Θαλασσαετός του Στέλερ

είδος αετού

Ο Θαλασσαετός του Στέλερ είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, ένας από τους μεγαλύτερους αετούς στην υφήλιο. Απαντά αποκλειστικά στην ασιατική ήπειρο, η επιστημονική του ονομασία είναι Haliaeetus pelagicus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2][3]

  • Ο θαλασσαετός του Στέλερ θεωρείται ο βαρύτερος αετός στην υφήλιο και ο δεύτερος σε μήκος σώματος και άνοιγμα πτερύγων (βλ. Βιομετρικά στοιχεία).
Θαλασσαετός του Στέλερ
Ενήλικος θαλασσαετός του Στέλερ σε ζωολογικό κήπο στην Ολλανδία
Ενήλικος θαλασσαετός του Στέλερ σε ζωολογικό κήπο στην Ολλανδία
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae)[i] [1]
Γένος: Αλιαετός (Haliaeetus) Savigny, 1809 Μ
Είδος: H. pelagicus
Διώνυμο
Haliaeetus pelagicus (Αλιαετός ο πελαγικός)
(Pallas, 1811)

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Επεξεργασία
  • Καθοδική ↓ [4]

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Haliaeetus, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης Αλιαετός, εκ του αλς, -αλός «θάλασσα» + αετός, που παραπέμπει στα ενδιαιτήματα του πτηνού. Ωστόσο, οι οικότοποι όπου απαντά περιλαμβάνουν και εκείνους με γλυκά και υφάλμυρα ύδατα.

Ο όρος pelagicus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής πελαγικός, που αναφέρεται στα θαλάσσια ενδιαιτήματα του είδους.

Η αγγλική (Steller’s sea eagle) και η αντίστοιχη ελληνική ονομασία του πτηνού αναφέρονται στον Γερμανό φυσιοδίφη Γ. Στέλερ (Georg Wilhelm Steller, 1709 – 1746), προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε το είδος.[5]

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό ζωολόγο και βοτανικό Π. Πάλας (Peter Simon Pallas 1741 – 1811), ως Aquila pelagica (Οχοτσκική θάλασσα, 1811). Η μεταφορά του στο γένος Haliaeetus, έγινε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851).[6]

Τα διαθέσιμα γενετικά δεδομένα θεωρούνται ανεπαρκή για να επιτρέψουν τον προσδιορισμό των εγγυτέρων συγγενών του είδους. Παλαιότερα, περιελάμβανε 2 υποείδη, το nominate και το H. p. niger, ωστόσο το τελευταίο θεωρήθηκε απλή σκουρόχρωμη «μορφή» που βρισκόταν στην Κορέα και δεν ήταν γνωστό σε άγρια κατάσταση ή σε αιχμαλωσία για πέντε δεκαετίες ή και περισσότερο.[6][7][8]

Δεδομένα b αλληλουχίας κυτοχρώματος μιτοχονδριακού DNA, πρότειναν ότι οι πρόγονοι του είδους απέκλιναν νωρίς, κατά τον αποικισμό της Ολαρκτικής από τους θαλασσαετούς. Αυτό υποστηρίζεται σθεναρά και από μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως τα κίτρινα μάτια, το ράμφος και τους γαμψώνυχες.[9]

Γεωγραφική εξάπλωση

Επεξεργασία
 
Χάρτης εξάπλωσης του Haliaeetus pelagicus
Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό)
Πορτοκαλί = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης
Μπλε = Περιοχές διαχείμασης
Μωβ = Τυχαίος, περιπλανώμενος επισκέπτης

Το είδος απαντά σε καθορισμένες περιοχές της Α. Ασίας (οικοζώνες: Παλαιαρκτική), συγκεκριμένα στην απώτατη ΒΑ. Σιβηρία κατά μήκος των ακτών της Δ. Θάλασσας του Μπέρινγκ, νότια του Κόλπου του Αγ. Παύλου και γύρω από την Οχοτσκική θάλασσα. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μεταναστεύει νότια, προς την Κορέα και την Ιαπωνία, αλλά μπορεί να περιπλανάται ακόμη νοτιότερα και ανατολικότερα.

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Επεξεργασία

Ο θαλασσαετός του Στέλερ είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, το οποίο αναπαράγεται στη ΒΑ. Ρωσία, στις ψυχρές, παράκτιες περιοχές στη χερσόνησο Καμτσάτκα, γύρω από τη Θάλασσα Οχότσκ, στις περιοχές του κάτω ρου του ποταμού Αμούρ, στη Β. Σαχαλίνη και τα νησιά Σαντάρ.

Η πλειονότητα των πληθυσμών μεταναστεύει κατά τη διάρκεια του χειμώνα νοτιότερα στην παράκτια Σιβηρία, στις Ν. Κουρίλες και τη νήσο Χοκάιντο της Ιαπωνίας. Ωστόσο, μερικές εκατοντάδες άτομα παραμένουν για διαχείμαση στην Καμτσάτκα, τη Β. Ιαπωνική Θάλασσα και τη Θάλασσα Οχότσκ.[4] Θεωρείται λιγότερο περιπλανώμενο είδος από τον (κοινό) θαλασσαετό επειδή, συνήθως, δεν διαθέτει την εμβέλεια διασποράς των νεαρών ατόμων που έχει το ευρωπαϊκό είδος.[10][11] Περιπλανώμενα άτομα έχουν βρεθεί στη Βόρεια Αμερική, όπως στα νησιά Pribilof και τη νήσο Κόντιακ, στην ηπειρωτική Κίνα (μέχρι το Πεκίνο) και μέχρι το Γιακούτσκ της Ρωσίας. Επίσης, έχουν καταγραφεί θαλασσαετοί του Στέλερ στην Ταϊβάν, αλλά αυτά θεωρούνται ως μεμονωμένα άτομα που έχουν απομακρυνθεί πολύ από τις «τυπικές» τους περιοχές.[12][13]

  • Το μεγάλο μέγεθος του σώματος και η κατανομή του θαλασσαετού του Στέλερ υποδηλώνουν ότι, το είδος είναι «υπόλειμμα» της Εποχής των Παγετώνων, που σημαίνει ότι εξελίχθηκε σε μια στενή υποαρκτική ζώνη των απώτατων βορειοανατολικών ασιατικών ακτών, που μετατόπισε το γεωγραφικό πλάτος της κατά τους κύκλους αυτής της Εποχής, χωρίς να εμφανιστεί οπουδήποτε αλλού.

Οι χώρες στις οποίες ο θαλασσαετός του Στέλερ απαντά σταθερά είναι η Ρωσία, η Ιαπωνία, η Βόρεια και η Νότια Κορέα.[4]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από την Κίνα και τις Δ. ΗΠΑ.[4]

Βιότοπος

Επεξεργασία

Το είδος φωλιάζει σε δύο τύπους οικοτόπων: κατά μήκος των ακτών και κατά μήκος μεγάλων ποταμών με δέντρα στις όχθες, σε μεγάλες, βραχώδεις εξάρσεις ή στις κορυφές των μεγάλων δέντρων, αντίστοιχα. Συνήθως, προτιμώνται θέσεις με μεγάλες σημύδες του είδους Betula ermanii και πλημμυρισμένες δασικές εκτάσεις με αγριόπευκα, σκλήθρα, ιτιές και λεύκες. Μερικά άτομα, ειδικά εκείνα που φωλιάζουν στην ακτή, ίσως δεν μεταναστεύουν. Ο χρονισμός, η διάρκεια και η έκταση της μετανάστευσης εξαρτώνται από τις συνθήκες πάγου και τη διαθεσιμότητα τροφής. Στην Καμτσάτκα, οι θαλασσαετοί του Στέλερ περνούν τον χειμώνα σε δάση και κοιλάδες ποταμών κοντά στην ακτή αλλά, γενικότερα, είναι ακανόνιστα κατανεμημένοι στη χερσόνησο. Τα περισσότερα πουλιά που ξεχειμωνιάζουν εκεί φαίνεται να είναι καθιστικά, ενήλικα άτομα.

Στην Ιαπωνία, οι θαλασσαετοί του Στέλερ που μεταναστεύουν, φεύγουν νότια για να ξεχειμωνιάσουν σε ποτάμια και άλλους υγροτόπους αλλά, μερικές φορές, μετακινούνται προς ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, στον αντίποδα της ακτής. Κάθε χειμώνα, παρασυρόμενος επιπλέων πάγος στη Θάλασσα του Οχότσκ οδηγεί χιλιάδες άτομα, νότια. Ο πάγος φθάνει στο Χοκάιντο στα τέλη Ιανουαρίου και η κορύφωση του αριθμού των αετών στο στενό Nemuro, επιτυγχάνεται στα τέλη Φεβρουαρίου. Στο Χοκάιντο, τα πουλιά συναθροίζονται στις παράκτιες περιοχές και σε λίμνες κοντά στην ακτή, μαζί με σημαντικό αριθμό (κοινών) θαλασσαετών. Η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής γίνεται από το τέλος Μαρτίου μέχρι το τέλος Απριλίου, με τους ενήλικες να αναχωρούν πριν από τα ανώριμα άτομα, κανονικά. Τα πουλιά τείνουν να ακολουθούν την ακτογραμμή και παρατηρούνται, συνήθως, να πετούν μεμονωμένα, ενώ οι τυχόν ομάδες που σχηματίζονται συνήθως πετούν σε απόσταση 100-200 μ. μεταξύ τους. Στις Καμτσάτκα, οι περισσότεροι μετανάστες είναι πουλιά με ενδιάμεσα πτερώματα. Επίσης, μερικές φορές, παρατηρούνται να πετούν πάνω από τον βόρειο, αρκτικό ωκεανό ή να κάθονται στους θαλάσσιους πάγους κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[12][14]

Μορφολογία

Επεξεργασία

Ο θαλασσαετός του Στέλερ έχει σκούρο καφέ έως μαύρο χρώμα στο μεγαλύτερο μέρος του σώματός του, που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τα λευκά ελάσσονα και μεσαία καλυπτήρια φτερά της άνω επιφανείας των πτερύγων, τα καλυπτήρια της κάτω επιφανείας των πτερύγων, τους μηρούς, τακαλυπτήρια φτερά της κάτω επιφανείας της ουράς και την ίδια την ουρά. Η, σφηνοειδούς σχήματος, λευκή ουρά είναι σχετικά μακρύτερη από εκείνη των (κοινών) θαλασσαετών. Φαίνεται ότι, αυτό το δίχρωμο μοτίβο στο πτέρωμα των ενηλίκων διαδραματίζει κάποιον ρόλο στην κοινωνική ιεραρχία ανάμεσα στα άτομα του είδους κατά τη διάρκεια της μη-αναπαραγωγικής περιόδου, αν και αυτό δεν έχει μελετηθεί εκτενώς.[13][15] Η ίριδα, το ράμφος και τα πόδια των ενηλίκων έχουν κίτρινο χρώμα.

Όπως σε όλους τους θαλασσαετούς, τα δάκτυλα των ποδιών είναι σχετικά κοντά και στιβαρά, με το κάτω μέρος του ποδιού να καλύπτεται από ευρείς, ανάγλυφους πόρους (spiracles) . Επίσης, οι γαμψώνυχες του θαλασσαετού του Στέλερ είναι μικρότεροι και πιο έντονα κυρτωμένοι σε σχέση με εκείνους στους ισομεγέθεις «χερσαίους» αετούς που συχνάζουν σε δάση και χωράφια, όπως λ.χ. του γένους Aquila. Αυτές είναι προσαρμογές έτσι, ώστε να συλλαμβάνει ψάρια αντί για θηλαστικά και πτηνά χωρίς, βέβαια, αυτές οι δύο «ομάδες» να εξαιρούνται από τη διατροφή του.[13][15][16]

  • Παρά το μικρό, σχετικά, μήκος τους οι γαμψώνυχες είναι ισχυρότατοι. Σε καταγεγραμμένο περιστατικό-ατύχημα που συνέβη σε βετεράνο ερευνητή, ένας θηλυκός θαλασσαετός του Στέλερ γαντζώθηκε στον βραχίονά του και οι γαμψώνυχες του πτηνού διαπέρασαν τον δικέφαλο και τον τρικέφαλο μυ, προκαλώντας σοβαρό διαμπερές τραύμα.[17]

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο φυσικό χαρακτηριστικό του θαλασσαετού του Στέλερ, εκτός από το μέγεθός του, είναι το κεφάλι και το εξαιρετικά μεγάλο ράμφος του. Μάλιστα, το ράμφος του είναι ίσως το μεγαλύτερο από κάθε άλλον αρτίγονο αετό, ξεπερνώντας ακόμη και εκείνο του αετού των Φιλιππίνων, μόλις μικρότερο από εκείνο των γυπών του Παλαιού Κόσμου.[15][18]

 
Το ράμφος του θαλασσαετού του Στέλερ, είναι το μεγαλύτερο από όλους τους αρτίγονους αετούς

Το πρώτο χνούδι των νεοσσών είναι «μεταξένιο» λευκό, αν και σύντομα μετατρέπεται σε «καπνισμένο» καφέ-γκρι. Όπως και σε άλλους θαλασσαετούς, τα ερετικά και πηδαλιώδη φτερά του 1ου έτους είναι μακρύτερα από ό, τι στους ενήλικες. Το νεανικό πτέρωμα είναι σε μεγάλο βαθμό ομοιόμορφο σκούρο καφέ, με διάσπαρτες γκρι-καφέ ραβδώσεις γύρω από το κεφάλι και τον λαιμό, λευκή βάση στα φτερά και ανοικτόχρωμες κηλίδες στα πηδαλιώδη. Η ουρά των ανώριμων ατόμων είναι λευκή με μαύρα στίγματα στη βάση της.[13][19] Η ίριδα είναι σκούρα καφέ, τα πόδια υπόλευκα και το ράμφος μαύρο-καφέ. Μετά από τουλάχιστον τρία ενδιάμεσα πτερώματα, τα στίγματα στην ουρά μειώνονται, τα φτερά στο σώμα και το πτέρωμα αποκτούν μπρούντζινο χρώμα, ενώ η ίριδα και το ράμφος «ανοίγουν» σε χρωματισμό. Το οριστικό πτέρωμα, πιθανώς, αποκτάται στο 5ο έτος, όπως συμπεραίνεται από αποσπασματικά στοιχεία σε αιχμάλωτα άτομα.[14]

  • Ο θαλασσαετός του Στέλερ είναι μοναδικός μεταξύ όλων των θαλασσαετών, έχοντας κίτρινο ράμφος, ακόμη και στα νεαρά πουλιά, ενώ διαθέτει 14, όχι 12, πηδαλιώδη φτερά στην ουρά.[14]

Βάρος και διαστάσεις

Επεξεργασία
  • Ο θαλασσαετός του Στέλερ είναι ο βαρύτερος αετός στην υφήλιο, το μεγαλύτερο σε μέγεθος είδος από τους αετούς του γένους Haliaeetus και από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά, γενικότερα.

Κατά μέσον όρο, ο θαλασσαετός του Στέλερ, είναι βαρύτερος από την άρπυια κατά 500 γραμμάρια και από τον αετό των Φιλιππίνων κατά ένα (1) κιλό, περίπου.

Τα θηλυκά είναι αρκετά βαρύτερα από τα αρσενικά, ωστόσο, το μέσο βάρος των καταμετρούμενων ατόμων ποικίλλει και οφείλεται σε εποχικές διακυμάνσεις που σχετίζονται με την πρόσβαση σε τροφή ή τη γενικότερη φυσική τους κατάσταση. Για παράδειγμα, κάποια άτομα που είχαν χρόνια δηλητηρίαση από μόλυβδο, παρουσίαζαν απότομη απώλεια βάρους μέχρι τη στιγμή του θανάτου τους (βλ. Βιομετρικά στοιχεία).

Όσον αφορά στο ολικό μήκος σώματος, ο θαλασσαετός του Στέλερ είναι οριακά μικρότερος κατά μέσον όρο από την άρπυια, αλλά σαφώς μικρότερος κατά 65 χιλιοστά, περίπου από τον αετό των Φιλιππίνων, ενώ πάλι τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα από τα αρσενικά.

 
Ο θαλασσαετός του Στέλερ έχει εντυπωσιακές διαστάσεις

Το άνοιγμα πτερύγων (εκπέτασμα) και το μήκος χορδής πτέρυγας του θαλασσαετού του Στέλερ είναι από τα μεγαλύτερα σε κάθε αρτίγονο αετό με πλησιέστερους, τον (κοινό) θαλασσαετό και τον αετό της Αυστραλίας (Aquila audax) που, όμως, υστερούν στις άλλες διαστάσεις και στη σωματική μάζα, σε σχέση με αυτόν.

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος (85-) 90-105(-110) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 1
(200-)  220 έως 250  (-260)  εκατοστά 


  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 56 έως 68 εκατοστά
  • Μήκος κρανίου: 14,6 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Μήκος ραχιαίας γραμμής ρινοθήκης: 6,2 έως 7,5 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 9,5 έως 10 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 32 έως 39 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 4,9 έως 6,8 κιλά, ♀ 6,2 έως 9,5 κιλά

Πηγές:[13][15][18][19][20][21][22][23][24][25][26]

Ο θαλασσαετός του Στέλερ τρέφεται, σχεδόν αποκλειστικά, με ψάρια. Στα ποτάμια ενδιαιτήματα τα κύρια θηράματα είναι οι σολομοί (Oncorhynchus spp., Thymallus spp.) οι πέστροφες και οι γαστερόστεοι.[27] Τα ψάρια που αλιεύονται φθάνουν, όχι σπάνια, τα 6 έως 7 κιλά.[18] Στις παράκτιες περιοχές, οι θαλασσαετοί ωοτοκίας μπορεί να τρέφονται με τα είδη: Anarchichas orientalis, Hemitripterus villosus, Aptocyclus ventricosus και Myoxocephalus spp.[27]

Όπως και οι περισσότεροι θαλασσαετοί του γένους Haliaeetus, κυνηγούν τα ψάρια, σχεδόν αποκλειστικά, σε ρηχά νερά. Σχετικά μεγάλος αριθμός αυτών των, συνήθως μοναχικών, πτηνών μπορεί να παρατηρηθεί να συγκεντρώνονται στους ιδιαίτερα παραγωγικούς ποταμούς ιχθυ-ωοτοκίας τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο λόγω της άφθονης τροφής.[12]

Στην Καμτσάτκα, σμήνη 700 ατόμων έχουν αναφερθεί, αν και πολύ μικρότερες ομάδες είναι ο κανόνας.[14] Τα καλοκαίρια, ζωντανά ψάρια τυπικά στην περιοχή, από 20 έως 30 εκατοστών, τροφοδοτούν τους νεοσσούς στη φωλιά. Κανονικά, οι γονείς πιάνουν περίπου δύο ή τρία ψάρια για τους νεοσσούς κάθε μέρα. Το φθινόπωρο, όταν πολλοί σολωμοί πεθαίνουν μετά την ωοτοκία, τα νεκρά ψάρια τείνουν να καταναλώνονται πιο συχνά από ό, τι τα ζωντανά, και αυτά είναι η κύρια τροφή για τα άτομα που διαχειμάζουν στα ηπειρωτικά ποτάμια με παγωμένα νερά.[13]

 
Ο θαλασσαετός του Στέλερ τρέφεται, σχεδόν αποκλειστικά, με ψάρια

Στο Χοκάιντο της Ιαπωνίας, οι θαλασσαετοί του Στέλερ προσελκύονται από τους άφθονους βακαλάους του Ειρηνικού (Gadus macrocephalus) που κορυφώνονται σε κοπάδια στη Θάλασσα Rausu και τα Στενά Nemuro, τον Φεβρουάριο. Ο βακαλάος της Αλάσκας (Theragra chalcogramma), μαζί με τους γάδους (Gadus spp. ), αποτελούν την πιο σημαντική πηγή τροφής για τα διαχειμάζοντα πτηνά στην Ιαπωνία.[15] Πολλά πτηνά, μπορεί να φθάνουν με τόλμη, μόλις μερικά μέτρα από ψαράδες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά μόνον εάν είναι εξοικειωμένοι με όσα έχουν αντιμετωπίσει στο παρελθόν. Αλλιώς, συμπεριφέρονται με περίσκεψη και διατηρούν αποστάσεις από τον άνθρωπο.[17]

Τα ψάρια αποτελούν περίπου το 80% της διατροφής των θαλασσαετών του Στέλερ που φωλιάζουν στον ποταμό Αμούρ. Αλλού, διαφορετικά θηράματα μπορεί να περιλαμβάνουν εξίσου σημαντικό τμήμα της διατροφής.[14] Εκτός από ψάρια, η διατροφή αποτελείται κυρίως από υδρόβια πτηνά, όπως πάπιες, χήνες, κύκνους, γερανούς, ερωδιούς και γλάρους.

Κατά μήκος της ακτής στην Καμτσάτκα, τα υδρόβια πτηνά είναι, επίσης, συνηθισμένη λεία για το είδος, ειδικά οι γλάροι του είδους Larus schistisagus.[28] Οι λεπτόραμφοι κέπφοι (Uria aalge) και παγόκεπφοι (U. lomvia) κυριαρχούν στο διαιτολόγιο γύρω από τη θάλασσα Οχότσκ, ενώ ακολουθούν οι τριδάχτυλοι γλάροι (Rissa tridactyla), τα Aethia cristatella και οι κορμοράνοι της Ιαπωνίας (Phalacrocorax capillatus).

  • Στη Ρωσία έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, νεοσσοί αλκών και κορμοράνων να συλλαμβάνονται ζωντανοί και να μεταφέρονται στις φωλιές, όπου τρέφονται ανεξάρτητα με υπολείμματα ψαριών που υπάρχουν σε αυτές, μέχρις ότου οι αετοί αποφασίζουν να τους θανατώσουν.[29]

Επίσης, στη Ρωσία, διάφορα πτηνά της ξηράς όπως ο μαυρόραμφος αγριόκουρκος (Tetrao parvirostris), ο λαγόποδας (Lagopus lagopus) και ο βουνολαγόποδας (L. muta) μπορεί να αποτελούν σημαντικά θηράματα. Σημειωτέον ότι τα συγκεκριμένα είδη Lagopus δεν συλλαμβάνονται συνήθως από τα άλλα είδη θαλασσαετών (Haliaeetus).[13][30] Άλλα πτηνά της ξηράς που προτιμούν οι θαλασσαετοί του Στέλερ είναι ο βαλτόμπουφος, η χιονόγλαυκα (Bubo scandiaca), η κουρούνα, το κοράκι, καθώς και μικρότερα στρουθιόμορφα, αλλά πιο σπάνια.[29]

Ο θαλασσααετός του Στέλερ μπορεί να συμπληρώσει τη διατροφή του με διάφορα θηλαστικά (κυρίως λαγούς), καβούρια, μύδια, σκουλήκια και καλαμάρια, όταν τού δοθεί η ευκαιρία.[31] Επίσης, θηρεύονται εύκολα και σαρκοφάγα θηλαστικά, όπως η ζιμπελίνα, το βιζόν, η αρκτική και η κόκκινη αλεπού, καθώς και μικροί κατοικίδιοι σκύλοι.[13][29] Μικρότερα θηλαστικά έχουν επίσης καταγραφεί ως θηράματα, όπως τα τρωκτικά Clethrionomys rutilus και Microtus oeconomus.

Διάφορα θνησιμαία, ιδιαίτερα των θηλαστικών, εύκολα τρώγονται κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Περίπου το 35% των ατόμων που διαχειμάζουν στην Ιαπωνία, μετακινούνται στην ενδοχώρα και τρέφονται σε μεγάλο βαθμό από τα σφάγια θηλαστικών, κυρίως του ελαφιού σίκα (Cervus nippon).[32] Κατά τη χειμερινή περίοδο, επίσης, ανώριμα άτομα επισκέπτονται σφαγεία για να «κλέψουν» εντόσθια.[13] Διάφορα άτομα έχουν καταγραφεί κατά καιρούς να καιροφυλακτούν για κουτάβια φώκιας. Σε εκπονηθείσα μελέτη, εκτιμάται ότι ορισμένα νεογνά φώκιας ζύγιζαν τουλάχιστον 9,1 κιλά, από τα μεγαλύτερα φορτία που μπορεί να μεταφέρει οποιοδήποτε πτηνό στον κόσμο, αν και τα βάρη αυτά δεν επαληθεύτηκαν. Συχνά, φώκιες και θαλάσσιοι λέοντες οποιουδήποτε μεγέθους τρώγονται ως θνησιμαία, αφού διαμελισθούν με το μεγάλο ράμφος- και όχι με μεταφορά τους.[33]

Τεχνικές θήρευσης

Επεξεργασία
 
Ο θαλασσαετός του Στέλερ, μπορεί να αναζητά την τροφή του και από επιπλέοντα κομμάτια πάγου

Τις περισσότερες φορές, οι θαλασσαετοί του Στέλερ κυνηγούν από σταθερό σημείο επόπτευσης που μπορεί να είναι ένα δέντρο ή μια βραχώδης προεξοχή που βρίσκεται 5-30 μ. πάνω από το νερό. Όταν το θήραμα εντοπιστεί, το πουλί εφορμά εγκαταλείποντας τη θέση του. Επίσης, μπορούν να εποπτεύουν τον χώρο γυροπετώντας 6-7 μ. πάνω από την επιφάνεια του νερού. Και πάλι, το θήραμα συλλαμβάνεται με εφόρμηση. Μερικές φορές, οι θαλασσαετοί του Στέλερ κυνηγούν στεκόμενοι μέσα ή κοντά σε ρηχά νερά σε μια αμμουδιά, γλωσσονησίδα, ή επιπλέοντα κομμάτια πάγου, αρπάζοντας τα περαστικά ψάρια.

Έχει αναφερθεί ότι, σε σύγκριση με τον κοινό και τον λευκοκέφαλο θαλασσαετό, ο θαλασσαετός του Στέλερ είναι πιο «επιθετικός, ισχυρός και δραστήριος».[13] Όταν η αναζήτηση τροφής γίνεται κατά ομάδες, το φαινόμενο του κλεπτοπαρασιτισμού είναι κοινό, ιδιαίτερα σε περιόδους αφθονίας τροφής και μεγάλων συναθροίσεων. Τα ανώριμα άτομα επιδίδονται σε αυτόν όσο οι ενήλικες, αλλά οι επιθέσεις εναντίον τους είναι περισσότερες από τα ενήλικα άτομα. Όταν οι σολομοί και οι πέστροφες πεθαίνουν τον χειμώνα μετά το καλοκαίρι ωοτοκίας, οι ομάδες των θαλασσαετών του Στέλερ μπορεί να αναμιγνύονται με χρυσαετούς και (κοινούς) θαλασσαετούς για να εκμεταλλεύονται αυτήν την πηγή τροφής.

Ηθολογία

Επεξεργασία

Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, οι θαλασσαετοί του Στέλερ κουρνιάζουν ομαδικά, κατά πάσα πιθανότητα, κοντά στους χώρους σίτισής τους.

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Ο θαλασσαετός του Στέλερ κατασκευάζει πολλές φωλιές (eyries), που είναι ογκώδεις δομές από κλαδιά, με ύψος έως 150 εκατοστά και διάμετρο έως 250 εκ. Συνήθως, τις τοποθετούν ψηλά στα δέντρα και τα βράχια στα 15 έως 20 μ. πάνω από το έδαφος, -μερικές φορές, ειδικά σε δέντρα μέχρι 45 μ. Οι φωλιές απέχουν, συνήθως, 900 μ. μεταξύ τους.[14]

Οι ερωτοτροπίες αρχίζουν, συνήθως, μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου και, πιθανόν, συνίστανται απλώς από γυροπετάγματα πάνω από την περιοχή αναπαραγωγής.[13] Η συνεύρεση του ζευγαριού πραγματοποιείται στη φωλιά μετά την κατασκευή της. Η γέννα, που λαμβάνει χώρα Απρίλιο με Μάιο, αποτελείται από (1-) 2 (-3) λευκοπράσινα αβγά, διαστάσεων 78-85 Χ 57,5-64,5 χιλιοστών και βάρους 160 γραμμαρίων, είναι δηλαδή λίγο βαρύτερα από τα αβγά της άρπυιας.[13] Η επώαση διαρκεί 39-45 ημέρες, περίπου.

Οι νεοσσοί είναι ισχυρά φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Συνήθως, μόνον ο ένας (1) νεοσσός επιβιώνει μέχρι την ενηλικίωση, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι και τρεις θα πτερωθούν με επιτυχία. Οι αετιδείς πτερώνονται τον Αύγουστο ή στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το πτέρωμα των ενηλίκων αποκτάται σε ηλικία τεσσάρων ετών, αλλά η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται, κατά κανόνα, μετά από 1-2 χρόνια.[13][15]

Φυσικοί θηρευτές

Επεξεργασία

Τα αβγά και οι νεοσσοί πολύ μικρής ηλικίας μπορούν να θηρεύονται από διάφορα δενδρόβια θηλαστικά, όπως η ζιμπελίνα και η ερμίνα ή πουλιά, συνήθως κορακοειδή. Οποιοσδήποτε από αυτούς τους μικρούς αλλά ευφυείς θηρευτές, βασίζεται στην απόσπαση της προσοχής ή της απουσίας των γονέων για να λυμαίνεται τη φωλιά, ειδάλλως, εάν γίνει αντιληπτός θανατώνεται άμεσα από αυτούς. Μόλις, ωστόσο, φθάσουν περίπου στο μέγεθος των ενηλίκων, οι αετιδείς παύουν κατ’ ουσίαν να κινδυνεύουν, καθόσον πολύ λίγα αρπακτικά ζώα μπορεί να απειλήσουν το είδος. Εξαιρουμένης της ασιατικής μαύρης αρκούδας (Ursus thibetanus) -η οποία, ωστόσο, δεν έχει μέχρι στιγμής καταγραφεί ως θηρευτής-, δεν υπάρχουν άλλα σαρκοφάγα θηλαστικά ίσα ή μεγαλύτερα από το μέγεθος του θαλασσαετού του Στέλερ, που να μπορούν να σκαρφαλώνουν στα δέντρα, στη ζώνη καττανομής του είδους.[34] Πάντως, λόγω της θήρευσης των αβγών και της αποτυχίας στο φώλιασμα, μόνο το 45%-67% των αβγών εκκολάπτονται επιτυχώς μέχρι την ενηλικίωση των νεοσσών ενώ, κατόπιν, ποσοστό 25% των νεοσσών μπορεί να χαθεί.[14]

Απειλές και κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Το είδος προστατεύεται νομικά και, μάλιστα, έχει χαρακτηρισθεί ως «εθνικός θησαυρός» στην Ιαπωνία και, ως επί το πλείστον, απαντά σε προστατευόμενες περιοχές στη Ρωσία. Ωστόσο, πολλές απειλές για την επιβίωσή του εξακολουθούν να υφίστανται. Αυτές περιλαμβάνουν κυρίως τις μετατροπές χρήσης των οικοτόπων, τη βιομηχανική ρύπανση και την υπεραλίευση, η οποία με τη σειρά της προκαλεί μείωση των πηγών τροφής του πτηνού. Ο σημερινός πληθυσμός του είδους εκτιμάται σε 5.000 άτομα, αλλά μειώνεται.[4]

Έχει παρατηρηθεί ότι, οι πρόσφατες μεγάλες πλημμύρες, οι οποίες μπορεί να είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής, προκαλούν σχεδόν πλήρη αποτυχία ωοτοκίας για τους πληθυσμούς που φωλιάζουν στα ποτάμια της Ρωσίας, λόγω του ότι παρεμποδίζεται η αλίευση ψαριών από τους γονείς, απαραίτητη για την επιβίωση των νεοσσών.[28] Επίσης, υπάρχουν συνεχείς διώξεις του πτηνού στη Ρωσία, λόγω της συνήθειάς του να κλέβει γουνοφόρα ζώα από τις παγίδες.[14] Λόγω της έλλειψης άλλων θηραμάτων σε ορισμένες περιοχές, οι θαλασσαετοί στο Χοκάιντο έχουν μετακινηθεί προς το εσωτερικό και καταναλώνουν πυροβολημένα ελάφια, εκτιθέμενα έτσι στον κίνδυνο της δηλητηρίασης από μόλυβδο μέσω της κατάποσης των σκαγίων.

Στην Καμτσάτκα, μόλις 320 ζευγάρια θαλασσαετών του Στέλερ έχουν καταγραφεί. Επιπλέον, 89 περιοχές ωοτοκίας δεν παρακολουθούνται. Στα βουνά του Koryakan και κατά μήκος του κόλπου Penshina, πάνω από 1.200 ζευγάρια αναπαράγονται με τουλάχιστον 1.400 ανώριμα άτομα. Περίπου 500 ζεύγη ζουν στην περιοχή Khabarovsk της ακτής Okhostsk και 100 στα νησιά Shantar. Άλλα 600 ζευγάρια απαντούν στον κάτω ρου του ποταμού Αμούρ. Περίπου 280 ζευγάρια ζουν στη Σαχαλίνη και μερικά στα νησιά Κουρίλες. Ο συνολικός πληθυσμός είναι περίπου 3.200 ζευγάρια αναπαραγωγής. Ενδεχομένως, έως 3.500 πουλιά διαχειμάζουν στην Καμτσάτκα, και περίπου 2.000 στο Χοκάιντο.

Παρόλο, που σε γενικές γραμμές, οι προοπτικές είναι μάλλον ευνοϊκές, το είδος αξιολογείται ως Τρωτό (VU) από την IUCN.[35]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Howard and Moore, 4th ed.
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175423
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 http://www.iucnredlist.org/details/full/22695147/0
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2015. 
  6. 6,0 6,1 http://www.hbw.com/species/white-tailed-sea-eagle-haliaeetus- pelagicus
  7. Kaiser
  8. http://news.bbc.co.uk/earth/hi/earth_news/newsid_9036000/9036698.stm
  9. Wink et al
  10. Whitfield et al
  11. Mcgrady et al, 2003
  12. 12,0 12,1 12,2 adw
  13. 13,00 13,01 13,02 13,03 13,04 13,05 13,06 13,07 13,08 13,09 13,10 13,11 13,12 Brown & Amadon
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 14,7 http://fadr.msu.ru/o-washinet/spsynop.html
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 Ferguson-Lees & Christie
  16. Tabaranza
  17. 17,0 17,1 Tingay & Katzner
  18. 18,0 18,1 18,2 Ladyguin
  19. 19,0 19,1 Masterov
  20. Dementev & Gladkov
  21. Dunning
  22. Saito
  23. Gamauf et al
  24. http://polarconservation.org/education/arctic-animals/arctic-birds/raptors/stellers-sea-eagle[νεκρός σύνδεσμος]
  25. Wood
  26. Nakagawa
  27. 27,0 27,1 Utechina et al
  28. 28,0 28,1 Potapov et al (b)
  29. 29,0 29,1 29,2 Utekhina et al
  30. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2015. 
  31. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2015. 
  32. Ueta et al
  33. BirdLife International (2003). BirdLife's online World Bird Database: the site for bird conservation. Version 2.0. Cambridge, UK: BirdLife International
  34. Mcgrady et al, 1999
  35. http://www.iucnredlist.org/details/[νεκρός σύνδεσμος] full/22695147/0
  • http://animaldiversity.org/site/accounts/information/Haliaeetus_pelagicus.html (adw)
  • Brown Leslie & Dean Amadon Eagles, Hawks and Falcons of the World. The Wellfleet Press (1986), ISBN 978-1555214722.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Collar, N. J.; Butchart, S. H. M. 2013. Conservation breeding and avian diversity: chances and challenges. International Zoo Yearbook.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dunning John B. Jr. CRC Handbook of Avian Body Masses, 2nd Edition CRC Press (2008), ISBN 978-1-4200-6444-5.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Gamauf, A., Preleuthner, M. and Winkler, H. (1998). Philippine Birds of Prey: Interrelations among habitat, morphology and behavior (PDF). The Auk 115 (3): 713–726. doi:10.2307/4089419.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Kaiser, M. (2010). A living specimen of the dark form of Steller’s Sea Eagle, Haliaeetus pelagicus ("niger") in captivity. J. Orn. Online. doi:10.1007/s10336-010-0580-2
  • Ladyguin, Alexander (2000). The morphology of the bill apparatus in the Steller’s Sea Eagle. First Symposium on Steller’s and White-tailed Sea Eagles in East Asia pp. 1–10; Ueta, M. & McGrady, M.J. (eds.) Wild Bird Society of Japan
  • Masterov, V. B. (2000). Postnatal development of Steller’s sea eagles in East Asia. In First symposium on Steller’s and white-tailed sea eagles in East Asia. Wild Bird Society of Japan, Tokyo (pp. 17-28).
  • McGrady, M.J., E. Potapov, and I. Utekhina. (1999). Brown Bear (Ursus arctos) feeds on Steller's Sea-eagle (Haliaeetus pelagicus) nestling. Journal of Raptor Research 33:342–343.
  • Mcgrady, M.J., Ueta, M., Potapov, E. R., Utekhina, I., Masterov, V., Ladyguine, A., & Seegar, W.S. (2003). Movements by juvenile and immature Steller's Sea Eagles Haliaeetus pelagicus tracked by satellite. Ibis 145(2): 318-328.
  • Nakagawa, H. Steller's Sea Eagle. Bird Research News, 2009.2.24, pp. 2-3.
  • Potapov, E.; Utekhina, I.; McGrady, M.; Rimlinger, D. 2010. Low breeding success of Steller's Sea Eagles in Magadan District (Russia) in 2009: start of a decline? Raptors Conservation 18: 163-165. (a)
  • Potapov, E., U. Irina, M. McGrady, and D. Rimlinger. (2010). (Abstract) Source-sink populations of the Steller's Sea Eagles (Haliaeetus pelagicus) in the northern part of the Sea of Okhotsk: ecological traps and their conservation implications. P.32 in S. Gombobaatar, R. Watson, M. Curti, R. Yosef, E. Potapov, and M. Gilbert (eds.) Asian raptors: science and conservation for present and future: The proceedings of the 6th International Conference on Asian Raptors. Asian Raptor Research and Conservation Network, Mongolian Ornithological Society, and National University of Mongolia, Ulaanbaatar, Mongolia. (b)
  • Saito, K. (2009). Lead poisoning of Steller’s Sea-Eagle (Haliaeetus pelagicus) and White-tailed Eagle (Haliaeetus albicilla) caused by the ingestion of lead bullets and slugs, Hokkaido Japan. In RT Watson, M. Fuller, M. Pokras, and WG Hunt (Eds.). Ingestion of Lead from Spent Ammunition: Implications for Wildlife and Humans. The Peregrine Fund, Boise, Idaho, USA.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Tabaranza, Blas R., Jr. (2005-01-17). The largest eagle in the world. Haribon Foundation. Retrieved 2012-09-23.
  • Tingay, R. E., & Katzner, T. E. (Eds.). (2010). The eagle watchers: Observing and conserving raptors around the world. Cornell University Press.
  • Ueta, M.; McGrady, M. J.; Nakagawa, H.; Sato, F.; Masterov, V. B. 2003. Seasonal change in habitat use in Steller's sea eagles. Oryx 37: 110-124
  • Utekhina, I., Potapov, E., & McGrady, M. J. (2000). Diet of the Steller’s Sea Eagle in the northern Sea of Okhotsk. In First Symposium on Steller’s and White-tailed Sea Eagles in East Asia. Tokyo, Japan: Wild Bird Society of Japan (pp. 71-92).

.*Whitfield, D.P., Duffy, K., McLeod, D.R., Evans, R.J., MacLennan, A.M., Reid, R., & Douse, A. (2009). Juvenile dispersal of white-tailed eagles in western Scotland. Journal of Raptor Research 43(2): 110-120.

  • Wink, M.; Heidrich, P.; Fentzloff, C. (1996). A mtDNA phylogeny of sea eagles (genus Haliaeetus) based on nucleotide sequences of the cytochrome b gene (PDF). Biochemical Systematics and Ecology 24 (7–8): 783–791. doi:10.1016/S0305-1978(96)00049-X.
  • Wood, Gerald (1983). The Guinness Book of Animal Facts and Feats. ISBN 978-0-85112-235-9.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dementev, G., & Gladkov, N.A. (1954). Ptitsy Sovetskogo Soyuza [The Birds of Soviet Union] . Sovetskaya Nauka, Moskva, 5, 803.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Σταύρακας Λευτέρης & Σπύρος Σκαρέας: Τα πουλιά της Αττικής, WildGreece Editions, 2015
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»