Tο Σέμμα του Μονομάχου (ουγγρικά: Monomakhosz-korona‎‎) είναι ένα σύνολο επτά τεμαχίων από εγχάρακτη Βυζαντινή χρυσοχοΐα, διακοσμημένων με σμάλτο cloisonné, στο Εθνικό Μουσείο της Ουγγαρίας, στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας. Αποτελείται από επτά χρυσές πλάκες, που απεικονίζουν τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο, τη σύζυγό του Ζωή, την αδελφή της Θεοδώρα, δύο χορευτές και δύο αλληγορικές φιγούρες. Βρέθηκαν επίσης δύο χρυσά, επισμαλτωμένα μετάλλια με αγίους και ένα μικρό κομμάτι εγχάρακτου υαλιού ένθετο. που μάλλον δεν αποτελούσαν μέρος του ίδιου αντικειμένου. [1] Το σύνολο των αντικειμένων είναι αινιγματικό και έχει γίνει εδώ και καιρό αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης. Πιθανότατα κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1042.

Το στέμμα του Μονομάχου.

Το σύνολο ανακαλύφθηκε το 1860 από έναν αγρότη, σε αυτό που σήμερα ονομάζεται Ivanka pri Nitre στη Σλοβακία, στη συνέχεια Nyitraivánka στην Ουγγαρία. [2] Αν είναι στέμμα, είναι -μαζί με το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας (μερικές δεκαετίες αργότερα, επίσης στη Βουδαπέστη) και το καμηλαύκιον της Κωνσταντίας της Αραγονίας- ένα από τα τρία Βυζαντινά στέμματα που έχουν διασωθεί. [3]

Ιστορία Επεξεργασία

 
Η κεντρική πλάκα απεικονίζει τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο.

Το 1860 ένας αγρότης κοντά στη Nyitraivánka ανακάλυψε τον θησαυρό, ενώ όργωνε. Τα αντικείμενα πέρασαν σε ένα μέλος της τοπικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων, ο οποίος τα πώλησε σε τέσσερις συναλλαγές στο Εθνικό Μουσείο της Ουγγαρίας μεταξύ 1861 και 1870· η τελευταία πώληση έγινε μετά το τέλος του, μέσω ενός εμπόρου ονόματι Μάρκοβιτς. Επίσης πωλήθηκαν τα δύο μικρότερα μετάλλια cloisonné, που βρέθηκαν με τις πλάκες του στέμματος, με προτομές των αποστόλων Πέτρου και Ανδρέα. Αυτά τα μετάλλια δεν έχουν τρύπες για καρφιά, σε αντίθεση με τις χρυσές πλάκες. Κατά την άποψη της Magda von Bárány-Oberschall και των περισσότερων μελετητών, σχεδόν σίγουρα δεν ανήκουν στο Στέμμα του Μονομάχου. [4]

Η γενική υπόθεση ήταν για πολύ καιρό ,ότι το στέμμα «φαίνεται σχεδόν σίγουρα ότι είναι γυναικείο στέμμα και προφανώς ήταν δώρο στη σύζυγο ενός Ούγγρου βασιλιά», [3] ή στον ίδιο τον βασιλιά. Το 1045 ο Ούγγρος βασιλιάς Ανδρέας Α΄ νυμφεύτηκε την Αναστασία, [5] κόρη του Γιαροσλάβ Α΄ του Σοφού μεγάλου πρίγκιπα του Κιέβου, [6] του οποίου ο αδελφός Βσεβολόντ Α΄ ήταν νυμφευμένος με την Ειρήνη (Μαρία), κόρη του Κωνσταντίνου Θ΄ από το 1046. [6] [7]

Σύμφωνα με την παραδοσιακή αφήγηση, ο Ανδρέας Α΄ ή η βασίλισσά του θα λάμβαναν το στέμμα από τον Κωνσταντίνο Θ΄ σε αυτή την περίσταση του γάμου τους. Χρειαζόταν νέο στέμμα, αφού ο Ερρίκος Γ΄ της Γερμανίας είχε πάρει το αρχικό στέμμα (που υποτίθεται ότι είχε δωρηθεί στον βασιλιά Στέφανο Α΄ από τον πάπα Σιλβέστρο Β΄' το 1000) από τον βασιλιά Σαμουήλ Άμπα το 1045 μετά τη μάχη του Μένφο και το είχε στείλει πίσω στη Ρώμη. [7] [8] Σύμφωνα με τον δημοφιλή μύθο, αυτό ήταν το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας, ή κάποια εκδοχή του καθώς φαίνεται απίθανο ότι κάποια στοιχεία του παρόντος στέμματος είναι τόσο παλαιά. [9] Το γεγονός ότι ο Ανδρέας Α΄, ο οποίος είχε αναλάβει την εξουσία κοντά στα τέλη Σεπτεμβρίου 1046, μπόρεσε να στεφθεί για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1047, θα μπορούσε να αποδοθεί στην ανάγκη μίας βασιλικής πρεσβείας να ταξιδέψει από την Ουγγαρία στην Κωνσταντινούπολη και να επιστρέψει το χειμώνα, για να φέρει το Στέμμα του Μονομάχου στην Ουγγαρία. [7] Το 1057 με αυτό το στέμμα στέφθηκε και ο νεαρός βασιλιάς Σολομών. [7] Άλλες, πολύ διαφορετικές, εκδοχές έχουν προταθεί και καλύπτονται παρακάτω.

Το 1057 ο Σολομών πολιορκήθηκε από τον Γκέζα Α΄ και διέφυγε με το στέμμα και τον θησαυρό προς την κατεύθυνση τού Ποζσόνυ, προκειμένου να ζητήσει την προστασία τού κουνιάδου του Ερρίκου Δ΄ της Γερμανίας (η αδελφή του Ερίκου Δ΄ Ιουδήθ είχε παντρευτεί τον Σολομώντα). Ο Σολομών έθαψε τον θησαυρό και το στέμμα και ασφάλισε τον εαυτό του πίσω από τα τείχη τού Ποζσόνυ. Οι στρατιώτες του Γκέζα Α΄ τον συνέλαβαν καθώς περνούσε το Βαχ κοντά στην Ivanka pri Nitre. [7] Όταν ο Ερρίκος Δ΄ ξεκίνησε μία αποστολή τον Σεπτέμβριο του 1074, για να επαναφέρει τον Σολομώντα στον Ουγγρικό θρόνο, ο στρατός του βασιλιά τον εγκατέλειψε και βάδισε κατά μήκος της κοιλάδας του Βα προς την κατεύθυνση της Νίτρα και της Σιντάβα. Πιθανώς αυτή να ήταν μία μάταιη προσπάθεια να ανακτηθεί το θαμμένο στέμμα κοντά στο δρόμο της Ivanka pri Nitre. [7] [10]

Περιγραφή Επεξεργασία

 
Χορεύτρια με πέπλο.

Οι επτά χρυσές πλάκες είναι 5-4,2 εκ. πλάτους και 11,5-8,7 εκ. ύψους. [11] Έχουν ασύμμετρα κομμένες τρύπες, των οποίων το μέγεθος και η διάταξη υποδηλώνουν, ότι οι πλάκες συνδέονταν αρχικά με υφασμάτινη ή δερμάτινη ταινία. Είναι πιθανό να βρέθηκαν υπολείμματα από χρυσές ταινίες για τη σύνδεση των πλακών. [12] Είναι επίσης πιθανό ότι οι επτά πλάκες ήταν στερεωμένες σε έναν υφασμάτινο σκούφο. Αξιοσημείωτο είναι το χονδροειδές φινίρισμα της διακόσμησης, η χαμηλή καθαρότητα των χρυσών πλακών και η παρουσία λαθών στην απεικόνιση των ενδυμάτων και στις επιγραφές. [13]

Η κεντρική, μεγαλύτερη πλάκα δείχνει τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο, ο οποίος ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 1042 έως το 1055. Μία ελληνική επιγραφή στον πίνακα γράφει: Κῶνστάντινος Αυτοκράτο[ρ] Ρομέον ο Μονομάχο[ς]. Στην πλάκα στα δεξιά του είναι η σύζυγός του και στην πλάκα στα αριστερά η αδελφή της συναυτοκράτειρα. Στις μικρότερες πλάκες δεξιά και αριστερά από τις Αυτοκράτειρες υπάρχουν δύο γυναίκες, που χορεύουν στρεφόμενες προς την κεντρική πλάκα. Οι δύο μικρότερες πλάκες απεικονίζουν τις προσωποποιήσεις δύο Αρετών: της Αλήθειας και της Ταπείνωσης. Οι μορφές έχουν φωτοστέφανα στα κεφάλια τους και περιβάλλονται από ανθισμένους ελικοειδείς βλαστούς και πουλιά, εκτός από τις Αρετές που περιβάλλονται από κυπαρίσσια.

Ο Αυτοκράτορας απεικονίζεται όρθιος, με το λάβαρον στο δεξί του χέρι και στο αριστερό την ακακία, έναν υφασμάτινο κύλινδρο που περιείχε χώμα προς υπενθύμιση της παροδικότητας του κόσμου. Το στέμμα του Αυτοκράτορα είναι διακοσμημένο στις κορυφές του με τρία μαργαριτάρια. Οι Αυτοκράτειρες φορούν όμοιο στέμμα. Κρατούν μακρύ σκήπτρο στο ένα χέρι και με το άλλο δείχνουν τον Αυτοκράτορα. Φορούν τα τελετουργικά ενδύματα του Βυζαντινού ηγεμόνα με διακόσμηση φύλλων κισσού, τον λώρον και το μανάκιον, βυζαντινά σύμβολα εξουσίας. [14]

Ο λώρος είναι μία λωρίδα υφάσματος, πλούσια διακοσμημένου με κεντήματα και πολύτιμους λίθους, που τυλίγεται γύρω από τον αριστερό ώμο και τον δεξί γοφό. Το μανιάκιον είναι ένας φαρδύς γιακάς διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους. Τα τρία μέλη της Αυτοκρατορικής οικογένειας φορούν πορφυρά υποδήματα στα πόδια τους και στέκονται επάνω από ένα υποπόδιον. Και οι δύο γυναίκες φορούν τα πλήρη εμβλήματα της αυτοκράτειρας με τη γυναικεία εκδοχή του λώρου: το δεξί του μέρος απολήγει στο σαν ασπίδα θωράκιον, που κρέμεται διαγώνια από τη μέση και φέρει πατριαρχικό σταυρό. [14] Η Ζωή, που ήταν 64 ετών το 1042, απεικονίζεται με εξιδανικευμένο τρόπο ως νεαρή γυναίκα. Οι επιγραφές τους έγραφαν: «Θέοδώρα ἡ ἐυσαιβεστατι Αυγούστα», (Θεοδώρα η ευσεβεστάτη Αυγούστα) και «Ζώη οι ευσαιβαῖστάτη Αυγούστα», (Ζωή η ευσεβεστάτη Αυγούστα). Οι ελληνικές επιγραφές περιέχουν λάθη.

 
Η προσωποποίηση της Ταπεινότητας (αριστερά) και μία χορεύτρια (δεξιά).

Οι δύο μικρότερες πλάκες που απεικονίζουν χορεύτριες, είναι πιο πολύ όμοιες παρά συμμετρικές. Το πεδίο τους είναι επίσης διακοσμημένο με βλαστούς και δεν έχουν αναγνωριστικές επιγραφές. Οι χορεύτριες κινούν τα πέπλα τους επάνω από τα κεφάλια τους και λυγίζουν το δεξί τους πόδι προς τα πίσω. Στρεφουν το κεφάλι τους προς την κεντρική πλάκα [14] Η σκέψη ότι είναι επαγγελματίες χορεύτριες συνάγεται από τα φωτοστέφανα στα κεφάλια τους, κάτι που δείχνει ότι ανήκουν σε ιερό. Ωστόσο, ο ιερός χορός είναι σπάνιος στον Χριστιανισμό, τουλάχιστον πριν από την Αναγέννηση, και το εικονογραφικό αυτό θέμα είναι ασυνήθιστο σε σχέση με μία δημόσια αυτοκρατορική τελετή και στέψη, όπου οι Βυζαντινοί έδιναν μεγάλη έμφαση στον Αυτοκράτορα ως εκπρόσωπο του Θεού στη γη. [3]

Υπάρχουν δύο ακόμη μικρότερες πλάκες, όπου η καθεμία απεικονίζει μία γυναικεία μορφή με φωτοστέφανο σε απλό χρυσό φόντο, με κυπαρίσσια εκατέρωθεν αυτών που συμβολίζουν τον κήπο της Εδέμ. Σύμφωνα με τις επιγραφές τους οι Αρετές είναι «η αλήθηα» (η Αλήθεια, δηλ. η ειλικρίνεια) και «η τα[π]ινοσις» (η Ταπείνωσις, δηλ. η ταπεινοφροσύνη). [14] Η Αλήθεια κρατά έναν σταυρό στο αριστερό χέρι της και δείχνει με το δεξί το στόμα της, ενώ η Ταπείνωση σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της.

Ο Τζον Μπέκγουιθ είδε στο στέμμα μία αλλαγή στο ύφος από τα σμάλτα του προηγούμενου αιώνα: «Όλες οι μορφές απεικονίζονται ως προς το σχέδιο μάλλον, παρά τη μορφή· η αίσθηση του χώρου και του βάθους, τόσο τυπική των σμάλτων του 10ου αιώνα, έχει αυξηθεί σε περίπλοκη λεπτομέρεια και επιφανειακή γοητεία». [3]

Αυθεντικότητα και λειτουργία Επεξεργασία

Το 1937 η Magda von Bárány-Oberschall ερεύνησε τις επισμαλτωμένες πλάκες χρυσού. Το μέγεθος του στέμματος που σχηματίστηκε από τις πλάκες την οδήγησε να υποστηρίξει, ότι έπρεπε να ήταν στέμμα βυζαντινής συζύγου από τον 11ο αι. [15]

 
Το στέμμα από πίσω.

Το 1994 ο Βυζαντινολόγος Nικόλαος Οικονομίδης εξέφρασε την άποψη, ότι το Στέμμα του Μονομάχου μπορεί να είναι ένα πλαστό έργο του 19ου αι. Σε αυτή τη γνώμη οδήγησε το απλό σχέδιο, το χονδροειδές φινίρισμα και οι λανθασμένες και ασυνήθιστες λεζάντες, σε συνδυασμό με τις συνθήκες της ανακάλυψης και άλλα πρότυπα για πλαστογραφία. Από όλες αυτές τις απόψεις το στέμμα έρχεται σε έντονη αντίθεση με το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας. Υποψιάστηκε ότι ο πλαστογράφος προερχόταν από τη Βενετία, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τον προσδιορίσει. [16]

Το άρθρο «Η κατάσταση της έρευνας για το στέμμα του Μονομάχου και μερικές περαιτέρω σκέψεις», το οποίο εξετάζει τη θεωρία του Νικολάου Οικονομίδη λεπτομερώς, αντικρούει σε μεγάλο βαθμό ο Etele Kiss του Εθνικού Μουσείου της Ουγγαρίας. Αναφέρει ότι το στέμμα θα μπορούσε αληθινά να είχε κατασκευαστεί για το Αυτοκράτορα, ώστε να δοθεί στον Ανδρέα Α΄ σε μία θριαμβευτική πομπή, εξηγώντας έτσι την παρουσία των χορευτών. Το θέμα είναι πεδίο συζήτησης. [17]

Ήδη το 1997, ο Henry Maguire είχε υποστηρίξει ότι οι πλάκες προορίζονταν να ραφτούν σε δερμάτινο ή υφασμάτινο υπόστρωμα και πρότεινε ότι είναι μία ζώνη, άποψη για την οποία υπάρχουν κάποιες πηγές, ή διάδημα. Συνέδεσε τους χορευτές με μία «χορωδία χαρίτων» που υποτίθεται ότι, τουλάχιστον στη βυζαντινή ρητορική, σχημάτιζε έναν κύκλο γύρω από τον Αυτοκράτορα, χορεύοντας και τραγουδώντας τούς επαίνους του. Τα σχέδια των πτηνών και των φυτών είναι αλληγορίες για τις αρετές του Αυτοκράτορα. [18]

Το 2009 ο Timothy Dawson έδωσε μία άλλη άποψη, προτείνοντας ότι το στέμμα ήταν στην πραγματικότητα ένα τελετουργικό περιβραχιόνιο, μία μεγαλειώδης εκδοχή ενός βραχιολιού (armilla), που δινόταν στους στρατιώτες ως βραβείο. [19] Το Περί βασιλείου τάξεως (De Ceremonis) του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, που γράφτηκε έναν αιώνα νωρίτερα, περιγράφει πώς παρουσιάστηκε στον Αυτοκράτορα ένα στέμμα κατά την επιστροφή του μετά από μία νίκη, το οποίο στη συνέχεια φορούσε στο δεξί του χέρι. Ο Dawson πρότεινε ότι οι πιο πιθανοί αποδέκτες τέτοιου δώρου στη βασιλεία του Κωνσταντίνου Θ΄ ήταν ο Στέφανος Πέργαμος, ένας ευνούχος της Αυλής που γνώρισε εκπληκτική επιτυχία ως στρατηγός, για τη νίκη του επί του Γεωργίου Μανιάκη στη μάχη του Οστρόβου στις 2 Φεβρουαρίου 1043, ή ο ίδιος ο Αυτοκράτορας την ίδια περίσταση. [20] Ο Μιχαήλ Ψελλός καταγράφει, ότι ο Αυτοκράτορας κάθισε ανάμεσα στις δύο αυτοκράτειρες για να δει την πομπή, εικόνα που μπορεί να αναπαριστά το θέμα των πλακών. [21] Το περιβραχιόνιο είναι μία μεσαιωνική παραλλαγή, πιο συχνά μέρος των εμβλημάτων της στέψης.

Ο θρίαμβος του Στεφάνου Περγάμου εγκρίθηκε από τον Αυτοκράτορα την τελευταία στιγμή [22] και ο Dawson υποστήριξε, ότι η βιαστική παραγωγή θα μπορούσε να εξηγήσει το χονδροειδές φινίρισμα και τα ορθογραφικά λάθη. Αν δόθηκε στην Πέργαμο, εξηγείται η χαμηλότερη ποιότητα και η σχετική απλότητα του κομματιού. Το ίδιο θα ίσχυε για την απεικόνιση του Αυτοκράτορα, περίεργο σε ένα κομμάτι που θα φορούσε ο ίδιος, όπως και η απεικόνιση μίας μορφής που αντιπροσωπεύει την Ταπεινότητα. [23] Αν ανήκε στον Αυτοκράτορα (ή περιήλθε σε αυτόν, όταν αργότερα κατασχέθηκαν οι περιουσίες του Περγάμου), τότε μετά τους εορτασμούς (ή την κατάσχεση) θα είχε αποθηκευτεί στον αυτοκρατορικό θάλαμο θησαυρών και στη συνέχεια θα είχε σταλεί στην Ουγγαρία ως διπλωματικό δώρο. Εναλλακτικά μπορεί να ξέφυγε από το Βυζάντιο στον απόηχο της πτώσης της Περγάμου. Μία άλλη πιθανότητα είναι ότι πρόκειται απλώς για λάφυρα από την λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ή την περίοδο της Λατινικής κυριαρχίας στη συνέχεια. Όλα αυτά είναι εικασίες. [23]

Εκθεσιακός χώρος Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Kiss, 60-62
  2. Kiss, 62
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Beckwith, 214
  4. Kiss, 60-64
  5. Also called Agmunda, she would become the mother of King Solomon
  6. 6,0 6,1 Alexander Nasarenko, "Ungarn und Rus' um das Jahr 1000."[νεκρός σύνδεσμος] (PDF-Datei; 370 kB) in Ferenc Glatz (Ed.): Die ungarische Staatsbildung und Ostmitteleuropa. Europa Institut Budapest, Budapest 2002, (ISBN 963-202-773-6), S. 199
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Szabolcs de Vajay, "Corona Regia – Corona Regni – Sacra Corona." (PDF-Datei; 2,56 MB) Ungarn-Jahrbuch. Zeitschrift für interdisziplinäre Hungarologie, Band 7, 1976. S. 45–46
  8. Julius Grexa, "Die Probleme der ungarischen Königskrone." in Josef Gerhard Farkas (Ed.): Überlieferung und Auftrag. Festschrift für Michel de Ferdinandy zum sechzigsten Geburtstag. Pressler, Wiesbaden 1972, (ISBN 3-87646-025-5), p. 416
  9. Josef Deér casts doubt on the idea that this original crown was made in Rome in Die heilige Krone Ungarns. Wien 1966, pp. 199-200; the oldest elements of the present Holy Crown are now usually dated to the 1070s.
  10. Julius Grexa, '"Die Probleme der ungarischen Königskrone." In Josef Gerhard Farkas (Ed.): Überlieferung und Auftrag. Festschrift für Michel de Ferdinandy zum sechzigsten Geburtstag. Pressler, Wiesbaden 1972, (ISBN 3-87646-025-5), pp. 418–419.
  11. Kiss, 63
  12. Magda von Bárány-Oberschall, "Konstantinos Monomachos császár koronája. The Crown of the Emperor Constantine Monomachos." Budapest 1937, pp. 86 ff.
  13. Kiss
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Magda von Bárány-Oberschall, Konstantinos Monomachos császár koronája. The Crown of the Emperor Constantine Monomachos. Budapest 1937 pp. 60–78.
  15. Magda von Bárány-Oberschall: Konstantinos Monomachos császár koronája. The Crown of the Emperor Constantine Monomachos. Budapest 1937
  16. Franz Tinnefeld: Nicolas Oikonomidès, La couronne dite de Constantin Monomaque, Travaux et Mémoires (Centre de Recherche d'Histoire et Civilisation de Byzance) 12 (1994) S. 241–262 Αρχειοθετήθηκε 2010-11-18 στο Wayback Machine., Deutsches Archiv für Erforschung des Mittelalters Jahrgang 51. 1995, Heft 2, Besprechungen und Anzeigen, Nr. 187
  17. Kiss
  18. Maguire, 210
  19. Dawson
  20. Dawson, 188-189
  21. Dawson, 189
  22. Zonaras, 17.22.19
  23. 23,0 23,1 Dawson, 190

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  • Beckwith, John, Early Christian and Byzantine Art, Penguin History of Art (τώρα Yale), 2nd edn. 1979,(ISBN 0140560335)
  • Dawson, Timothy. The Monomachos Crown – Towards a Resolution. Βυζαντινά Συμμείκτα, Αθήνα 2009.
  • Etele Kiss. «Η κατάσταση της έρευνας για το στέμμα του Μονομάχου και μερικές περαιτέρω σκέψεις». στο Olenka Z. Pevny (Επιμ.): Perceptions of Byzantium and Its Neighbors (843–1261). Νέα Υόρκη 2000,(ISBN 0-300-08929-5), google books
  • Maguire, Henry, στο The Glory of Byzantium: Art and Culture of the Middle Byzantine Era, AD 843-1261, Editors, Helen C. Evans, William D. Wixom, 1997, Metropolitan Museum of Art,(ISBN 0870997777), 9780870997778, αρ. 145, πλήρως online

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

  • Magda von Bárány-Oberschall. Κωνσταντίνος Μονομάχος császár koronája. Το στέμμα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου. Βουδαπέστη 1937
  • Iwan Bach, Sándor Mihalik. "Problematik der Rekonstruktion der Monomachos-Krone," Acta historiae artium, IX, Budapest 1963, pp. 513–514.
  • Etele Kiss. "Új eredmények a Monomachus-korona kutatásában?" Folia Archeologica XLVI, Budapest 1997, pp. 125–162
  • Ταμάς Λάδος. A Monomakhos-korona és I. András koronázás FONS XXI (2014 ) σελ. 289–314.
  • Νικόλαος Οικονομίδης. "La couronne dite de Constantin Monomaque," Travaux et Mémoires, Centre de Recherche d'Histoire et Civilization de Byzance, 12 (1994) pp. 241–262, 8
  • Κλάους Βέσελ. Die byzantinische Emailkunst: Vom 5. bis 13. Jahrhundert. Beiträge zur Kunst des christlichen Ostens. Τομ. 4. Bongers, Recklinghausen 1967, σσ. 98–106.