Citroën GS
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
To Citroën GS του 1970 - 1980, και η μεταγενέστερη βελτιωμένη εκδοχή Citroën GSA του 1979 - 1986, ήταν μικρομεσαία οικογενειακά αυτοκίνητα της κατηγορίας C, που παρήχθησαν από τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία Citroën. Τo GS ήταν και το πρώτο, χρονολογικά, μοντέλο της εταιρείας στη μικρομεσαία κατηγορία. Συνολικά κατασκευάστηκαν 2.473.499 αντίτυπα σειράς GS και GSΑ κατά τη διάρκεια των 16 ετών παραγωγής τους : 1.896.742 σειράς GS και 576.757 σειράς GSA.
Citroën GS / GSA | |
---|---|
![]() Citroën GSA Spécial του 1983 | |
Σύνοψη | |
Κατασκευαστής | ![]() |
Μητρική εταιρεία | ![]() |
Παραγωγή | 1970 — 1986 |
Συναρμολόγηση | Ρεν, Γαλλία Αρίκα, Χιλή Τζακάρτα, Ινδονησία (Gaya Motor) Μοζαμβίκη Μανγκουάλντε, Πορτογαλία Βίγο, Ισπανία Πορτ Ελίζαμπεθ, Νότια Αφρική Μπανγκόκ, Ταϊλάνδη Κόπερ, Γιουγκοσλαβία (σήμερα Σλοβενία) Μουτάρε, Ζιμπάμπουε |
Σχεδιαστής | Robert Opron |
Αμάξωμα και σασί | |
Κατηγορία | Μικρομεσαίο αυτοκίνητο |
Αμάξωμα | GS: 4-πορτο fastback 5-πορτο station wagon 3-πορτο van GSA: 5-πορτο hatchback 5-πορτο station wagon 3-πορτο van |
Διαμόρφωση | Κινητήρας μπροστά, εμπρόσθια κίνηση |
Σύστημα κίνησης | |
Κινητήρας | 1.015 cm³ βενζίνης 1.129 cm³ βενζίνης 1.222 cm³ βενζίνης 1.299 cm³ βενζίνης / Όλοι επίπεδοι 4-κύλινδροι (H4) αερόψυκτοι 2 x 497,5 cm³ Βάνκελ, βενζίνης |
Μετάδοση | GS: 4-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο 3-τάχυτο ημι-αυτόματο κιβώτιο C-Matic (εκτός από τον 1.015 cm³) GSA: 4-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο 5-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο 3-τάχυτο ημι-αυτόματο κιβώτιο C-Matic |
Χωρητικότητα καυσίμου | 43 λίτρα GS Birotor: 56 λίτρα |
Διαστάσεις | |
Μεταξόνιο | 2.550 χιλιοστά |
Μήκος | 4.120 - 4.180 χιλιοστά |
Πλάτος | 1.600 - 1.620 χιλιοστά |
Ύψος | 1.350 χιλιοστά |
Κενό Βάρος | 880 - 965 κιλά 3-πορτο van: 925 κιλά |
Χρονολόγιο | |
Προηγούμενο μοντέλο | Κανένα |
Επόμενο μοντέλο | Citroën BX (άμεσα) Citroën ZX (πρακτικά) |
GSΕπεξεργασία
Εξέλιξη και εμπορική τοποθέτησηΕπεξεργασία
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, η Citroën είχε μόλις δύο μη επαγγελματικά μοντέλα στην παλέτα της, τα οποία μάλιστα ήταν στα δύο άκρα των τάξεων μεγέθους και τιμής: το μικρό και οικονομικό Citroën 2CV και το μεγάλο και πολυτελές Citroën DS (το γνωστό στην Ελλάδα ως «βάτραχος»). Παρά την εισαγωγή μιας φθηνότερης και πιο προσιτής εκδοχής του DS, το 1956, που διατέθηκε ως Citroën ID, το πρόβλημα δεν φάνηκε να αμβλύνεται ιδιαίτερα.
Από το 1955 έως το 1970, η Citroën δεν είχε μοντέλο στο τμήμα της αγοράς των μεσαίων αυτοκινήτων και αναγκάστηκε να αξιοποιήσει στο έπακρο το ικανό σασί του Citroën 2CV, στο οποίο και βασίστηκαν τα όσα ενδιάμεσα μοντέλα παρουσίασε, δηλαδή τα Citroën Dyane και Citroën Ami. Και τα δύο, έφεραν εντελώς διαφορετικό εξωτερικό ντιζάιν, πιο σύγχρονο σαλόνι και πολλές μηχανολογικές αναβαθμίσεις.
Τα δύο αυτά μοντέλα τοποθετήθηκαν στην τότε ιδιαίτερα κερδοφόρα κατηγορία των αυτοκινήτων πόλης, καθώς ένα σημαντικό μέρος του αγοραστικού κοινού επιζητούσε πλέον κάπως μεγαλύτερα σε χώρους και λιγότερο «σπαρτιατικά» μοντέλα από το Citroën 2CV, και όλα σημείωσαν τεράστια εμπορική επιτυχία. Ακόμα και έτσι, ωστόσο, παρέμεινε ένα μεγάλο κενό στην παλέτα των μοντέλων της Citroën, τόσο στις διαστάσεις, όσο και στους κυβισμούς: 425 cm³, 435 cm³ και τελικώς 602 cm³ στο Dyane και 602 cm³ στα Ami 6 και 8 - επομένως, μέχρι την 2-λιτρη βασική έκδοση των Citroën DS και ID υπήρχε άβυσσος.
Για την ακρίβεια, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η Citroën μελέτησε και κατασκεύασε κάποια πρωτότυπα, με σκοπό την οριστική επίλυση του ζητήματος, προκειμένου να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, αλλά δεν τόλμησε να τα ρίξει στην παραγωγή, λόγω της επίδρασης του Citroën DS. Το συγκεκριμένο μοντέλο είχε προκαλέσει τέτοια αίσθηση στον Τύπο και το κοινό, ώστε είχε προσδώσει στην εταιρεία το κύρος ενός κατασκευαστή με καινοτόμα, φουτουριστικά μοντέλα. Ως αποτέλεσμα, η Citroën φοβόταν πως ό,τι άλλο και να παρουσίαζε δεν θα ανταποκρινόταν στις υψηλές προσδοκίες των οπαδών της εταιρείας και στο ίματζ της. Για πολλά χρόνια, η Citroën δεν τολμούσε να εξελίξει περαιτέρω και να παρουσιάσει όσα σχετικά πρωτότυπα εξετάστηκαν, καθώς πίστευε ότι είτε θα είχαν αντιεμπορικό κόστος παραγωγής (όπως το πρωτότυπο Citroën C-10 του 1956), είτε θα εθεωρούντο «μία από τα ίδια» από τους υποψήφιους αγοραστές της μικρομεσαίας κατηγορίας.
Τελικώς, μετά από πολλές μελέτες και αναθεωρήσεις, το 1970 παρουσίασε επίσημα το μικρομεσαίο Citroën GS, το οποίο γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Για αρκετά χρόνια, μάλιστα, ήταν το νούμερο 1 σε πωλήσεις μοντέλο της Citroën. Ειδικότερα όμως στις ΗΠΑ, και σε αντίθεση με τα 2CV, Ami, DS και SM που είχαν πωληθεί επίσημα μέσω των δικτύων της εταιρείας, το GS δεν διατέθηκε ποτέ επίσημα στη χώρα αυτή, αν και κυκλοφόρησαν κάποια αντίτυπα από παράλληλες εισαγωγές, με τον συνολικό αριθμό τους να εκτιμάται στα 400 αυτοκίνητα.
Παρουσίαση και διακρίσειςΕπεξεργασία
Το Citroën GS πρωτοπαρουσιάστηκε στις 24 Αυγούστου 1970, αρχικά μόνο ως 4-πορτο «berline» με 3 πλαϊνά κρύσταλλα, και ήταν τότε από τα αυτοκίνητα με την καλύτερη αεροδυναμική, με τον εντυπωσιακό για την τότε εποχή αεροδυναμικό συντελεστή Cd 0,361. Το συνολικό σχήμα του αμαξώματος, αν και θυμίζει έντονα «hatchback» 2 όγκων, στην πραγματικότητα είναι «fastback», όπως και το μεγαλύτερο Citroën CX του 1974, καθώς η γραμμή της οροφής κατεβαίνει ομαλά προς το πίσω μέρος, χωρίς αισθητή γωνία. Μάλιστα τόσο το GS όσο και το CX είχαν σχεδιαστεί από τον Robert Opron.
Το GS κέρδισε τον τίτλο του Ευρωπαϊκού Αυτοκινήτου της Χρονιάς για το 1971 και γενικότερα θεωρήθηκε από τον Τύπο και το κοινό ως το τότε κορυφαίο σε άνεση, αεροδυναμική, καθώς και ενεργητική και παθητική ασφάλεια μοντέλο της κατηγορίας του.[1] Από το πρώτο ακόμα έτος κυκλοφορίας του, σημείωσε μεγάλη εμπορική απήχηση στις αγορές της Ευρώπης. Ενδεικτικώς, η παραγωγή του έφτασε τα 526.443 αντίτυπα το 1971 και τα 601.918 αντίτυπα το 1972, σε βαθμό που τότε η Citroën ξεπέρασε την Peugeot σε συνολικό όγκο παραγωγής αυτοκινήτων, ανεβαίνοντας προσωρινά στη δεύτερη θέση μεταξύ των γαλλικών αυτοκινητοβιομηχανιών, πίσω μόνο από την Renault.[2]
ΕκδοχέςΕπεξεργασία
Προσφερόταν σε δύο εκδόσεις, τη βασική GS Club και την πληρέστερη GS Pallas. Η έκδοση Pallas συνδυάστηκε μόνο με την 4-πορτη εκδοχή Berline και μάλιστα ξεχώριζε και αισθητικώς, καθώς διέθετε καλύμματα στους τροχούς και μάλιστα γυαλιστερά, πλευρικές πλαστικές λωρίδες στο αμάξωμα, γυαλί με εντονότερη χρωματική απόχρωση και εσωτερικές επενδύσεις καλύτερης ποιότητας στο σαλόνι. Από τον Ιούλιο του 1971 (ειδικότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους[3]) επίσης, το GS προσφερόταν και ως Break (station wagon) και ως 3-πορτο επαγγελματικό van, που βασιζόταν στο Break.
Καινοτομίες και ασφάλειαΕπεξεργασία
Διέθετε στάνταρ σε όλες τις εκδόσεις την κλασική υδροπνευματική ανάρτηση της Citroën, η οποία και εντυπωσίασε ιδιαίτερα με την οδική συμπεριφορά της και την άνεσή της, σε βαθμό που είχε περιγραφεί από τον Τύπο αυτοκινήτου και το κοινό της εποχής ως «μαγικό χαλί». Επιπλέον, όλες οι εκδόσεις του GS ήταν εξοπλισμένες με 4 δισκόφρενα, κάτι πολύ σπάνιο για την εποχή του, πόσο μάλλον για ένα μικρομεσαίο αυτοκίνητο.
Το σαλόνι του GS επίσης εντυπωσίασε, καθώς έφερε έναν πρωτότυπο πίνακα οργάνων με ένα στροφόμετρο σε σχήμα μπούμερανγκ, συν το λεγόμενο «κίτρινο μάτι», αντί για ταχύμετρο. Το σύστημα αυτό αποτελείτο από έναν εσωτερικό κύλινδρο που ανέγραφε όλες τις πιθανές ενδείξεις και περιστρεφόταν, με την σωστή ένδειξη να προβάλλεται προς την κατεύθυνση που κοίταζε ο οδηγός. Το ίδιο σύστημα εξελίχθηκε περαιτέρω στο μεγαλύτερο Citroën CX του 1974, με περισσότερα «κίτρινα μάτια», που αντικατέστησαν τόσο το ταχύμετρο, όσο και το στροφόμετρο, καθώς και τα άλλα όργανα του κοντέρ. Ειδικότερα στο GS, το αρχικό «κίτρινο μάτι» διατηρήθηκε έως το 1976 και από το 1977 αντικαταστάθηκε από ένα συμβατικό ταχύμετρο, αλλά όλα τα GSΑ (1979 - 1986) επανεξοπλίστηκαν με μία εκδοχή του πίνακα οργάνων με τα «κίτρινα μάτια» του CX.
Όλα τα GS επίσης, έφεραν το κλασικό τιμόνι της Citroën με την μία ακτίνα, σε συνδυασμό και με ειδικά σχεδιασμένη κολώνα τιμονιού. Για την ακρίβεια, και τα τρία (στεφάνη, ακτίνα και εσωτερική κολώνα τιμονιού) είχαν σχεδιαστεί να καταρρέουν σε πρόσκρουση, ώστε να μην τραυματίζεται ο οδηγός από το τιμόνι. Παράλληλα, προσφέρονταν και έξτρα προσκέφαλα στα μπροστινά καθίσματα, με τα οποία και κυκλοφόρησαν πολλά αντίτυπα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τόσο η υδροπνευματική ανάρτηση, όσο και τα δισκόφρενα, καθώς και το κεντρικό υδραυλικό σύστημα που τα τροφοδοτούσε όλα αυτά, όπως επίσης και η προαναφερθείσα δομή ασφαλείας στο τιμόνι, είχαν μεταφερθεί αυτούσια από το θρυλικό Citroën DS, το γνωστό στην Ελλάδα ως «βάτραχος».
ΚινητήρεςΕπεξεργασία
Ωστόσο, το μοναδικό μελανό σημείο του GS ήταν οι κινητήρες του, οι οποίοι ήταν μικρού κυβισμού, λόγω βαριάς φορολογίας. Η αιτία ήταν το γαλλικό σύστημα φορολόγησης, με τους φορολογήσιμους ίππους, οι οποίοι βασίζονταν στον κυβισμό του κινητήρα. Μέχρι το 1977, το σύστημα φορολόγησης των αυτοκινήτων στη Γαλλία ήταν τέτοιο, ώστε οι κινητήρες μεγάλου, αλλά ακόμα και μεσαίου κυβισμού, υφίσταντο μεγάλη τιμολογιακή επιβάρυνση, ενώ οι πολύ μεγάλου κυβισμού ήταν ουσιαστικά εκτός πραγματικότητας.
Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στους κινητήρες του μοντέλου και τα GS είχαν εισπράξει από τον Τύπο αρνητικές κριτικές για μέτριες επιδόσεις. Συγκεκριμένα, έφεραν μια σειρά επίπεδων 4-κύλινδρων (H4) αερόψυκτων κινητήρων βενζίνης, με τους εξής κυβισμούς:
- Το αρχικό μηχανικό σύνολο ήταν μόλις 1.015 cm³, προκειμένου να παραμείνει μέσα στα όρια των 6 φορολογήσιμων ίππων, με ισχύ μόλις 55 hp και τελική ταχύτητα 147 km/h (92 mph).
- Τον Σεπτέμβριο του 1972, προστέθηκε και ένας νέος κινητήρας 1.222 cm³, με ισχύ 60 hp στις 6.250 στροφές το λεπτό και τελική ταχύτητα 151 km/h (95 mph).[4]
- Για τη σεζόν του 1978, ο αρχικός κινητήρας των 1.015 cm³ αντικαταστάθηκε από έναν 1.129 cm³, ισχύος 56 hp.
- Για τη σεζόν του 1979, προστέθηκε ο ισχυρότερος 1.299 cm³, με την ισχύ να φτάνει στους 65 hp και την τελική ταχύτητα στα 158 km/h (98 mph).
Όλοι συνδυάζονταν με ένα στάνταρ 4-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο ή προαιρετικά, εκτός από τον 1.015 cm³, με 3-τάχυτο ημι-αυτόματο κιβώτιο C-Matic, το οποίο ήταν στάνταρ στο GS Birotor.
Από την άλλη, ευτυχώς, η κορυφαία για τα δεδομένα της εποχής αεροδυναμική του μοντέλου, επέτρεπε σχετικά ανεκτές επιδόσεις στις εκδόσεις με τους μεγαλύτερους κινητήρες. Ειδικότερα πάντως, ο βασικός κινητήρας του GS, κυβισμού 1.015 cm³ (νούμερο πολύ ασυνήθιστο για μοντέλο της μικρομεσαίας κατηγορίας) και ισχύος 55 hp, κρίθηκε ως πολύ ασθενής για το βάρος του αυτοκινήτου. Μετά την παρουσίαση του κινητήρα 1.222 cm³ ισχύος 60 hp, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Citroën βρέθηκε με τις αποθήκες της γεμάτες από πλεόνασμα κινητήρων 1.0 λίτρου λόγω χαμηλής ζήτησης και γι' αυτό αποφάσισε να τους τοποθετήσει στο Ami 8. Αυτό κατέληξε στην παρουσίαση, τον Ιανουάριο του 1973, του ισχυρότερου Ami Super, μιας έκδοσης που έφερε αυτόν τον κινητήρα και μια βελτιωμένη πλατφόρμα που επέτρεπε την προσαρμογή του ισχυρότερου κινητήρα και την επίτευξη ακόμα καλύτερων επιδόσεων.
GS BirotorΕπεξεργασία
Τον Μάρτιο του 1973, στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης, παρουσιάστηκε μια έκδοση του GS με κινητήρα Wankel birotor (με δύο ρότορες), συνολικού κυβισμού 995 cm³ και ισχύος 110 ίππων. Το μοντέλο εξελίχθηκε με σκοπό τη δοκιμή του περιστροφικού κινητήρα Βάνκελ σε πραγματικές συνθήκες, ενώ ο ίδιος κινητήρας επρόκειτο να εμφανιστεί και στο Citroën CX του 1974. Η έκδοση αυτή παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1973, υπό την επίσημη ονομασία Citroën GS Birotor, αν και συχνά αναφερόταν και ως Citroën GZ.
Μοιραζόταν την πλειονότητα των μηχανικών μερών του GS, πλην του κινητήρα, και φυσικά ήταν εξοπλισμένο και με την κλασική υδροπνευματική ανάρτηση της Citroën, ενώ έφερε και ντεπόζιτο καυσίμου με όγκο 56 λίτρα, αντί για 43 λίτρα στις άλλες εκδόσεις. Ο κινητήρας του παραγόταν από την κοινοπραξία κατασκευής κινητήρων Comotor, που είχε ιδρυθεί το 1967 από τις NSU και Citroën, και ήταν σχεδόν ίδιος με τον αντίστοιχο του NSU Ro80. Οι οπτικές διαφορές του GS Birotor με τα στάνταρ GS, ήταν οι εξής:
- Πιο αστραφτεροί προφυλακτήρες,
- Διαφορετικοί τροχοί, με 5 μπουλόνια αντί για 3,
- Πολυτελέστερο σαλόνι και
- Στάνταρ 3-τάχυτο ημι-αυτόματο κιβώτιο C-Matic.
Μολονότι στις διαστάσεις ήταν ένα τυπικό μικρομεσαίο αυτοκίνητο, η τιμή πώλησης του GS Βirotor ήταν έως και 70% υψηλότερη από τα στάνταρ GS. Μάλιστα ήταν υψηλότερη ακόμα και από την τιμή του Citroën DS, το οποίο ήταν μεγαλύτερο, ταχύτερο, οικονομικότερο και λιγότερο σύνθετο. Ως αποτέλεσμα, η αγορά αντέδρασε με φρίκη απέναντι στο GS Βirotor και οι πωλήσεις ήταν εξ αρχής σχεδόν μηδενικές.
Επιπλέον, λίγους μόλις μήνες μετά την κυκλοφορία του, ξέσπασε ξαφνικά και απρόβλεπτα η πρώτη πετρελαϊκή κρίση τον Οκτώβριο του 1973, καταφέρνοντας μοιραίο πλήγμα στα σχέδια της Citroën και φτάνοντάς την στο χείλος του γκρεμού. Ο κινητήρας Βάνκελ, του οποίου το κυριότερο μειονέκτημα είναι παραδοσιακά η πολύ υψηλή κατανάλωσή του, βρέθηκε ξαφνικά εκτός τόπου και χρόνου σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά αγωνιζόταν να εξοικονομήσει και την τελευταία σταγόνα καυσίμου. Ακόμα και το σχετικά μικρού κυβισμού GS Βirotor απεδείχθη μια πλήρης εμπορική καταστροφή και τελικώς διακόπηκε το 1975, με μόλις 847 πωλήσεις στους 18 μήνες που κυκλοφόρησε στην αγορά. Σημειωτέον ότι στο μεγαλύτερο Citroën CX, που πρωτοπαρουσιάστηκε τον Αύγουστο του 1974, οι κινητήρες Βάνκελ που είχαν εξελιχθεί για το μοντέλο ακυρώθηκαν μόλις λίγους μόλις μήνες πριν από την παρουσίασή του.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια μάλιστα, εμφανίστηκαν και κάποια προβλήματα αναξιοπιστίας στο GS Βirotor και η Citroën αγόρασε πίσω τα περισσότερα από αυτά και τα αποσυναρμολόγησε για ανταλλακτικά ή ενίοτε τους αντικατέστησε τους κινητήρες, προκειμένου να ξεχαστεί το ζήτημα. Ελάχιστα αντίτυπα έχουν επιβιώσει και όλα είναι άκρως συλλεκτικά σήμερα.
GSΑΕπεξεργασία
Το GS παρήχθη από τον Σεπτέμβριο του 1970 έως τον Ιούλιο του 1980. Το 1979, το αρχικό μοντέλο υπέστη κάποιες αισθητικές βελτιώσεις, ταυτόχρονα με υιοθέτηση πλαστικού για τους προφυλακτήρες, τους καθρέπτες και τις χειρολαβές. Η νέα βελτιωμένη εκδοχή μετονομάστηκε σε GSA και μπήκε στην παραγωγή τον Σεπτέμβριο του 1979, φτάνοντας έως τον Ιούλιο του 1986. Ως αποτέλεσμα, τα GS και GSA συνυπήρξαν στην παραγωγή για 1 χρόνο.
Το GSA είχε αεροδυναμικό συντελεστή Cd μόλις 0,318 - νούμερο εντυπωσιακό για την εποχή του. Επίσης, με την εισαγωγή του GSΑ εμφανίστηκε ένα νέο 5-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο σε αρκετές εκδόσεις, προσφέροντας τελικές ταχύτητες έως και 164 km/h (102 mph), συν πιο άνετη οδήγηση και καλύτερη οικονομία καυσίμου στον αυτοκινητόδρομο.[5]
Επιπλέον, υιοθετήθηκε ένας ανάλογης φιλοσοφίας με το μεγαλύτερο Citroën CX σχεδιασμός του ταμπλό από την πλευρά του οδηγού, έτσι ώστε και στο GSΑ πλέον, όλοι οι διακόπτες και οι μοχλοί ήταν συγκεντρωμένοι σε μικρή ακτίνα γύρω από το τιμόνι. Αυτό επέτρεπε στον οδηγό να μπορεί να έχει υπό άμεσο έλεγχο όλα τα κουμπιά, διακόπτες και μοχλούς, χωρίς να απομακρύνει τα χέρια του από το τιμόνι, όπως ακριβώς και στο CX. Το GSΑ μάλιστα έφερε στάνταρ μια εκδοχή του πίνακα οργάνων με τα «κίτρινα μάτια» του CX, σε συνδυασμό και με πρωτοποριακή οθόνη μέσα στο κοντέρ, με απεικόνιση του αυτοκινήτου και ενδείξεις γύρω της, για κάθε ενδεχόμενη βλάβη. Από το 1980, τα προσκέφαλα στα μπροστινά καθίσματα έγιναν πλέον στάνταρ.
Αντίθετα με την 2 όγκων, αλλά 4-πορτη διάταξη του GS, το GSA διατήρησε μεν το ίδιο συνολικό σχήμα αμαξώματος, πλην όμως έγινε κλασικό 5-πορτο 2 όγκων.
Αντικατάσταση των GS / GSAΕπεξεργασία
Ο αρχικός διάδοχος των GS / GSA πρωτοπαρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 1982 και ήταν το Citroën BX. Ακόμα και τότε όμως, η δημοτικότητα του GSA ήταν τόσο μεγάλη ώστε η παραγωγή του συνεχίστηκε για 4 έτη ακόμα, αν και σε μικρότερους ρυθμούς παραγωγής, και τελικώς έληξε τον Ιούνιο του 1985 για την έκδοση Berline και τον Ιούλιο του 1986 για την έκδοση station wagon. Συνολικώς παρήχθησαν 1.896.742 αντίτυπα σειράς GS και 576.757 αντίτυπα σειράς GSA.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το ΒΧ είχε μετακινηθεί σε ελαφρώς ανώτερη κατηγορία και πρακτικώς κυμαινόταν μεταξύ της μικρομεσαίας C και της μεσαίας D. Μάλιστα οι μελλοντικοί αντικαταστάτες του ΒΧ, κέρδισαν διαδοχικά ακόμα περισσότερο σε διαστάσεις, καθώς το Citroën Xantia του 1993 τοποθετήθηκε πλέον στην μεσαία κατηγορία D, ενώ στους διαδόχους του Xantia, στα Citroën C5 πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι διαστάσεις και τα επίπεδα εξοπλισμού έφτασαν σε διφορούμενη θέση, μεταξύ μεγαλομεσαίας και πολυτελούς κατηγορίας.
Πρακτικώς μόλις τον Μάρτιο του 1991, με την άφιξη του Citroën ZX, εμφανίστηκε ένας πραγματικός διάδοχος των μικρομεσαίων GS και GSA.
ΑναφορέςΕπεξεργασία
- ↑ Car of the year 1971 - Citroën GS
- ↑ «Automobilia». Toutes les voitures françaises 1972 (salon [Oct] 1971) (Paris: Histoire & collections) Nr. 76s: 19. 2005.
- ↑ «News». Autocar 135 nbr 3938: Page 21. (16 Σεπτεμβρίου 1971)
- ↑ «News: Bigger engine for Citroen GS». Autocar: Page 19. (21 Σεπτεμβρίου 1972)
- ↑ Revue Technique Automobile, n° 464, Feb. 1986, Ed Etai, France, ISSN 0017-307X
ΒιβλιογραφίαΕπεξεργασία
- Dominique Pagneux, «La Citroën GS de mon père», éditions E.T.A.I. 2000. ISBN 2-7268-8533-0.