολή Ρωμαϊκών στρατευμάτων στις πύλες των Συρακουσών. Οι Καρχηδόνιοι έστειλαν επίσης στρατεύματα στο νησί, και ανταγωνίστηκαν με τους Ρωμαίους για τον έλεγχο του νησιού. Η κατάκτηση των Σιρακουσών το 212 π.Χ. από τις δυνάμεις του Μάρκελου ήταν μια αποφασιστική στιγμή για τον πόλεμο, η οποία προέκυψε είτε από την προδοσία της πόλης από μέλη της αριστοκρατίας των Συρακουσών, είτε από τον Μοιρίκο, έναν μισθοφόρο από την Ιβηρική στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων. [21][8] Η κατάκτηση των Συρακουσών ήταν δαπανηρή για τους Ρωμαίους, λόγω της τοπογραφίας της πόλης, των αμυντικών μηχανών που κατασκευάστηκαν από τον Αρχιμήδη και των εκτεταμένων οχυρών, ειδικά το φρούριο της Ευρυάλου. Αυτό είχε κτιστεί από τον τύραννο Διονύσιο Α΄ (404-367 π.Χ.) για την προστασία του δυτικού ορίου των Επιπολών. [8] Η πόλη λεηλατήθηκε, και πολλοί κάτοικοι σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του Αρχιμήδη. [22] [2][21]

Ο Μάρκελλος έστειλε στη συνέχεια πολλά λάφυρα στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένων έργων που είχαν ληφθεί από ναούς και δημόσια κτίρια (και επικρίθηκε γι' αυτό από τον Πολύβιο): σύμφωνα με τον Λίβιο,[23] ήταν η άφιξη αυτών των λαφύρων, που ξεκίνησαν τον ρωμαϊκό ενθουσιασμό για την Ελληνική τέχνη. Οι Ρωμαίοι θεώρησαν κατάλληλο να αντικαταστήσουν τον Μάρκελλο, που μισούσαν οι Συρακούσιοι, με τον Μάρκο Βαλέριο Λαιβίνο.[21] Μετά από αυτά τα γεγονότα, οι Συρακούσες ενσωματώθηκαν στην επαρχία της Σικελίας, καθιστώντας την πρωτεύουσά της και την έδρα του κυβερνήτη της. [9]

Όλη η Σικελία ήταν τώρα στα χέρια των Ρωμαίων, εκτός από τον Ακράγα, και αυτό κράτησε μέχρι το 210 π.Χ., όταν η πόλη προδόθηκε από Νουμίδες μισθοφόρους υπό την ηγεσία των ανταρτών. [21] Το καλοκαίρι ήρθε η ώρα να διεξαχθεί η βουλή των εκατό (comitia centuriata) στη Ρώμη, προκειμένου να εκλεγούν οι ύπατοι. Το έργο της οργάνωσης των εκλογών αναμενόταν να πέσει στον Μάρκελλο, ως ανώτατο ύπατο, αλλά έστειλε επιστολή στη Σύγκλητο, όταν αυτή τον κάλεσε πίσω για την οργάνωση των εκλογών, δηλώνοντας ότι θα ήταν επιβλαβές για τη Δημοκρατία να αφήσει τον Αννίβα να δρα. Όταν η Σύγκλητος την έλαβε, έγινε συζήτηση για το αν ήταν καλύτερο να ανακληθεί ο ύπατος από την εκστρατεία, αν και ήταν απρόθυμος, ή η Σύγκλητος να ακυρώσει τις εκλογές των υπάτων για το 209 π.Χ. [24] Τελικά αποφασίστηκε να ανακληθεί ο Βαλέριος Λαιβίνος από τη Σικελία, παρόλο που ήταν εκτός Ιταλίας. Η Σύγκλητος διέταξε τον πραίτορα του άστεως, τον Λεύκιο Μάνλιο Ακιδίνο να πάει μια επιστολή στον Βαλέριο, μαζί με την επιστολή που έστειλε στη Σύγκλητο ο Μάρκελλος, και να του εξηγήσει γιατί είχαν αποφασίσει να τον ανακαλέσουν.[25]

Ο Βαλέριος Λαιβίνος αναχώρησε λοιπόν γισ τη Ρώμη με δέκα πλοία, και έφτασε στην Σικελία με ασφάλεια, εμπιστευόμενος τον έλεγχο της επαρχίας και τη διοίκηση του στρατού στον πραίτωρα Λεύκιο Κίνκιο Αλιμέντο. Στη συνέχεια έστειλε τον διοικητή του στόλου, Μάρκο Βαλέριο Μεσάλα στην Αφρική με μέρος του στόλου, για να ερευνήσει τις προετοιμασίες των Καρχηδονίων, και να επιτεθεί στην επικράτειά τους.[26] Όταν επέστρεψε στη Ρώμη, ενημέρωσε τη Σύγκλητο ότι δεν παρέμειναν Καρχηδονιακές δυνάμεις στο νησί, ότι όλοι οι εξόριστοι είχαν επιστρέψει στο σπίτι τους, και η εργασία είχε αναληφθεί στους αγρούς. [27] [4] Αυτό ήταν υπερβολή, καθώς ο Λαιβίιος πέρασε σχεδόν όλο το 209 π.Χ. προσπαθώντας να αναζωογονήσει τη γεωργία της Σικελίας. Όχι μόνο τερματίστηκε όλη η ανεξαρτησία της Σικελίας, αλλά η πλειοψηφία των εμπορικών δραστηριοτήτων των νησιών κατευθύνθηκε προς την Ιταλία. [28] Ωστόσο, το 210 π.Χ., η Σύγκλητος αποφάσισε να αποκαταστήσει την αυτονομία στις Συρακούσες, η οποία διατήρησε μια μεγάλη ενδοχώρα. [8]

Ύστερη Δημοκρατία

Επεξεργασία

Μετά από αυτό, η Σικελία έγινε μία από τις πιο ευημερούσες και ειρηνικές ρωμαϊκές επαρχίες, αν και αναστατώθηκε από δύο σοβαρές εξεγέρσεις. Η πρώτη από αυτές είναι γνωστή ως ο Α΄ Σερβίλιος Πόλεμος (π. 138-132 π.Χ.), οδηγούμενος από τον βασιλιά Αντιόχο Εύνος, που ίδρυσε μια πρωτεύουσα στην Έννα και κατέκτησε επίσης το Ταυρομένιον. Ο Εύνος νίκησε τον ρωμαϊκό στρατό αρκετές φορές, αλλά το 133 π.Χ. τον νίκησε ο ύπατος Πόπλιος Ρουπίλιος κοντά στη Μεσσήνα. Ο πόλεμος τελείωσε με την κατάληψη του Ταυρομένιου και της Έννα το 132 π.Χ., και περίπου 20.000 από τους άτυχους σκλάβους σταυρώθηκαν.[29] Ο Β΄ Σερβικός Πόλεμος (104-101) ηγήθηκε από τον Αθένιο στο δυτικό μέρος του νησιού, και από τον Σάλβιο Τρύφον στην ανατολή. Ο πόλεμος αυτός τερματίστηκε από τον Μάνιο Ακουίλιο.[30] Και οι δύο πολέμοι περιγράφονται από τον Διόδωρο Σικελιώτη με όρους, που υποδηλώνουν ότι υπήρχαν τεράστιοι αριθμοί σκλάβων από την ανατολική Μεσόγειο στη Σικελία (περίπου 200.000), με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για το νησί.

Εσωτερική οργάνωση

Επεξεργασία

Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατική περίοδο ο Μάρκος Βαλέριος Λαιβίνος εισήγαγε τη lex provinciae το 210 π.Χ., τη νομοθεσία που διέθετε τις πόλεις στις επαρχίες. Η ειδική έκδοση αυτού του νόμου για τη Σικελία, η Lex Rupilia, ολοκληρώθηκε μετά τον Α΄Σερβίλιο Πόλεμο από τον ύπατο Πόπλιο Ρουπίλιο το 132 π.Χ. Όλες οι πόλεις της Σικελίας απολάμβαναν μια ορισμένη αυτονομία και εξέδωσαν μικρά νομίσματα, και χωρίστηκαν σε τέσσερις νομικές και διοικητικές τάξεις, αλλά καμία από αυτές δεν είχε το δικαίωμα της ρωμαϊκής ιθαγένειας:[31][32]

1. fοederatae civitates (υπόσπονδες κοινότητες)

2. Civitates sine foedere, immunes ac liberae (κοινότητες μη υπόσπονδες, απηλλαγμένες και ελεύθερες)

3. civitates decumanae (κοινότητες υπό τον φόρο της δεκάτης)

4. civitates censoriae (κοινότητες [υποκείμενες] του τιμητή)

Η περίοδος του Σύλλα

Επεξεργασία

Στο τέλος του εμφύλιου πολέμου του Σύλλα, το 82 π.Χ., ο νεαρός στρατηγός Πομπήιος στάλθηκε στη Σικελία από τον δικτάτορα, τον Σύλλα, για να ανακτήσει το νησί από τους υποστηρικτές του Μάριου, και με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει την προμήθεια σιτηρών στη Ρώμη. Ο Πομπήιος συνέτριψε την αντιπολίτευση, και όταν οι πόλεις παραπονέθηκαν, απάντησε με μια από τις πιο διάσημες δηλώσεις του, που ανέφερε ο Πλούταρχος ως "γιατί συνεχίζεις να επαινείς τους νόμους ενώπιόν μου, όταν φοράω ένα σπαθί;" Έδιωξε τους εχθρούς του από τη Σικελία, εκτελώντας τον ύπατο Παπίριο Κάρβωνα.[33]

Η κυβέρνηση του νησιού σε αυτή την περίοδο ελεγχόταν από έναν πραίτορα, ο οποίος βοηθιόταν από δύο ταμίες (οι οποίοι επικεντρώνονταν σε οικονομικά θέματα), ένας με έδρα τις Συρακούσες και ένας στο Λιλύβαιον. Ορισμένες κοινότητες συνέχισαν να κατέχουν μια λαϊκή βουλή, αλλά υπήρχε μια αυξανόμενη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των τοπικών ελίτ.

Πραιτορία του Γάιου Βέρρες

Επεξεργασία

Από το 73 έως το 71 π.Χ., ο πραίτωρ της επαρχίας ήταν ο Γάιος Βέρρες (Verres), ο οποίος καταγγέλθηκε από τους Σικελούς για εκβιασμό, κλοπή και ληστεία, και διώχθηκε στη Ρώμη από τον Κικέρωνα, τού οποίου οι ομιλίες εναντίον του, γνωστές ως οι Verrines, διασώζονται. Οι oμιλίες αυτές αποτελούν την κύρια απόδειξη των ενεργειών του Βέρρες, οπότε είναι δύσκολο να ληφθεί αντικειμενική ιδέα για την επίδραση των δραστηριοτήτων του στη Σικελία. Ο Κικέρων τόνισε την πολύ αυστηρή εφαρμογή του φόρου σιτηρών από τον Βέρρες (για το προσωπικό του κέρδος, και όχι για το κέρδος της Δημοκρατίας) και την κλοπή έργων τέχνης, συμπεριλαμβανομένων των ιερών αφιερωμάτων. Ο Βέρρες περίμενε την δύναμη των φίλων του, και την επιδέξια χειραγώγηση της νομικής διαδικασίας, για να εξασφαλίσει την αθωότητά του, αλλά μετά από την επιτυχημένη πρώτη ομιλία του Κικέρωνα, έφυγε στην εξορία.

Πόλεμος ενάντια στους Πειρατές

Επεξεργασία

Το 70 π.Χ., ο πραίτωρ Καικίλιος Μέτελλος πολέμησε με επιτυχία ενάντια στους πειρατές, που επιτίθονταν στις θάλασσες γύρω από τη Σικελία[34][35] και την Καμπανία,[36] οι οποίοι συνέχισαν να λεηλατούν την Γαίτα και την Όστια (69-68 π.Χ.) [37] και συνέλαβαν την κόρη του Μάρκου Αντώνιου Οράτορ στο Μισηνόν. Κατά τη διάρκεια του επακόλουθου πολέμου κατά των πειρατών το 67 π.Χ., η θάλασσα γύρω από τη Σικελία ανατέθηκε στον Πλότιο Βάρωνα. [38][39] Το 61 π.Χ. ο Π. Κλόδιος Πούλχερ στάλθηκε στο νησί ως ταμίας.[40]

Σικελική εξέγερση

Επεξεργασία

Μετά τον Βέρρες, η Σικελία ανέκαμψε γρήγορα, αν και δεν αποζημιώθηκαν οι αρπαγές του πρώην πραίτωρα. Ούτε οΕμφύλιος Πόλεμος του Καίσαρα (49-45 π.Χ.) διέκοψε τις επιχειρήσεις, όπως συνήθως. Οι αντίπαλοι του Καίσαρα είχαν κατανοήσει τη στρατηγική σημασία του νησιού της Σικελίας, ως βάση για να επιτεθούν στη Βόρεια Αφρική, ή να αμυνθούν από επίθεση από την Αφρική. Ωστόσο, όταν ο Ιούλιας Καίσαρας διέσχισε τον Ρουβίκωνα και ξεκίνησε τον εμφύλιο πόλεμο, ανέλαβε τον έλεγχο του νησιού· ο Ασίνιος Πολίων στάλθηκε ως εκπρόσωπος του Καίσαρα, για να απομακρύνει τον κυβερνήτη του νησιού εκείνη την εποχή, τον Μ.Π. Κάτωνα. Οι Καισαρικοί μπόρεσαν, επομένως, να αποπλεύσουν από το Λιλύβαιον, για να επιτεθούν στους υποστηρικτές του Πομπήιου στη Βόρεια Αφρική. [41]

Η κατάσταση άλλαξε με τη δολοφονία του Καίσαρα (44 π.Χ.). Το 42 π.Χ., ο Σέξτος Πομπήιος, γιος του Πομπήιου Μάγκνου, διορίστηκε διοικητής του ρωμαϊκού στόλου, που συγκεντρώθηκε στη Μασσαλία από τη Σύγκλητο. Περιήλθε σε σύγκρουση με τη Δεύτερη Τριανδρία, που αποτελείτο από τον Οκταβιανό, τον Μάρκο Αντώνιο και τον Αιμίλιο Λέπιδο και τέθηκε στη λίστα απογραφής με τη Lex Pedia, για τη συλλογή άλλων προγραμμένων ιδιωτών και σκλάβων από την Ήπειρο και την εκτέλεση διαφόρων πράξεων πειρατείας. Επομένως ανέλαβε τον έλεγχο των Μυλών, της Τυνδαρίδος και στη συνέχεια της Μεσσήνας. Μετά από αυτό, όλη η Σικελία έπρεπε να υποταχθεί σε αυτόν.[42] Πρώτα σκότωσε τον πραίτορα, τον Άουλο Πομπήιο Βυθινικό και στη συνέχεια νίκησε τον εκπρόσωπο (legatus) του Οκταβιανού, τον Κόιντο Σαλβιδιηνό Ρούφο σε μια ναυτική μάχη κοντά στο Ρήγιο (40 π.Χ.).[42] Ο Σέξτος Πομπήιος κατάφερε να εμποδίσει την προμήθεια σιτηρών στη Ρώμη από τη Σικελία. Αρχικά, ο Οκταβιανός δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι' αυτό, αλλά μετά οι άνθρωποι στη Ρώμη αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν. Έτσι το 39 π.Χ., ο Σέξτος Πομπήιος και η Δεύτερη Τριανδρία υπέγραψαν το Σύμφωνο στο Μισηνόν, το οποίο αναγνώριζε τον έλεγχο του Σέξτου Πομπήιου στη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική, και χορηγούσε ελευθερία στους σκλάβους, που ήταν στην ακολουθία του. Σε αντάλλαγμα, ο Σέξτος Πομπήιος υποσχέθηκε να τερματίσει τον αποκλεισμό της Ρώμης, να επαναλάβει την προμήθεια σιτηρών από τη Σικελία στη Ρώμη, και να μην συγκεντρώσει περισσότερους σκλάβους. [43] Η συμφωνία δεν κράτησε, και οι της Τριανδρίας έστρεψαν την προσοχή τους στη Σικελία. Η σύγκρουση ενέπλεξε ίσως 200.000 άνδρες και 1.000 πολεμικά πλοία, και επέφερε μεγάλη καταστροφή στη Σικελία. Το έδαφος της Τυνδαρίδας και της Μεσσήνας ήταν τα πιο κατεστραμμένα.

Ο Οκταβιανός ηττήθηκε στη θάλασσα στη ναυμαχία της Μεσσήνας (37 π.Χ.) και πάλι τον Αύγουστο του 36 π.Χ.[44] Αλλά ο υποδιοικητής του Οκταβιανού, ο Αγρίππας, ένας διοικητής με μεγάλο ταλέντο, κατάφερε να καταστρέψει τον στόλο του Σέξτου έναν μήνα αργότερα στη ναυμαχία της Ναυλόχου τον Σεπτέμβριο του 36 π.Χ.[45] Ο Οκταβιανός επέβαλε στην Σικελία μια βαριά αποζημίωση 1.600 ταλάντων, και οι πόλεις που τού αντιστάθηκαν, τιμωρήθηκαν σκληρά. Τριάντα χιλιάδες σκλάβοι στην υπηρεσία του Σέξτου Πομπήιου συνελήφθησαν· οι περισσότεροι επιστράφηκαν στους κυρίους τους, αλλά περίπου 6.000, οι οποίοι δεν είχαν κυρίους, σταυρώθηκαν.

Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., ο Οκταβιανός είχε μοναδική εξουσία επάνω στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Το 27 π.Χ. η Σύγκλητος επισήμανε αυτή την κατάσταση, και ανέλαβε τον τίτλο του Αυγούστου. [46]

Η αναδιοργάνωση του Αυγούστου

Επεξεργασία
 
Οι περιοχές της Ιταλίας την εποχή του Αυγούστου (π. 7 μ.Χ.)

Στο τέλος της σύγκρουσης μεταξύ των της Τριανδρίας και του Σέξτου Πομπήιου, η Σικελία καταστράφηκε: οι πόλεις και η ύπαιθρος είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο, και πολλές εκτάσεις παρέμειναν ακαλλιέργητες, επειδή οι ιδιοκτήτες ήταν νεκροί ή είχαν φύγει, ή τη γη τους είχε κατασχέσει ο Οκταβιανός ως τιμωρία. Ένα μέρος της Σικελίας παρέμεινε αυτοκρατορική ιδιοκτησία, ενώ μεγάλες περιοχές, πιθανότατα στην πεδιάδα της Κατάνης, δόθηκαν στον Αγρίππα. Όταν απεβίωσε, η πλειοψηφία των ιδιοκτησιών του πέρασε στον Αύγουστο, και είναι πιθανό ότι άλλες σικελικές γαίες περιήλθαν στον Αύγούστο με παρόμοιο τρόπο. Άλλες γεωργικές εκτάσεις, ειδικά στις ανατολικές και βόρειες ακτές, δόθηκαν σε Ιταλούς βετεράνους που είχαν υπηρετήσει στις λεγεώνες του Αυγούστου. [47]

Ο Αύγουστος πραγματοποίησε μια διοικητική αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας στο σύνολό της, και της επαρχίας της Σικελίας ειδικότερα. Ο Αύγουστος ίδρυσε αρκετές αποικίες (coloniae) για τους βετεράνους του στη Σικελία, αλλά η ακριβής χρονολογία είναι ασαφής. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι τα πρώτα μέτρα πάρθηκαν το 36 π.Χ., όταν το Ταυρομένιον έγινε μια αποικία. [9] Στη συνέχεια, ο Αύγουστος επισκέφθηκε τη Σικελία το 22 ή 21 π.Χ., ως η πρώτη στάση σε ένα ταξίδι μέσα στην Αυτοκρατορία, και πραγματοποιήθηκαν άλλες μεταρρυθμίσεις. Στο τέλος της διαδικασίας, έξι πόλεις της Σικελίας είχαν γίνει αποικίες: Συρακούσες, Ταυρομένιον, Πάνορμος, Κατάνη, Τυνδαρίς και Θέρμες Ιμεραίες. Η εισροή πληθυσμού που αντιπροσωπεύεται από αυτές τις ιδρύσεις, μπορεί να είχε ως στόχο να αντισταθμίσει τη δημογραφική πτώση, που προκάλεσε ο πόλεμος με τον Σέξτο Πομπήιο, ή από την απομάκρυνση του νησιού από τον Αυγούστου μετά τη νίκη του. [48] Δεν είναι σαφές τι συνέβη στους υπάρχοντες Έλληνες κατοίκους αυτών των πόλεων, καθώς συνήθως οι πολίτες των αποικιών είχαν Ρωμαϊκή υπηκοότητα, και επομένως μπορούσαν να συμμετάσχουν στα υψηλότερα επίπεδα του Ρωμαϊκού κράτους. Μπορεί αυτά τα προνόμια να περιορίστηκαν στην αριστοκρατία. [49] Σε κάθε περίπτωση, η εισροή Ιταλικών βετεράνων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της λατινικής γλώσσας στη Σικελία. [9]

Η Μεσσήνα, οι Λιπάρες και ίσως το Λιλύβαιον, ο Ακράγας και η Χαλαίσα έγιναν δήμοι (municipia), μια θέση σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη της αποικίας. Κανένας βετεράνος δεν εγκαταστάθηκε σε αυτούς τους οικισμούς. Απλώς αποζημιώθηκαν για την πίστη τους, από τον Αύγουστο. [49]

Η Σεντουρίπη, το Νότον και η Σεγέστα μετατράπηκαν σε "λατινικές" πόλεις, ενώ οι υπόλοιπες πόλεις διατήρησαν το καθεστώς τους ως ξένες κοινότητες, υπό τον έλεγχο της Ρώμης. [49]

Κανένα από τα προνόμια που χορηγήθηκαν στα διάφορα κέντρα δεν συνεπάγεται απαλλαγή από την καταβολή φόρου στη Ρώμη. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι, όπως και άλλες αποικίες εκτός Ιταλίας, οι αποικίες της Σικελίας έδιναν φόρο υποτέλειας. Το δέκατο των σιτηρών αντικαταστάθηκε από την πληρωμή (stipendium), έναν φόρο ιδιοκτησίας, και μπορεί επίσης να υπήρχε φόρος κεφαλικός. Είναι πιθανό ο Αύγουστος να έκανε αυτή τη μεταρρύθμιση ως αποτέλεσμα του νέου ρόλου, που έπαιξε η Αίγυπτος ως πηγή της τροφοδοσίας με σιτηρά, αν και τα προϊόντα των σικελικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων του αυτοκράτορα συνέχισαν να αποστέλλονται στη Ρώμη. [50]

Αυτοκρατορική επαρχία

Επεξεργασία

Το 68 μ.Χ., υπήρχε αναταραχή στο νησί, πιθανότατα συνδεδεμένη με την εξέγερση του Λεύκιου Κλόδιου Μάκερ στη Βόρεια Αφρική. Ο Αυτοκράτορας Βεσπασιανός (69-79) εγκατέστησε βετεράνους και απελευθερωμένους στην Πάνορμο και τη Σεγέστα.

Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων μ.Χ. η Σικελία υπέστη οικονομικό μαρασμό και η αστική ζωή μειώθηκε, η ύπαιθρος ήταν ερημική και οι πλούσιοι ιδιοκτήτες δεν κατοικούσαν, όπως υποδεικνύεται από την έλλειψη κατοικιών σε διάφορα επίπεδα. Επιπλέον η ρωμαϊκή κυβέρνηση παραμέλησε το έδαφος, και έγινε μέρος εξορίας και καταφύγιο για σκλάβους και ληστές.

Σύμφωνα με την Historia Augusta (ένα φημισμένα μη αξιόπιστο κείμενο του 4ου αι.), υπήρξε μια επανάσταση σκλάβων στη Σικελία επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού (253-268).

Τα μεγάλα αγροκτήματα (latifundia) των ιδιωτών, που εξειδικεύονταν στη γεωργία για εξαγωγή (σιτηρά, ελαιόλαδο, κρασί) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κοινωνία και στην οικονομία της αυτοκρατορικής περιόδου.

Η αγροτική Σικελία εισήλθε σε μια νέα περίοδο ευημερίας στις αρχές του 4ου αι., με εμπορικούς οικισμούς και αγροτικά χωριά, που φαίνονται να φτάνουν στην κορυφή της επέκτασής τους και της δραστηριότητάς τους. Ο λόγος φαίνεται να είναι διπλός: πρώτα απ' όλα, οι εμπορικοί δεσμοί με τη Βόρεια Αφρική επεκτάθηκαν για την προμήθεια σιτηρών στην Ιταλία, ενώ η αιγυπτιακή παραγωγή, η οποία μέχρι στιγμής ικανοποιούσε τις ανάγκες της Ρώμης, στάλθηκε στην νέα πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολης το 330.[9][9] Δεύτερον, οι πιο ευημερούσες τάξεις των ιππέων και των συγκλητικών άρχισαν να εγκαταλείπουν την αστική ζωή, αποσυρόμενες στις αγροτικές τους εκτάσεις, λόγω της αυξανόμενης φορολογικής επιβάρυνσης, και των δαπανών που ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν για τις φτωχές μάζες. Τις γαίες τους δεν καλλιεργούσαν πλέον σκλάβοι, αλλά άποικοι. Χρησιμοποίησαν σημαντικά ποσά για να διευρύνουν, να διακοσμήσουν και να κάνουν τις βίλες τους πιο άνετες.

Στόχοι ανανεωμένης κατασκευής βρίσκονται στη Φιλοσοφιανή, τη Σκιάκα, την Πούντα Σέκα, τη Νάξο και αλλού. Ένα προφανές σημάδι μετασχηματισμού είναι ο νέος τίτλος, που απονέμεται στον κυβερνήτη του νησιού, από διορθωτή (corrector) σε υπατικό (consularis). Κατά τον 4ο αι. η Σικελία δεν ήταν απλώς ο "σιτοβολώνας της Ρώμης", αλλά έγινε επίσης αγαπημένη κατοικία για οικογένειες της υψηλής ρωμαϊκής αριστοκρατίας, όπως οι Σύμμαχοι,[51] Νικόμαχοι και Κεϊόνιοι, οι οποίοι έφεραν μαζί τους την πολυτέλεια και τη γεύση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας.

Τα πιο αξιοσημείωτα αρχαιολογικά απομεινάρια αυτής της περιόδου είναι η Βίλα Ρομάνα ντελ Καζάλε. Άλλα περιλαμβάνουν τη Βίλα Ρομάνα ντελ Τελάρο και τη Βίλα Ρομάνα ντι Πάτι.

Λατιφούντια)

Επεξεργασία

Η προέλευση των λατιφούντιων στη Σικελία, όπως και αλλού, ήταν ο δημόσιος αγρός (ager publicus) από τα πολεμικά λάφυρα, που κατασχέθηκαν από κατακτημένους λαούς από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Τα λατιφούντια μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κτηνοτροφία (πρόβατα και βοοειδή) ή για την καλλιέργεια ελαιόλαδου, σιτηρών και κρασιού. Στενοχωρήθηκε ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (απεβ. το 79 μ.Χ.) καθώς ταξίδευε, βλέποντας μόνο σκλάβους να εργάζονται στη γη, όχι τους ισχυρούς Ρωμαίους αγρότες, που είχαν αποτελέσει την σπονδυλική στήλη του στρατού της Δημοκρατίας.[52] Υποστήριξε ότι τα λατιφούντια είχαν καταστρέψει την Ιταλία, και θα κατέστρεφαν και τις ρωμαϊκές επαρχίες.

Τα λατιφούντια άρχισαν γρήγορα την οικονομική ενοποίηση, καθώς οι μεγαλύτερες περιφέρειες επιτύγχαναν μεγαλύτερες κλίμακας οικονομίας και οι Συγκλητικοί δεν πλήρωναν φόρους γης. Οι ιδιοκτήτες επανεπένδυαν τα κέρδη τους αγοράζοντας μικρότερα γειτονικά αγροκτήματα, καθώς τα μικρότερα αγροκτήματα είχαν χαμηλότερη παραγωγικότητα και δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν, σε έναν αρχαίο πρόδρομο της αγροτικής βιομηχανίας. Μέχρι τον 2ο αι. τα λατιφούντια είχαν εκτοπίσει τα μικρά αγροκτήματα, που ήταν το γεωργικό θεμέλιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό συνέβαλε στην αποσταθεροποίηση της ρωμαϊκής κοινωνίας· καθώς τα μικρά αγροκτήματα των ρωμαίων αγροτών εξαγοράζονταν από τους πλούσιους και με την τεράστια προσφορά σκλάβων, οι αγρότες χωρίς γη αναγκάστηκαν να παραμείνουν αδρανείς, βασισμένοι σε μεγάλο βαθμό σε δωρεές.

Η άφιξη του Χριστιανισμού στη Σικελία

Επεξεργασία
 
Το μαρτύριο της Αγίας Αγάθης (Cod. Bodmer 127, σ. 39v, τέλος του 12ου αι.).
 
Η Αγ. Λουκία απεικονίζεται στη Σύνοψη του Μαρτίνου της Αραγόνας.
 
Το Ρωμαϊκό αμφιθέατρο της Κατάνης (π. τον 2ο αι. μ.Χ.) και στο βάθος η Εκκλησία του Σαν Μπιάτζιο, που κτίστηκε τον 18ο αι. μετά τον τεράστιο σεισμό του 1693 στην περιοχή, όπου η παράδοση ισχυρίζεται ότι η Αγ. Αγάθη μαρτύρησε σε φούρνο.

Η πρώτη αναφορά για την παρουσία Χριστιανών στο νησί βρίσκεται στις Πράξεις (28:12-13): "Κατεβήκαμε στις Συρακούσες, όπου παραμείναμε τρεις ημέρες και μετά ταξιδεύσαμε κατά μήκος της ακτής και φθάσαμε στο Ρήγιον". Με αυτόν τον τρόπο, ο Παύλος από την Ταρσό, στο ταξίδι του από την Εγγύς Ανατολή στη Ρώμη, το οποίο περιγράφεται στο τέλος του Πράξεων, ταξίδεψε μέσω της Σικελίας. Σταμάτησε στις Συρακούσες, αφού είχε καταστραφεί το πλοίο και αναγκάστηκε να αποβιβαστεί στη Μάλτα. Από τη Μάλτα, σύμφωνα με την αφήγηση του βιβλίου των Πράξεων, ο Παύλος ταξίδεψε στις Συρακούσες, αλλά δεν είναι σαφές, γιατί σταμάτησε εκεί. Είναι σαφές ότι οι Σιρακούσες χρησιμοποιούνταν ακόμη κατά την περίοδο αυτή ως στάση, στον δρόμο προς τη Ρώμη, στις εμπορικές οδούς. Ίσως ο Παύλος φιλοξενήθηκε από μια εβραϊκή κοινότητα, που υπήρχε σε πολλά λιμάνια της Μεσογείου: η εβραιική κοινότητα στην Κατάνη είναι καλά τεκμηριωμένη επιγραφικά. Μετά τον Παύλο, δεν υπάρχουν πηγές πριν από τον 3ο αι., που να αναφέρουν ρητά την παρουσία των Χριστιανών στο νησί. [53]

Υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, που συνδέουν την άφιξη του Χριστιανισμού στη Σικελία με την σύντομη παραμονή του Παύλου στο νησί, ενώ άλλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Παύλος συναντήθηκε με Χριστιανούς, που είχαν ήδη φτάσει πριν από αυτόν, και ότι αυτός ήταν ο λόγος, για τον οποίο σταμάτησε στο νησί. Αλλά οι Πράξεις δεν αναφέρουν τίποτε από αυτά, και αυτές οι παραδόσεις μπορεί να ανταποκρίνονται στην επιθυμία να γίνει η άφιξη του Χριστιανισμού στη Σικελία το συντομότερο δυνατόν (60 ή ακόμη και 40), προκειμένου να ενισχυθεί η εξουσία της Σικελικής εκκλησίας.[53]

Η πρώτη βέβαιη αναφορά σε μια Σικελική εκκλησία βρίσκεται σε επίσημη επιστολή (Επιστ. 30.5.2), που αποστάλθηκε από τη Ρώμη στον Κυπριανό, επίσκοπο της Καρχηδόνος. Αυτό το έγγραφο χρονολογείται μεταξύ 250 και 251 κατά τη διάρκεια του διωγμού τού Δέκιου και συζητά τους πεπτωκότες (lapsi, χριστιανούς που είχαν εκτελέσει πράξεις λατρείας σε ειδωλολατρικές θεότητες για να γλυτώσουν τις ρωμαϊκές διώξεις). [53] Η επιστολή αναφέρει μια παρόμοια επιστολή που απεστάλη στη Σικελία, η οποία υποδηλώνει ότι η αποστασία θεωρήθηκε πρόβλημα και στο νησί, και ότι η παρουσία των Χριστιανών στη Σικελία ήταν ήδη αρκετά σημαντική, ώστε να έχει ιεραρχική σχέση με τη Ρώμη. Είναι πιθανό, η κοινότητα αυτή να αναπτύχθηκε στα τέλη του 2ου αι. ή στις αρχές του 3ου αι., περίοδο στην οποία εμφανίζονται τα πρώτα αρχαιολογικά στοιχεία. [53]

Οι διωγμοί τού Δέκιου (το 250) και του Διοκλητιανού (το 304) είναι το σκηνικό για τις ιστορίες δύο σημαντικών Σικελών μαρτύρων, της Αγίας Αγάθης και της Αγίας Λουκίας. Αυτές οι αγίες είναι γνωστές μόνο από τους βίους αγίων τους, που γράφτηκαν περίπου 200 χρόνια μετά τα γεγονότα, τα οποία τις απεικονίζουν ως νεαρές και όμορφες παρθένες, θύματα δύο διωκτών που ονομάζονται Κουιντιανός και Πασκάσιος. [53] Είναι πιθανό οι πηγές αυτές να ανταποκρίνονται στην επιθυμία να συνδεθούν οι δύο πιο σημαντικές πόλεις της ανατολικής Σικελίας, η Κατάνη, όπου έζησε η Αγία Αγάθη, και οι Συρακούσες, όπου έζησε η Αγία Λουκία. Είναι σημαντικό, ότι όλοι οι κύριοι άγιοι του νησιού είναι γυναίκες: εκτός από την Αγάθη και τη Λουκία, υπάρχει και η αγίεςτού Παλέρμου, η Νύμφη (4ος αι., μάρτυρας), η Ολιβία (5ος αι., μάρτυρας) και η Χριστίνα (, μάρτυρας το 304), η οποία εισήχθη στη λατρεία της Αγίας Ροζαλίας από τους κατοίκους τού Παλέρμου Ίσως αυτή η έμφαση στις γυναικείες μορφές στον Σικελικό Χριστιανισμό να αντικατοπτρίζει την έμφαση στις γυναικείες θεότητες στην προχριστιανική Σικελική θρησκεία (π.χ. Αφροδίτη του Έρυκα, Ίσιδα, Δήμητρα και Κόρη). [53]

Δύο σημαντικές Χριστιανικές επιγραφές έχουν ανακαλυφθεί από την περίοδο αυτή. Ένα είναι το επίγραμμα της Τζούλια Φλορεντίνα, που ανακαλύφθηκε στην Κατάνη το 1730 (στη νεκρόπολη στην περιοχή του σύγχρονου Via Dottor Consoli) και τώρα βρίσκεται στο Λούβρο του Παρισιού. Είναι μία επιτύμβια επιγραφή, που χρονολογείται από το τέλος του 3ου αι.. το νωρίτερο, η οποία καταγράφει στα Λατινικά τον θάνατο ενός παιδιού λίγο μεγαλύτερου από έναν χρόνο, που τάφηκε δίπλα στους "Χριστιανούς μάρτυρες" (αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό αναφέρεται στην Αγάθη και τον Ευπλία). Η επιγραφή είναι η πρώτη άμεση απόδειξη για τον Χριστιανισμό στο νησί. Η άλλη επιγραφή, επίσης επιτάφια, είναι η λεγόμενη επιγραφή της Ευσκίας στα ελληνικά, η οποία ανακαλύφθηκε στα τέλη του 19ου αι. στις Κατακόμβες του Σαν Τζοβάννι στις Συρακούσες και χρονολογείται στις αρχές του 5ου αι. Το έγγραφο δείχνει μια τοπική λατρεία της Λουκίας. Κατά τη στιγμή της δημιουργίας της επιγραφής, η λατρεία της Αγάθης έχει ήδη αποδειχθεί στη Ρώμη και την Καρχηδόνα. [53]

Με το τέλος της περιόδου των διωγμών, η εκκλησία εισήλθε σε φάση επέκτασης, ακόμη και όταν εγέρθηκαν έντονες συζητήσεις μέσα στην εκκλησία για δόγματα, οδηγώντας στη δημιουργία των συνόδων. Ο Ευσέβιος περιλαμβάνει μια επιστολή του Κωνσταντίνου Α΄ στον Κρέστο επίσκοπο των Συρακουσών, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (10.5.21), η οποία τον καλεί να συμμετάσχει στη Σύνοδο της Αρλ του 314. Ο Κρέστο είχε αναλάβει σημαντικό οργανωτικό ρόλο στην Αρλ, γεγονός που δείχνει τη σημασία της Σικελικής εκκλησίας εκείνη την εποχή. [53]

Η αρχή του μοναχισμού στη Σικελία ήρθε τον 4ο αι. Η αγιογραφική παράδοση αναφέρει ότι ο ασκητής Ιλαρίων ταξίδευσε από την Αίγυπτο στο Πατσίνο και μετά πέρασε τρία χρόνια στη Σικελία (ίσως κοντά στη σύγχρονη Ισπίκα), όπου αναζητούσε μια απόσυρση από την κοσμική ζωή, για να ασκήσει τη ζωή ενός αναχωρητή. Στη συνέχεια έφυγε, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης φήμης του στην περιοχή.[53] Πιο σημαντική για τη Σικελία ήταν η άφιξη του κοινοβιακού μοναχισμού: υπάρχουν πολλές αναφορές για διαφορετικούς τύπους ασκητών, που συγκεντρώνονται μαζί για να μοιραστούν θρησκευτική ζωή, ειδικά υπό την βασιλική εξουσία (δεν υπήρχαν μοναστήρια στη Σικελία που οργανώθηκαν υπό την επίσκεψη των Βενεδικτίνων, μέχρι την περίοδο των Νορμανδών).[54] Μερικοί μοναχοί ακολουθούσαν το Βυζαντινό τυπικό, άλλοι το λατινικό τελετουργικό. [53] Η ανάπτυξη των μοναστηριών στη Σικελία οφείλεται πιθανότατα στην απομόνωσή της, καθώς και στο γεγονός ότι η περιοχή, εκτός από μερικές επαναστάσεις σκλάβων, ήταν μία από τις πιο ειρηνικές στη Δύση, τουλάχιστον μέχρι την κατάκτηση των Βανδάλων το 439, και στη συνέχεια ξανά μέχρι την αραβική κατάκτηση του 9ου αι. [53]

Η πτώση της Δυτικής Αυτοκρατορίας και της Σικελίας

Επεξεργασία

Η περίοδος της μετανάστευσης των βαρβάρων τον 5ο αι. ήταν μια περίοδος σοβαρής κρίσης για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η σχετική γαλήνη της Σικελίας σε αυτή την περίοδο προσέλκυε πολλούς ανθρώπους. Όπως και στις προηγούμενες περιόδους, πολλές οικογένειες των Συγκλητικών είχαν ωθηθεί να αποκτήσουν τεράστιες εκτάσεις γης. Υψηλοί αξιωματούχοι και θρησκευτικοί αξιωματούχοι (τόσο Χριστιανοί όσο και ειδωλολάτρες) ταξίδευαν στη Σικελία για να αφιερωθούν στη μελέτη, στο κυνήγι και στην ψυχαγωγία. Ο Νικόμαχος Φλαβιανός ο Νεότερος, έπαρχος του άστεως (praefectus urbi) μεταξύ 361 και 362, είχε μια περιουσία κοντά στην Έννα, από όπου εξέδωσε μια αναθεωρημένη έκδοση των πρώτων δέκα βιβλίων του Λίβυου το 408.[55][56] Άλλοι ήρθαν ως πρόσφυγες, όπως η Μελανία η Νεώτερη, η οποία εγκατέλειψε τη Ρώμη τού Αλάριχου και κατέφυγε στη Μεσσήνα με τον σύζυγό της και τους φίλους της το 410.[53]

Ο Αλάριχος Α΄ προσπάθησε να επιτεθεί στην ίδια τη Σικελία, και έφτασε μέχρι το Ρήγιον, αλλά ο γοτθικός στόλος καταστράφηκε στο Στενό της Μεσσήνας από μια καταιγίδα και ο Αλάριχος Α΄, επομένως, εγκατέλειψε το σχέδιο. [53]

Ο Γενζέρικ, βασιλιάς των Βανδάλων, κατέλαβε την επαρχία της Αφρικής τη δεκαετία του 430, και άρχισε να ασκεί πειρατεία: επέδραμε για πρώτη φορά στην ακτή της Σικελίας το 437. Μετά από τη σύλληψη μέρους του δυτικού ρωμαϊκού στόλου αγκυροβολήμένου στην Καρχηδόνα, μετά την κατάληψη της πόλης τον Οκτώβριο του 439, οι Βάνδαλοι οργάνωσαν επιθέσεις σε όλη τη Μεσόγειο, ειδικά στη Σικελία και τη Σαρδηνία (τις κύριες πηγές σιτηρών για τη δυτική αυτοκρατορία), την Κορσική και τις Βαλεαρίδες. Το 441, καθώς ο δυτικός ρωμαϊκός στόλος είχε αποδειχθεί ανίκανος να νικήσει τους Βανδάλους, ο Θεοδόσιος Β ́ έστειλε μια αποστολή το 442, αλλά δεν επιτεύχθηκε κάτι, και την ανακάλεσε λόγω επιθέσεων από τους Πέρσες και τους Ούννους κατά μήκος των βόρειων και ανατολικών συνόρων. Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε να υπερασπίζεται τη Σικελία, με τον στρατηγό Ρικίμερ να ενεργεί εκεί το 456, και στη συνέχεια τον Μαρκελλίνο και τις Δαλματικές λεγεώνες του το 461. Η παρουσία των Βανδάλων στη Σικελία περιορίστηκε σε πειρατικές επιδρομές, παρόμοιες με αυτές που πραγματοποιήθηκαν στη νότια Ιταλία. Ένας πανηγυρικός του 468 από τον Σιδώνιο Απολλινάριο δείχνει, ότι εκείνη την περίοδο η Σικελία ήταν ακόμη μέρος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 468 το νησί περιέπεσε στον βασιλιά Γειζέρικ, αλλά επανενώθηκε με την Ιταλία το 476 υπό τον Οδόακρο με μια παραμονή των Βανδάλων στο λιμάνι του Λιλύβαιου.[57] Αυτό παραδόθηκε στον Θεοδώριχο το 493.

Μεγάλα κέντρα

Επεξεργασία

Συρακούσες

Επεξεργασία
 
Βένους Λαντολίνα, 2ος αι. Ρωμαϊκής εποχής αντίγραφο τού Ελληνιστικού πρωτοτύπου. Ανακαλύφθηκε το 1804 στις Συρακούσες. (Museo archeologico regionale Paolo Orsi).


Κεντουρίπη

Επεξεργασία

Ταυρομένιον

Επεξεργασία

Τυνδαρίς

Επεξεργασία

Θέρμαι Ιμέραι

Επεξεργασία

Πάνορμος

Επεξεργασία

Δρέπανον

Επεξεργασία

Λιλύβαιον

Επεξεργασία

Βλέπε επίσης

Επεξεργασία

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Polybius 1.7.3–4
  2. Finley 2009, σελ. 27.
  3. Geraci & Marcone 2004, σελ. 86.
  4. 4,0 4,1 4,2 Finley 2009.
  5. 5,0 5,1 Finley 2009, σελ. 132.
  6. 6,0 6,1 Geraci & Marcone 2004.
  7. Geraci & Marcone 2004, σελ. 87.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 8,7 Guidetti 2004, σελ. 323.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 Benigno & Giarrizzo 1999a.
  10. Polyb.1.20.1–2
  11. Finley 2009, σελ. 133.
  12. Finley 2009, σελ. 134.
  13. 13,0 13,1 13,2 Geraci & Marcone 2004, σελ. 89.
  14. 14,0 14,1 Guidetti 2004, σελ. 322.
  15. Michael Crawford, Coinage and Money Under the Roman Republic: Italy and the Mediterranean Economy, University of California Press, 1985, p. 104.
  16. See "Questore" on treccani.it.
  17. 17,0 17,1 Geraci & Marcone 2004, σελ. 90.
  18. Finley 2009, σελ. 141.
  19. Thomas D. Frazel (2009). The Rhetoric of Cicero's "In Verrem". Vandenhoeck & Ruprecht. σελ. 197. ISBN 978-3-525-25289-5. 
  20. Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 23.10.
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 Finley 2009, σελ. 137.
  22. Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 24.3.
  23. Livy, 25.40.2
  24. Livy, 27.4.1–2
  25. Livy, 27.4.3–4.
  26. Livy, 27.5.1–2
  27. Livy 27.5.2–4.
  28. Finley 2009, σελ. 138.
  29. Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 56.9, 58.8, 59.2.
  30. Umberto Benigni (1912). «Sicily». The Catholic Encyclopedia. Vol. 13. New York: Robert Appleton Company.  Η παράμετρος |access-date= χρειάζεται |url= (βοήθεια)
  31. Francesco Cristiano. «Il comportamento di Roma nei confronti delle civitates di Sicilia: Le civitates immunae ac liberae». 
  32. M. Tullius Cicero. Orationes in Verrem, III 6
  33. Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 89.2.
  34. Appian, Mithridatic Wars, 93.
  35. Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 98.3.
  36. Florus, Compendium of Livy, 1.41.6.
  37. Cassius Dio, Roman History, 36.22.2.
  38. Florus, Compendium of Livy, 1.41.9–10.
  39. Appian, Mithridatic Wars, 95.
  40. Fezzi, Il tribuno Clodio, p. 44.
  41. Finley 2009, σελ. 169.
  42. 42,0 42,1 Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 123.1.
  43. Finley 2009, σελ. 170.
  44. Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 128.1.
  45. Livy, Periochae ab Urbe condita libri, 127.5, 128.1 & 129.1–4.
  46. Finley 2009, σελ. 171.
  47. Finley 2009, σελ. 172.
  48. Finley 2009, σελ. 173.
  49. 49,0 49,1 49,2 Finley 2009, σελ. 174.
  50. Finley 2009, σελ. 175.
  51. Symmachus, Ep. iii. 12, 88, vii. 18
  52. Pliny's Natural History, 13.92, 17.192, 18.17, 18.35, 18.261 and 18.296
  53. 53,00 53,01 53,02 53,03 53,04 53,05 53,06 53,07 53,08 53,09 53,10 53,11 53,12 Benigno & Giarrizzo 1999b.
  54. Finley 2009, σελ. 201.
  55. Symmachus, Epistulae, ii.30, vi.57,66.
  56. Codex Mediceus; Charles W. Hedrick, History and Silence: Purge and Rehabilitation of Memory in Late Antiquity, University of Texas Press, 2000, (ISBN 0-292-73121-3), p. 181-182).
  57. J. B. Bury, The History of the Later Roman Empire, pp. 254, 327, 333, 336 and 410; John Moorhead, Theodoric in Italy (Oxford University Press, 1992), p. 9.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Εξωτερικές συνδέσεις

Επεξεργασία
  • R. Wilson· R. Talbert· T. Elliott· S. Gillies (31 Ιανουαρίου 2020). «Places: 462492 (Sicilia)». Pleiades. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2012.