Εμφύλιοι πόλεμοι της Τετραρχίας

Οι Εμφύλιοι Πόλεμοι της Τετραρχίας ήταν μία σειρά από συγκρούσεις μεταξύ των συναυτοκράτορων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ξεκινώντας το 306 μ.Χ. με τον σφετερισμό του Μαξέντιου και την ήττα του Σεβήρου και τελειώνοντας με την ήττα του Λικίνιου στα χέρια του Κωνσταντίνου Α΄ το 324.

Ιστορικό Επεξεργασία

 
Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός που ίδρυσε την Τετραρχία.

Η Τετραρχία αναφέρεται στη διοικητική διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ίδρυσε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός το 293 μ.Χ., σηματοδοτώντας το τέλος της Κρίσης του 3ου αι. και την ανάκαμψη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη φάση, που μερικές φορές αναφέρεται ως Δυαρχία («εξουσία των δύο»), περιελάμβανε τον διορισμό του στρατηγού Μαξιμιανού ως συναυτοκράτορα, πρώτα ως Καίσαρα (κατώτερου Αυτοκράτορα) το 285, ακολουθούμενη από την προαγωγή του σε Αύγουστο το 286. Ο Διοκλητιανός φρόντιζε για τα θέματα στις ανατολικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, ενώ ο Μαξιμιανός παρομοίως ανέλαβε τις δυτικές περιοχές. Το 293, νιώθοντας ότι χρειαζόταν περισσότερη εστίαση τόσο στα πολιτικά όσο και στα στρατιωτικά προβλήματα, ο Διοκλητιανός, με τη συγκατάθεση του Μαξιμιανού, επέκτεινε τον αυτοκρατορικό σύλλογο διορίζοντας δύο Καίσαρες (έναν υπεύθυνο για κάθε Αύγουστο): τον Γαλέριο και τον Κωνστάντιο Α΄ Χλωρό.

Οι ανώτεροι Αυτοκράτορες από κοινού παραιτήθηκαν και αποσύρθηκαν το 305, επιτρέποντας στον Κωνστάντιο Α΄ και τον Γαλέριο να αναβιβαστούν στον βαθμό στον Αυγούστου. Αυτοί με τη σειρά τους διόρισαν δύο νέους Καίσαρες, τον Φ. Β. Σεβήρο στα δυτικά υπό τον Κωνστάντιο Α΄ και τον Μαξιμίνο Ντάζα στα ανατολικά υπό τον Γαλέριο.

Αρχικές κινήσεις Επεξεργασία

Το τέλος του Κωνστάντιου Α΄ στο Eβόρακον (νυν Υόρκη) το 306 είδε την πρώτη ρωγμή στο πολιτικό οικοδόμημα της Τετραρχίας. Αντί να δεχτούν την αναβίβαση του Σεβήρου από Καίσαρα σε Αύγουστο, τα στρατεύματα στο Eβόρακον αναβίβασαν τον γιο τού Κωνστάντιου Α΄, Κωνσταντίνο Α΄, στη θέση του Αυγούστου.[1] Στον Γαλέριο, ανώτερο Αυτοκράτορα στην Ανατολή, εστάλη ένα πορτρέτο του Κωνσταντίνου Α΄, που φορούσε δάφνινο στέμμα. Με την αποδοχή αυτού τού συμβόλου, ο Γαλέριος θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο Α΄ ως διάδοχο τού θρόνου τού πατέρα του.[2] Ο Κωνσταντίνος Α΄ έρριψε την ευθύνη -για την παράνομη άνοδό του- στον στρατό του, ισχυριζόμενος ότι «τον είχαν αναγκάσει».[3] Ο Γαλέριος εξοργίστηκε από το μήνυμα και παραλίγο να βάλει φωτιά στο πορτρέτο. Οι σύμβουλοί του τον ηρέμησαν και υποστήριξαν, ότι η κατηγορηματική άρνηση των ισχυρισμών του Κωνσταντίνου Α΄ θα σήμαινε βέβαιο πόλεμο.[4] Ο Γαλέριος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί: παραχώρησε στον Κωνσταντίνο Α΄ τον τίτλο τού «Καίσαρα» και όχι τού «Αυγούστου» (τίτλος που δόθηκε στον Σεβήρο).[5] Θέλοντας να καταστήσει σαφές, ότι μόνο αυτός έδωσε στον Κωνσταντίνο Α΄ τη νομιμότητα, ο Γαλέριος έστειλε προσωπικά στον Κωνσταντίνο Α΄ τα παραδοσιακά πορφυρά ρούχα του καίσαρα.[6] Ο Κωνσταντίνος Α΄ αποδέχθηκε την απόφαση [5], γνωρίζοντας ότι θα άρει τις αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητά του.[7]

Αυτή η πράξη παρακίνησε τον Μαξέντιο, τον γιο του Μαξιμιανού να αυτοανακηρυχθεί επίσης Αυτοκράτορας στη Ρώμη το 306 μ.Χ. Ο Γαλέριος, φοβούμενος τώρα ότι και άλλοι θα προσπαθούσαν να γίνουν αυτοκράτορες, διέταξε τον Σεβήρο να πάει στην Ιταλία για να αντιμετωπίσει τον σφετεριστή. Ο Σεβήρος κινήθηκε από την πρωτεύουσά του Μεδιόλανον προς τη Ρώμη, επικεφαλής ενός στρατού που προηγουμένως διοικούσε ο Μαξιμιανός. Φοβούμενος την άφιξη του Σεβήρου, ο Μαξέντιος πρότεινε στον πατέρα του τη συγκυβέρνηση της Αυτοκρατορίας. Ο Μαξιμιανός δέχτηκε και όταν ο Σεβήρος έφτασε κάτω από τα τείχη της Ρώμης και την πολιόρκησε, οι άνδρες του τον εγκατέλειψαν και πέρασαν στον Μαξιμιανό, τον παλαιό τους διοικητή. Ο Σεβήρος κατέφυγε στη Ραβέννα, μία απόρθητη θέση: ο Μαξιμιανός προσφέρθηκε να του χαρίσει τη ζωή και να του φερθεί ανθρώπινα, εάν ο τελευταίος παραδινόταν ειρηνικά, κάτι που έκανε τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 307. Παρά τη διαβεβαίωση του Μαξιμιανού, ο Σεβήρος πιάστηκε αιχμάλωτος και αργότερα φυλακίστηκε στο Tres Tabernae.

Η κοινή κυριαρχία του Μαξεντίου και του Μαξιμιανού στη Ρώμη δοκιμάστηκε περαιτέρω, όταν ο ίδιος ο Γαλέριος βάδισε στην Ιταλία το καλοκαίρι του 307 με έναν ακόμη μεγαλύτερο στρατό. Ενώ διαπραγματευόταν με τον εισβολέα, ο Μαξέντιος μπορούσε να επαναλάβει αυτό που έκανε στον Σεβήρο: με την υπόσχεση μεγάλων χρηματικών ποσών και την εξουσία του Μαξιμιανού, πολλοί στρατιώτες του Γαλέριου αυτομόλησαν σε αυτόν. Ο Γαλέριος αναγκάστηκε να αποσυρθεί, λεηλατώντας την Ιταλία στον δρόμο του. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της εισβολής, ο Σεβήρος θανατώθηκε από τον Μαξέντιο, πιθανότατα στο Tres Tabernae κοντά στη Ρώμη (οι ακριβείς συνθήκες του τέλους του δεν είναι βέβαιες). Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Γαλέριου, η βασιλεία του Μαξέντιου στην Ιταλία και την Αφρική εδραιώθηκε σταθερά. Ξεκινώντας ήδη από το 307, προσπάθησε να κανονίσει φιλικές επαφές με τον Κωνσταντίνο Α΄ και το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ο Μαξιμιανός ταξίδεψε στη Γαλατία, όπου ο Κωνσταντίνος Α΄ νυμφεύτηκε την κόρη εκείνου Φαύστα και με τη σειρά του διορίστηκε Αύγουστος από τον ανώτερο Αυτοκράτορα της Δύσης. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Α΄ προσπάθησε να αποφύγει τη ρήξη με τον Γαλέριο και δεν υποστήριξε ανοιχτά τον Μαξέντιο κατά τη διάρκεια της εισβολής.

Το 308, πιθανώς τον Απρίλιο, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να καθαιρέσει τον γιο του σε μία συνέλευση στρατιωτών στη Ρώμη. Παραδόξως γι' αυτόν, τα παρόντα στρατεύματα παρέμειναν πιστά στον γιο του και έπρεπε να καταφύγει στον Κωνσταντίνο Α΄.

Στη διάσκεψη του Καρνούτου το φθινόπωρο του 308, ο Μαξέντιος αρνήθηκε για άλλη μία φορά να αναγνωριστεί ως νόμιμος Αυτοκράτορας και ο Λικίνιος διορίστηκε Αύγουστος με το καθήκον να ανακτήσει την κυριαρχία του σφετεριστή.

Το 310, ο Μαξιμιανός εξεγέρθηκε κατά του Κωνσταντίνου Α΄, ενώ ο Αυτοκράτορας εκστράτευε κατά των Φράγκων. Ο Μαξιμιανός είχε σταλεί νότια στην Αρελάτη (Αρλ) με μέρος τού στρατού τού Κωνσταντίνου Α΄, για να αμυνθεί από τις επιθέσεις του Μαξέντιου στη νότια Γαλατία. Στην Αρελάτη ο Μαξιμιανός ανακοίνωσε, ότι ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν νεκρός και φόρεσε την αυτοκρατορική πορφύρα. Παρά το γεγονός ότι πρόσφερε χρήματα, σε όποιον θα τον στήριζε ως αυτοκράτορα, το μεγαλύτερο μέρος τού στρατού τού Κωνσταντίνου Α΄ παρέμεινε πιστό και ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να φύγει. Ο Κωνσταντίνος Α΄ σύντομα άκουσε για την εξέγερση, εγκατέλειψε την εκστρατεία του κατά των Φράγκων και μετακόμισε γρήγορα στη νότια Γαλατία, όπου αντιμετώπισε τον φυγά Μαξιμιανό στη Μασσαλία (Μασσαλία). Η πόλη άντεξε καλύτερα σε μεγαλύτερη πολιορκία από την Αρελάτη, αλλά δεν είχε μεγάλη διαφορά καθώς πιστοί πολίτες άνοιξαν τις πίσω πύλες στον Κωνσταντίνο Α΄. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη, επικρίθηκε για τα εγκλήματά του και του αφαιρέθηκε ο τίτλος για τρίτη και τελευταία φορά. Ο Κωνσταντίνος Α΄ έδειξε κάποια επιείκεια στον Μαξιμιανό, αλλά τον ενθάρρυνε έντονα να αυτοκτονήσει. Τον Ιούλιο του 310 ο Μαξιμιανός απαγχονίστηκε.[8]

Πόλεμος Κωνσταντίνου και Μαξέντιου Επεξεργασία

 
Η μάχη της Μιλβίας γέφυρας είδε το τέλος του Μαξέντιου το 312.

Στα μέσα του 310 ο Γαλέριος είχε αρρωστήσει πολύ, για να εμπλακεί στην αυτοκρατορική πολιτική.[9] Η τελευταία του πράξη σώζεται: μία επιστολή προς τους επαρχιώτες που δημοσιεύτηκε στη Νικομήδεια στις 30 Απριλίου 311, διακηρύσσει τον τερματισμό των διωγμών των χριστιανών και την ανάληψη της θρησκευτικής ανοχής.[10] Απεβίωσε αμέσως μετά τη διακήρυξη του διατάγματος,[11] καταστρέφοντας τη λίγη σταθερότητα που είχε απομείνει στην τετραρχία.[12] Ο Μ. Ντάζα κινητοποιήθηκε κατά του Λικίνιου και κατέλαβε τη Μ. Ασία. Μία βιαστική ειρήνη υπογράφηκε σε μία λέμβο στη μέση του Βοσπόρου.[13] Ενώ ο Κωνσταντίνος Α΄ περιόδευε στη Βρετανία και τη Γαλατία, ο Μαξέντιος προετοιμάστηκε για πόλεμο.[14] Οχύρωσε τη βόρεια Ιταλία και ενίσχυσε την υποστήριξή του στη χριστιανική κοινότητα, επιτρέποντάς της να εκλέξει νέο επίσκοπο Ρώμης τον Ευσέβιο.[15]

Η κυριαρχία του Μαξέντιου ήταν ωστόσο ανασφαλής. Η πρώιμη υποστήριξή του διαλύθηκε στον απόηχο των αυξημένων φορολογικών συντελεστών και της ύφεσης του εμπορίου. Ξεκίνησαν ταραχές στη Ρώμη και την Καρχηδόνα [16] και ο Δομίτιος Αλέξανδρος μπόρεσε να σφετεριστεί για λίγο την αυτοκρατορική εξουσία στην Αφρική.[17] Μέχρι το 312, ήταν ένας άνθρωπος που μετά βίας ήταν ανεκτός και δεν υποστηριζόταν ενεργά,[18] ακόμη και μεταξύ των Χριστιανών Ιταλών.[19] Το καλοκαίρι του 311 ο Μαξέντιος κινητοποιήθηκε εναντίον του Κωνσταντίνου Α΄, ενώ ο Λικίνιος ασχολήθηκε με τις υποθέσεις στην Ανατολή. Ο Μαξέντιος κήρυξε τον πόλεμο στον Κωνσταντίνο Α΄, υποσχόμενος να εκδικηθεί τον θάνατο τού πατέρα του.[20] Για να αποτρέψει τον Μαξέντιο από το να σχηματίσει συμμαχία εναντίον του με τον Λικίνιο,[21] ο Κωνσταντίνος Α΄ συνήψε τη δική του συμμαχία με τον Λικίνιο τον χειμώνα του 311–312 και του πρόσφερε σε γάμο την αδελφή του Κωνσταντία. Ο Μ. Ντάζα θεώρησε τη συμφωνία τού Κωνσταντίνου Α΄ με τον Λικίνιο προσβολή της εξουσίας του. Σε απάντηση, έστειλε πρεσβευτές στη Ρώμη, προσφέροντας πολιτική αναγνώριση στον Μαξέντιο με αντάλλαγμα μία στρατιωτική υποστήριξη. Ο Μαξέντιος δέχτηκε.[22] Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, τα διαπεριφερειακά ταξίδια έγιναν αδύνατα και υπήρχε στρατιωτική συγκέντρωση παντού. Δεν υπήρχε "ένα μέρος όπου οι άνθρωποι να μην περίμεναν την έναρξη των εχθροπραξιών κάθε ημέρα".[23]

Οι σύμβουλοι και οι στρατηγοί του Κωνσταντίνου Α΄ προειδοποίησαν ενάντια στην επικείμενη επίθεση από τον Μαξέντιο.[24] Ακόμη και οι μάντεις του το συνέστησαν, δηλώνοντας ότι οι θυσίες έδειχναν δυσμενείς οιωνούς.[25] Ο Κωνσταντίνος Α΄, με πνεύμα που άφησε βαθιά εντύπωση στους οπαδούς του, εμπνέοντας μερικούς να πιστέψουν ότι είχε κάποια μορφή υπερφυσικής καθοδήγησης,[26] αγνόησε όλες αυτές τις προφυλάξεις.[27] Στις αρχές της άνοιξης του 312,[28] ο Κωνσταντίνος Α΄ διέσχισε τις Κοτιανές Άλπεις με το ένα τέταρτο του στρατού του, μία δύναμη που αριθμούσε περίπου 40.000.[29] Η πρώτη πόλη που συνάντησε ο στρατός του ήταν το Segusium (νυν Σούσα, Ιταλίας), μία βαριά οχυρωμένη πόλη, που έκλεισε τις πύλες της σε αυτόν. Ο Κωνσταντίνος Α΄ διέταξε τους άνδρες του να βάλουν φωτιά στις πύλες της και να θέσουν κλίμακες στα τείχη της. Πήρε γρήγορα την πόλη. Ο Κωνσταντίνος Α΄ διέταξε τα στρατεύματά του να μην λεηλατήσουν την πόλη και προχώρησε μαζί τους στη βόρεια Ιταλία.[28]

Στην προσέγγιση στα δυτικά της σημαντικής πόλης Augusta Taurinorum (Τορίνο, Ιταλία), ο Κωνσταντίνος Α΄ συνάντησε μία μεγάλη δύναμη βαρέως οπλισμένου ιππικού τού Μαξεντίου.[30] Στη μάχη που ακολούθησε, ο στρατός του Κωνσταντίνου Α΄ περικύκλωσε το ιππικό τού Μαξέντιου, το πλαισίωσε με το δικό του ιππικό και το κατέλυσε με κτυπήματα από τα σιδερένια ρόπαλα των στρατιωτών του. Οι στρατιές του Κωνσταντίνου Α΄ βγήκαν νικήτριες.[31] Το Τορίνο αρνήθηκε να δώσει καταφύγιο στις δυνάμεις του Μαξεντίου, που υποχωρούσαν, ανοίγοντας τις πύλες του στον Κωνσταντίνο Α΄.[32] Άλλες πόλεις της βόρειο-ιταλικής πεδιάδας έστειλαν στον Κωνσταντίνο Α΄ πρεσβείες συγχαρητηρίων για τη νίκη του. Μετακινήθηκε στο Μεδιόλανον, όπου συνάντησε ανοικτές πύλες και χαρούμενη υποδοχή. Ο Κωνσταντίνος Α΄ ξεκούρασε τον στρατό του στο Μεδιόλανον μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού του 312, όταν μετακινήθηκε στη Brixia (νυν Μπρέσια).[33]

Ο στρατός της Μπρέσια διαλύθηκε εύκολα [34] και ο Κωνσταντίνος Α΄ προχώρησε γρήγορα στη Βερόνα, όπου στρατοπέδευε μία μεγάλη δύναμη τού Μαξεντίου.[35] Ο Ρουρίκιος Πομπηιανός, στρατηγός των δυνάμεων της Βερόνας και έπαρχος του Μαξέντιου,[36] βρισκόταν σε ισχυρή αμυντική θέση, αφού η πόλη περιβαλλόταν από τρεις πλευρές από τον Αδίγη ποταμό. Ο Κωνσταντίνος Α΄ έστειλε μία μικρή δύναμη βόρεια της πόλης, σε μία προσπάθεια να διασχίσει τον ποταμό απαρατήρητος. Ο Ρουρίκιος έστειλε ένα μεγάλο απόσπασμα για να αντιμετωπίσει το εκστρατευτικό σώμα του Κωνσταντίνου Α΄, αλλά ηττήθηκε. Οι δυνάμεις του Κωνσταντίνου Α΄ περικύκλωσαν με επιτυχία την πόλη και την πολιόρκησαν.[37] Ο Ρουρίκιος πρότεινε στον Κωνσταντίνο Α΄ να διαφύγει και ήλθε με μεγαλύτερη δύναμη που περικύκλωσε τον Κωνσταντίνο Α΄. Ο Κωνσταντίνος Α΄ αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πολιορκία και έστειλε μόνο μία μικρή δύναμη να του αντιταχθεί. Στην απελπισμένη μάχη που ακολούθησε, ο Ρουρίκιος σκοτώθηκε και ο στρατός του καταστράφηκε.[38] Η Βερόνα παραδόθηκε αμέσως μετά, ακολουθούμενη από τις Aκυληία,[39] Mutina (Modena),[40] και Ραβέννα.[41] Ο δρόμος για τη Ρώμη ήταν πλέον ανοικτός στον Κωνσταντίνο Α΄.[42]

Ο Μαξέντιος προετοιμάστηκε για τον ίδιο τύπο πολέμου, που είχε κάνει εναντίον του Σεβήρου και του Γαλέριου: έμεινε στη Ρώμη και ετοιμάστηκε για πολιορκία.[43] Έλεγχε ακόμη τις Πραιτοριανή Φρουρά της Ρώμης, ήταν καλά εφοδιασμένος με αφρικανικά σιτηρά και περιβαλλόταν από όλες τις πλευρές από τα φαινομενικά απόρθητα Αυρηλιανά Τείχη. Διέταξε να κόψουν όλες τις γέφυρες κατά μήκος του Τίβερη, σύμφωνα με πληροφορίες κατόπιν συμβουλής των θεών,[44] και άφησε την υπόλοιπη κεντρική Ιταλία ανυπεράσπιστη. Ο Κωνσταντίνος Α΄ εξασφάλισε την υποστήριξη της περιοχής χωρίς αμφισβήτηση.[45] Ο Κωνσταντίνος Α΄ προχώρησε αργά [46] κατά μήκος της Φλαμινίας Οδού,[47] επιτρέποντας στην αδυναμία του Μαξέντιου να παρασύρει το καθεστώς του περαιτέρω σε αναταραχή.[46] Η υποστήριξη τού Μαξέντιου συνέχισε να εξασθενεί: στις αρματοδρομίες στις 27 Οκτωβρίου, το πλήθος χλεύαζε ανοιχτά τον Μαξέντιο, φωνάζοντας ότι ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν νικηφόρος.[48] Ο Μαξέντιος, που δεν ήταν πλέον βέβαιος ότι θα έβγαινε νικητής από την πολιορκία, έφτιαξε μία προσωρινή γέφυρα με βάρκες στον Τίβερη, προετοιμάζοντας μία μάχη πεδίου εναντίον του Κωνσταντίνου.[49] Στις 28 Οκτωβρίου 312, την 6η επέτειο της βασιλείας του, πλησίασε τους φύλακες των Σιβυλλικών Βιβλίων για καθοδήγηση. Οι φύλακες προφήτευσαν ότι, την ίδια μέρα, «ο εχθρός των Ρωμαίων» θα πέθαινε. Ο Μαξέντιος προχώρησε βόρεια, για να συναντήσει τον Κωνσταντίνο στη μάχη.[50]

Ο Μαξέντιος οργάνωσε τις δυνάμεις του -ακόμη διπλάσιες από αυτές του Κωνσταντίνου Α΄- σε μακριές ουρές στραμμένες προς το πεδίο της μάχης, με την πλάτη τους στο ποτάμι.[51] Ο στρατός του Κωνσταντίνου Α΄ έφτασε στο πεδίο φέροντας άγνωστα σύμβολα (το «Χι-Ρo») είτε στα λάβαρά του, είτε στις ασπίδες των στρατιωτών του.[52] Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, ο Κωνσταντίνος Α΄ είχε ένα όνειρο τη νύχτα πριν από τη μάχη, όπου έλαβε τη συμβουλή «να σχεδιάσει το ουράνιο σημάδι του Θεού στις ασπίδες των στρατιωτών του... έτσι με το σύμβολο ΧΡ σημάδεψε τον Χριστό στις ασπίδες αυτών».[53] Ο Ευσέβιος περιγράφει μία άλλη εκδοχή, όπου, ενώ ο Αυτοκράτορας περπατούσε το μεσημέρι, «είδε με τα μάτια του στους ουρανούς ως τρόπαιο τον Σταυρό να αναδύεται από το φως του ήλιου, φέροντας το μήνυμα In Hoc Signo Vinces ή «Εν τούτω νίκα».[54] Στην αφήγηση του Ευσέβιου ο Κωνσταντίνος Α΄ είδε ένα όνειρο την επόμενη νύχτα, στο οποίο εμφανίστηκε ο Χριστός με το ίδιο ουράνιο σημάδι και του είπε να φτιάξει ένα πρότυπο, το λάβαρον (labarum), για τον στρατό του με αυτή τη μορφή [55] Ο Ευσέβιος είναι ασαφής για το πότε και πού συνέβησαν αυτά τα γεγονότα,[56] όμως τα αναφέρει στην αφήγησή του, πριν ξεκινήσει ο πόλεμος εναντίον του Μαξέντιου.[57] Ο Ευσέβιος περιγράφει το σημάδι ως Χι (Χ) που τέμνεται από το Ρο (Ρ), ή ☧, ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει τα δύο πρώτα γράμματα της ελληνικής λέξης Χριστός.[58] Η περιγραφή από τον Ευσέβιο του οράματος έχει εξηγηθεί ως «ηλιακό φωτοστέφανο», ένα μετεωρολογικό φαινόμενο που μπορεί να προκαλέσει παρόμοια αποτελέσματα.[59] Το 315 κυκλοφόρησε ένα μετάλλιο στο Ticinum, που έδειχνε τον Κωνσταντίνο Α΄ να φορά ένα κράνος με το Χι-Ρo [60] και τα νομίσματα που κόπηκαν στη Siscia το 317/18 επαναλαμβάνουν την ίδια εικόνα.[61] Ωστόσο η εικόνα αυτή ήταν κατά τα άλλα σπάνια και είναι ασυνήθιστη στην αυτοκρατορική εικονογραφία και προπαγάνδα πριν από τη δεκαετία του 320.[62]

Ο Κωνσταντίνος Α΄ ανέπτυξε τις δικές του δυνάμεις σε όλο το μήκος της γραμμής του Μαξέντιου. Διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί και έτσι έσπασε το ιππικό του Μαξέντιου. Στη συνέχεια έστειλε το πεζικό του εναντίον τού πεζικού τού Μαξέντιου, απωθώντας πολλούς στον Τίβερη, όπου σφαγιάστηκαν και πνίγηκαν.[51] Η μάχη ήταν σύντομη:[63] τα στρατεύματα του Μαξέντιου διερράγησαν πριν από την πρώτη επίθεση.[64] Οι έφιπποι φρουροί και η Πραιτοριανή Φρουρά του Μαξέντιου αρχικά κράτησαν τη θέση τους, αλλά διερράγησαν υπό τη δύναμη τού ιππικού τού Κωνσταντίνου Α΄, υποχώρησαν και αυτοί και τράπηκαν σε φυγή στο ποτάμι. Ο Μαξέντιος ακολούθησε μαζί τους και προσπάθησε να περάσει τη γέφυρα των σκαφών, αλλά σπρώχτηκε από τη μάζα των φυγάδων στρατιωτών του στον Τίβερη και πνίγηκε.[65]

Ο Κωνσταντίνος Α΄ μπήκε στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου.[66] Οργάνωσε μία μεγάλη συνάντηση (adventus) στην πόλη και βρήκε λαϊκή αγαλλίαση.[67] Το σώμα του Μαξέντιου αλιεύτηκε από τον Τίβερη και αποκεφαλίστηκε. Το κεφάλι του πέρασε στους δρόμους, για να το δουν όλοι.[68] Μετά τις τελετές, το ασώματο κεφάλι του Μαξέντιου στάλθηκε στην Καρχηδόνα, έτσι η Καρχηδόνα δεν θα προέβαλε άλλη αντίσταση.[69]

Πόλεμος Λικίνιου και Μαξιμίνου Ντάζα Επεξεργασία

Εν τω μεταξύ, στα ανατολικά, με το τέλος του Γαλέριου το 311, οι ανατολικές επαρχίες χωρίστηκαν μεταξύ του Μαξιμίνου Ντάζα και του Λικίνιου. Ο Μ. Ντάζα ήταν δυσαρεστημένος, που ο Λικίνιος είχε χριστεί ανώτερος Αυτοκράτορας από τον Γαλέριο και βρήκε την πρώτη διαθέσιμη ευκαιρία, για να δηλώσει τον εαυτό του ως αυτοκράτορα. Ο Λικίνιος κατείχε τις ανατολικο-ευρωπαϊκές επαρχίες, ενώ ο Μ. Ντάζα κατέλαβε τις ασιατικές επαρχίες.

Το 312, ενώ ο Κωνσταντίνος Α΄ πολεμούσε τον Μαξέντιο, ο Μ. Ντάζα ήταν απασχολημένος με την εκστρατεία κατά των Αρμενίων. Είχε επιστρέψει στη Συρία μέχρι τον Φεβρουάριο του 313, όταν ανακάλυψε τη συμμαχία, που είχαν συνάψει ο Κωνσταντίνος Α΄ και ο Λικίνιος στο Μεδιόλανον. Αποφασίζοντας να αναλάβει πρωτοβουλία, ο Μ. Ντάζα έφυγε από τη Συρία με 70.000 άνδρες και έφτασε στη Βιθυνία, αν και ο σκληρός καιρός που συνάντησε στην πορεία, είχε αποδυναμώσει σοβαρά τον στρατό του. Τον Απρίλιο του 313 πέρασε τον Βόσπορο και πήγε στο Βυζάντιο, το οποίο κατείχαν τα στρατεύματα του Λικίνιου. Απτόητος, κατέλαβε την πόλη μετά από έντεκα ημέρες πολιορκίας. Μετακινήθηκε στην Ηράκλεια, την οποία κατέλαβε μετά από σύντομη πολιορκία, πριν μεταφέρει τις δυνάμεις του στον πρώτο σταθμό. Ο Λικίνιος, με ένα πολύ μικρότερο σώμα ανδρών, πιθανώς περίπου 30.000,[70] έφτασε στην Αδριανούπολη, ενώ ο Μ. Ντάζα πολιορκούσε ακόμη την Ηράκλεια. Στις 30 Απριλίου 313 οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στη μάχη του Τzirallum και στη μάχη που ακολούθησε, οι δυνάμεις του Μ. Ντάζα συντρίφθηκαν. Απεκδυόμενος την αυτοκρατορική πορφύρα και ντυμένος σαν σκλάβος, ο Μ. Ντάζα κατέφυγε στη Νικομήδεια. Πιστεύοντας ότι είχε ακόμη την ευκαιρία να βγει νικητής, ο Μ. Ντάζα προσπάθησε να σταματήσει την προέλαση του Λικίνιου στις Κιλίκιες Πύλες, φτιάχνοντας οχυρώσεις εκεί. Δυστυχώς για τον Μ. Ντάζα, ο στρατός του Λικίνιου κατάφερε να τις διαρρήξει, αναγκάζοντας τον Μ. Ντάζα να υποχωρήσει στην Ταρσό, όπου ο Λικίνιος συνέχισε να τον πιέζει σε ξηρά και θάλασσα. Ο πόλεμος μεταξύ τους έληξε μόνο με το θάνατο του Μ. Ντάζα τον Αύγουστο του 313.

Πόλεμοι Κωνσταντίνου Α΄ και Λικίνιου Επεξεργασία

Μετά την ήττα του Μαξέντιου, ο Κωνσταντίνος Α΄ εδραίωσε σταδιακά τη στρατιωτική του υπεροχή έναντι των αντιπάλων του στην καταρρέουσα Τετραρχία. Το 313 συνάντησε τον Λικίνιο στο Μιλάνο για να εξασφαλίσει τη συμμαχία τους με το γάμο του Λικίνιου και της ετεροθαλούς αδελφής τού Κωνσταντίνου, Κωνσταντίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, οι αυτοκράτορες συμφώνησαν στο λεγόμενο διάταγμα του Μεδιολάνου [71], το οποίο επισήμως χορηγούσε πλήρη ανοχή στον «χριστιανισμό και σε όλες τις» θρησκείες στην Αυτοκρατορία.[72] Το έγγραφο είχε ειδικά οφέλη για τους Χριστιανούς, νομιμοποιώντας τη θρησκεία τους και παρέχοντάς τους αποκατάσταση για όλες τις περιουσίες, που είχαν κατασχεθεί κατά τη διάρκεια τού διωγμού τού Διοκλητιανού. Απορρίπτει παλαιότερες μεθόδους θρησκευτικού εξαναγκασμού και χρησιμοποιεί μόνο γενικούς όρους, για να αναφερθεί στο θείο: «θεότητα» και «υπέρτατη θεότητα» (summa divinitas).[73] Ωστόσο το συνέδριο διεκόπη, όταν έφτασαν τα νέα στον Λικίνιο ότι ο αντίπαλός του Μ. Ντάζα είχε περάσει τον Βόσπορο και είχε εισβάλει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ο Λικίνιος αναχώρησε και τελικά νίκησε τον Μ. Ντάζα, αποκτώντας τον έλεγχο σε ολόκληρο το ανατολικό μισό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο οι σχέσεις μεταξύ των δύο εναπομεινάντων αυτοκρατόρων επιδεινώθηκαν και είτε το 314 είτε το 316, ο Κωνσταντίνος Α΄ και ο Λικίνιος πολέμησαν ο ένας εναντίον τού άλλου στη μάχη των Cibalae, με τον Κωνσταντίνο Α΄ να είναι νικητής. Συγκρούστηκαν ξανά στη μάχη του Campus Ardiensis το 317 και συμφώνησαν σε έναν διακανονισμό, στον οποίο οι γιοι του Κωνσταντίνου Α΄, Κρίσπος και Κωνσταντίνος Β΄, και ο γιος τού Λικίνιου, ο Λικινιανός, έγιναν καίσαρες.[74]

Το 320 ο Λικίνιος αρνήθηκε τη θρησκευτική ελευθερία, που είχε υποσχεθεί στο διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 και άρχισε να καταπιέζει εκ νέου τους Χριστιανούς.[75] Αυτό ήταν πρόκληση για τον Κωνσταντίνο Α΄ στα δυτικά, κορυφώνοντας τον μεγάλο εμφύλιο πόλεμο του 324. Ο Λικίνιος, βοηθούμενος από Γότθους μισθοφόρους, αντιπροσώπευε το παρελθόν και τις αρχαίες εθνικές (παγανιστικές) δοξασίες. Ο Κωνσταντίνος Α΄ και οι Φράγκοι του βάδισαν κάτω από τα λάβαρα με το ΧΡ. Και οι δύο πλευρές είδαν τη μάχη με θρησκευτικούς όρους. Ο στρατός τού Κωνσταντίνου Α΄, υποτίθεται μικρότερος αλλά με θερμό ζήλο, αναδείχθηκε νικηφόρος στη μάχη της Αδριανούπολης. Ο Λικίνιος διέφυγε από το Βόσπορο και διόρισε τον Μάρτιο Μαρτινιανό, τον διοικητή της σωματοφυλακής του, ως Καίσαρα, αλλά ο Κωνσταντίνος Α΄ κέρδισε στη συνέχεια τη μάχη του Ελλησπόντου (324) και τελικά τη μάχη της Χρυσόπολης στις 18 Σεπτεμβρίου 324.[76] Ο Λικίνιος και ο Μ. Μαρτινιανός παραδόθηκαν στον Κωνσταντίνο Α΄ στη Νικομήδεια, με την υπόσχεση ότι θα τους σωθεί η ζωή: στάλθηκαν να ζήσουν ως ιδιώτες στη Θεσσαλονίκη και την Καππαδοκία αντίστοιχα, αλλά το 325 ο Κωνσταντίνος Α΄ κατηγόρησε τον Λικίνιο ότι συνωμοτούσε εναντίον του και τους συνέλαβε και τους απαγχόνισε. Ο γιος του Λικίνιου, ο Λικινιανός, (γιος της ετεροθαλούς αδελφής του Κωνσταντίνου Α΄) εξολοθρεύτηκε επίσης.[77] Έτσι ο Κωνσταντίνος Α΄ έμεινε ο μοναδικός Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τερματίζοντας τους Εμφυλίους Πολέμους της Τετραρχίας.[78]

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Eutropius, Breviarum 10.1–2
  2. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 25.
  3. Treadgold, 28.
  4. Barnes, CE, 28–29; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 62; Odahl, 79–80; Rees, 160; Lactantius, De Mortibus Persecutorum 25.
  5. 5,0 5,1 Barnes, CE, 29; Elliott, Christianity of Constantine, 41; Jones, 59; MacMullen, Constantine, 39; Odahl, 79–80.
  6. Odahl, 79–80.
  7. Barnes, CE, 29.
  8. Barnes, Constantine and Eusebius, 34–35; Elliott, 43; Lenski, 65–66; Odahl, 93; Pohlsander, Emperor Constantine, 17; Potter, 352.
  9. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 31–35; Eusebius, Historia Ecclesiastica 8.16; Elliott, Christianity of Constantine, 43; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 68; Odahl, 95–96, 316.
  10. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 34; Eusebius, Historia Ecclesiastica 8.17; Barnes, CE, 304; Jones, 66.
  11. Barnes, CE, 39; Elliott, Christianity of Constantine, 43–44; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 68; Odahl, 95–96.
  12. Barnes, CE, 41; Elliott, Christianity of Constantine, 45; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 69; Odahl, 96.
  13. Barnes, CE, 39–40; Elliott, Christianity of Constantine, 44; Odahl, 96.
  14. Odahl, 96.
  15. Barnes, CE, 38; Odahl, 96.
  16. Barnes, CE, 37; Curran, 66; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 68; MacMullen, Constantine, 62.
  17. Barnes, CE, 37.
  18. Barnes, CE, 37–39.
  19. Barnes, CE, 38–39; MacMullen, Constantine, 62.
  20. Barnes, CE, 40; Curran, 66.
  21. Barnes, CE, 41.
  22. Barnes, CE, 41; Elliott, Christianity of Constantine, 44–45; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 69; Odahl, 96.
  23. Eusebius, Historia Ecclesiastica 8.15.1–2, qtd. and tr. in MacMullen, Constantine, 65.
  24. Barnes, CE, 41; MacMullen, Constantine, 71.
  25. Panegyrici Latini 12(9)2.5; Curran, 67.
  26. Curran, 67.
  27. MacMullen, Constantine, 70–71.
  28. 28,0 28,1 Barnes, CE, 41; Odahl, 101.
  29. Panegyrici Latini 12(9)5.1–3; Barnes, CE, 41; MacMullen, Constantine, 71; Odahl, 101.
  30. Barnes, CE, 41; Jones, 70; MacMullen, Constantine, 71; Odahl, 101–2.
  31. Panegyrici Latini 12(9)5–6; 4(10)21–24; Jones, 70–71; MacMullen, Constantine, 71; Odahl, 102, 317–18.
  32. Barnes, CE, 41; Jones, 71; Odahl, 102.
  33. Barnes, CE, 41–42; Odahl, 103.
  34. Barnes, CE, 42; Jones, 71; MacMullen, Constantine, 71; Odahl, 103.
  35. Jones, 71; MacMullen, Constantine, 71; Odahl, 103.
  36. Jones, 71; Odahl, 103.
  37. Barnes, CE, 42; Jones, 71; Odahl, 103.
  38. Barnes, CE, 42; Jones, 71; Odahl, 103–4.
  39. Barnes, CE, 42; Jones, 71; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 69; MacMullen, Constantine, 71; Odahl, 104.
  40. Jones, 71; MacMullen, Constantine, 71.
  41. MacMullen, Constantine, 71.
  42. Barnes, CE, 42; Curran, 67; Jones, 71.
  43. Barnes, CE, 42; Jones, 71; Odahl, 105.
  44. Jones, 71.
  45. Odahl, 104.
  46. 46,0 46,1 Barnes, CE, 42.
  47. MacMullen, Constantine, 72; Odahl, 107.
  48. Barnes, CE, 42; Curran, 67; Jones, 71–72; Odahl, 107–8.
  49. Barnes, CE, 42–43; MacMullen, Constantine, 78; Odahl, 108.
  50. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 44.8; Barnes, CE, 43; Curran, 67; Jones, 72; Odahl, 108.
  51. 51,0 51,1 Odahl, 108.
  52. Barnes, CE, 43; Digeser, 122; Jones, 72; Odahl, 106.
  53. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 44.4–6, tr. J.L. Creed, Lactantius: De Mortibus Persecutorum (Oxford: Oxford University Press, 1984), qtd. in Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 71.
  54. Eusebius, Vita Constantini 1.28, tr. Odahl, 105. Barnes, CE, 43; Drake, "Impact of Constantine on Christianity" (CC), 113; Odahl, 105.
  55. Eusebius, Vita Constantini 1.27–29; Barnes, CE, 43, 306; Odahl, 105–6, 319–20.
  56. Drake, "Impact of Constantine on Christianity" (CC), 113.
  57. Cameron and Hall, 208.
  58. Barnes, CE, 306; MacMullen, Constantine, 73; Odahl, 319.
  59. Barnes, CE, 306; Cameron and Hall, 206–7; Drake, "Impact of Constantine on Christianity" (CC), 114; Nicholson, 311.
  60. Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 71, citing Roman Imperial Coinage 7 Ticinum 36.
  61. R. Ross Holloway, Constantine and Rome (New Haven: Yale University Press, 2004), 3, citing Kraft, "Das Silbermedaillon Constantins des Grosses mit dem Christusmonogram auf dem Helm," Jahrbuch für Numismatik und Geldgeschichte 5–6 (1954/55): 151–78.
  62. Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 71.
  63. Barnes, CE, 43; Curran, 68.
  64. MacMullen, Constantine, 78.
  65. Barnes, CE, 43; Curran, 68; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 70; MacMullen, Constantine, 78; Odahl, 108.
  66. Barnes, CE, 44; MacMullen, Constantine, 81; Odahl, 108.
  67. Cameron, 93; Curran, 71–74; Odahl, 110; Schmidt-Hofner, 33–60;
  68. Barnes, CE, 44; Curran, 72; Jones, 72; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 70; MacMullen, Constantine, 78; Odahl, 108; Wienand, Civil War Triumphs, 176–182.
  69. Barnes, CE, 44–45.
  70. Kohn, George Childs, Dictionary Of Wars, Revised Edition, pg 398.
  71. The term is a misnomer as the act of Milan was not an edict, while the subsequent edicts by Licinius - of which the edicts to the provinces of Bythinia and Palestine are recorded by Lactantius and Eusebius, respectively - were not issued in Milan.
  72. Pohlsander, Emperor Constantine, 24.
  73. Drake, "Impact," 121–123.
  74. Pohlsander, Emperor Constantine, 38–39.
  75. Pohlsander, Emperor Constantine, 41–42.
  76. Pohlsander, Emperor Constantine, 42–43.
  77. Scarre, Chronicle of the Roman Emperors, 215.
  78. MacMullen, Constantine.

Bιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία