Θεοδόσιος Α΄
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Ο Θεοδόσιος Α΄ (Flavius Theodosius Augustus[1], 11 Ιανουαρίου 347 – 17 Ιανουαρίου 395), γνωστός και ως Μέγας Θεοδόσιος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 379 έως το 395, ως ο τελευταίος αυτοκράτορας τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό ήμισυ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πριν χωριστούν τα δύο αυτά ημίσεα. Αφού αποδέχθηκε το θρόνο, αγωνίστηκε εναντίον των Γότθων και άλλων βαρβάρων που εισέβαλαν στην αυτοκρατορία.
Θεοδόσιος Α΄ | |
---|---|
Επιγρ.: D N THEODOSIVS PE AVG. | |
Περίοδος | 19 Ιανουαρίου 379 – 17 Ιανουαρίου 395 |
Προκάτοχος | Ουάλης |
Διάδοχος | Φλάβιος Ονώριος στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Αρκάδιος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Γέννηση | 11 Ιανουαρίου 347 Κόκα, Ισπανία |
Θάνατος | 17 Ιανουαρίου 395 (48 ετών) Μιλάνο, Ιταλία |
Τόπος ταφής | Ναός των Αγίων Αποστόλων (Κωνσταντινούπολη) |
Σύζυγος | Αιλία Φλασίλλα Γάλλα |
Επίγονοι | Αιλία Πουλχερία Αρκάδιος Φλάβιος Ονώριος Γρατιανός Γάλλα Πλακιδία Ιωάννης |
Οίκος | Δυναστεία του Θεοδοσίου |
Πατέρας | Κόμης Θεοδόσιος |
Μητέρα | Θερμαντία |
Θρησκεία | Νικαιώτικος Χριστιανισμός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Βασίλευσε ως συναυτοκράτορας αρχικά με το Γρατιανό και Ουαλεντινιανό Β΄ μέχρι το 383, στη συνέχεια μόνο με τον Ουαλεντινιανό Β΄ και από το 392 και μετά με συναυτοκράτορα τον γιο του Αρκάδιο. Υπήρξε ικανότατος στρατιωτικός αλλά ουσιαστικά άσκησε τη διοίκηση της αυτοκρατορίας όσο ο Ουαλεντινιανός Β' ήταν ανήλικος. Παντρεύτηκε αρχικά τη Φλασίλλα με την οποία απέκτησε τον Αρκάδιο, τον Ονώριο και την Αιλία Πουλχερία και αργότερα την αδερφή του Ουαλεντινιανού Γάλλα ή Γκάλλα, κόρη της Ιουστίνας από την οποία απέκτησε την Γάλλα Πλακιδία, ή Γκάλλα Πλακιντία.
Η πολιτική του Θεοδοσίου
ΕπεξεργασίαΗ διακυβέρνησή του
ΕπεξεργασίαΟ Θεοδόσιος αντιμετώπισε επιτυχώς τις βαρβαρικές εισβολές, τη διείσδυση Γότθων κ.ά., οι οποίοι απειλούσαν ήδη την αυτοκρατορία με διάλυση (κάτι που για το δυτικό τμήμα του κράτους έγινε πραγματικότητα εκατό περίπου χρόνια μετά), και στερέωσε την αυτοκρατορία παραδίδοντας στους απογόνους κράτος στα όρια αυτού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με στρατιωτική και οικονομική ισχύ και, ακόμη περισσότερο, ενιαία και ισχυρή πολιτειακή ιδεολογία.
Κατά την απουσία του Θεοδόσιου στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία και κατά την παραμονή του εκεί για επιβολή της ειρήνης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης στασίασε και σκότωσε τους στρατηγούς και τους μισθοφόρους Γότθους του αυτοκράτορα με τους οποίους ο Θεοδόσιος είχε κάνει συμφωνία για να σταματήσει τις επιθέσεις του, ο λαός έδεσε τα κορμιά τους στα άλογα και τους έσυρε στην πόλη για να τους εξευτελίσει τότε ο Θεοδόσιος αγανάκτησε και ενώ μέγα πλήθος παρακολουθούσε τις Ιπποδρομίες διέταξε τους μισθοφόρους να σφάξουν τον άμαχο πληθυσμό. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα τραγικότερα σημεία της Βυζαντινής ιστορίας. Η επίθεση του Θεοδόσιου χαρακτηρίζεται πολιτική καθότι είχε έρθει σε συμφωνία με τους Γότθους για να σταματήσουν οι καταστροφικές επιδρομές τους στην Ελλάδα και όχι θρησκευτική, καθότι η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη το κέντρο του Χριστιανισμού στην βόρεια Ελλάδα έπειτα από την πρώτη αποστολή του Παύλου εκεί το 54 μ.Χ. Γι’ αυτό άλλωστε και στην αρχή ο Μέγας Κωνσταντίνος θέλησε να κάνει πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τη Θεσσαλονίκη, την οποία μάλιστα αποπεράτωσε και μερικά έργα οχύρωσης, μέχρις ώσπου να επιλέξει εν τέλει το Βυζάντιο ως νέα πρωτεύουσα.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας δηλώνοντας «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη [...] να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες.[2][3] Στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών»[4] με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην Εθνική Θρησκεία. Στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των Θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους Ναούς.[5]
Το 384 διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα ειδωλολατρικών Ιερών[6][7] και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου του 391 ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε ειδωλολατρικούς ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους».[8] Ως συνέπεια της διογκούμενης έλλειψης ανεκτικότητας, το 392 καταστράφηκε ο μεγάλος ναός του Σέραπι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις προς τα παγανιστικά ιερατεία, ενώ αυξήθηκε η οχλοκρατική βία εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων με την υποκίνηση των μοναχών.[9]
Στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου του 394 εξουδετέρωσε τα στρατεύματα υπό τους Βίριο Νικόμαχο Φλαβιανό και Αρβογάστη, τα οποία είχαν την υποστήριξη της παγανιστικής πλειοψηφίας της ρωμαϊκής Συγκλήτου, νικώντας τον στρατό τους στη φονική μάχη του Φρίγδου και εξοντώνοντας μετά όλους τους πρωτεργάτες της ανταρσίας. Τα χριστιανικά στρατεύματα θεώρησαν αυτή τη νίκη ως σημείο στροφής καθώς ο Θεός είχε εκδηλώσει την οργή του κατά των παγανιστών.
Η βασιλεία του Θεοδοσίου δεν παρουσιάζει συνταρακτικές επιτυχίες, ωστόσο ήλθε σε εποχή εξαιρετικά δύσκολη για την Αυτοκρατορία, και συνετέλεσε αποφασιστικά στη διάσωσή της. Ήταν ικανός στρατηλάτης και διπλωμάτης και σε όλη την διάρκεια της βασιλείας του πολεμούσε συνεχώς με επιτυχία εναντίον εξωτερικών εχθρών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ακολούθησε αδιάλλακτη θρησκευτική πολιτική στη διάρκεια της οποίας έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Η αρχαία θρησκεία επέζησε βέβαια τουλάχιστον έως την εποχή του Ιουστινιανού.
Έως σήμερα είναι διαδεδομένη η άποψη ότι ο Μέγας Θεοδόσιος απαγόρευσε την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, με την αιτιολογία ότι είχαν πάρει πλέον μια καθαρά ωφελιμιστική κατεύθυνση, με επιδείξεις μονομάχων, θεάματα τσίρκων και εκτεταμένο επαγγελματισμό, θεάματα που ήταν ασύμβατα με την νοοτροπία του Χριστιανισμού. («Η μεγαλύτερη ευεργεσία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες», γράφει ο π. Γ. Μεταλληνός στο έργο του «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;», «ήταν η παύση τους [«στο πλαίσιο όμως της απαγορεύσεως κάθε εθνικής θρησκευτικής εκδηλώσεως», σημειώνει και παραπέμπει], όπως είχαν καταντήσει».) Σύμφωνα με έρευνες νεωτέρων βυζαντινολόγων (Howell, Robinson κ.ά.· βλ. και Κορομηλά Μαριάννα, «Εν τω Σταδίω»), όμως, δεν απαγόρευσε ο Μέγας Θεοδόσιος τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά απλώς απαγόρευσε τις θυσίες κατά τη διάρκειά τους. Μάλιστα, οι Αγώνες συνεχίστηκαν για περίπου 30 χρόνια ακόμη και ο λόγος που έσβησαν (όχι διεκόπησαν - οι συγκεκριμένοι ιστορικοί ομιλούν για φθορά και σβήσιμο) ήταν η έλλειψη χρημάτων (χορηγών) και κάποιες φυσικές καταστροφές, όπως η πυρκαγιά στον ναό της Ολυμπίας.
Πεθαίνοντας ο Θεοδόσιος τον Ιανουάριο του 395, σε ηλικία 50 ετών, κληροδότησε την αυτοκρατορία στους δύο γιους του: στον Αρκάδιο, το ανατολικό τμήμα και στον Ονώριο το δυτικό. Από τότε τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας ακολούθησαν διαφορετικές πορείες, γι’ αυτό πολλοί ιστορικοί θεωρούν το έτος 395 απαρχή της βυζαντινής ιστορίας.
Η θρησκευτική πολιτική του
ΕπεξεργασίαΟ Μέγας Θεοδόσιος κατά τα αρχικά έτη της διακυβέρνησής του, εφάρμοσε μια μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική, κυρίως λόγω της παρουσίας ουκ ολίγου πληθυσμού, που εξακολουθούσε ακόμα να έχει ως πίστη την «εθνική» θρησκεία. Σε κάθε περίπτωση, ενίσχυσε περαιτέρω την χριστιανική πίστη, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά με κάποια διάταξη το περιεχόμενο της πολιτικής αντιμετώπισης της «εθνικής» θρησκείας, με εξαίρεση το 383 όταν και απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας τους όποιον τελούσε προσφορές θυσιών. Λίγο νωρίτερα, το 380 σε συνεννόηση με το Γρατιανό, ο οποίος αν και δεν ήταν ο διάδοχος στο Δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας, κατείχε όμως στα χέρια του την εξουσία, είχε απαγορεύσει όλες τις θρησκείες πλην της χριστιανικής, που όμως λόγο της μετριοπαθούς πολιτικής του, δεν τις εξεδίωξε. Η μεγαλύτερη σπουδή του Θεοδοσίου αφορούσε κατά κύριο λόγο την αντιμετώπιση των αιρετικών ομάδων, δηλαδή όσων διαφωνούσαν με τις αποφάσεις της Ά Οικουμενικής συνόδου. Έτσι θέλοντας να εξουδετερώσει την εσωτερική διάσπαση του Χριστιανισμού, συγκάλεσε, όπως και ο Κωνσταντίνος, σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (Β’ Οικουμενική) το 381 για την καταπολέμηση των Αρειανών –που δεν είχαν εκλείψει– η οποία συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστης. Ο διορισμός ως επάρχου της Ανατολής, του Ματέρνου Κυνηγίου το 384, φαίνεται πως αποτέλεσε την αφετηρία πιέσεων στους εναπομείναντες «εθνικούς» και ειδωλολάτρες. Την ίδια εποχή κατά τον ιστορικό Σωκράτη, καταστραφήκαν πολλοί ναοί των εθνικών και ειδωλολατρών, κατά κύριο λόγο στην Αίγυπτο και τη Συρία, ενώ πολλοί άλλοι μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς. Ο Θεοδόσιος αντιλαμβανόμενος όμως ότι αυτή η πολιτική ήταν αδιέξοδη, φρόντισε με το θάνατο του Κυνηγίου το 388, να τον διαδεχθεί ο Ευτόλμιος Τατιανός, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα μετριοπαθής σε θρησκευτικά ζητήματα και ο οποίος με την άνοδό του στο επαρχιακό αξίωμα, έπαυσε πλήρως τους διωγμούς, ενώ με διατάγματα υπό την ονομασία του Θεοδοσίου, απαγόρευε τις καταστροφές ναών.
Η πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου όμως οξύνθηκε μετά από το 392 όταν στη Δύση ο Φλάβιος Ευγένιος και πολλοί αριστοκράτες εθνικοί, με προεξάρχοντα τον στρατηγό Αρβογάστη, στήριξαν υποψηφιότητα για τον Αυτοκρατορικό θρόνο, τον πρώην έμπιστο του Θεοδοσίου και εθνικό Νικόμαχο Φλαβιανό. Ο ίδιος μάλιστα αγωνίστηκε με πάθος για την αναβίωση της παλαιάς θρησκείας, φτάνοντας σε σημείο να υποσχεθεί, πως σε περίπτωση εκλογής του, θα μετατρέψει σε στάβλους το χριστιανικό ναό του Αμβροσίου. Η αντιπαράθεση αυτή έφτασε σε πολεμική σύρραξη στον ποταμό Φρίγδο της Ακυληίας, με αποτέλεσμα τη συντριβή των δυνάμεων του Αρβογάστη και του Νικόμαχου, οι οποίοι και αυτοκτόνησαν. Ο Θεοδόσιος συνέδεσε άρρηκτα τη νίκη αυτή με τον έναν Θεό των χριστιανών. Παρόλα αυτά με το πέρας της νίκης δεν έδειξε εκδικητικές διαθέσεις, αλλά με νέα διατάγματα ενίσχυσε και άλλο τη θέση του Χριστιανισμού στην αυτοκρατορία, όντας πανίσχυρος, μεταξύ 392 και 394. Σήμερα επίσης πιστεύεται ότι δεν εξέδωσε διάταγμα επί των ημερών του, για παύση των Ολυμπιακών αγώνων, όπως πολλοί του αποδίδουν. Εν τέλει ο Μέγας Θεοδόσιος με τη θρησκευτική πολιτική του, καθόρισε την εξαιρετική θέση της Εκκλησίας στις δομές της λειτουργίας της αυτοκρατορίας, επιβάλλοντας το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΝυμφεύτηκε πρώτα το 376 την Αιλία Φλασίλλα, Ισπανο-Ρωμαία και είχε τέκνα:
- Αρκάδιος 377-408, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων στην Ανατολή.
- Ονώριος 384-423, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων στη Δύση.
- Αιλία Πουλχερία 385-386, απεβ. 1 έτους.
Έπειτα ο Θεοδόσιος Α΄ έκανε δεύτερο γάμο το 387 με τη Γάλλα, κόρη του Βαλεντινιανού Α΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων στη Δύση και είχε τέκνα:
- Γρατιανός.
- Γάλλα Πλακιδία 388/9-392/3, παντρεύτηκε πρώτα τον Αταούλφο ηγεμόνα των Βησιγότθων και μετά τον Κωνστάντιο Γ΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων στη Δύση.
Υποσημειώσεις
Επεξεργασία- ↑ Στα κλασικά λατινικά, το όνομα του Θεοδόσιου θα αναγραφόταν ως FLAVIVS THEODOSIVS AVGVSTVS.
- ↑ Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.1.2. Διαθέσιμο το απόσπασμα στα λατινικά εδώ, στον ιστότοπο ancientrome.ru.
- ↑ Παναγιώτης Δρακόπουλος, Μεσαίωνας - Ελληνικός και Δυτικός (Φιλοσοφία και προφητεία), εκδ. Παρουσία, Αθήνα 2002. Διαθέσιμο απόσπασμα εδώ, στον ιστότοπο myriobiblos.gr Αρχειοθετήθηκε 2020-02-05 στο Wayback Machine..
- ↑ Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.7.1. Διαθέσιμο το απόσπασμα στα λατινικά εδώ, στον ιστότοπο ancientrome.ru.
- ↑ Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.10.7. Διαθέσιμο το απόσπασμα στα λατινικά εδώ, στον ιστότοπο ancientrome.ru.
- ↑ «Εάν κάποια αγάλματα βρίσκονται ακόμη μέσα στους Ναούς και τα Ιερά και έχουν δεχθεί ή δέχονται ακόμη την λατρεία των ειδωλολατρών, όπου κι αν συμβαίνει αυτό, θα ξεριζωθούν εκ θεμελίων, αναγνωρίζοντας ότι αυτό έχει διαταχθεί κατ' επανάληψη και πολύ συχνά. Τα ίδια τα κτίρια των Ναών που βρίσκονται μέσα σε πόλεις ή κωμοπόλεις, ή έξω από αυτές, θα παραδοθούν σε δημόσια χρήση και θα καταστραφούν οι ανά τόπους βωμοί». (Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.10.19. Διαθέσιμο το απόσπασμα στα λατινικά εδώ, στον ιστότοπο ancientrome.ru.) «Απαγορεύουμε σε εκείνους που έχουν μιαρές ειδωλολατρικές πεποιθήσεις να προσφέρουν τις καταραμένες τους θυσίες και να ασκούν όλες τις άλλες καταδικαστέες πρακτικές τους. Διατάσσουμε δε όλα τα Ιερά και οι Ναοί τους που στέκουν ακόμη, να καταστραφούν με πρωτοβουλία των τοπικών διοικητών και να εξαγνισθούν τα απομεινάρια τους με την ύψωση του σημείου της σεβαστής χριστιανικής θρησκείας. Όλοι ας γνωρίζουν ότι αν παραβάτης του παρόντος νόμου παραπεμφθεί με επαρκείς αποδείξεις ενώπιον δικαστού, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου». (Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.10.25. Διαθέσιμο το απόσπασμα στα λατινικά εδώ, στον ιστότοπο ancientrome.ru.)
- ↑ Σύμφωνα με τις παραπομπές του Κυρ. Σιμόπουλου και άλλων ερευνητών, συγκεκριμένο διάταγμα για κατεδάφιση Ελληνικών ναών (με μικρή σχετικά εφαρμογή στην πράξη και αυτού ακόμη) εξεδόθη από τον Αρκάδιο και μετά, όχι από τον Μέγα Θεοδόσιο.
- ↑ Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.10.10. Διαθέσιμο το απόσπασμα στα λατινικά εδώ, στον ιστότοπο ancientrome.ru.
- ↑ «Στο επίπεδο του λαού, οι πιο άσπονδοι εχθροί του παγανισμού ήταν οι μοναχοί. [...] Οι μοναχοί είχαν ενεργή συμμετοχή στις διαμάχες σχετικά με τα ορθά χριστιανικά δόγματα. [...] Οι μοναχοί δεν έδειχναν κανένα έλεος στους παγανιστές. Όταν οι όχλοι κατέστρεφαν παγανιστικούς ναούς, οι μοναχοί ήταν συνήθως στον πυρήνα τους». (James Allan Evans, The Emperor Justinian and the Byzantine Empire, Greenwood Press, 2005, σελ. xxvii, xxviii)
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Γιάτσης Σωτήρης, Η σφαγή στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης το 390 μ.Χ. Ένα πολιτικό έγκλημα του Θεοδοσίου Α΄, Εώα και Εσπερία, τομ. 6 (2004-2006),σελ.211-232
- Runciman Steven Sir, «Βυζαντινός πολιτισμός», εκδ. Γαλαξίας-Ερμείας.
- Γιανναράς Χρήστος, «Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα», εκδ. Δόμος, 1992.
- Μεταλληνός Γεώργιος, «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;», εκδ. Αρμός, 2003.
- Μαριάννα Κορομηλά, «Εν τω Σταδίω», εκδ. Άγρα, 2004.
- Ρωμανίδης Ιωάννης, «Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη», εκδ. Πουρνάρας, 2001.
- Χατζηφώτης Ιωάννης, «Ορθοδοξία και Αρχαίος Ελληνισμός», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998.
- Κιτσίκης Δημήτρης, «Το Βυζαντινό πρότυπο διακυβερνήσεως και το τέλος του κοινοβουλευτισμού», εκδ. Έσοπτρον, 2001.
- Γεωργαλάς Γεώργιος, «Χριστιανισμός και Ελληνικότης», εκδ. Πελασγός, 2001.
- Γεωργαλάς Γεώργιος, «Ειδωλομάχοι και χριστιανομάχοι», εκδ. Ερωδιός, 2003.
- Γεωργαλάς Γεώργιος, «Αντιβυζαντινισμός», εκδ. Ερωδιός, 2005.
- Σακκέτος Άγγελος, «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός», εκδ. Δημιουργία, 2000.
- Σιμόπουλος Κυριάκος, «Ο μύθος των Μεγάλων της Ιστορίας», Αθήνα, 1995
- Pharr C., «The Theodosian Code», Princeton, 1952
- Milman Henry Hart, «History of Christianity to the Abolition of Paganism in the Roman Empire », τόμοι 2 και 3, London, 1840
- Klein Richard, «Symmachus, eine tragische Gestalt des ausgehenden Heidentums», Darmstadt, 1971
- Ρασσιάς Βλάσης, «Μια.. Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία της χριστιανικής επικρατήσεως», τόμος Α (έτος 0 -400), Αθήνα, 2004
- Καμάρα Αφροδίτη, επιμ., «Η Αντιπαγανιστική Νομοθεσία Της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μέσα Από Τους Κώδικες», Αθήνα 2000
- Chuvin Pierre, «A Chronicle of the Last Pagans», New York, 1990
- Deschner Karlheinz, «Η Εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού», τόμοι Α και Β, Αθήνα, 2004
- Chuvin Pierre, «Χρονικό των τελευταίων Εθνικών», Θεσσαλονίκη, 2004
- «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ΤΟΜΟΙ Ζ', Η', Θ' εκδ. «ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ»
- Εγκ. «Πάπυρος-Larousse-Britannica», λήμμα: «Θεοδόσιος»
- Βλασίου Φειδά «Εκκλησιαστική Ιστορία», Αθήνα, 2002