Αυλική λογοτεχνία

Λογοτεχνία στις αυλές των φεουδαρχών ευγενών τον Μεσαίωνα

Η αυλική λογοτεχνία (γαλλικά: Littérature courtoise) είναι μια καλλιεργημένη λογοτεχνική πρακτική που αναπτύχθηκε κυρίως μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα αρχικά στις αυλές των φεουδαρχών ευγενών της Προβηγκίας και της Γαλλίας και σύντομα διαδόθηκε στις πριγκιπικές αυλές της Ευρώπης. Τα έργα - τραγούδια με συνοδεία μουσικής και αυλικά μυθιστορήματα - εκφράζουν το ιπποτικό ιδεώδες, αλλά περιέχουν μια νέα αξία: τον αυλικό έρωτα. Ο αυλικός ιππότης δεν αγωνίζεται πλέον για τον Θεό, τη Γαλλία ή τον άρχοντά του (όπως στα επικά άσματα), αλλά για την κυρία του, στην οποία οφείλει απόλυτη υπακοή.[1]

Ο Λάνσελοτ και η βασίλισσα Γκουίνεβιρ από το Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου του Κρετιέν ντε Τρουά

Η λογοτεχνία της αυλικής κοινωνίας καταγράφει μια διαδικασία εκπολιτισμού. Αντιπροσωπεύει και δημιουργεί έναν από τους πιο σημαντικούς μετασχηματισμούς της ηθικής και των αξιών που βιώθηκαν στη μετα-ρωμαϊκή Δύση: τη μεταμόρφωση από τις σκληρές, βάναυσες αξίες των πολεμιστών της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης στα ιδανικά της αυλικής κοινωνίας. Ο ήρωας δεν είναι πια ένας ιππότης που κερδίζει φήμη και τιμή στη μάχη, όπως παρουσιάζεται στα προγενέστερα επικά άσματα, αλλά ένας αυλικός και καλλιτέχνης που αναγνωρίζεται στη ζωή μιας πριγκιπικής αυλής με την ευγλωττία και τα ταλέντα του, με τις ικανότητές του στη μουσική, τα παιχνίδια και το κυνήγι.[2]

Χαρακτηριστικά

Επεξεργασία
 
Πέρσιβαλ ή Ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου (περ. 1190)

Κατά τον 12ο αιώνα, η μεσαιωνική κοινωνία πέρασε από έναν μετασχηματισμό, εγκαταλείποντας τις σκληρές αξίες των πολεμιστών του πρώιμου Μεσαίωνα και υιοθετώντας τις πιο πολιτισμένες αξίες που συνδέονται με τον αυλικό έρωτα και τον ιπποτισμό. Τα λυρικά ποιήματα και τα αυλικά μυθιστορήματα ύμνησαν σε στίχους τα ιδανικά της αυλικής κοινωνίας: εγκράτεια, αρετή, πίστη, κομψότητα και εκλεπτυσμένη αγάπη.[3]

Η έννοια του αυλικού έρωτα ενέπνευσε τη λυρική ποίηση στην οξιτανική γλώσσα στις αρχοντικές αυλές της νότιας Γαλλίας, όπου η οικονομία ήταν πιο ανεπτυγμένη από ό,τι στις βόρειες επαρχίες, και βρήκε συγκεκριμένη έκφραση στα τραγούδια των τροβαδούρων. Το ευγενικό πνεύμα εξαπλώθηκε σταδιακά στη Βόρεια Γαλλία, όπου αντιπροσωπεύθηκε από τα τραγούδια των τρουβέρων, που έγραψαν στις βόρειες διαλέκτους των παλαιών γαλλικών, αλλά και από το αυλικό μυθιστόρημα με κυριότερο εκπρόσωπο τον Κρετιέν ντε Τρουά, ο οποίος με πηγή το έμμετρο χρονικό Μυθιστορία του Βρούτου (1155) του Αγγλο-νορμανδού Γουέις, έγραψε τις μυθιστορίες Ερέκ και Ενίντ, Κλίγης, Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου, Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι, και Πέρσιβαλ ή ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου εισάγοντας την αρθουριανή λογοτεχνία. Το 1137, ο γάμος της Ελεονώρας της Ακουιτανίας, εγγονής του τροβαδούρου Γουλιέλμου Θ', με τον Λουδοβίκο Ζ' και μετά τον χωρισμό της το 1152 με τον Ερρίκο Πλανταγενέτη έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διάχυση στις βασιλικές αυλές της Γαλλίας και της Αγγλίας. Οι κόρες της με τη σειρά τους διαιώνισαν την παράδοση, κυρίως η κόμισσα της Καμπανίας Μαρία, η οποία καθιερώθηκε ως εμβληματική φιγούρα της ευγενικής κυρίας.[1]

Το κεντρικό θέμα της αριστοκρατικής λυρικής ποίησης και αυλικού μυθιστορήματος είναι ο έρωτας. Μια κοινή στάση του αυλικού εραστή είναι η μακρόθυμη αντοχή στην ψυχρότητα μιας απρόσιτης, ανυποχώρητης αριστοκρατικής κυρίας την οποία υπηρετεί με τη μάταιη ελπίδα κάποια μέρα να κερδίσει τον έρωτά της. Ο έρωτας βιώνεται και παρουσιάζεται ως μαγική, παθολογική, ακόμη και μοιραία δύναμη, αλλά και ως θρησκευτική και μυστικιστική εμπειρία που επιβάλλει υπομονή και αντοχή στον εραστή. Δεν είναι ακριβώς μια ερωτική εμπειρία αλλά προσεγγίζει τη διαδικασία ηθικής διαμόρφωσης και αυλικής εκπαίδευσης. Ο εραστής, που απορρίπτεται από την αγαπημένη κυρία του μέχρι να περάσει τις δοκιμασίες που αυτή του θέτει, αναγκάζεται να διαμορφώνει τον λόγο του, τους τρόπους του και τις αρετές του σε ένα υψηλό επίπεδο αυλικής αριστείας.[4]

Τα πρώτα αυλικά μυθιστορήματα είναι διασκευές έργων της αρχαιότητας (θέμα της Ρώμης) προσαρμοσμένα στις ηθικές και πνευματικές αξίες της εποχής. Παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, τον Έκτορα, τον Οδυσσέα και τον Αινεία να συμπεριφέρονται σαν ιππότες του 12ου αιώνα, που πολεμούν με τόλμη αλλά και ευγενή εγκράτεια, αναρωτιούνται σε μακροσκελείς εσωτερικούς μονολόγους αν μπορούν να κερδίσουν την αγάπη των κυριών τους και γράφουν ερωτικά γράμματα και ποιήματα.[5]

 
Η μυθιστορία του ρόδου, Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, 1864

Αλλά οι ιστορίες με έμπνευση από τον αρχαίο κόσμο ωχριούν μπροστά στη ​​δημοτικότητα των κελτικών θρύλων για τον βασιλιά Αρθούρο και τους ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Η φανταστική αυλή του βασιλιά Αρθούρου γίνεται το ιδανικό των πραγματικών αυλών: οι εκλεπτυσμένες συνήθειες και τα ωραία έθιμα επιβλήθηκαν ως κανόνας. Η πίστη στη γυναίκα, η ευγενική ομιλία, η τέχνη του να τραγουδούν καλά, η ευγένεια, η γενναιοδωρία έρχονται σε αντίθεση, αφενός, στα ωμά ήθη των πολεμιστών και, αφετέρου, έγιναν αναγνωριστικό σημάδι της αριστοκρατικής τάξης.

Η Μαρία της Γαλλίας, που έζησε στην αυλή της Ελεονώρας της Ακουιτανίας σε διηγήματα σε στίχους αφηγείται περιπέτειες ιπποτικού έρωτα, εμπνευσμένες από τους κελτικούς θρύλους.

Γράφτηκαν επίσης έργα στη δομή της πλοκής του αρχαίου ελληνικού μυθιστορήματος, όπως Φλουάρ και Μπλανσφλόρ (περ. 1170), που μεταφράστηκε σε όλες τις λογοτεχνικές γλώσσες της εποχής, άλλα με επίδραση της λατινικής λογοτεχνίας όπως Παρτονοπέας του Μπλουά (περ. 1180).[6] και διασκευές ιστοριών από την Ανατολή όπως Η μυθιστορία των επτά σοφών (1212 και 1223).

Η μυθιστορία του ρόδου (13ος αιώνας) είναι μεταξύ των σημαντικότερων έργων. Τον 13ο αιώνα, οι συγγραφείς άρχισαν να γράφουν σε πεζογραφία. Το μέγεθος των μυθιστορημάτων ξαφνικά πολλαπλασιάζεται. Ο Λάνσελοτ στην Πεζογραφία, η Αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου (αγνώστων συγγραφέων) και Ο θάνατος του Αρθούρου (1485) του Τόμας Μάλορυ σχηματίζουν ένα τεράστιο σύνολο γύρω από τα μοτίβα που δημιουργήθηκαν από τον Γουέις και τον Κρετιέν ντε Τρουά.[7]

Μεταξύ των αυλικών μυθιστορημάτων, συμπεριλαμβάνεται επίσης η τραγική ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, τα παλαιότερα αποσπάσματα της οποίας που έχουν φτάσει σε εμάς είναι των Αγγλο-νορμανδών ποιητών Μπερούλ και Τόμας.

Με την αυλική λογοτεχνία, γίνεται σταδιακά η μετάβαση από τη λογοτεχνία που μεταδίδονταν προφορικά και ανώνυμα στη λογοτεχνία που έχει γράψει και υπογράφει ένας συγγραφέας, όπως οι Γουλιέλμος Θ΄ της Ακουιτανίας, Ζωφρέ Ρουντέλ, Μπερνάρ ντε Βανταντούρ, Μπενουά ντε Σαιντ-Μωρ, Θεοβάλδος Α΄ της Ναβάρρας, Αντάμ ντε λα Αλ, Κρετιέν ντε Τρουά, η Μαρία της Γαλλίας, η Κριστίν ντε Πιζάν, κ.α.[8]

 
Συνάντηση ερωτευμένων, από γερμανικό κώδικα του 1300.

Στις γερμανόφωνες χώρες

Επεξεργασία

Η αυλική λογοτεχνία αναπτύχθηκε από τον 12ο αιώνα και στις γερμανόφωνες χώρες. Οι Γερμανοί ποιητές επηρεασμένοι από τα γαλλικά έργα έγραψαν ερωτικά τραγούδια, με σημαντικότερο εκπρόσωπο των ερωτοτραγουδιστών τον Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε, ύμνησαν κι αυτοί τον αυλικό έρωτα αλλά πολύ σύντομα στην ποίησή τους η χωρίς καμία ελπίδα μονόπλευρη, αγνή αγάπη του ευγενικού ιππότη για μια απρόσιτη κυρία, αντικαταστάθηκε υπέρ πιο ισορροπημένων σχέσεων.

Σημαντικοί συγγραφείς, όπως οι Χάρτμαν φον Άουε, Βόλφραμ φον Έσενμπαχ και Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ έγραψαν επίσης μεγαλύτερες συνθέσεις με επεκτάσεις, κριτική και αναδιαμόρφωση των γαλλικών πρωτοτύπων.[9]

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία