Γέμελλος (όνομα)

ανδρικό όνομα

Γέμελλος ή Γέμελος, ελληνικό αντρικό κύριο όνομα.

Ετυμολογία του ονόματος Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Emidio De Felice, το όνομα Γέμελ(λ)ος και το συνώνυμό του μεταγενέστερο ελληνικό Γέμινος προέρχονται από το ρωμαϊκό επώνυμο (cognomen) Geminus (Γέμινος) και αυτό από το λατινικό επίθετο geminus ή το υποκοριστικό του gemellus, και σημαίνουν «δίδυμος».[1] [2] Τα ονόματα Γέμελλος και Γέμινος είναι δηλαδή σημασιολογικά ταυτόσημα με τα ελληνικά αντρικά ονόματα Δίδυμος, Θωμάς και Τομάζος.

Σύμφωνα με τον Δικαίο Βαγιακάκο, και σήμερα στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα ο δίδυμος λέγεται γέμελλος ή γιμέλλης, και στα Δωδεκάνησα με αντικατάσταση του γ με το δ διμέλλης.[3]

Γεμελλού λέγεται η κατσίκα ή το πρόβατο που γεννά δίδυμα, τα οποία λέγονται γεμέλλια ή γέμελλα, ενώ στη Ρόδο υπάρχει η έκφραση: διμέλλου κόρην έπαρε, διμέλλου γιον μην πάρεις, αποδίδεται δηλαδή στην κληρονομικότητα η γέννηση των δίδυμων παιδιών. Στη Σαντορίνη και τη Χάλκη γεμελλάκια λέγονται δυο αστέρια του αστερισμού του Σκορπιού, που από το Μάρτιο έως το χειμώνα επέχουν στον ουρανό τη θέση του Αυγερινού. Τέλος, πάλι από τη Σαντορίνη έχουμε το δίστιχο: τ’ αμύγδαλο ’ναι γέμελλο, / αγάπα με το ρέμπελο.

Ονομαστική γιορτή Επεξεργασία

Ο Γέμελλος γιορτάζει στις 10 Δεκεμβρίου, ημέρα που η Ορθόδοξη και η Καθολική Εκκλησία τιμούν τη μνήμη του αγίου Γεμέλλου.[4][5]

Γυναικείος τύπος Επεξεργασία

Τύποι του ονόματος Επεξεργασία

  • Γέμελλος, στη Σαντορίνη.[8]
  • Γέμινος (Γέμινος ο Ρόδιος, αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος και γεωγράφος που έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ.)

Διάδοση του ονόματος Επεξεργασία

Στην αρχαιότητα το όνομα Γέμελλος δεν ήταν ιδιαίτερα συχνό. Σύμφωνα με τη Θετίμα, εμφανίζεται σε όλο το Lexicon of Greek Personal Names (LGPN) να το φέρουν 39 πρόσωπα, με πρωιμότερες αναφορές από την αυτοκρατορική εποχή στην Αμοργό, την Κάτω Ιταλία, τη Θήβα, την Ιωνία και την Καρία. Η γεωγραφική διασπορά του ονόματος: Ορεστίδα, Χαράκωμα (Θράκη), Θεσσαλονίκη, Ποτίδαια-Κασσανδρεία, Σίγκος, Βέροια, Στύβερρα Μακεδονίας, Λυδία, Κύπρος, Κυρήνη, Βιθυνία, Αθήνα, Αχαΐα Φθιώτις, Ιωνία, Θράκη, Καρία, Καμπανία, Μυσία, Αμοργός, Κάλυμνος, Τήνος, Συρακούσες. Στο ίδιο λεξικό καταγράφονται οι παράλληλοι τύποι Γέμελος (την αυτοκρατορική περίοδο στην Αμοργό και τον 3ο αι. μ.Χ. στην Αθήνα) και Γέμηλος (τον 5ο–6ο αι. μ.Χ. στην Αθήνα).[9]

Το όνομα Γέμινος, σύμφωνα με τη Θετίμα, εμφανίζεται σε όλο το LGPN να το φέρουν 10 πρόσωπα, με πρωιμότερη αναφορά από την Κιλικία τον 2ο–1ο αι. π.Χ. Η γεωγραφική διασπορά του ονόματος: Θεσσαλονίκη, Λυδία, Κιλικία Πεδιάς, Βιθυνία, Αθήνα, Αινίδα Θεσσαλίας, Ιωνία, Ρόδος, Παμφυλία, Πόντος.

Το όνομα σε άλλες γλώσσες Επεξεργασία

Το όνομα ως επώνυμο Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, από το γεμέλι «δίδυμο παιδί» (από το λατινικό gemellus) παράγονται τα παρατσούκλια Γέμελος, Γεμελιάρης, και εξ αυτών τα οικογενειακά.[16] Παρόμοια σημασιολογικά είναι, σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τα επώνυμα Μπινιάρης (μπινιάρι «δίδυμο», από το λατινικό bini, binarius) — ο Γιώργος Διζικιρίκης το αναφέρει ως αρβανίτικο (Να ξετουρκέψουμε τη γλώσσα μας, εκδόσεις Άγκυρα, Αθήνα 1975) — Ζυμπρακάκης, από το ζύμπραγος, από ένα αρχαίο συμπραγής, σημερινό κρητικό συμπραγός «δίδυμος» (βλ. Γεώργιος Χατζιδάκις, Μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, τμ. Β΄, σ. 10), Μπραγός (Μιχαήλ Γ. Μιχαηλίδης Νουάρος, Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, τμ. #2, Αθήνα 1935, σ. 159α) και Διπλαράκης, Διπλαρέας, Διπλαράκος κτλ.[17]

Σύμφωνα με την Χρυσούλα Τσικριτσή - Κατσιανάκη, το όνομα εμφανίζεται ως επώνυμο στην Κρήτη υπό τους τύπους Γέμελος, Γιόμελ(λ)ος στο Ηράκλειο και Γιομελάκης - Γιμελάκης στην Ιεράπετρα.[18]

Σύμφωνα με το ΙΛΝΕ, από το επίθετο γέμελλος παράγονται τα επώνυμα Δίμελλος στη Σύμη, Ίμελος στη Νάξο (Απύρανθος), το οποίο γράφουν και υπό τους τύπους Ήμελλος και Ήμελος·[19] τα παρωνύμια Γέμελλος στη Μήλο, Διμέλλης στους Αντίπαξους και τους Παξούς, και τα τοπωνύμια Γιόμελλος στη Χίο (Βροντάδες), Γεμέλλης στην Ικαρία και Διμέλλα (το διπλό λ προφέρεται) στη Ρόδο. Από το επίθετο γέμελλος με το παραγωγικό επίθεμα -ικος παράγεται το επίθετο γεμέλλικος, από το οποίο έχουμε τα τοπωνύμια Γεμέλλικο στην Ικαρία και Γεμέλλικα στη Χίο. Από το επίθετο γέμελλος με το παραγωγικό επίθεμα -άς παράγεται το επίθετο γεμελλάς, από το οποίο έχουμε τα επώνυμα Γεμελλάς στους Φούρνους, Γιμελλάς και Διμελλάς στην Κάρπαθο (το διπλό λ προφέρεται) και τα τοπωνύμια Ιμελλάς στην Κάσο και Ιμελλού στην Κάρπαθο (το διπλό λ προφέρεται). Από το γεμέλλι, έχουμε τα τοπωνύμια Γεμέλλια στην Ικαρία, Ιμέλλια στην Κάρπαθο και Διμελλιού στη Ρόδο. [20]

Σύμφωνα με τον Δικαίο Βαγιακάκο, ο παλιότερος γνωστός τύπος του επωνύμου είναι ο Γέμιλλος, ο οποίος μαρτυρείται από έγγραφο της Κάτω Ιταλίας του 1138.[21]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Emidio De Felice, Dizionario dei nomi italiani, Mondadori, Μιλάνο 1986, ISBN 978-88-04-42791-9, σ. 181.
  2. Dizionario Etimologico, «gèmino».
  3. Δικαίος Βαγιακάκος, Ιστορικό λεξικό ελληνικών επωνύμων, τμ. 1ος, Πάπυρος, Αθήνα 2016, σ. 88, και περιοδικό Ιστορία, #45 (1972).
  4. Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995 (ανατύπωση), σ. 88.
  5. «San Gemello di Ancira», Santi e Beati.
  6. Δικαίος Βαγιακάκος, ό.π.
  7. Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής (ΙΛΝΕ), «γεμελλάκι» (σ. 306).
  8. Νικόλαος Γ. Πεταλάς, Ιδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσης, Αθήνα 1876, σ. 149.
  9. «Γέμελλος», Θετίμα.
  10. Josep M. Albaigès i Olivart, Diccionario de nombres de personas, Edicions Universitat Barcelona, 1993, ISBN 84-475-0264-3.
  11. Emidio De Felice, ό.π.
  12. Accademia della Crusca, Dizionario della lingua italiana, Volume VII, Tipografia della Minerva, Πάδοβα, 1830, σ. 651.
  13. Fabio Galgani, Onomastica Maremmana, Centro Studi Storici «A. Gabrielli», 2005, σ. 289.
  14. Emidio De Felice, ό.π.
  15. Χρυσούλα Τσικριτσή - Κατσιανάκη, Κρητικά επώνυμα ενετικής προελεύσεως, Αθήνα 1999, σ. 92.
  16. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, Ι.Ν.Σ.–Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, ανατύπωση, 1995, σ. 58.
  17. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ό.π., σ. 61.
  18. Χρυσούλα Τσικριτσή - Κατσιανάκη, ό.π.
  19. Δικαίος Βαγιακάκος, ό.π.
  20. Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής (ΙΛΝΕ), «γεμελλάς, γεμέλλι, γεμέλλικος, γέμελλος», (σ. 307)
  21. Δικαίος Βαγιακάκος, ό.π.