Δουκάτο της Νάξου

(Ανακατεύθυνση από Δουκάτο του Αιγαίου)

Το Δουκάτο της Νάξου ή Δουκάτο του Αιγαίου ή του Αρχιπελάγους ιδρύθηκε το 1207 από τον Βενετό στρατιωτικό και σταυροφόρο Μάρκο Σανούντο. Ήταν κράτος υποτελές στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, αλλά δεν ελεγχόταν άμεσα από αυτή.

Δουκάτο της Νάξου
12071579

Έμβλημα
ΧώραΕλλάδα
ΠρωτεύουσαΧώρα Νάξου
ΓλώσσεςΝέα βενετική γλώσσα και Ελληνικά
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
ΠολίτευμαΗγεμονία
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°6′0″N 25°22′0″E
Το Κάστρο της Νάξου, έδρα του Δουκάτου
Ενετικός πύργος στη Νάξο (πύργος της Αγιάς), βρίσκεται στη ΒΔ. Νάξο

Το Δουκάτο είχε έδρα τη Νάξο και περιελάμβανε επίσης τα νησιά Σύρο, Σαντορίνη, Πάρο, Αντίπαρο, Μήλο, Ίο, Κύθνο, Αμοργό, Κίμωλο, Σίφνο, Σίκινο, και Φολέγανδρο. Η Μύκονος και η Τήνος κατακτήθηκαν επίσης από Βενετούς, τους αδελφούς Γκύζη (Ghisi), οι οποίοι όμως δεν αναγνώριζαν την επικυριαρχία του Σανούδο, αλλά έδιναν λόγο απευθείας στον Λατίνο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και αργότερα στη Βενετία, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Άνδρου. Σταδιακά, όμως, και αυτά τα νησιά βρέθηκαν υπό την επιρροή του Δουκάτου.

Η δυναστεία που ιδρύθηκε από τον Μάρκο Σανούντο διήρκεσε ως το 1383, οπότε τη διοίκηση του δουκάτου ανέλαβε η οικογένεια των Κρίσπο (Crispo) μέχρι το 1579, έτος κατάλυσης του δουκάτου από τους Οθωμανούς. Ωστόσο ορισμένα νησιά παρέμειναν υπό Βενετικό έλεγχο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Τήνο, που κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς μόλις το 1714.

Σήμερα, πολλά κυκλαδίτικα επίθετα προδίδουν ιταλο-βενετική καταγωγή: Βενιέρης, Βαζαίος, Ραγκούσης, Δαμίγος, Γύζης, Δελλαπόρτας, Γρίσπος, Αλαβάνος, κτλ. Κληρονομιά των αιώνων του Δουκάτου είναι και η Καθολική κοινότητα των Κυκλάδων, με έντονη παρουσία και προσφορά, κυρίως στη Σύρο και την Τήνο.

Ιστορικό ίδρυσης Επεξεργασία

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, κατά την Δ΄ Σταυροφορία, τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μοιράστηκαν ως πολεμική λεία στους Σταυροφόρους, μετά από δύο συσκέψεις, ως εξής με βάση τη συμφωνία Partitio Terrarum Imperii Romaniae: 1/4 θα λάμβανε ο μέλλων Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης μετά την εκλογή του από 12 εκλέκτορες (6 Φράγκους και 6 Ενετούς), 3/8 οι Φράγκοι και 3/8 οι Ενετοί.[1] Κατά την πρώτη σύσκεψη, προϊόν της οποίας ήταν συμφωνία αυτή, δεν ονοματίζονταν ακριβώς οι περιοχές που θα λάμβαναν τα μέρη. Έτσι ακολούθησε και δεύτερη.

Στη δεύτερη σύσκεψη, αρχικά η Βενετία, ως κυρίαρχη ναυτική δύναμη που ενδιαφερόταν να αποκτήσει βάσεις στο Αιγαίο, ζήτησε για λογαριασμό της -επί του ποσοστού της εδαφικής έκτασης που της αναλογούσε- την Κρήτη, την Κύπρο, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και κάποια παράλια στρατηγικά σημεία της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας (Ανατολικής και Δυτικής). Για το αν οι Κυκλάδες ανατέθηκαν με βάση την partitio στη Βενετία υπάρχει διαφωνία. Της ανατέθηκαν κατά τη Χρύσα Μαλτέζου στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ΄ (1979), σελ. 263, καθώς και κατά τον William Miller, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (μτφ. Άγγελου Φουριώτη, Ελληνικά Γράμματα 1960) σελ. 84. Έμειναν αδιάθετες κατά τους Wolff, R. L.; Hazard, H. W. (ed.), The later Crusades, 1189-1311 σελ. 191-192 (στο συλλογικό έργο: Setton, Kenneth M (Ed.), A History of the Crusades, volume ΙΙ, Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press, 1969). Ασαφές το αφήνει ο Θανάσης Κωτσάκης, Το Δουκάτο της Νάξου, στον συλλογικό τόμο Νάξος, Δήμος Νάξου 2006, σελ. 135. Αντίθετα ότι είχαν ανατεθεί στους Φράγκους ως υποτελείς του Λατίνου αυτοκράτορα υποστηρίζουν οι Zacour, N. P.; Hazard, H. W. (ed.), The impact of the Crusades on the Near East, σελ. 429 (στο συλλογικό έργο: Setton, Kenneth M (Ed.), A History of the Crusades, volume V, Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press, 1985).

Τότε ο Σανούδο, που εκτελούσε χρέη δικαστή στο βενετσιάνικο προξενικό δικαστήριο στην Κωνσταντινούπολη, άφησε τη θέση του, συγκέντρωσε γύρω του ανθρώπους που τους υποσχέθηκε τιμάρια στα μέρη που θα κατακτούσαν, εξόπλισε 8 γαλέρες με δικά του έξοδα και ξεκίνησε για τα νησιά. Γρήγορα κυρίευσε 17 νησιά και μόνο σε 1 βρήκε κάποια αντίσταση, στη Νάξο.

Ο πρώτος Σανούδο στη Νάξο Επεξεργασία

 
Χάρτης στον οποίο εικονίζεται η κατάληψη του Δουκάτου της Νάξου.

Το 1207 αποβιβάστηκε στη Νάξο.

Ο Σανούδο σε μια ριψοκίνδυνη κίνηση, έκαψε τις γαλέρες του, αναγκάζοντας τον εαυτό του και τους συντρόφους του ή να νικήσουν ή να πεθάνουν και μετά από 5 εβδομάδων πολιορκία, κατέλαβε το κάστρο του Απαλίρου. Η κυριαρχία του απλωνόταν κατ’ αρχήν στη Νάξο, που την εξέλεξε ως πρωτεύουσα του, την Πάρο, την Αντίπαρο, την Κίμωλο, τη Μήλο, την Αμοργό, την Ίο, την Κύθνο, τη Σίκινο, τη Σίφνο και τη Σύρο. Αρκετά από τα άλλα νησιά -πιστός στις υποσχέσεις του- τα έδωσε στους συντρόφους του. Ο άλλος ανιψιός του δόγη, ο Μαρίνο Δάνδολο κράτησε την εξουσία στο νησί που είχε κυριεύσει, την Άνδρο, ως υποτελής του Σανούδου. Ο Λεονάρντο Φώσκολο, αφού έγινε και αυτός υποτελής, πήρε την Ανάφη, ενώ η Σαντορίνη δόθηκε στον Τζάκοπο Βαρότζι και η Αστυπάλαια στον Ενετό Κουϊρίνι. Οι αδελφοί Αντρέα και Τζερεμία Γκύζη έγιναν αυθέντες της Τήνου και της Μυκόνου, αλλά άπλωσαν την κυριαρχία τους κυριεύοντας τη Σκόπελο, τη Σκύρο, τη Σκιάθο, την Κέα και τη Σέριφο. Η Πάτμος κατάφερε να μείνει ανεξάρτητη λόγω της θρησκευτικής σημασίας που είχε και οι μοναχοί της απόλαυσαν αρκετά προνόμια. Το δουκάτο ονομάστηκε Αρχιπελάγους από παραφθορά του Αιγαίου πελάγους.

Ο Μάρκο Α΄ Σανούντο αναγνώρισε σαν επικυρίαρχό του τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ερρίκο (1206-1216), σε παραβίαση της συμφωνίας με τη Βενετία, που του είχε επιτρέψει να πάρει τα νησιά ως διοικητής τους· μάλιστα πήρε και πολλά προνόμια, περισσότερα από κάθε άλλον υποτελή του αυτοκράτορα, ανάμεσα στα οποία τον τίτλο του Δούκα.[2] Οι κτήσεις του προβιβάστηκαν σε Δουκάτο. Ο Μάρκο Α΄, λίγο αργότερα νυμφεύτηκε και την αδελφή του Έλληνα αυτοκράτορα της Νίκαιας του Θεόδωρου Α' Λάσκαρη, κρατώντας τις ισορροπίες όσο καλύτερα μπορούσε. Εξαιτίας του γάμου του με ορθόδοξη σύζυγο ήταν ανεκτικός απέναντι στα θρησκευτικά φρονήματα των υπηκόων του· διατήρησε την Ορθόδοξη Μητρόπολη της Νάξου, κερδίζοντας έτσι την εύνοια των Ελλήνων κατοίκων του νησιού. Όμως και πολλοί Καθολικοί ιερείς είχαν ακολουθήσει το Σανούδο στην επιχείρηση κατάληψης των νησιών και έτσι ιδρύθηκε και μια Λατινική αρχιεπισκοπή με 4 επισκοπές στη Μήλο, τη Σαντορίνη, την Τήνο και τη Σύρο.

Το 1227 ο Μάρκο Α΄ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Άντζελο Σανούντο.

Η δυναστεία των Σανούδων Επεξεργασία

 
Το οικόσημο του Δουκάτου της Νάξου κατά τη δυναστεία των Σανούδων

Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β΄ (1226-1261), παραγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του Άντζελο Σανούδο προς το πρόσωπό του, παραχώρησε το Δουκάτο της Νάξου στον Γοδεφρείδο Β΄ Βιλλεαρδουίνο, θέτοντας έτσι τον δούκα υποτελή του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Άντζελο Σανούδο αναγνώρισε, θέλοντας και μη, τον Φράγκο ηγεμόνα ως επικυρίαρχο και δεν αρνήθηκε τις στρατιωτικές του υπηρεσίες προς αυτόν, όποτε του ζητιόταν.

Ο Βαλδουίνος Β' παραχώρησε στον γιο του Άντζελο, τον Μάρκο Β΄, τον τίτλο του ιππότη και τον ίδιο ως Δούκα. Με την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Έλληνες το 1262 και την εξάπλωση της κυριαρχίας τους στην Πελοπόννησο με τη δημιουργία του Δεσποτάτου του Μυστρά, ο αγώνας για την επανάκτηση των νησιών φούντωσε και αυτός. Οι κάτοικοι της Μήλου ξεσηκώθηκαν σε μια προσπάθεια να διώξουν τους Λατίνους κατακτητές, αλλά η προσπάθειά τους είχε άδοξο τέλος, αφού ο Μάρκος Β΄ Σανούδο κατάφερε να υποτάξει τους ξεσηκωμένους νησιώτες και να θανατώσει τον αρχηγό τους. Οι Παλαιολόγοι όμως κατόρθωσαν να επανακτήσουν τη Σκόπελο, τη Σκύρο, τη Σκιάθο, την Αλόννησο και το ισχυρό νησί της Λήμνου, έπειτα από πολιορκία διάρκειας τριών ετών. Από τότε οι Σποράδες και η Λήμνος έμειναν στα ελληνικά χέρια μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Επίσης κατάφεραν να φύγουν οι Λατίνοι βαρώνοι και κυρίαρχοι από Αμοργό, Σέριφο, Κέα, Σαντορίνη, Σίφνο, Ίο, Σίκινο, Φολέγανδρο, Αστυπάλαια και Ανάφη. Μόνο οι ισχυρές οικογένειες των Σανούδο και των υποτελών τους, των Γκίζι γλίτωσαν τα νησιά τους, θέτοντάς τα υπό ενετική κυριαρχία, η οποία τα συμπεριέλαβε σαν κτήσεις της, στο πλαίσιο συνθήκης που υπέγραψε με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1277 και το 1285.

Τα νησιά που είχαν επανακτηθεί από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και διοικούνταν από Έλληνες διοικητές υπέφεραν από την πειρατεία. Οι πειρατές, που οι διοικητές των νησιών δεν προσπαθούσαν να τους διώξουν, ήταν η μεγάλη πληγή όλων αυτών των δεκαετιών. Όταν μάλιστα αργότερα ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος μείωσε τον βυζαντινό στόλο στο Αιγαίο, οι άνεργοι ναύτες ήρθαν να προστεθούν στα πληρώματα των πειρατικών καραβιών. Η Σκόπελος, η Κέα, η Σαντορίνη και η Ίος χρησίμευαν σαν κρησφύγετα των πειρατών. Σε αυτή την ήδη άσχημη κατάσταση ήρθε στο 1292 να προστεθεί και η Καταλανική πειρατική επιδρομή του Ρογήρου ντε Λούρια στην Άνδρο, την Τήνο, τη Μύκονο και την Κύθνο.

Η Βενετία επιχείρησε να κηρύξει τα νησιά του Δουκάτου της Νάξου ως υποτελή της, με την ευκαιρία της διαμάχης για τη κατοχή της Άνδρου μεταξύ των οικογενειών των Σανούδο και των Γκίζι, κάτι που τελικώς, έπειτα από διαπραγματεύσεις, συμβούλια, αλλά και δικαστήρια μεταξύ των άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών, δεν κατάφερε να επιτύχει.

Ο πόλεμος που ξέσπασε το 1296 μεταξύ του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ και της Βενετίας επέτρεψε στους πρώην άρχοντες των νησιών να επιχειρήσουν την ανακατάληψή τους. Μάλιστα, η Βενετία άφησε τα πλήθη των πειρατών να λεηλατήσουν το Αιγαίο Πέλαγος, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε τους Ενετούς πρώην άρχοντές τους να ανακαταλάβουν τις πρώην κτήσεις τους. Έτσι έκαναν οι Τζουστινιάνι και οι Μικέλι, οι Σκιάβι ανακατέλαβαν την Ίο, οι Βαρότσι τη Σαντορίνη, οι Γκίζι την Αμοργό, την Κέα και τη Σέριφο: κατάσταση που επικυρώθηκε και επισήμως με τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Ανδρόνικου Β' το 1303.

Από τότε και ύστερα αρχίζει μια ατέλειωτη διελκυστίνδα ανταγωνισμού μεταξύ των Βενετών αρχόντων για το ποιος θα κατέχει τι και για πόσο. Οι Σανούδο με τους απογόνους τους, Γουλιέλμο Α' και το γιο του Νικόλαο Α' –πιστοί υποτελείς του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και του επικυριάρχου τους Ιωάννη της Γραβίνας- προσπαθούσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και σε άλλα νησιά και στα 1335 κατάφεραν να πάρουν τη Σαντορίνη από τους Βαρότσι και την Ίο από τους Σκιάβι και μάλιστα τότε κόβουν και τα πρώτα χρυσά νομίσματα του Δουκάτου. Ο Δούκας είχε υπό την εξουσία του τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα νησιά Νάξο, Ανδρο, Πάρο, Αντίπαρο, Μήλο, Κίμωλο, Σαντορίνη, Σύρο και Ιο, ενώ η Κύθνος και η Αμοργός είχαν παραχωρηθεί σε υποτελείς του. Το αντίπαλο δέος, οι Γκίζι εξακολουθούσαν να κατέχουν τη Μύκονο και την Τήνο σαν υποτελείς της Βενετίας.

Ο ιστορικός Μάρκο Σανούντο γράφει ότι

«…οι Τούρκοι εξαιρετικά λυμαίνονται αυτά τα νησιά, που υπάγονται στην ηγεμονία του Μοριά, κι αν δεν τους δοθεί βοήθεια θα χαθούν. Πραγματικά αν δεν υπήρχαν οι Ζακκαρία της Χίου και ο Νικόλας Σανούδο της Νάξου, και το ιερό τάγμα των Οσπιταλιέρων, που υπεράσπισαν και εξακολουθούν να υπερασπίζουν αυτά τα νησιά, αυτά δεν θα υπήρχαν πλέον. Ούτε πιστεύω πως θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν χωρίς τη βοήθεια του Θεού και του Πάπα.»

[3]

Η δυναστεία των Κρίσπι Επεξεργασία

 
Το οικόσημο του Δουκάτου της Νάξου κατά την περίοδο της δυναστείας των Κρίσπο

Ο τελευταίος Σανούδο, ο Ιωάννης Α', πέθανε στα 1361 χωρίς να αφήσει γιο και διάδοχό του, παρά μόνο την κόρη του τη Φιορέντσα, ήδη μια φορά παντρεμένη με τον βαρόνο της Εύβοιας νταλε Κάρτσερι και τώρα χήρα με ανήλικο γιο. Όταν ο γιος της Νικκολό νταλλε Κάρτσερι ενηλικιώθηκε, αποδείχτηκε εξαιρετικά κακός ηγεμόνας και τελικά δολοφονήθηκε από τους φρουρούς του Λομβαρδού ευγενή από τη Βερόνα, Φραγκίσκο Κρίσπο. Ο Κρίσπο μετά τη δολοφονία κατέλαβε αμέσως το κάστρο της Νάξου και οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με χαρά. Έτσι η δυναστεία των Σανούδο, που κυβέρνησε το Δουκάτο για 180 περίπου χρόνια, έσβησε από τη Νάξο και οι Κρίσπο έμελλε να την κυβερνήσουν για 200 ακόμα χρόνια περίπου.

Ο πρώτος Δούκας των Κρίσπο, ο Φραγκίσκο Α΄, πέθανε στα 1397 αφήνοντας πολλά παιδιά, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μοιρασιά του Δουκάτου σε βαρονικά τιμάρια για να καλυφθούν οι ανάγκες των παιδιών του και να αποφευχθεί έτσι ένας εμφύλιος πόλεμος, που τόσο συχνά ξεσπούσε με τέτοιες αφορμές. Στο Δουκάτο τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιος του Τζιάκομο Α΄ ο Ειρηνικός.

Μέσα από την περιγραφή του φλωρεντινού ιερέα Μπουοντελμόντι, που επισκέφτηκε τις Κυκλάδες εκείνη την περίοδο, μαθαίνουμε για την έντονη λειψανδρία, ιδίως στη Σίφνο και τη Νάξο, τόσο ώστε οι γυναίκες δεν βρίσκανε άνδρες για να παντρευτούν. Στη Σέριφο ο Μπουοντελμόντι δε βρήκε «τίποτα άλλο παρά δυστυχία». Οι κάτοικοι ζούσαν «όπως τα κτήνη» και κατέχονταν μέρα και νύχτα από το φόβο των Τούρκων πειρατών. Στη Σύρο οι κάτοικοι «τρέφονταν με χαρούπια και κρέας τράγων»[4] και η ζωή τους περνούσε μέσα στο φόβο. Η Αντίπαρος και η Σίκινος είχαν εγκαταλειφθεί στους αετούς και στα αγριογάιδουρα, ενώ η Νάουσα της Πάρου είχε γίνει ορμητήριο των πειρατών. Στον αντίποδα, σε ευημερία ήταν η Άνδρος και η Τήνος και αυτό διότι εκτός από την καλή διοίκηση του Πιέτρο Ζένο, επέτρεπαν και στα πειρατικά καράβια να βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιους όρμους της.

Ο Τζάκομο Α΄ Κρίσπο πέθανε από δυσεντερία στη Φερράρα το 1418 και το Δουκάτο ανέλαβε ο από διαθήκης κληρονόμος του, ο αδελφός του ο Τζιοβάνι Β΄ που ανέλαβε να προστατεύσει τα νησιά μόνος του, αφού η Βενετία δεν μπορούσε να του προσφέρει καμιά βοήθεια. Έτσι το 1426 έκλεισε συμφωνία με τους Τούρκους, δεχόμενος να πληρώσει φόρο υποτέλειας σε αυτούς και να ανοίξει τα λιμάνια του για τα πλοία τους. Επιπλέον, σταμάτησε να ειδοποιεί τον βάιλο της Χαλκίδας για την άφιξη του τουρκικού στόλου με τις καθιερωμένες μέχρι τότε φωτιές που άναβαν.

Λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453, ξέσπασε ο τουρκο-βενετικός πόλεμος που κράτησε μέχρι το 1479. Το 1468, 4 τουρκικά πολεμικά πλοία έριξαν άγκυρα στην Άνδρο, αιχμαλώτισαν τους κατοίκους και πήραν λάφυρα αξίας 15.000 δουκάτων και το 1470, μετά από επανάληψη της επίθεσης, οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν πολλούς. Η Νάξος δέχτηκε την επίσκεψη του τουρκικού στόλου το 1477, που κατέλαβε ολοκληρωτικά την Επισκοπή της Νάξου. Με τη σύναψη της ειρήνης τα πράγματα ησύχασαν τόσο, ώστε να επιτρέψουν το 1494 στη Βενετία να αποκτήσει ολοκληρωτικά το Δουκάτο επιτέλους και να στείλει διοικητή (rector) να το κυβερνήσει. Έτσι πρώτος διοικητής διορίστηκε ο Πιέτρο Κονταρίνι με μισθό 500 δουκάτα το χρόνο. Τα 5 νησιά που τώρα αποτελούσαν το Δουκάτο -η Νάξος, η Μήλος, η Σαντορίνη, η Ίος, η Σύρος- είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους, τα κάστρα και οι λιμενικές εγκαταστάσεις τους ήταν παλιές και αφρόντιστες, τα χωράφια ακαλλιέργητα, με μόνη τη Μήλο να δίνει κάποια εισοδήματα από την εκμετάλλευση του νίτρου και της ελαφρόπετρας που υπήρχε στο έδαφός της, καθώς και από τις περίφημες μυλόπετρες της. Τελικά τον Οκτώβριο του 1500 η Βενετία παρέδωσε το Δουκάτο στον Φραγκίσκο Κρίσπο. Ωστόσο αυτή η αλλαγή υπήρξε επιζήμια για τα νησιά.

Ο Β' Βενετο-τουρκικός πόλεμος κατέστησε εκ νέου τα νησιά θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και η εξουσία του παράφρονα Φραγκίσκο Γ΄ Κρίσπο[5] προκάλεσε ακόμη περισσότερα δεινά. Μετά την αποπομπή του το 1511, το Δουκάτο το κυβέρνησε για λίγα χρόνια ο Βενετός διοικητής Αντώνιο Λορεντάνο, μέχρι την ενηλικίωση του Τζοβάνι Δ΄ Κρίσπο.

Η βασιλεία του Τζοβάνι Δ΄ Κρίσπο ήταν η μακροβιότερη. Στην αρχή προσπάθησε να επεκτείνει τα όρια της κυριαρχίας του καταλαμβάνοντας και την Πάρο -μια προσπάθεια που τελικά απέτυχε- και έστειλε βοήθεια από ζωοτροφές στους Ιππότες της Ρόδου, που τότε πολιορκούνταν από τον Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή (1522). Τα επόμενα χρόνια κύλησαν ειρηνικά μέχρι την εμφάνιση στις θάλασσες του Αιγαίου του πρώην πειρατή, τώρα Τούρκου ναύαρχου, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Από τα 1536 και μετά οι βενετικές κτήσεις έπεφταν η μία μετά την άλλη: αρχικά τα Κύθηρα, η Αίγινα και στη συνέχεια η Σέριφος, η Ίος, η Ανάφη, η Αντίπαρος, η Αστυπάλαια και τέλος η Αμοργός, όλες τους έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Αυτά τα τελευταία 6 νησιά ουδέποτε ξανακυβερνήθηκαν από Λατίνους. Μετά, ύστερα από αντίσταση, κατέκτησε την Πάρο και τέλος η Νάξος η ίδια παραδόθηκε και συνθηκολόγησε με τον όρο να πληρώνει στο σουλτάνο ετήσιο φόρο 5.000 δουκάτων. Μετά ακολούθησε η Μύκονος και η Άνδρος που έγιναν και αυτές φόρου υποτελείς. Το 1538 ο Μπαρμπαρόσσα έκανε την επανεμφάνισή του στο Αιγαίο, και αφού έλαβε το φόρο υποτελείας από τον Δούκα της Νάξου, κατέλαβε τις βόρειες Σποράδες. Την κατάσταση που επικρατούσε στα 1536 τη διαβάζουμε στη περιγραφή ενός Γάλλου αξιωματούχου σε αναφορά που παραδίδει στην κυβέρνηση του:

«…..τα νησιά Κέα, Σίφνος και Άνδρος έχουν τους αυθέντες τους, αλλά είναι υποτελείς στο Σουλτάνο. Τα άλλα 16 ανήκουν στον Δούκα, αλλά μόνο 5 από αυτά -η Νάξος, η Σαντορίνη, η Μήλος, η Σύρος και η Πάρος– είναι κατοικημένα. Ο Δούκας της Νάξου, άνθρωπος τώρα περίπου 70 χρόνων, είναι από την πλευρά του αξιώματος ο πρώτος Δούκας της Χριστιανοσύνης. Αλλά, παρά τον τίτλο του, είναι δούκας περισσότερο στο όνομα παρά στην πράξη, επειδή για όλα τα ζητήματα αποφασίζουν ο μεγάλος Τούρκος σουλτάνος και οι υπουργοί του. Κάθε χρόνο, όταν φθάνουν οι Τούρκοι πλοίαρχοι, οι υπήκοοι του δούκα υποβάλλουν τα παράπονά τους εναντίον του μπροστά σε αυτούς, έτσι που να μη μπορεί να τιμωρήσει τους υπηκόους του για τα εγκλήματά τους, ούτε για τις προσβολές τους εναντίον του προσώπου του. Ντύνεται και συντηρείται σαν φτωχός, χωρίς καμιά μεγαλοπρέπεια ή ηγεμονική δαπάνη, γιατί με όλο που εισπράττει 9.000 έως 10.000 δουκάτα το χρόνο απ’ τα νησιά του, πρέπει να πληρώνει 4.000 δουκάτα φόρο στο σουλτάνο και μόνη του σκέψη είναι πώς να εξοικονομήσει μερικά χρήματα για να δωροδοκήσει με αυτά τους Τούρκους πλοιάρχους και τους υπουργούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η διοίκησή του είναι περισσότερο σκιά ηγεμονίας παρά διοίκηση…..»

[6]

Εν τω μεταξύ η δυσαρέσκεια των Ελλήνων κατοίκων για τη διοίκηση του Δούκα μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο. Ο Τζοβάνι Δ΄ για να συγκεντρώσει τα χρήματα για το φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο, φορολόγησε άγρια τους υπηκόους του. Εξάλλου και η αντιδημοτικότητα του καθολικού ιεράρχη εξαιτίας των σκανδάλων αύξανε τη δυσφορία των Ελλήνων, με αποτέλεσμα ο αρχηγός της αντίδρασης, ο Έλληνας μητροπολίτης Παροναξίας Θεωνάς, να εξοριστεί από τον Δούκα με την κατηγορία του στασιαστή, κάτι που φυσικά εξόργισε ακόμα περισσότερο τους Έλληνες.

Ο Τζοβάνι Δ΄ απεβίωσε το 1564. Ο διάδοχός του, ο δευτερότοκος γιος του Τζάκομο Δ’, ήταν και ο τελευταίος Χριστιανός «αυθέντης» του Δουκάτου. Η αυλή της Νάξου υπό την ηγεσία του ήταν παραδομένη σε γιορτές και πανηγύρια, σε απολαύσεις και ασωτίες. Ακόμη χειρότερα οι καθολικοί ιερείς είχαν αποχαλινωθεί εντελώς. Ο κλήρος παρουσίαζε πλέον φανερά τις ερωμένες του και τα πλούτη του. Μάλιστα ο καθολικός ιεράρχης της Νάξου δεν δίστασε να παρουσιαστεί στην κηδεία της ερωμένης του και να δεχθεί τα συλλυπητήρια των υπολοίπων. Έτσι οι Έλληνες αποφάσισαν να στείλουν δυο απεσταλμένους τους στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσουν από το Σουλτάνο δικό του απεσταλμένο για να τους διοικήσει. Μόλις το έμαθε αυτό ο Τζάκομο Δ΄ πήγε στο Σουλτάνο με 12.000 δουκάτα, με την ελπίδα να καταφέρει να τον δωροδοκήσει και να διατηρήσει το Δουκάτο υπό την εξουσία του. Εκεί όμως, αντιμετωπίστηκε σκληρά. Όχι μόνο έχασε όλες τις κτήσεις του, αλλά φυλακίστηκε κιόλας για 6 μήνες (για τη προσβολή της δωροδοκίας). Ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ διόρισε διοικητή του δουκάτου τον Εβραίο ευνοούμενό του Ιωσήφ Νάζη, που το κυβέρνησε δια του αντιπροσώπου του Φραγκίσκο Κορονέλλο, επίσης Εβραίου στην καταγωγή, για 13 χρόνια.

Ο Ιωσήφ Νάζη Επεξεργασία

Περαιτέρω πληροφορίες: Ιωσήφ Νάζη

Όταν ο Σελίμ Β' έγινε σουλτάνος, του παραχώρησε το δουκάτο του Αιγαίου και τον τίτλο του δούκα, με την υποχρέωση να του καταβάλει 14.000 χρυσά δουκάτα το χρόνο από τη φορολογία των νησιών. Χάρη σε αυτό τον τίτλο, έγινε ο πιο διάσημος και ισχυρός Εβραίος του καιρού του και οι ομόφυλοί του δεν δίσταζαν να του γράφουν διθυράμβους και να του αφιερώνουν τα έργα τους. Οι νησιώτες, όταν άκουσαν αυτό το νέο, θορυβήθηκαν πάρα πολύ και με πρεσβεία τους ζήτησαν από το σουλτάνο να επαναφέρει τον εκθρονισμένο δούκα Τζιάκομο Δ΄ Κρίσπο, αλλά αυτός αρνήθηκε. Ο Νάζη, όσο καιρό κυβέρνησε το δουκάτο (13 χρόνια), δεν πήγε ποτέ στα νησιά, με το λόγο να μην είναι γνωστός. Οι ιστορικοί υποθέτουν ότι αυτό μπορεί να συνέβη είτε επειδή ήξερε την αντίδραση των νησιωτών, είτε επειδή του άρεσε η ζωή στη Κωνσταντινούπολη, είτε επειδή οι μεγάλες επιχειρήσεις που έπρεπε να διευθύνει δεν του επέτρεπαν τη μετοίκηση κάπου αλλού. Πιθανόν να ίσχυαν και οι τρεις αυτοί λόγοι, πάντως το σίγουρο είναι ότι έστειλε εκ μέρους του τον Φραντζέσκο Κορονέλλο να διοικήσει το Δουκάτο. Ο Κορονέλλο ήταν Ισπανοεβραίος και ο πατέρας του, ο Σολομών Κορονέλλο, είχε κάποτε χρηματίσει διοικητής της Σεγκόβια (στην Ισπανία)· ο ίδιος είχε σπουδάσει νομικά. Ούτε αυτός ήταν συμπαθής και πολύ περισσότερο που, όντας πιστός υπήκοος των Τούρκων, δεν άφηνε ούτε νέα, ούτε τροφές να περάσουν από τα νησιά του στη Βενετική Τήνο και στην Κρήτη (κάτι που οι χριστιανοί δούκες άφηναν να γίνεται) και όταν έπιανε υπηκόους των Τούρκων να δραπετεύουν τους συνελάμβανε και τους έστελνε πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Σε μια περίπτωση μάλιστα αιχμαλώτισε ένα κρητικό μπρίκι, που μετέφερε χρήματα και μπαρούτι στη φρουρά της Τήνου, και αφού κράτησε το φορτίο, πούλησε ως σκλάβους το πλήρωμα. Ο Κορονέλλο, θανάσιμος εχθρός της Βενετίας όπως και ο Νάζη, παρακίνησε τον Πιαλή πασά να καταλάβει την Τήνο. Σε ένα γράμμα του έγραφε στον Τούρκο ναύαρχο πως «η Τήνος είναι καταφύγιο όλων των φυγάδων δούλων και όλων των χριστιανών υποτελών. Αν δεν την καταλάβετε, τα άλλα νησιά ποτέ δεν θα ησυχάσουν.»[7]

Ο Πιαλή πασάς πράγματι αποβιβάστηκε στην Τήνο μαζί με τον Κορονέλλο και 8.000 άνδρες, αλλά η άμυνα των φρουρών του κάστρου, τον εμπόδισε να καταλάβει το νησί. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του Κορονέλλο στη Σύρο, συνελήφθη νύχτα από τους προύχοντες και παραδόθηκε στον καπετάνιο τριών βενετσιάνικων καραβιών της Κρήτης, που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τηνιακοί, πρόσφεραν στον καπετάνιο 500 τσεκίνια για να τους τον παραδώσει στο νησί τους. Ο Κορονέλλο όμως πρόσφερε μεγαλύτερο ποσό στον καπετάνιο για να μην κάνει κάτι τέτοιο και έτσι πήγε στα Χανιά όπου και φυλακίστηκε. Οι Τηνιακοί έστειλαν έναν απεσταλμένο στα Χανιά να ζητήσει από τις βενετσιάνικες αρχές να μην τον ελευθερώσουν, αλλά να τον σκοτώσουν. Τελικά ο Κορονέλλο ελευθερώθηκε και λίγο αργότερα τον βλέπουμε να ξαναπαίρνει την παλιά θέση του στη Νάξο. Ο Κορονέλλο έκτοτε δεν ξαναενόχλησε τους Τηνιακούς. Έπαιρναν νέα και τροφές από τη Σύρο, με τη κρυφή ή φανερή σύμπραξη των χριστιανών υπαλλήλων του Νάζη και συνέχισαν να περιθάλπουν τους φυγόδικους σκλάβους. Όταν το 1579 ο Νάζη πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, ο σουλτάνος προσάρτησε τα νησιά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Δουκάτο έπαψε και τυπικά να υπάρχει. Για τον Κορονέλλο δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, αλλά σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς συνέχισε τη ζωή του στη Νάξο και αργότερα η οικογένειά του εξελληνίστηκε πλήρως.

Δούκες της Νάξου Επεξεργασία

Οίκος των Σανούδων (Sanudi) Επεξεργασία

Οίκος των Κρίσπων (Crispi) Επεξεργασία

Οθωμανός εκπρόσωπος Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Peter Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, Ενάλιος 1998, σελ.91. Zacour, N. P.; Hazard, H. W. (ed.), The impact of the Crusades on the Near East, σελ. 416 κ.εξ. (στο συλλογικό έργο: Setton, Kenneth M (Ed.), A History of the Crusades, volume V, Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press, 1985)
  2. .Sanger. «histoire nouvelle des anciens ducs de l’Archipel», 1669.
  3. Sanudo, Secreta Fidellium Crusis
  4. Buondelmondi, Liber Insularum
  5. Marco Sanudo, Diarii.
  6. Lamansky, Secrets de l’Etat de Venise
  7. Buochenbach, «Orientallische Reyss»

Πηγές Επεξεργασία

  • Frazee, Charles A.; Frazee, Cathleen (1988). The Island Princes of Greece: The Dukes of the Archipelago. Amsterdam: Adolf M. Hakkert.
  • Sansaridou-Hendrickx, Thekla; Hendrickx, Benjamin (2013). "The Post-Ducal 'Dukes of Naxos' of the 'per Dignità First Duchy of Christendom': A Re-Examination and Assessment". Journal of Early Christian History. 3 (2): 94–107.
  • Longnon, Jean (1969) [1962]. "The Frankish States in Greece, 1204–1311". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry W. (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311 (Second ed.). Madison, Milwaukee, and London: University of Wisconsin Press.
  • Miller, William (1908). The Latins in the Levant: A History of Frankish Greece (1204–1566). London: John Murray.
  • Miller, William (1921). Essays on the Latin Orient. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Setton, Kenneth M. (1976). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. Philadelphia: The American Philosophical Society.
  • Setton, Kenneth M. (1978). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume II: The Fifteenth Century. Philadelphia: The American Philosophical Society.
  • Setton, Kenneth M. (1984). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume III: The Sixteenth Century to the Reign of Julius III. Philadelphia: The American Philosophical Society.
  • Loenertz, Raymond-Joseph (1975). Les Ghisi, dynastes vénitiens dans l'Archipel (1207-1390) (in French). Florence: Olschki.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία