Ο κοκκινολαίμης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Erithacus rubecula και περιλαμβάνει 9 υποείδη.[3][4] Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Erithacus rubecula rubecula (Linnaeus, 1758).[3]

  • Ο κοκκινολαίμης, από τα χαρακτηριστικότερα ωδικά πτηνά της ελληνικής και ευρωπαϊκής ορνιθοπανίδας, αποτελεί κόσμημα για τους κήπους και τα πάρκα σε όλες τις περιοχές κατανομής του. Είναι, από τα πιο κοινά πτηνά σε όλες τις χώρες όπου απαντά και, από τα πλέον αγαπητά, όχι μόνον για τα όμορφα χρώματά του, αλλά κυρίως για το δυνατό και μελωδικό τραγούδι του (βλ. Φωνή).
Κοκκινολαίμης
Ενήλικος κοκκινολαίμης (φωτογραφία με διάκριση)
Ενήλικος κοκκινολαίμης (φωτογραφία με διάκριση)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Μυιοθηρίδες (Muscicapidae)
Υποοικογένεια: Σαξικολίνες (Saxicolinae) [2]
Γένος: Ερίθακος (Erithacus) (Cuvier, 1800) M
Είδος: E. rubecula
Διώνυμο
Erithacus rubecula (Ερίθακος ο ερυθρόλαιμος) [1] [iii]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Erithacus rubecula caucasicus
Erithacus rubecula hyrcanus
Erithacus rubecula melophilus
Erithacus rubecula rubecula [i]
Erithacus rubecula sardus
Erithacus rubecula superbus
Erithacus rubecula tataricus
Erithacus rubecula valens
Erithacus rubecula witherbyi

Κοκκινολαίμης (Erithacus Rubecula) στην Εορδαία.

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Μεγάλη πορτοκαλί περιοχή στον λαιμό και το στήθος

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού Επεξεργασία

  • Ανοδική ↑ [5]

Ονοματολογία Επεξεργασία

Η ετυμολογία των λέξεων erithacus και rubecula παραπέμπουν αμφότερες στο κύριο μορφολογικό στοιχείο του πτηνού, τον (πορτοκαλο)κόκκινο λαιμό του.

Η επιστημονική ονομασία του γένους Erithacus, αποτελεί μεσαιωνική (νεο-)λατινική ονομασία του ίδιου του πτηνού «κοκκινολαίμης».[6] Η προέλευση είναι ελληνική, εκ του ερίθακος < έριθος «ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις» (αγνώστου ετυμολογίας) και εμφανίζεται και με τους παραλλήλους τύπους εριθεύς και ερίθυλος.[7] [ii] Ωστόσο, υπάρχει και η εκδοχή, ο όρος να σχετίζεται με τον αρχαίο τύπο ερεύθω «χρωματίζω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω» (πρβλ. το πρόσωπον ερεύθει, Ιπποκρ.), που παραπέμπει στο χαρακτηριστικό χρώμα του πτηνού. Μάλιστα, η συγκεκριμένη εκδοχή ίσως είναι πιθανότερη, [εκκρεμεί παραπομπή] διότι ετυμολογικά συνδέεται με τον τύπο της αρχαίας ισλανδικής rjōđa «ματώνω» και της αρχαίας αγγλικής rēodan «βάφω κάτι κόκκινο», που ανάγονται στην ινδοευρ. ρίζα reudh- «κόκκινος»,[8] δηλαδή με σημασία που παραπέμπει, επίσης, στο χρώμα του πτηνού.

Ο όρος rubecula, στην επιστημονική ονομασία του είδους, είναι υποκοριστικό μεγέθους (diminutive) της λέξης ruber «ερυθρός»[9] (πρβλ. frater > fratercula «φρατέρκουλα». Επομένως, η ακριβής απόδοση είναι το χαϊδευτικό «κοκκινάκος, κοκκινούλης» που, όμως δεν έχει καθιερωθεί ως λόγια απόδοση στην ελληνική γλώσσα. [iii] Η ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού, «κοκκινολαίμης», παραπέμπει στο χαρακτηριστικό χρώμα του λαιμού του. Η προέλευση της λέξης είναι, πιθανότατα, άμεση απόδοση της αγγλικής [robin] redbreast -όπως είναι η πλήρης ονομασία του πτηνού-, αλλά χρησιμοποιείται μόνο το α’ συνθετικό.[10] Ωστόσο, η ακριβής μετάφραση θα έπρεπε να είναι «κοκκινοστήθης», που απαντά ως μία (1) από τις ελληνικές λαϊκές ονομασίες του πτηνού (βλ. Άλλες ονομασίες), αλλά έχει επικρατήσει ευρέως το «κοκκινολαίμης».[11]

Οι περισσότερες λαϊκές ονομασίες στις διάφορες γλώσσες έχουν, επίσης, ως συνθετικό τη λέξη «κόκκινος», π.χ.: rouge-gorge (γαλλ.), Rotkehlchen (γερμ.), petirrojo (ισπ.), pettirosso (ιταλ.), roodborstje (ολλανδ.), κ.ο.κ.[12][13]

  • Το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα του στήθους του κοκκινολαίμη, δεν έδωσε την -ορθή- ονομασία «πορτοκαλολαίμης» (sic) στο πτηνό, διότι στη μεσαιωνική Αγγλία, όπου πρωτοεμφανίστηκε η ονομασία του, το πορτοκαλί χρώμα ήταν ακόμη άγνωστο ως όρος. Μάλιστα, για πρώτη φορά αναφέρεται το συγκεκριμένο χρώμα, από την εποχή που εισήχθησαν στη χώρα τα πρώτα πορτοκάλια, γύρω στον 15ο αιώνα. Από την αγγλική γλώσσα δανείστηκαν την ονομασία οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ως εκ τούτου, η αρχική -λανθασμένη ονομασία- παρέμεινε ως είχε.[10]

Συστηματική Ταξινομική Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο ως Motacilla rubecula (Σουηδία, 1758).[14] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, από τον Γάλλο φυσιοδίφη και ζωολόγο Ζορζ Κυβιέ (Georges Cuvier, 1769-1832) το 1800.[15]

Το γένος Erithacus, παλαιότερα, ταξινομείτο στην οικογένεια Turdidae μαζί με τις τσίχλες, ωστόσο μοριακά δεδομένα υποστήριξαν την άποψη ότι το γένος πρέπει να ταξινομηθεί στην οικογένεια Muscicapidae, κάτι που έγινε αποδεκτό. Ωστόσο, το γένος Erithacus, κατ’ άλλους ερευνητές είναι μονοτυπικό δεν περιλαμβάνει, δηλαδή, περαιτέρω κατώτερες ιεραρχικά ταξινομικές μονάδες,[2] κατ’ άλλους, όμως, περιλαμβάνει δύο είδη ακόμη, τα Erithacus akahige και E. komadori.[16] Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη διευθέτηση του προβλήματος, δεδομένου ότι τα δύο αυτά είδη είναι πολύ απομακρυσμένα γεωγραφικά (Ιαπωνία, Άπω Ανατολή), από τον «τυπικό» κοκκινολαίμη και πλησιάζουν περισσότερο προς τα αηδόνια (Luscinia spp. ).[17]

Οι πληθυσμοί των Καναρίων Νήσων Επεξεργασία

Μεγάλο ταξινομικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληθυσμοί των Καναρίων Νήσων. Συγκεκριμένα, είχε προταθεί, οι πληθυσμοί των δύο μεγάλων νησιών να γίνουν ξεχωριστά είδη: E. superbus, στην Τενερίφη και E. marionae στην Γκραν Κανάρια, εξ αιτίας σημαντικής γενετικής απομόνωσης. Πράγματι, δεδομένα b κυτοχρωμικής ακολουθίας και διαφορές στη φωνή[18] δείχνουν ότι, οι πληθυσμοί των δύο αυτών νησιών είναι διακριτοί και προήλθαν από «αποικισμό» ηπειρωτικών πληθυσμών, περίπου 2 εκατ. χρόνια πριν, πρώτα στην Γκραν Κανάρια και κατόπιν στην Τενερίφη.[19] Επίσης, αρχικές μετρήσεις έδειξαν μεγαλύτερες πτέρυγες κατά 10% στα πουλιά της Τενερίφης.[20] Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, βασίζεται ακόμη σε μικρό επίπεδο διαφοροποίησης και τυχόν ταξινομική διάκριση μεταξύ των πληθυσμών πιθανότατα δεν δικαιολογείται, χωρίς περαιτέρω επιβεβαιωμένες διαφορές στους μορφολογικούς χαρακτήρες,[14] οπότε οι δύο πληθυσμοί παρέμειναν ως υποείδος (E. r. superbus) (βλ. και Γεωγραφική κατανομή υποειδών). Γενικότερα, η γεωγραφική διαφοροποίηση μεταξύ των ευρωπαϊκών υποειδών είναι εξαιρετικά μικρή, με σημαντική υβριδοποίηση μεταξύ τους.

Σε αντίθεση με τους πληθυσμούς της Γκραν Κανάρια και της Τενερίφης, εκείνοι των Δ. Καναρίων φαίνεται να προήλθαν από πληθυσμούς μεταγενέστερους φυλογενετικά, αρχίζουν πρόσφατα να εξελίσσονται και μοιάζουν πολύ με εκείνους της ηπειρωτικής Ευρώπης, γι’ αυτό και παραμένουν στο ίδιο υποείδος (E. r. rubecula) με αυτούς.[10]

Τέλος, δεν αποτελεί έκπληξη ότι, οι πληθυσμοί των νήσων Φουερτεβεντούρα και Λανθαρότε είναι εκείνοι της ηπειρωτικής Ευρώπης (E. r. rubecula), δεδομένου ότι δεν αναπαράγονται στα νησιά και, πηγαίνουν εκεί για να διαχειμάσουν.[19]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών Επεξεργασία

 
Γεωγραφική κατανομή του είδους Erithacus rubecula Πράσινο = όλο το έτος (επιδημητικό), Κίτρινο = καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = περιοχές διαχείμασης

Το είδος εμφανίζει φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο (Ευρασία και Αφρική), όπου απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης (επιδημητικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, διαχειμάζον και μεταναστευτικό πτηνό).

Γενικά, εξαπλώνεται στην Ευρασία, από την ακτή του Ατλαντικού μέχρι τη Δ. Σιβηρία και στη Β. Αφρική, από το Μαρόκο έως την Αίγυπτο. Δεν έχει αναφερθεί από την Ισλανδία, αλλά στα βόρεια φθάνει μέχρι τις απώτατες ακτές της Νορβηγίας. Οι προσπάθειες για την εισαγωγή του κοκκινολαίμη στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία στο τελευταίο μέρος του 19ου αιώνα, ήσαν ανεπιτυχείς. Τα πουλιά απελευθερώθηκαν γύρω από τη Μελβούρνη, το Ώκλαντ, το Κράιστσερτς, το Ουέλινγκτον και το Ντάνεντιν, από διάφορες τοπικές Οργανώσεις Εγκλιματισμού (Acclimatisation Societies), ουδείς πληθυσμός, ωστόσο, εδραιώθηκε. Παρόμοια κατάληξη είχαν προσπάθειες στη Βόρεια Αμερική, μετά από απελευθέρωση πληθυσμών στο Λονγ Άιλαντ (Long Island) της Νέας Υόρκης το 1852, το Όρεγκον (1889 – 1892), και το Saanich στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά, το 1908 – 1910.[21]

Στην Ευρώπη, ο κοκκινολαίμης είναι καθιστικό πτηνό σε μεγάλο μέρος της ηπείρου (δυτικά, κεντρικά και νότια), ενώ έρχεται το καλοκαίρι για να αναπαραχθεί σε μεγάλο μέρος της ανατολικής ηπείρου και στη Σκανδιναβία. Ωστόσο, στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και της Αδριατικής, έρχονται διαχειμάζοντες πληθυσμοί.

Στην Ασία, το είδος έχει μικρή εξάπλωση, φθάνοντας μέχρι τη Μέση ανατολή και το Ιράν στα ανατολικά και, μέχρι το Κατάρ στα νότια (καθιστικοί και διαχειμάζοντες πληθυσμοί). Ανατολικά εξαπλώνεται μέχρι τις βορειοδυτικές παρυφές των Ορέων Αλτάι (αναπαραγόμενοι καλοκαιρινοί πληθυσμοί).

Τέλος, η Αφρική αποτελεί τόπο μόνιμης παρουσίας αλλά και διαχείμασης του είδους μόνο στις παραμεσόγειες χώρες, ενώ νότια φθάνει μέχρι το κέντρο της Αλγερίας, περίπου.[22]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Erithacus rubecula caucasicus Α Τουρκία, Τρανσκαυκασία Μέση Ανατολή
2 Erithacus rubecula hyrcanus ΝΑ Αζερμπαϊτζάν, Β Ιράν Μέση Ανατολή
3 Erithacus rubecula melophilus Βρετανικά Νησιά ΝΔ Ευρώπη
4 Erithacus rubecula rubecula Ηπειρωτική Ευρώπη, ανατολικά προς Ουράλια Όρη και Δ Μικρά Ασία, ΒΔ Μαρόκο, Δ Κανάρια, Μαδέρα και Αζόρες Δ και Ν Ευρώπη και ΒΑ Αφρική Είναι το κύριο ευρωπαϊκό υποείδος. Οι πληθυσμοί των Αζορών και της Μαδέρα, από κάποιοιους ερευνητές θεωρούνται ως ξεχωριστό υποείδος (E. r. microrhynchos)
5 Erithacus rubecula sardus Ν Ισπανία, Κορσική, Σαρδηνία Αμφισβητείται και τοποθετείται μαζί με το 4
6 Erithacus rubecula superbus Κ Κανάρια (Τενερίφη, Γκραν Κανάρια) Ενδημικό στα νησιά Έντονος, λευκός οφθαλμικός δακτύλιος και έντονα χρωματισμένο στήθος που διαχωρίζεται από τον καφετί χρωματισμό του υπολοίπου σώματος με πλατύ γκρίζο περιθώριο. Η κοιλιά είναι εντελώς λευκή.
6 Erithacus rubecula tataricus Ουράλια Όρη και ΝΔ Σιβηρία ΝΔ Ασία Πιο ανοικτόχρωμο πτέρωμα από το 4, με γκρίζα άνω επιφάνεια και πιο «θαμπό» πορτοκαλί στο στήθος
8 Erithacus rubecula valens Ν Κριμαία Ενδημικό στην περιοχή
9 Erithacus rubecula witherbyi Β Αλγερία, Β Τυνησία Ενδημικό στην περιοχή Μοιάζει με το 3 αλλά έχει μικρότερες πτέρυγες

Πηγές:[23][24]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά Επεξεργασία

Ο κοκκινολαίμης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μερικώς μεταναστευτικό είδος, με μεγάλο τμήμα των πληθυσμών του να παραμένει στην ίδια περιοχή (κυρίως στα νότια και νοτιοανατολικά), καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και, με το υπόλοιπο τμήμα να πραγματοποιεί καλοκαιρινά ταξίδια για να φωλιάσει, είτε φθινοπωρινά για ξεχειμώνιασμα (κυρίως στα βορειοανατολικά του φάσματος κατανομής).

Ωστόσο, ακόμη και οι καθιστικοί (επιδημητικοί) πληθυσμοί, πραγματοποιούν τοπικές μετακινήσεις, «κατεβαίνοντας» τον χειμώνα σε μικρότερα υψόμετρα. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι κοκκινολαίμηδες είναι πιο συνηθισμένοι στα πάρκα και τους κήπους των πόλεων, μετά το φθινόπωρο. Τα αρσενικά τείνουν να είναι πιο καθιστικά από τα θηλυκά. Τα ταξίδια πραγματοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας, ενώ οι τοπικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Οι κύριες περιοχές διαχείμασης βρίσκονται νότια και νοτιονατολικά σε όλη την Ευρώπη και τη ΒΔ. Αφρική, ωστόσο αρκετά πουλιά ακολουθούν τη γραμμή από τη Ν. Δανία στον Βόσπορο (Τουρκία), και από τη Ν. Σουηδία στη ΒΑ. Πολωνία. Οι πληθυσμοί της Κ. Ευρώπης μεταναστεύουν σε μεγάλο ποσοστό. Επίσης, παρατηρούνται αξιοσημείωτες συγκεντρώσεις στη λεκάνη της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών όπου δεν αναπαράγονται, π.χ. μέρη της Ιβηρικής, οι Δαλματικές ακτές, η Ν. Τουρκία και τα περισσότεροι νησιά της Μεσογείου.

Το φθινόπωρο πέρασμα πραγματοποιείται σε ευρύ μέτωπο, στην περιοχή της Βαλτικής από τα μέσα Αυγούστου έως τις αρχές Νοεμβρίου, με κορύφωση στα τέλη Σεπτεμβρίου και τον Οκτώβριο. Η αποδημία στα νότια φαίνεται να ξεκινάει λίγο αργότερα από ό, τι στο βορρά, καθώς επίσης και με ελαφρά τάση στους ενήλικες να φεύγουν αργότερα από τα νεαρά άτομα. Η άφιξη στους τόπους διαχείμασης στην Ανδαλουσία (Ισπανία) αρχίζει από τις αρχές Σεπτεμβρίου και κορυφώνεται τον Οκτώβριο, ενώ στη Β. Αφρική στα τέλη Σεπτεμβρίου (σπάνια από τα τέλη Αυγούστου), με μεγαλύτερη εισροή κατά το μήνα Οκτώβριο. Οι περισσότερες καταγραφές από τις οάσεις της Σαχάρας είναι από τα τέλη Δεκεμβρίου μέχρι τον Μάρτιο.

Η επιστροφή ξεκινάει ήδη από τις αρχές Φεβρουαρίου, κυρίως κατά μήκος των ακτών της Αλγερίας και του Μαρόκου. Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, τα πρώτα πουλιά φτάνουν στην Ελβετία και τη Ν. Γερμανία, (σπάνια στη Ν. Νορβηγία). Η κορύφωση της εαρινής μετανάστευσης είναι τον Μάρτιο, αλλά οι πληθυσμοί στα Ουράλια φθάνουν στις αρχές Μαΐου.[25]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τα Σβάλμπαρντ, τη Μαυριτανία, το Ομάν και το Κατάρ, το Αφγανιστάν και την Ιαπωνία.[5]

Στην Ελλάδα, ο κοκκινολαίμης είναι τόσο επιδημητικό είδος, μένει δηλαδή στις ίδιες περιοχές όλο το έτος, κυρίως στη βόρεια και κεντρική χώρα,[26][27] με μικρές «υψομετρικές» μετακινήσεις τον χειμώνα, όσο και χειμερινός επισκέπτης από βορειότερες ευρωπαϊκές χώρες. Από την Κρήτη και την Κύπρο αναφέρεται ως κοινός χειμερινός επισκέπτης.[28][29]

Βιότοπος Επεξεργασία

Ο κοκκινολαίμης αναπαράγεται σε φυσικές δασικές περιοχές με πλούσιο υποόροφο, όπου τοπικά αποτελεί πολύ κοινό πτηνό. Μερικές φορές «ακολουθεί» τις φυσικές διόδους των κωνοφόρων στον δασικό υποόροφο, σε ορισμένα τμήματα της επικρατείας του.[14] Ωστόσο, καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ιδιαίτερα τον χειμώνα, γεμίζει τα πάρκα των πόλεων όπου υπάρχουν πυκνοί θάμνοι για κάλυψη και τους κήπους των σπιτιών, ενώ μπορεί να «κατεβεί» μέχρι και στις ακτές.[30] Σε πιο ανοικτές περιοχές, απομακρυσμένες από τον οικιστικό ιστό, χρειάζεται πλούσια φυτική βλάστηση. Τα θηλυκά κινούνται σε μικρή απόσταση από το χώρο φωλιάσματος για τη χειμερινή διατροφή τους, ενώ τα αρσενικά τείνουν να παραμένουν στις ίδιες περιοχές όλο το έτος.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει κατά σειράν τα εξής αποτελέσματα: Δάση Πλατύφυλλων, Κωνοφόρα, Θαμνότοποι, Χωριά, Λειμώνες.[9]

Στην Ελλάδα, ο κοκκινολαίμης απαντά σε δάση, άλση, χαμόκλαδα, φράκτες και κήπους[26] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Μορφολογία Επεξεργασία

 
Ενήλικος κοκκινολαίμης (υποείδος E. r. melophilus)

Ο κοκκινολαίμης αποτελεί από τα πιο αναγνωρίσιμα ωδικά πτηνά, με τη χαρακτηριστική πορτοκαλί περιοχή στο μέτωπο, το εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού και το στήθος των ενηλίκων ατόμων. Αυτή η περιοχή διαχωρίζεται με ανοικτόχρωμη γκριζοκυανή περιφέρεια από το υπόλοιπο σώμα. Έχει στρουμπουλό παρουσιαστικό, με κοντό λαιμό και λεπτό, μυτερό ράμφος. Τα ωτικά καλυπτήρια είναι γκρίζα. Το στέμμα και η άνω επιφάνεια του σώματος, ανάλογα με το υποείδος, ποικίλλουν από καφετί έως ελαιοκαστανά, οι πλευρές (flanks) είναι καφεκίτρινες, ενώ η κοιλιά είναι λευκωπή. Οι σχετικά μακρείς ταρσοί και τα πόδια έχουν καφέ χρώμα, ενώ η ίριδα και το ράμφος είναι μαύρα. Ο οφθαλμός περιβάλλεται από οφθαλμικό δακτύλιο που, ανάλογα με το υποείδος μπορεί να είναι από ανεπαίσθητος έως έντονος.

Τα φύλα είναι παρόμοια, αλλά τα νεαρά άτομα διαφέρουν από τους γονείς διότι φέρουν χαρακτηριστικές καφετί-λευκές κηλίδες (mottled) σε όλο το σώμα και το στήθος, που σταδιακά αντικαθίστανται από την πορτοκαλί περιοχή των ενηλίκων. Μοιάζουν πολύ με τα μικρά του αηδονιού, αλλά έχουν μικρότερη, καφέ και όχι κόκκινη ουρά. Οι άκρες των πηδαλιωδών φτερών της ουράς είναι πολύ μυτερές (πιο αμβλείες στους ενήλικες).

 
Κοκκινολαίμης σε δέντρο στην Αρκαδία.

Βιομετρικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Μήκος σώματος: (12,5-) 14 (-15) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 20 έως 22 εκατοστά
  • Μήκος εκάστης πτέρυγας: ♂ 75,0 ± 1,9 χιλιοστά [Εύρος 72,0 – 78,0 χιλιοστά (σε δείγμα Ν=3767 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 72,7 ± 1,8 χιλιοστά [Εύρος 70,0 – 76,0 χιλιοστά (Ν=2745)]
  • Βάρος: ♂ 16.6 – 20,6 γραμμάρια (Ν=3117), ♀ 16,40 – 23,60 γραμμάρια (Ν=2266) [9]

(Πηγές:[31][32][33][34][35][36][30][37][38][39][40][41])

Τροφή Επεξεργασία

 
Οι προνύμφες των σκαθαριών αποτελούν την αγαπημένη τροφή του κοκκινολαίμη

Η διατροφή του κοκκινολαίμη αποτελείται κυρίως από χερσαία ασπόνδυλα, όπως αράχνες και γεωσκώληκες, αλλά και έντομα, ιδιαίτερα προνύμφες των σκαθαριών (mealworms). Το φθινόπωρο και τον χειμώνα, συμπληρώνει τη δίαιτά του με σπέρματα και σωροκάρπια (άγρια βατόμουρα). Η αναζήτηση της τροφής γίνεται κυρίως στο έδαφος, ενώ πολύ συχνά επισκέπτεται τις τεχνητές ταΐστρες.[36] Σπανιότερα, μπορεί να τρέφεται με μικρά σπονδυλόζωα (σαύρες, μικρά ψάρια), σπιτικό φαγητό,[32] ακόμη και υπολείμματα θνησιμαίων,[14] ενώ αναφέρεται ότι λατρεύει το λαρδί.[32]

Ηθολογία Επεξεργασία

Ο κοκκινολαίμης είναι ημερόβιο πτηνό, αν και έχει αναφερθεί να δραστηριοποιείται κυνηγώντας έντομα τις νύκτες με φεγγάρι ή κοντά σε τεχνητό φως.[42] Στο έδαφος, υιοθετεί ορθή στάση και μετακινείται με μικρά πηδηματάκια, συχνά ανοιγοκλείνοντας τις πτέρυγες και κουνώντας πάνω-κάτω την ουρά του.[30][32]

Είναι αρκετά εξοικειωμένος με τον άνθρωπο, ιδιαίτερα στη Β. Ευρώπη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία πλησιάζει άφοβα όσους ασχολούνται με κηπευτικές εργασίες, για να ελέγξει το φρεσκοσκαμμένο χώμα για γαιοσκώληκες ή έντομα. Θεωρείται πολύ αγαπητό πτηνό και στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι άνθρωποι δεν το βλάπτουν. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, οι κοκκινολαίμηδες έχουν κυνηγηθεί όπως τα περισσότερα άλλα μικρά πουλιά, και είναι πιο επιφυλακτικοί.[43] Επίσης, προσεγγίζουν αγριογούρουνα, ή άλλα ζώα που συνηθίζουν να σκαλίζουν το έδαφος, για να αναζητήσουν οποιαδήποτε λεία που θα μπορούσε να έλθει στην επιφάνεια. Τα θηλυκά μετακινούνται σε μικρή απόσταση από τα καλοκαιρινά εδάφη φωλιάσματος, σε περιοχή που είναι πιο κατάλληλη για τη χειμερινή διατροφή τους. Τα αρσενικά παραμένουν στις ίδιες θέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Παρά το μικρό τους μέγεθος, οι κοκκινολαίμηδες έχουν καταγραφεί για εξαιρετικά επιθετική, εδαφική συμπεριφορά μεταξύ τους. Επιτίθενται σε όσα άτομα εισέρχονται στο έδαφός τους, ενώ έχουν παρατηρηθεί να επιτίθενται και σε άλλα πουλιά, ακόμη και μεγαλύτερου μεγέθους χωρίς προφανή πρόκληση.[25] Τέτοιες επιθέσεις, μερικές φορές μπορεί να οδηγήσουν σε θανάτους, που αντιπροσωπεύουν έως και το 10% των θανάτων ενηλίκων ατόμων σε ορισμένες περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά είναι έντονα εδαφικά πουλιά.[32]

Λόγω της υψηλής θνησιμότητας κατά το πρώτο έτος της ζωής τους, οι κοκκινολαίμηδες έχουν προσδόκιμο ζωής μόλις 1,1 χρόνια, κατά μέσον όρο. Ωστόσο, η μέγιστη καταγεγραμμένη διάρκεια ζωής είναι τα 12 έτη.[44] Κάποιοι χειμώνες με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε σημαντική θνησιμότητα πληθυσμών.[45] Το είδος παρασιτείται από τον ψύλλο Dasypsyllus gallinulae.[46]

Αντίληψη μαγνητικών πεδίων Επεξεργασία

Ο κοκκινολαίμης έχει μελετηθεί εκτενώς για την ικανότητά του να ανιχνεύει μαγνητικά πεδία (magnetoreception), μέσω της όρασης, κάτι που εκμεταλλεύεται κατά τις μεταναστεύσεις του. Ο φυσικός μηχανισμός αυτής της ικανότητας, δεν είναι πλήρως κατανοητός, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει κβαντική διεμπλοκή ηλεκτρονίων, μέσω της ιδιοστροφορμής τους (σπιν.[47]

Φωνή Επεξεργασία

 
Το κελάηδημα του κοκκινολαίμη είναι από τα ομορφότερα της ευρωπαϊκής ορνιθοπανίδας

Ο κοκκινολαίμης έχει χαρακτηριστικό κάλεσμα που αποτελείται από πολλά δυνατά τικ, τα οποία ακούγονται με μικρές παύσεις μεταξύ τους, ένας ήχος ιδιαίτερα οικείος στους κήπους των σπιτιών, ιδιαίτερα τον χειμώνα.

Το τραγούδι του, το οποίο αρθρώνεται από χαμηλό πόστο (low perch),[36] είναι πολύ όμορφο, φλουταριστό και με διανθίσματα, που ακούγεται όλες τις εποχές, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Μάλιστα, συχνά τραγουδάει το βράδυ, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να το συγχέουν με το τραγούδι του αηδονιού, αλλά ο μεγάλος τραγουδιστής της φύσης έχει πιο περίπλοκο, έντεχνο κελάηδημα, διανθισμένο με εξαιρετικές παραλλαγές και ιδιαίτερα ενδιάμεσα φωνήματα που λείπουν από τον κοκκινολαίμη. Το νυκτερινό τραγούδι στην πόλη ακούγεται σε χώρους που είναι θορυβώδεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ το βράδυ είναι πιο ήσυχα και, το «μήνυμά» τους μπορεί να μεταδοθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια. Τόσο το αρσενικό, όσο και το θηλυκό τραγουδούν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν κατέχουν ξεχωριστά εδάφη, οπότε το τραγούδι ηχεί πιο «παραπονεμένο» από την καλοκαιρινή εκδοχή.[43]

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

 
Νεαρός κοκκινολαίμης, με το χαρακτηριστικό πιτσιλωτό πτέρωμα
 
Erithacus rubecula superbus

Η αναπαραγωγική περίοδος είναι από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου στα βρετανικά νησιά και, από τα τέλη Απριλίου έως τα τέλη Ιουλίου στην Κ. Ευρώπη. Στα νότια αρχίζει από τα τέλη Απριλίου, ενώ στη Β. Ρωσία από τα μέσα Μαΐου.[14] Ωστόσο, κάποια μεμονωμένα άτομα, μπορεί να αναπαράγονται ήδη από τον Ιανουάριο.[25]

Στις δασικές περιοχές όπου συχνάζει (βλ. Βιότοπος), ο κοκκινολαίμης φωλιάζει στην πυκνή βλάστηση και περιστασιακά στους μεγάλους δενδρόκηπους (orchards). Η φωλιά κατασκευάζεται χαμηλά σε ένα κορμό δένδρου, ή σε κάποιο πεσμένο κούτσουρο, στις ρίζες των φυτών της πυκνής βλάστησης ή στην όχθη ενός ρέματος.[48]

  • Οι κοκκινολαίμηδες επιλέγουν πολύ μεγάλο «φάσμα» θέσεων για την κατασκευή της φωλιάς τους, στην πραγματικότητα οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει στοιχειώδη κάλυψη, όπως κάποια εσοχή ή μια απλή τρύπα. Ειδικά στις κατοικημένες περιοχές, διάφορα εγκαταλειμμένα αντικείμενα μπορεί να αποτελούν θέσεις ωοτοκίας, μιάς και το μέγεθος των αβγών είναι πολύ μικρό. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται πάγκοι, κομμάτια από κινητήρες ή άλλα μηχανήματα, ψησταριές, παλιές σκούπες, βραστήρες, ποτιστήρια, γλάστρες, ακόμη και κονσερβοκούτια,[32] καπέλα ή τιμόνια ποδηλάτων.

Η φωλιά αποτελείται από βρύα, φύλλα και χόρτα, με λεπτό γρασίδι, μαλλί και -σπανιότερα- φτερά για επίστρωση. Η ωοτοκία πραγματοποιείται δύο φορές σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, μερικές φορές μέχρι και τρεις.[48]

 
Cuculus canorus + Erithacus rubecula

Η γέννα αποτελείται από (3-) 5 με 6 (-9) αβγά, διαστάσεων 19,9 Χ 15,4 χιλιοστών[48] και βάρους 2,4 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[49] Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, ενώ ο εφοδιασμός με τροφή γίνεται από το αρσενικό, 3 φορές κάθε ώρα, περίπου.[25] Η διάρκεια της επώασης είναι 12-15 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και καλύπτονται από λεπτό χνούδι. Επιτηρούνται και από τους δύο γονείς, με το θηλυκό να αναλαμβάνει αρχικά τη σίτιση, ενώ το αρσενικό τροφοδοτεί όλη τη φωλιά. Εάν υπάρξει αλληλοεπικαλυπτόμενη γέννα, το αρσενικό αναλαμβάνει την αρχική.[48] Οι νεοσσοί πτερώνονται στις 12-15 ημέρες,[35] ενώ ανεξαρτητοποιούνται από τη φωλιά στις 3 εβδομάδες, περίπου.[25]

Κατάσταση πληθυσμού Επεξεργασία

Το είδος δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερους κινδύνους, εκτός από τις απώλειες που υφίστανται οι πληθυσμοί του σε κάποιους βαρείς χειμώνες, γι’ αυτό η IUCN το κατατάσσει στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[22] Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αποτελούν το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπαραγωγής και παρέμειναν σταθεροί μεταξύ 1970-1990. Αν και υπήρξε μείωση στη Σουηδία κατά τη διάρκεια των ετών 1990-2000, οι απώλειες αυτές αντισταθμίστηκαν από την αύξηση των πληθυσμών στη Γαλλία, όπου καταγράφονται οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί μετά τη Ρωσία.[50]

Κατάσταση στην Ελλάδα Επεξεργασία

Ο κοκκινολαίμης φωλιάζει σε όλα τα ηπειρωτικά, αλλά μόνο σε κάποια νησιά (Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Λέσβο, πιθανόν Σαμοθράκη), συνήθως μεταξύ 600 και 2.000 μέτρων. Στη ΒΔ. Πελοπόννησο μπορεί να αναπαράγεται στο επίπεδο της θάλασσας, σε ελαιώνες ή μακία γη, ενώ πολύ πιο κοινός είναι στη Β. Ελλάδα. Γενικά, είναι καθιστικό πτηνό στη χώρα, με μικρές «υψομετρικές» μετακινήσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ μεγάλοι πληθυσμοί εισρέουν στη χώρα από τα βόρεια, κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου. Έτσι, αποτελεί, τοπικά, ένα από τα κοινότερα πουλιά στην Ελλάδα.[51]

Στον πολιτισμό Επεξεργασία

 
Γερμανικό γραμματόσημο του 1957, με απεικόνιση του κοκκινολαίμη

Ο κοκκινολαίμης κατέχει περίοπτη θέση στην ευρωπαϊκή λαογραφία, κυρίως στη Βρετανία και τη ΒΔ. Γαλλία.[52] Επίσης, ήταν ιερό πουλί του Θωρ, θεού του κεραυνού στη σκανδιναβική μυθολογία.[53] Στο παραδοσιακό παιδικό παραμύθι Παιδιά στο Δάσος (Babes in the Wood), οι κοκκινολαίμηδες καλύπτουν τα νεκρά σώματα των παιδιών.[54]

Πιο πρόσφατα, ο κοκκινολαίμης έχει συνδεθεί έντονα με τα Χριστούγεννα, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλές κάρτες των Χριστουγέννων από τα μέσα του 19ου αιώνα.[54] Έχει επίσης εμφανιστεί σε πολλά χριστουγεννιάτικα γραμματόσημα, ενώ ο θρύλος λέει ότι παραδίδουν τις Χριστουγεννιάτικες κάρτες. Η σύνδεση με τα Χριστούγεννα πιθανόν προέκυψε από το γεγονός ότι οι ταχυδρόμοι στη βικτοριανή Βρετανία φορούσαν κόκκινα πανωφόρια και είχαν το παρατσούκλι Robin «κοκκινολαίμης».[32]

  • Ένα όμορφο, παλιό βρετανικό λαϊκό παραμύθι επιδιώκει να εξηγήσει το χρώμα στο στήθος του κοκκινολαίμη. Ο θρύλος λέει ότι, όταν ο Ιησούς πέθαινε στο σταυρό, ο κοκκινολαίμης, που τότε είχε καφέ χρώμα, πέταξε προς το μέρος του και τραγούδησε στο αυτί του για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Το αίμα από τις πληγές του Ιησού χρωμάτισαν το στήθος του πουλιού και, από τότε, όλοι οι κοκκινολαίμηδες πήραν το σημάδι του αίματος του Χριστού επάνω τους.[53][55] Παραλλαγή του θρύλου λέει ότι, το στήθος του «καψαλίστηκε» στην προσπάθειά του να κουβαλήσει νερό για τις ψυχές στο Καθαρτήριο.[54]

Το 1960 ο κοκκινολαίμης υπήρξε το «Εθνικό πτηνό» της Βρετανίας.[56] Πολλοί αθλητικοί σύλλογοι στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν το παρατσούκλι The Robins «Οι Κοκκινολαίμηδες», όπως οι ποδοσφαιρικές ομάδες Μπρίστολ, Σουίντον και Ρέξαμ.

Άλλες ονομασίες Επεξεργασία

Λόγιες Επεξεργασία

Ερί(ύ)θακος ο ερυθρόστερνος, Ερί(ύ)θακος ό ερυθρόστηθος.[57]

Λαϊκές Επεξεργασία

Στον ελλαδικό χώρο ο Κοκκινολαίμης απαντά και με τις ονομασίες Γύφταλος, Γυφτούλα, Καλόγιαννος και Καλογιάννος, Κομπογιάννης, Κοκκινοτραχηλίτσα (Καρδίτσα), Πυρρούλας, Ρούβελας, Τσιγκογιάννης (Θεσσαλία), Τσιμπογιάννης, Τσιπουργιάννης και Τσιρογιάννης (Αίγινα), Γιαννακάκι(Χανιά - Κρήτης).[57][58][59] Οι τοπικές ονομασίες Πετρίτης και Πύρρουλας [57] δεν πρέπει να συγχέονται με τις πανελλαδικές ονομασίες των φερώνυμων πτηνών, που είναι εντελώς διαφορετικά taxa.

 
κοκκινολαίμης κόσμημα

Σημειώσεις Επεξεργασία

i. ^ Συμπεριλαμβάνει και το E. r. balcanicus [60]

ii. ^ Η αναφορά του ωδικού πτηνού φοινίκουρος για τον κοκκινολαίμη, μπορεί αρχικά να σήμαινε το συγκεκριμένο πτηνό και όχι τον καρβουνιάρη, που ανήκει στο γένος Phoenicurus και με τον οποίο συγγενεύει. Ωστόσο η αναφορά στον πετρίτη,[7] είναι κατά πάσα πιθανότητα λανθασμένη, διότι δεν σχετίζεται με το αρπακτικό πτηνό.

iii. ^ Σύμφωνα με αυτά που αναφέρονται στην ονοματολογία του είδους (βλ. Ονοματολογία), δεν έχει γίνει αποδεκτή η συγκεκριμένη απόδοση και, καταχρηστικά, προτιμάται ο όρος «ερυθρόλαιμος», για να συμβαδίζει με την απόδοση από την αγγλική (βλ. Άλλες ονομασίες).

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. ΠΛ, 8:676
  2. 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 674
  3. 3,0 3,1 Howard and Moore, p. 675
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177149
  5. 5,0 5,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22709675/0
  6. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2014. 
  7. 7,0 7,1 ΠΛΜ, 24:461
  8. ΠΛΜ, 24:459
  9. 9,0 9,1 9,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2014. 
  10. 10,0 10,1 10,2 Lack
  11. ΠΛΜ, 34:460
  12. Simpson & Weiner
  13. Holland
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2014. 
  15. Cuvier
  16. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=559962
  17. Seki
  18. Bergmann & Schottler
  19. 19,0 19,1 Palacios
  20. Dietzen et al
  21. Long
  22. 22,0 22,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2014. 
  23. Howard and Moore, p. 160
  24. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22690419
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 planetofbirds.com
  26. 26,0 26,1 Όντρια (Ι), σ. 205
  27. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 159
  28. Σφήκας, σ. 64
  29. Σφήκας, σ. 80
  30. 30,0 30,1 30,2 Singer, p. 280
  31. Ηarrison & Greensmith, p. 286
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 32,5 32,6 Avon & Tilford, p. 98
  33. Flegg, p. 178
  34. Heinzel et al, p. 258
  35. 35,0 35,1 Perrins, p. 160
  36. 36,0 36,1 36,2 Bruun, p. 256
  37. Όντρια, σ. 205
  38. Scott & Forrest, p. 178
  39. Mullarney et al, p. 276
  40. http://www.ibercajalav.net
  41. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  42. Pätzold
  43. 43,0 43,1 Hume
  44. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2014. 
  45. rspb.org.uk
  46. Rothschild & Clay
  47. "Cryptochrome and Magnetic Sensing". Theoretical and Computational Biophysics Group
  48. 48,0 48,1 48,2 48,3 Harrison, p. 272
  49. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2014. 
  50. birdlife.org
  51. Handrinos & Akriotis
  52. Ingersoll
  53. 53,0 53,1 Cooper
  54. 54,0 54,1 54,2 de Vries
  55. Goodall
  56. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2014. 
  57. 57,0 57,1 57,2 Απαλοδήμος, σ. 35
  58. ΠΛ, 6:834
  59. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2020. 
  60. Howard and Moore, p. 675, footnote 5

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bergmann, H. H. & Schottler, B. (2001): Tenerife robin Erithacus (rubecula) superbus - a species of its own? Dutch Birding 23: 140–146.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές Επεξεργασία

  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Cooper, JC (1992). Symbolic and Mythological Animals. London: Aquarian Press. p. 194. ISBN 1-85538-118-4.
  • Cuvier, G. (1800) Lecons d'Anatomie Comparée Paris.
  • de Vries, Ad (1976). Dictionary of Symbols and Imagery. Amsterdam: North-Holland Publishing Company. pp. 388–89. ISBN 0-7204-8021-3
  • Dietzen, C.; Witt, H.-H. & Wink, M. (2003): The phylogeographic differentiation of the robin Erithacus rubecula on the Canary Islands revealed by mitochondrial DNA sequence data and morphometrics: evidence for a new robin taxon on Gran Canaria? Avian Science 3(2-3): 115-131.
  • Goodall, Simon (November 2013). "European robin (Erithacus rubecula)" (in English). Greater Manchester Local Record Centre. "In Christian folklore the robin got its red breast because it plucked a thorn from Jesus’ crown-of-thorns during His crucifixion. A drop of Jesus’ blood fell on to the bird and thereafter they had a red breast – for Christians the robin has long been associated with charity and piety."
  • Holland J (1965). Bird Spotting. London: Blandford. p. 225.
  • Hume R (2002). RSPB Birds of Britain and Europe. London: Dorling Kindersley. p. 263. ISBN 0-7513-1234-7.
  • Hüppop, O.; Hüppop, K. 2003. North Atlantic Oscillation and timing of spring migration in birds. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270: 233-240.
  • Ingersoll, Ernest (1923). "Fire-birds: The Robin and the Wren". Birds in legend, fable and folklore. New York: Longmans, Green and co.
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at: www.iucnredlist.org.
  • Jenkins, D.; Watson, A. 2000. Dates of first arrival and song of birds during 1974-1999 in mid-Deeside, Scotland. Bird Study 47: 249-251.
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Lack, D. (1950). Robin Redbreast. Oxford: Oxford, Clarendon Press. p. 44.
  • Long, John L. (1981). Introduced Birds of the World: The worldwide history, distribution and influence of birds introduced to new environments. Terrey Hills, Sydney: Reed. p. 309. ISBN 0-589-50260-3.
  • Palacios, César-Javier, Hallazgo en Gran Canaria de una especie de petirrojo única en el mundo (Discovery in Gran Canaria of a unique robin species in the world). Newspaper Canarias 7, 6/10/2006. Las Palmas de Gran Canaria
  • Pätzold R (1995). Das Rotkehlchen Erithacus rubecula. Neue Brehm-Bücherei. Magdeburg/Heidelberg: Westarp Wissenschaften/Spektrum.
  • Rothschild, Miriam; Clay, Theresa (1957). Fleas, Flukes and Cuckoos. A study of bird parasites. New York: Macmillan. p. 113
  • Seki, Shin-Ichi (2006). "The origin of the East Asian Erithacus robin, Erithacus komadori, inferred from cytochrome b sequence data". Molecular Phylogenetics and Evolution 39 (3): 899–905. doi:10.1016/j.ympev.2006.01.028. PMID 16529957.
  • Simpson, J., E. Weiner (eds), ed. (1989). "Robin". Oxford English Dictionary (2nd ed.). Oxford: Clarendon Press. ISBN 0-19-861186-2.
  • Tøttrup, A. P.; Thorup, K.; Rahbek, C. 2006. Patterns of change in timing of spring migration in North European songbird populations. Journal of Avian Biology 37: 84-92.
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.