Μυκηναϊκός πολιτισμός
Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός αφορά τον πολιτισμό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε το 1700–1100 π.Χ κυρίως στην κεντρική, νότια ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.[1] Αντιπροσωπεύει πολύ σημαντικό διακριτό ελληνικό πολιτισμό στην ηπειρωτική Ελλάδα, με τα παλάτια, την αστική οργάνωση, τα έργα τέχνης και το σύστημα γραφής (Γραμμική Β), που αποκωδικοποιήθηκε από τον Μ.Βέντρις (συνέβαλαν και οι Έμμετ Μπένετ, Άλις Κόμπερ, Τζων Τσάντγουικ) και αποδείχθηκε ότι η Γραμμική Β ήταν πρώιμη ελληνική γραφή.[2] Οπωσδήποτε, ήδη από τη Νεολιθική και ιδίως την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ., προ-Μυκηναϊκή περίοδος), η ηπειρωτική Ελλάδα διέθετε ανεπτυγμένες κοινωνίες, με οχυρώσεις, σύνθετη οικιστική αρχιτεκτονική και μορφές κοινωνικής οργάνωσης (βλ. Οικία των Κεράμων στη Λέρνα Αργολίδας ~2500 π.Χ., Θήβα ~2700–2000 π.Χ.με ταφικούς τύμβους και σύνθετα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα, οικισμοί της Θεσσαλίας όπως Δήμηνι και Αργισσά με προηγμένες οχυρώσεις και σημαντικά δημόσια κτίρια).

Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες της Αργολίδας, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο της ακμής του, εξαπλώθηκε στην Κρήτη (όπου έως τότε ανθούσε ο Μινωικός Πολιτισμός), τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο, και την υπόλοιπη Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την Υστεροελλαδική περίοδο. Ταξινομείται παραδοσιακά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα.[3] Σύμφωνα με τα ευρήματα, η ανάδυση του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα συνδέεται με μία σημαντική μεταβολή προηγούμενων πολιτισμικών στοιχείων (έθιμα ταφής, κοινωνική οργάνωση, γλώσσα) λόγω και της ταυτόχρονης έλευσης πληθυσμών που γενετικά συνδέεονται με την περιοχή της Ευρασιατικής Στέπας[4].
Χρονολόγηση
ΕπεξεργασίαΟι περίοδοι εξέλιξης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού ορίζονται με διάφορα κριτήρια. Από χρονολογικής άποψης σημαντική είναι η κεραμική, η οποία, καθώς εξελίσσεται με σχετικά γοργούς ρυθμούς, επιτρέπει την οριοθέτηση σύντομων φάσεων και την κατάρτιση ενός ευέλικτου χρονολογικού συστήματος. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός καλύπτει χρονολογικά τις κεραμικές φάσεις Υστεροελλαδική (συντ. ΥΕ) Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, με μικρότερες υποδιαιρέσεις. Φαινόμενα που προοιωνίζονται την εμφάνισή του παρατηρούνται ήδη κατά τη Μεσοελλαδική (ΜΕ) ΙΙΙ και παλιότερα. Η απόλυτη χρονολόγηση αυτών των φάσεων σε ημερολογιακά έτη ΠΚΕ παρουσιάζει διακυμάνσεις και οι αριθμοί που δίνονται στο διπλανό χρονολογικό πίνακα είναι ενδεικτικοί. Ακολουθούν σε γενικές γραμμές την άποψη της «υψηλής χρονολόγησης», που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, και τοποθετεί τις εξελίξεις μέχρι και 100 χρόνια παλιότερα απ' ό,τι η «χαμηλή χρονολόγηση».
Σημαντικότερες για την παρακολούθηση ιστορικών φαινομένων είναι οι περίοδοι που ορίζονται με βάση πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η ταφή σε λακκοειδείς τάφους από τη ΜΕ ΙΙΙ ως την πρώιμη ΥΕ ΙΙΑ (Περίοδος των Λακκοειδών Τάφων) και η ύπαρξη ανακτόρων κυρίως κατά τις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΒ2 (Ανακτορική Περίοδος). Σε χρήση είναι επίσης οι όροι «Πρώιμη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ ΙΙΒ) και «Ύστερη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ). Την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσης ακολουθεί η περίοδος που, λόγω των πρώιμων γεωμετρικών μοτίβων της κεραμικής της, έχει ονομαστεί Πρωτογεωμετρική.
Γεωγραφία
Επεξεργασία Τα γεγονότα ή τα δεδομένα που περιγράφει το λήμμα έχουν μεταβληθεί και χρειάζεται ενημέρωση με πιο πρόσφατες πληροφορίες. Αίτιο: Έχουν βρεθεί πινακίδες γραμμικής Β΄ στη Λακωνία τα τελευταία χρόνια και ίσως ένα καινούριο ανάκτορο Παρακαλούμε βελτιώστε το λήμμα ενημερώνοντάς το, μη ξεχνώντας να αναφέρετε και αξιόπιστες πηγές. Μπορεί να υπάρχουν πληροφορίες και στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Σημαντικότερη πηγή για την πολιτισμική γεωγραφία του μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, με δεύτερη σημαντικότερη τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Η μελέτη της μυκηναϊκής γεωγραφίας με βάση την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που κυριάρχησε στην έρευνα τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι εν πολλοίς παραπλανητική. Τα ομηρικά έπη στη μορφή που τα έχουμε σήμερα χρονολογούνται τουλάχιστον πέντε αιώνες ή δεκαπέντε γενιές μετά το τέλος του Μυκηναϊκού Πολιτισμού και είναι έργα ποιητικά-μυθολογικά, όχι ιστορικά-γεωγραφικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων ερευνητών αποδέχεται την άποψη του Moses Finley ότι τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν, καθώς και την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και συνεπώς δεν αποτελούν «οδηγό» για τον μυκηναϊκό κόσμο.[5] Ωστόσο ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα όπως αυτά στις ανασκαφές της Τροίας φανερώνουν ότι στα ομηρικά θέματα υπήρχε ιστορική βάση. Η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή την αντιπαραβολή φωτίζονται περισσότερο τα ίδια τα ομηρικά έπη και ειδικότερα η ποιητική εκμετάλλευση του παρελθόντος από τον ποιητή τους, παρά ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ως ιστορικό φαινόμενο.
Με βάση, λοιπόν, τη γεωγραφική εξάπλωση του λεγόμενου «μυκηναϊκού πακέτου» αρχαιολογικών ευρημάτων (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική Β γραφή, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος),[6] τον γεωγραφικό πυρήνα του μυκηναϊκού κόσμου συγκροτεί η νότια ηπειρωτική Ελλάδα με την Πελοπόννησο, την ανατολική Στερεά Ελλάδα (Αττική, Βοιωτία) και την Εύβοια.[7] Ιδιαίτερη συγκέντρωση αρχαιολογικών θέσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και ανακτορικές ακροπόλεις, παρουσιάζουν η Αργολίδα και η Μεσσηνία, που μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αν και η εικόνα αυτή οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι αυτές οι περιοχές είναι και οι πιο εντατικά ερευνημένες. Σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα έχουν έλθει στο φως τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που επιτρέπουν να εντάξουμε και τη Θεσσαλία στις περιοχές εξάπλωσης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, ενώ σε πολύ περιορισμένο βαθμό καταγράφονται ίχνη στην Ήπειρο,[8] και τη Μακεδονία.[9]
Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός εξαπλώθηκε σταδιακά προς νότια και ανατολικά μέσω των θαλάσσιων δρόμων, ώστε για την εποχή ακμής του, το 13ο αι. π.Χ, να μπορεί να αναγνωριστεί μια ομοιογενής πολιτισμική σφαίρα επιρροής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού τουλάχιστον στον χώρο του Αιγαίου, η λεγόμενη «Μυκηναϊκή Κοινή». Τα άφθονα ευρήματα εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής στα νησιά του Αιγαίου και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων, δίνουν τα σημαντικότερα στοιχεία. Ωστόσο από μόνη της η κεραμική δεν αποδεικνύει και την παρουσία Μυκηναίων εποίκων ούτε και διαφωτίζει τη σχέση πιθανών τέτοιων εποίκων με τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Η παρουσία σε μια περιοχή ξένων ταφικών ή λατρευτικών εθίμων, που είναι στενά συνδεδεμένα με ένα λαό, και η γραφή, ως ενδεικτική της γλώσσας του, δίνουν πιο ισχυρές ενδείξεις. Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρείται σχεδόν βέβαιη η παρουσία Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από την ΥΕ ΙΙΒ (περ. 1420 ΠΚΕ), στις Κυκλάδες από την ΥΕ ΙΙΙΑ1, στην Κύπρο από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 (περ. 1400 ΠΚΕ) τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας λίγο αργότερα. Η εξάπλωση των Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου, όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν οι Μινωίτες, σχετίζεται ασφαλώς με τη μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη.
Στις Βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου (Ήπειρο, Μακεδονία, Ανατολική και Δυτική Θράκη) η παρουσία των Μυκηναίων είναι ισχνή (βλέπε χάρτη) και καθυστέρησε χρονικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό αφορά τις πρώτες εγκαταστάσεις των Μυκηναίων (Αχαιών). Οι περισσότερες μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς τις περιοχές αυτές έγιναν από την Παλαιά Ελλάδα (όπως αποκαλείται στα νεότερα χρόνια) μετά τη λεγόμενη Κάθοδο των Δωριέων, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ελληνικού Αποικισμού.
Γραπτές πηγές των Χετταίων μιλούν για τo βασίλειο Αχιγιάβα, το οποίο οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ταυτίζεται με τον μυκηναϊκό κόσμο (Αχαιούς) ή τουλάχιστον με τμήμα του.[11][12][13] Επιπλέον, η Μιλλάβαντα των Χετταιικών πηγών έχει ταυτιστεί με τη Μίλητο, η οποία εμφανίζεται στα σχετικά κείμενα ως τμήμα της επικράτειας Αχιγιάβα.[14] Στις αιγυπτιακές αναφορές η περιοχή της Μυκηναϊκής Ελλάδας έχει συνδεθεί με τον προσδιορισμό Ta-na-te που τεκμηριώνει και τις ιστορικές και Ομηρικές αναφορές στη φυλή των Δαναών. Αντίθετα η περιοχή της Μινωικής Κρήτης αναφέρεται από τις Αιγυπτιακές γραφές ως Keftiu.
Πληθυσμιακές ομάδες μυκηναϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μικράς Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ (τέλη 12ου αι. ΠΚΕ). Πέρα από τις περιοχές με επαρκή στοιχεία για μόνιμη εγκατάσταση και κυριαρχία των Μυκηναίων, είναι γνωστές συστηματικές επαφές με σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής. Σε αυτά συγκαταλέγονται η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική Β έχουν όμως βρεθεί και στη Γερμανία,[15] στη Γεωργία,[16] στην Ιρλανδία και στην Μεγάλη Βρετανία.[17][18][19][20]
Αρχιτεκτονική
Επεξεργασία- Κυρίως άρθρο Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική
Από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική είναι γνωστές οχυρές ακροπόλεις, που περιλαμβάνουν ανάκτορα, και ταφικά μνημεία. Τειχισμένες ακροπόλεις έχουν βρεθεί στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Μιδέα της Αργολίδας, στη Λάρισα του Άργους, στον Γλα της Βοιωτίας, καθώς και στην Αθήνα, στη θέση της μεταγενέστερης Ακρόπολης. Σημαντική ανάπτυξη οχυρωμένων πόλεων βέβαια υπήρχε ήδη από την εποχή του πολιτισμού του Δήμηνι, με επίκεντρο τη Θεσσαλία (https://en.wikipedia.org/wiki/Sesklo_and_Dimini_fortifications), ενώ φαίνεται ότι στοιχεία οχύρωσης προηγούμενων περιόδων αντιγράφονται στις μυκηναϊκές οχυρώσεις. Η κλίμακα ωστόσο παραμένει εντυπωσιακή. Καθώς οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων, απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων».
Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός. Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.
Κοινωνικοπολιτική οργάνωση
ΕπεξεργασίαΕπαγγέλματα στα μυκηναϊκά κείμενα | |
---|---|
a-to-po-qo |
αρτοποιός |
to-ko-so-wo-ko |
κατασκευαστής τόξων |
to-ro-no-wo-ko |
επιπλοποιός |
di-da-ka-ro |
δάσκαλος |
de-ku-tu-wo-ko |
κατασκευαστής δικτυών |
a-ra-ka-te-ja |
υφάντρα |
du-ru-to-mo |
ξυλοκόπος |
ri-na-ko-ro |
συλλογέας λιναριού |
e-re-ta |
κωπηλάτης |
ru-ra-ta |
λυράρης |
i-ja-te |
ιατρός |
ra-pte |
ράφτης |
ra-pi-ti-ra2 |
ράφτρα |
i-je-re-u |
ιερέας |
i-je-re-ja |
ιέρεια |
to-ko-do-mo |
κτίστης |
ku-ru-so-wo-ko |
χρυσοχόος |
ka-ke-u |
χαλκιάς |
o-pi-su-ko |
επόπτης των σύκων |
ka-ru-ke |
κήρυκας |
ke-ra-me-u |
αγγειοπλάστης |
ku-na-ke-ta |
κυνηγός |
na-u-do-mo |
ναυπηγός |
pu-ka-wo |
θερμαστής |
Τάξεις |
---|
Άναξ |
Αυλικοί |
Ιερατείον |
Δήμοι |
Δούλοι |
Βάσει αρχαιολογικής μαρτυρίας που παρέχεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ προκύπτει πως η μυκηναϊκή κοινωνία διακρίνεται από πατριαρχικά στοιχεία, και αυστηρή ιεραρχία στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο άνακτας, ακολουθούμενος από αξιωματούχους που πιθανώς ανήκουν στην πολεμική κάστα, και τοπικούς επίσημους αξιωματούχους. Ακολουθούν οι ιερείς και οι ιέρειες και ο λαός, που είναι επιφορτισμένος με βιοτεχνικά καθήκοντα και την καλλιέργεια γης. Όσον αφορά στο φύλο, οι γυναίκες απαντώνται ως τεχνίτριες ή ιέρειες και τα παιδιά αναφέρονται στο πλαίσιο της οικογενειακής μονάδας.
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός από χρονολογική άποψη είναι απότοκος των ύστερων φάσεων της Μεσοελλαδικής περιόδου. Η κοινωνία στην προηγούμενη αυτή περίοδο περιγράφεται σχετικά απλή, χωρίς ισχυρές μαρτυρίες κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τουλάχιστον ως τα τέλη της περιόδου και με χαλαρή κοινωνική οργάνωση πέρα από το επίπεδο της πυρηνικής οικογένειας[21]. Στην προηγούμενη αυτή περίοδο, που σύμφωνα με τον Κοσμόπουλο ("From arti acts to peoples: Pelasgoi, Indo-Europeans, and the arrival of the Greeks", https://dinitrandu.com/wp-content/uploads/2018/10/Pelasgians-Greeks.pdf) συνδέεται με τις αγροτικές κοινωνίες των Πελασγικών φύλων) απουσιάζει η έντονη ιεραρχία και η πατριαρχία, ενώ η τέχνη και η αρχιτεκτονική ανθούν σε πολλαπλά επίπεδα με σημαντικές καινοτομίες.
Η Μεσοελλαδική φαίνεται πως δεν ήταν απλό προοίμιο της ανάδυσης των Μυκηναίων. Αναφέρεται ως έντονο και δυναμικό πολιτιστικό φαινόμενο που καθιέρωσε κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις με τρόπο διαφορετικό από εκείνο των μικρών και συγκεντρωτικών πολιτειών της Πρωτοελλαδικής[22].Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνει η μελέτη του λακκοειδούς τάφου της ΜΕ ΙΙ με πλούσια κτερίσματα και των κτηριακών συγκροτημάτων στην Κολώνα Αίγινας, στην οποία φαίνεται διαμορφωμένης κοινωνική ιεραρχίας πολύ πριν την «επίσημη» χρονολογικά ανάδυση του μυκηναϊκού πολιτισμού[23]. Εδώ προστίθεται η άποψη του Rutter ότι «η τοποθέτηση μεγάλων ποσοτήτων κινητών ευρημάτων στη μορφή εισηγμένης κεραμικής, όπλων και χρυσών κοσμημάτων ως μίμηση, από τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι συνήθειες που δε μαθεύτηκαν από τους Μινωίτες, αλλά μάλλον από τους κοντινούς γείτονες της Αίγινας, με τους οποίους ήταν σε συχνότερη επαφή»[24]. Ακόμα και αν το ανωτέρω παράδειγμα δεν έχει καθολική ισχύ για την ΜΕ ΙΙ είναι πιθανό να λειτούργησε ως μοντέλο για τους μεταγενέστερους Μυκηναίους της άρχουσας τάξης[25]
Η μετάβαση από τη Μέση στην Υστεροελλαδική περίοδο είτε ως ήπια μεταβολή ή πιθανότερα ως αποτέλεσμα αναταραχών λόγω και της επιβεβαιωμένης γενετικά έλευσης νέου πληθυσμού από άλλες γεωγραφικές ζώνες (Βαλκάνια, Ποντιακή Στέπα) φαίνεται πως οδήγησε σε ευρείες αλλαγές διαμορφώνοντας παράλληλα μια διαφορετική κοινωνική δομή. Παρόλο που η φύση αυτών των αλλαγών δεν είναι αρκούντως κατανοητή, είναι σαφές ότι χαρακτηρίζεται από τη διαμόρφωση κοινωνικής ιεραρχίας και την ανάδυση ισχυρών και πλούσιων ελίτ, που λειτουργούσαν ως ηγετική τάξη[26].
Σημαντική είναι εδώ η διάκριση της προ-ανακτορική περιόδου του Μυκηναϊκού Πολιτισμού (περίπου έως το 1400 π.Χ.) και τη μεταγενέστερης ανακτορικής περιόδου. Ο πολιτικός χάρτης της πρώιμης μυκηναϊκής Ελλάδας φαίνεται πως χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη μικρής κλίμακας ηγεμονιών ή μικρών βασιλείων. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν εντοπιστεί ενδείξεις για την ύπαρξη ανακτόρων κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο (ΜΕ III / ΥΕ Ι και ΥΕ ΙΙ). Δεν έχουν αναφερθεί πουθενά ευρήματα που να σχετίζονται με πολύπλοκες και πολυλειτουργικές οικιστικές δομές, ούτε υπάρχουν αρχεία γραπτών διοικητικών εγγράφων, ούτε ενδείξεις για χρήση σφραγίδων για διοικητικούς σκοπούς (Deger-Jalkotzy, 1991).[27]
Είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ποια ήταν η κοινωνική και πολιτική δομή της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου. Υπάρχει γενική συμφωνία ότι υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση και ότι τα ανώτερα στρώματα αποτελούνταν από μία πλούσια και πολεμοχαρή αριστοκρατία. Ωστόσο, η φύση της πρώιμης μυκηναϊκής μοναρχίας παραμένει αντικείμενο συζήτησης. Οι τοπικοί ηγεμόνες μετείχαν στην ευημερία της εποχής και οι ηγέτες τους επιδίωκαν την επίδειξη πλούτου, κύρους και εξουσίας. Στην αρχή της περιόδου, οι άρχοντες της Αργολίδας, της Μεσσηνίας (και ίσως και της Βοιωτίας) φαίνεται να είχαν το «μερίδιο του λέοντος» και να καθόριζαν τις πολιτισμικές τάσεις. Υπάρχουν όμως και ενδείξεις ότι ορισμένοι τάφοι ή συγκεκριμένες ταφές ξεχώριζαν από τις υπόλοιπες, όπως στους δύο Ταφικούς Κύκλους των Μυκηνών, όπου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι τάφοι ή μεμονωμένες ταφές υπερείχαν σε πλούτο και σημασία έναντι των άλλων.
Βάσει αρχαιολογικής μαρτυρίας που παρέχεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ στην κορυφή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της μυκηναϊκής Πύλου αναφέρεται ο άνακτας (wa-na-ka), ο Fάναξ[28]. Το αρχαιολογικό αρχείο, συμπληρώνοντας τα κείμενα της Γραμμικής Β΄, φαίνεται να παρέχει σαφείς πληροφορίες για τις ιδεολογικές πτυχές της έννοιας, τουλάχιστον όσον αφορά στο μυκηναϊκό ανάκτορο, που αναφέρεται ως ενσωμάτωση της προσωπικής προπαγάνδας του άνακτα στην εξωτερική του όψη και ως μήνυμα βασιλικής εξουσίας προς την ελίτ στον εσωτερικό του διάκοσμο[29].
Μετά τον άνακτα στην ιεραρχική πυραμίδα εμφανίζεται ο lawagetas (ra-wa-ke-ta), που φέρεται ότι «άγει τον λαό». Ενίοτε ερμηνεύεται ως αρχηγός του στρατού, αλλά η συγκεκριμένη απόδοση δεν υποστηρίζεται από στερεή αρχαιολογική μαρτυρία. Η ακριβής πολιτική του θέση, παρά το εμφανές της υψηλής θέσης του, θεωρείται συζητήσιμη[30]. Οι «ακόλουθοι» του άνακτα, οι heqetai (e-qe-ta) (πιθανώς: καβαλάρηδες, από το λατ. eque-strian) φέρονται ως αριστοκρατική ελίτ που κατέχει σκλάβους, φορά ιδιαίτερα ενδύματα και διαθέτει πολεμικό άρμα. Στις πινακίδες της Πύλου αναφέρονται ως διοικητές και συνεπώς είναι συνδεδεμένοι με στρατιωτικό status[31].
Στη συνέχεια της ιεραρχίας που παραδίδει ο Killian εμφανίζεται ο telestas (te-re-ta). Είτε ήταν μυημένος ιερέας και συνδεόταν με θρησκευτικά καθήκοντα ή ήταν υψηλός ανακτορικός αξιωματούχος[32], φέρεται ότι είναι σε κάθε περίσταση ιδιοκτήτης γης[33]. Ακολουθεί ο qa-si-re-u (quasileus ή basileus). Η σύνδεση του qa-si-re-u με τον ομηρικό βασιλέα είναι πιθανώς εμφανής, αλλά είναι σαφές ότι ο μυκηναϊκός quasileus δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κοινοτικός αξιωματούχος[34].
Στη συνέχεια εμφανίζεται ένας αριθμός τοπικών αξιωματούχων τοποθετημένων από τον άνακτα και φαίνεται να είναι υπεύθυνοι για ορισμένες περιοχές. Πιθανό τοπικό συμβούλιο πρεσβυτέρων αναφέρεται ως ke-ro-si-ja (geronsia) με κεντρικό πρόσωπο τον βασιλέα.
Σε γενικές γραμμές, η μυκηναϊκή κοινωνία φαίνεται πως χωρίζεται σε δύο ομάδες ελεύθερων. Το περιβάλλον του άνακτα, που διεξήγαγε διοικητικά καθήκοντα στο ανάκτορο και τον λαό, τον da-mo. Ο da-mo, που συχνά μεταφράζεται ως «λαός» ως σύνολο ή ακόμα και ως τοπική κοινότητα ή χωριό, είναι στην πραγματικότητα στη μυκηναϊκή ανακτορική περίοδο ένα σώμα ή ομάδα συλλογικής κατοχής, διαχείρισης και χρήσης της γης[35]. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι ζούσαν πιθανότατα στις μεγάλες κατοικίες που βρίσκονταν κοντά στα μυκηναϊκά ανάκτορα, όπως και άλλοι, που συνδέονταν με το έργο τους στο ανάκτορο, δηλαδή οι τεχνίτες, οι αγρότες και πιθανώς οι έμποροι. Στην κοινωνική κλίμακα τελευταίοι ήταν οι σκλάβοι ή υπηρέτες, (do-e-ro), οι οποίοι είτε εργάζονταν στα ανάκτορα, είτε απασχολούνταν στην υπηρεσία συγκεκριμένων θεοτήτων[36].
Κατά την Όλσεν η μαρτυρία των κειμένων της Γραμμικής Β΄ από την Πύλο προσφέρει τη δυνατότητα διερεύνησης της οργάνωσης του φύλου κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Στο αρχείο της Πύλου καταγράφονται οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους ενσωματώθηκαν οι γυναίκες στην κρατική οικονομία, ιδιαίτερα σε ζητήματα παραγωγής, ιδιοκτησίας, κατοχής γης και θρησκείας[37]. Οι ρόλοι των γυναικών ομαδοποιούνται σε εκείνες που ασκούν βιοτεχνικό έργο και εκείνες που ασκούν εξειδικευμένη και ανειδίκευτη χειρωνακτική εργασία. Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται οι γυναίκες ιέρειες. Γυναίκες που εργάζονται για τον οίκο (Ϝοἶκος ) μιας θεότητας[38], όπως οι υφάντρες θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και στις δύο ομάδες, ωστόσο η δραστηριότητά τους είναι κυρίως βιοτεχνική και όχι λατρευτική. Μικρός αριθμός γυναικών δεν ανήκει σε καμία ομάδα, πιθανώς επειδή κατέχει υψηλή κοινωνική θέση, χωρίς ωστόσο θρησκευτική διασύνδεση. Σε αντίθεση με τις ιέρειες, οι γυναίκες που εργάζονται σε βιοτεχνίες δε φαίνεται να κατέχουν γη είτε ατομικά ή ομαδικά. Τα περισσότερα από τα περισσότερα από τριάντα πέντε γυναικεία επαγγέλματα που αναφέρονται στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ συνδέονται την κλωστοϋφαντουργία και τα είδη ένδυσης[39].
Από τα επαγγέλματα που ασκούνται από γυναίκες, μόνο τέσσερα μοιράζονται με τους άνδρες στο πλαίσιο των θρησκευτικών καθηκόντων ή ως υπηρέτες και υπηρέτριες, όπως και στην κατεργασία δερμάτων και υφασμάτων. Ωστόσο, από τα κείμενα καθίσταται σαφές ότι ακόμη και στα κοινά επαγγέλματα, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν εργάζονται στις ίδιες ομάδες και το εργασιακό τους περιβάλλον παραμένει διαχωρισμένο ανά φύλο[40]. Τα παιδιά εμφανίζονται στο πλαίσιο της οικογενειακής μονάδας, ως παραλήπτες σιτηρεσίων και συνοδευτικές ομάδες εργασίας εξειδικευμένων εργαστηρίων. Στη μυκηναϊκή κοινωνία η μητρότητα, ιδιαίτερα στην εικονογραφία, αποδίδεται με την εικόνα της γυναίκας στο οικιακό της πλαίσιο[41].
Θρησκεία
ΕπεξεργασίαΘεότητες στα μυκηναϊκά κείμενα | |
---|---|
di-we |
Δίας |
e-ra |
Ήρα |
e-ma-a |
Ερμής |
a-re |
Άρης |
a-pe-ro2 |
Απόλλων |
po-se-da-o-ne |
Ποσειδών |
di-wo-nu-so |
Διόνυσος |
a-ta-na-po-ti-ni-ja |
Ποτνία Αθηνά |
a-ti-mi-te |
Άρτεμις |
e-nu-wa-ri-jo |
Ενυάλιος |
pa-ja-wo-ne |
Παιήων |
e-ri-nu-we |
Ερινύς |
da-pu2-ri-to-jo po-ti-ni-ja |
Λαβυρίνθου Ποτνία |
si-to po-ti-ni-ja |
Σίτου Ποτνία |
e-re-u-ti-ja |
Ειλείθυια |
te-o-i |
θεοί |
Οι πηγές που διαθέτουμε για τη μυκηναϊκή θρησκεία είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα σε χώρους ιερών, οι εικονογραφικές μαρτυρίες στη μυκηναϊκή τέχνη και ιδιαίτερα στη σφραγιδογλυφία, και οι αναφορές των κειμένων της Γραμμικής Β σε θεότητες (βλ. διπλανό πίνακα), αφιερώματα και τελετουργίες.[43] Οι πηγές αυτές δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η αρχαιολογική ταύτιση ιερών χώρων και ευρημάτων (ειδωλίων, λατρευτικών σκευών), καθώς και η θρησκευτική ερμηνεία εικονογραφικών παραστάσεων εμπεριέχουν πάντοτε το στοιχείο της υποκειμενικότητας και της αβεβαιότητας, καθώς δεν υπάρχουν επιγραφές που να καθοδηγούν αυτές τις ερμηνείες. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι λατρευτικές πρακτικές, τα ιερά σκεύη και σύμβολα και η θρησκευτική τέχνη των Μυκηναίων αναπτύχθηκαν υπό την έντονη επίδραση του Μινωικού Πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και στο επίπεδο της έκφρασης να είναι εξαιρετικά δύσκολη η διάκριση του καθαρά μυκηναϊκού από το μινωικό στοιχείο ήδη από την ΥΕ Ι περίοδο. Οι Κρητομυκηναϊκοί δαίμονες είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής της μινωικής θρησκείας στην μυκηναϊκή.[44] Γενικότερα, Θεοί όπως ο Δίας (DI-WO) και ο Ποσειδώνας (PO-SE-DA-O-NE) μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγονται στο πάνθεον υπό την επίδραση της Μυκηναϊκής Ελίτ, ενώ ως προς τις γυναικείες θεότητες η προέλευση τους ανιχνεύεται στην Πελασγική ελληνική παράδοση, τη Μινωική Κρήτη (πρωτίστως γυναικείες θεότητες) και την ευρύτερη επιροή της Ανατολίας. Τέλος, τα κείμενα της Γραμμικής Β είναι διοικητικά-λογιστικά και όχι θρησκευτικά, μυθολογικά ή τελετουργικά[45] και διασώζουν πληροφορίες για τέτοια θέματα μόνο στον βαθμό που άπτονται οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Έτσι, η μελέτη της μυκηναϊκής θρησκείας παραμένει αναγκαστικά στο πεδίο έρευνας της προϊστορικής αρχαιολογίας και ερευνάται ως πνευματικό δημιούργημα με βάση κυρίως υλικά κατάλοιπα, όσο κι αν αυτό ηχεί αντιφατικό. Η προσφυγή σε ελληνικά κείμενα της ιστορικής περιόδου για τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας κυριάρχησε στα πρώιμα στάδια της μελέτης του μυκηναϊκού παρελθόντος, σήμερα όμως θεωρείται εν πολλοίς αναχρονιστική. Ωστόσο πολλά στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται με βάση τις παραπάνω πηγές και στο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε για συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια. Οι περισσότερες ελληνικές θεότητες μαρτυρούνται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα[46] (βλ. τον διπλανό πίνακα, όπου οι μυκηναϊκοί τύποι αναγράφονται συνήθως στη δοτική, όπως αναφέρονται στις πινακίδες).
Ζωοθυσίες και συμπόσια
ΕπεξεργασίαΗ θυσία ζώων και η ακόλουθη τελετουργική κατανάλωση του κρέατος των σφαγίων (sa-pa-ke-te-ri-ja) είναι δύο σημαντικά λατρευτικά έθιμα στον μυκηναϊκό κόσμο. Στη Σειρά Wu των αρχείων της Θήβας και στην πινακίδα Un 138 από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου είναι καταχωρισμένες οι εισφορές ζώων και άλλων τροφίμων από νομικά και φυσικά πρόσωπα, που αρκούν για την τροφοδοσία μέχρι και 1000 ατόμων κάθε φορά στο πλαίσιο θρησκευτικών συμποσίων που οργανώνονται από την κεντρική διοίκηση. Άλλα σκεύη, έπιπλα και σχετικός εξοπλισμός αναφέρονται στα αρχεία της Κνωσού και στη Σειρά Ta από την Πύλο. Στο ανάκτορο της Πύλου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκε και για τη διοργάνωση πολυπληθών συμποσίων, βρέθηκαν 2854 κύλικες, το πιο διαδεδομένο αγγείο πόσεως κρασιού στη μυκηναϊκή περίοδο, μόνο στο Δωμάτιο 19. Άλλες βρέθηκαν διάσπαρτες στις αυλές του ανακτόρου. Στις μαρτυρίες αυτές προστίθεται η αποσπασματική Τοιχογραφία του Λυρωδού, που κοσμούσε τον τοίχο πίσω από το θρόνο στην κεντρική αίθουσα του μεγάρου της Πύλου. Εκεί διακρίνονται ένας ταύρος, μάλλον πάνω σε τράπεζα προσφορών έτοιμος για θυσία, άγνωστος αριθμός συμποσιαστών καθισμένων σε τραπέζια ανά δύο με υψωμένα χέρια (κρατώντας κύλικες;) και ένας μουσικός, που συνοδεύει με τη λύρα του την τελετή. Στην τοιχογραφία η τελετή φαίνεται να λαμβάνει χώρα στο ύπαιθρο, όμως και μέσα στο ίδιο δωμάτιο, δίπλα στο θρόνο, υπάρχουν αύλακες στο δάπεδο, που προφανώς χρησιμοποιούνταν για προσφορές υγρών στη θεότητα. Στον προθάλαμο του μεγάρου απεικονίζονταν λατρευτές να μεταφέρουν δώρα.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο ἄναξ κατείχε κεντρική θέση στη μυκηναϊκή λατρεία ως οργανωτής και ως αποδέκτης της. Αναφορές που τον εμφανίζουν να λαμβάνει προσφορές λαδιού ανάμεσα μαζί με άλλες θεότητες, οδηγούν πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι αναγνωριζόταν θεϊκή υπόσταση και στον ίδιο τον άνακτα.
Πόλεμος
ΕπεξεργασίαΤα Μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα ανέπτυξαν σημαντική πολεμική δραστηριότητα με σημαντικές καινοτομίες και ιδιαιτερότητες σε σχέση με τους υπόλοιπους πολιτισμούς της εποχής του Χαλκού της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου. Από τις σωζόμενες αναφορές των πινακίδων Γραμμικής Β της Κνωσού και Πύλου παρατηρούμε την κατασκευαστική εξειδίκευση των ανακτορικών κέντρων σε μαζικές κατασκευές οπλισμού. Τέσσερις μεταλλικές φολίδες θωράκισης οι οποίες έχουν βρεθεί στις Μυκήνες, στη Σαλαμίνα, στην Τίρυνθα και στο ναυάγιο του Uluburun της Τουρκίας υποδεικνύουν τη χρήση φολιδωτών θωράκων από τους Μυκηναίους[47]. Σημαντικά ευρήματα από την Καδμεία της Θήβας, την Κνωσσό αλλά περισσότερο από τη μεγάλη ανασκαφική ανακάλυψη της διάσημης «Πανοπλίας των Δενδρών» από τον Paul Astrom στα Δενδρά Αργολίδας[48], σημειώνουν τη χρήση χάλκινης ελασματικής θωράκισης κορμού για τον πρόμαχο Μυκηναίο Πολεμιστή κατά τη Μέση και Ύστερη περίοδο. Γενικότερα η Μυκηναϊκή τέχνη αλλά και η παλατιακή εξουσία εστιάζει σε σημαντικό βαθμό στην ύμνηση του πολέμου[49], σε απόλυτη αντίθεση με την Μινωική τέχνη. Το κομβικό σημείο της πλήρους Μυκηναϊκής κατάκτησης του ελληνικού χώρου, είναι η βίαιη καταστροφή των Μινωικών ανακτόρων κάπου στο 1450 μ.Χ., που βέβαια δεν μπορεί να προήλθε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης (η έκρηξη χρονολογείται πλέον με ακρίβεια κοντά στο 1600π.Χ.), ούτε και από κάποιο σχετικό σεισμό ή φυσική καταστροφή. Σύμφωνα με τον Arp (2024) (Arp, L. (2024). Chronologies Revisited: The Santorini Eruption and Aegean Complexity. Athens: Hellenic Archaeological Press) δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται ούτε μία έμμεση σύνδεση μεταξύ της έκρηξης και την καταστροφής του Μινωϊκού πολιτισμού καθώς η ανάπτυξη της παλατιακής περιόδου συνεχίστηκε ή και ακόμα ενισχύθηκε μετά την έκρηξη (μεταξύ 1550-1450 π.Χ.).
Η Μυκηναϊκή κατάκτηση του θαλάσσιου χώρου άλλωστε ξεκινάει σταδιακά με την κατάκτηση νησιωτικών περιοχών που σχετίζονται με την Μινωική Κρήτη (Σαντορίνη, Μήλος κ.ά.), ενώ αργότερα οι Μυκηναίοι φτάνουν και στην Κύπρο. Για ένα μεγάλο διάστημα οι σχέσεις των Μινωιτών και των Μυκηναίων είναι πρωτίστως εμπορικές, ενώ οι δύο πολιτισμοί αναπτύσσονται παράλληλα. Ωστόσο η μαζική καταστροφή των Μινωϊκών κέντρων κοντά στο 1450 π.Χ. που τεκμηριώνεται από πολλαπλά αρχαιολογικά ευρήματα[50], παράλληλα με την σαφή ανάδυση του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Κρήτη την επόμενη περίοδο, υποστηρίζει την υπόθεση της βίαιης εισβολής. Έως τη περίοδο αυτή εξάλλου, οι δύο πολιτισμοί (Μινωικός, Μυκηναϊκός) έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά [51]ώστε να θεωρείται εντελώς απίθανη μία σταδιακή εξέλιξη του ενός υπό την επιρροή του άλλου[52]. Επιπλέον η απότομη εγκατάλειψη της Γραμμικής Α από τα Μινωικά κέντρα και η αντικατάστασή της από τη Γραμμική Β (η οποία αποτέλεσε μια μυκηναϊκή προσαρμογή της Γραμμικής Α στην Μυκηναϊκή γλώσσα) υπογραμμίζει την επιβολή μιας νέας πολιτισμικής τάξης[53].
Το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου
ΕπεξεργασίαΚατά την τελευταία περίοδο της δεύτερης χιλιετίας (μεταξύ 1200-1150 π.Χ.) τα μυκηναϊκά κέντρα εξουσίας καταστρέφονται (τις περισσότερες φορές από φωτιά) ή εγκαταλείπονται. Ο πληθυσμός αντιμετωπίζει δραματική μείωση, ο τρόπος ταφής γίνεται απλός, η μυκηναϊκή γραφή εξαφανίζεται και θα χρειαστεί αιώνες για να επανεμφανιστεί γραφή ελληνικής γλώσσας. Σχεδόν όλοι οι σημαντικοί οικισμοί δέχονται επίθεση ενώ ο τρόπος ζωής γίνεται περισσότερο απλώς σε κοινωνικό επίπεδο. Παρά τη γενική καταστροφή, οι φωτιές στα ανάκτορα βοήθησαν στην επιβίωση κειμένων της Μυκηναϊκής γραφής (λόγω τη υψηλής θερμοκρασίας επί των κεραμικών) που μας βοήθησαν στην αποκωδικοποίηση.
Τρεις κυρίως εξηγήσεις έχουν προταθεί για την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και τη συνακόλουθη παρακμή Μυκηναϊκού Πολιτισμού: η φυσική καταστροφή, η εξωτερική εισβολή και οι εσωτερικές διαμάχες - αναταραχές. Φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές) έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, στο πρώτο κύμα τους όμως άντεξε το σύστημα και τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν. Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, όμως ο υλικός πολιτισμός της ΥΕ ΙΙΙΓ δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με την ανακτορική περίοδο πριν την καταστροφή. Η κάθοδος των Δωρικών φύλων (Καθόδου των Δωριέων), που αναφέρουν οι Έλληνες ιστορικοί και συγγραφείς της πρώτης χιλιετίας π.Χ. δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με βεβαιότητα από αρχαιολογικά ευρήματα της συγκεκριμένης περίοδου καταστροφής των Μυκηναϊκών παλατιών, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται. Οπωσδήποτε το Δωρικό στοιχείο καθίσταται κυρίαρχο στην Πελοπόννησο ήδη από τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. ή και νωρίτερα. Οι μυστήριοι Λαοί της Θάλασσας, που κατέστρεφαν οικισμούς της εποχής και συνδέονται με τη γενικότερη κατάρρευση μεγάλων πόλεων και πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου γύρω στο 1200 π.Χ., μπορεί να έχουν μερίδιο ευθύνης στην πτώση του Μυκηναϊκού συστήματος. Η Μυκηναϊκή Διοίκηση θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά ευάλωτη εξαιτίας των στενών δεσμών μεταξύ των κέντρων εξουσίας στις διάφορες Μυκηναϊκές περιοχές. Αν μία περιοχή έχανε τη σταθερότητα της, θα επηρέαζε πολλές άλλες περιοχές. Ταυτοχρόνως η Μυκηναϊκή οικονομία ήταν εξαρτημένη απο το "Διεθνές εμπόριο", και μια αποσταθεροποίηση θα μπορούσε να διακόψει το εμπόριο.
Μία από τις παραμέτρους που οπωσδήποτε πρέπει να συνέβαλε (αν και όχι επιφέροντας τη μαζική καταστροφή που τεκμηριώνει η αρχαιολογική έρευνα και που αποδίδεται σε βίαιη επίθεση) είναι οι πιθανές αδυναμίες του ίδιου του Μυκηναϊκού μοντέλου διοίκησης. Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις τα εδάφη που κατείχαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα ήταν υπερβολικά μικρά για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις τεράστιες δαπάνες που προϋπέθετε η επίδειξη της ανακτορικής μεγαλοπρέπειας — ιδιαίτερα αναφορικά με τη μνημειακή αρχιτεκτονική της εποχής (βλ. επίσης M. K. Dabney – J. C. Wright, Mortuary Customs, Palatial Society and State Formation, στο R. Hägg – G. C. Nordquist (επιμ.), Celebrations of Death and Divinity in the Bronze Age Argolid, 1990). Οι δαπάνες για τις μεγαλοπρεπείς αυτές κατασκευές θα πρέπει να υπερέβησαν τα οικονομικά όρια των ανακτόρων και παράλληλα να αύξησαν σημαντικά τους φόρους και τις αγγαρείες που επιβάλλονταν στον απλό πληθυσμό (βλ. P. de Fidio, Fattori di crisi nella Messenia della tarda età del bronzo, στο Festschrift Chadwick, σ. 127–136). Τα περιορισμένα αυτά εδάφη ήταν ακόμη πιο ανίκανα να ανταποκριθούν στις ανάγκες του ανακτορικού συστήματος, όσον αφορά τη σίτιση και υποστήριξη του πλήθους των εξαρτημένων εργαζομένων που αναφέρονται στα κείμενα της Γραμμικής Β, αλλά και της στρατιωτικής "κάστας”. Η υ
Με την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού και των κέντρων διοίκησης, θεωρείται πως η Ελλάδα βυθίστηκε σε μία μακροχρόνια (αποκαλούμενη "σκοτεινή") περίοδο σχετικής αποσταθεροποίησης που οι Έλληνες άρχισαν να ξεπερνούν μόνο μετά το 900 π.Χ. [54][55] Αυτό ωστόσο τώρα σταδιακά αναθεωρείται με νέες επιστημονικές προσπάθειες να προσπαθούν να ρίξουν νέο φως στη μεταβατική αυτή περίοδο που εμφανίζει επίσης μία πολιτισμική συνέχεια, κατά περιοχές[56].
Γενετική
ΕπεξεργασίαΗ αρχαιογενετική μελέτη με τίτλο "Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans" που εκδόθηκε το 2017 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Μυκηναίορι είχαν γενετική σχέση με τους Μινωίτες, και ότι και οι δύο σχετίζονταν στενά αλλά όχι απόλυτα με τους σύγχρονους Έλληνες. Η ίδια μελέτη ανέφερε επίσης ότι τουλάχιστον η πλειοψηφία του DNA των Μυκηναίων και των Μινωιτών προερχόταν από τους πρώιμους Νεολιθικούς γεωργούς που ζούσαν στη δυτική Μικρά Ασία και το Αιγαίο Πέλαγος (Μυκηναίοι ~74–78%, Μινωίτες ~84–85%), ενώ περί το υπόλοιπο προερχόταν από αρχαίους πληθυσμούς που σχετίζονταν με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες του Καυκάσου και το Νεολιθικό Ιράν (Μυκηναίοι ~8–17%, Μινωίτες ~14–15%). Σε αντίθεση με τους Μινωίτες, οι Μυκηναίοι είχαν επίσης κληρονομήσει ένα ποσοστό έως και 17% από μία "βόρεια" πηγή που σχετίζεται με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της Ανατολικής Ευρώπης (East HG) και της Άνω Παλαιολιθικής Σιβηρίας (AfontovaGora). Ως προς αυτό το στοιχείο, οι Clemente et al. (2021) [57] επίσης διαπιστώνουν ότι σε αρχαιολογικές θέσεις όπως αυτή στο Λογκά Ελάτης στη Θεσσαλίας που συνδέονται με Μυκηναϊκά πολιτισμικά στοιχεία κατά το διάστημα της Ύστερης Εποχής του Μπρούτζου (μεταξύ 2000-1500 π.Χ.), υπάρχει εμφανής ανάμειξη του DNA του πληθυσμού με το χαρακτηριστικό γενετικό προφίλ των Yamnaya (https://en.wikipedia.org/wiki/Yamnaya_culture) και της τυπολογίας Steppe HG.
Το ίδιο επιβεβαιώνει πρόσφατα και η ομάδα του Lazarides (2025) με δημοσίευση στο Nature όπου αναλυτικά αναφέρεται: “The Core Yamnaya had R-M269 (49 of 51 instances), most of which was the R-Z2103 (41 of 51) sublineage, which was undetected before the Yamnaya period and related to R-L51, prevalent among Bell Beaker burials 7 and non-steppe Europe. R-L23, formed at around 4450 bc, unifies in the Eneolithic Beakers, Yamnaya and Mycenaeans" (δηλαδή ότι το πατρικό Y-dna R-L23 ενοποιεί γενετικά τους Yamnaya με τους Μυκηναίους). Συνολικά, τα δημοσιευμένα στοιχεία γενετικών αναλύσεων που ανάγονται σε εκείνη ακριβώς τη μεταβατική περιοχή, αποδεικνύουν ότι ο πληθυσμός της Μινωικής και Πελασγικής Ελλάδας έως την περίοδο του 2000 π.Χ είχε ορισμένα κοινά αλλά και ορισμένα διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον μεταγενέστερο της Μυκηναϊκής Εποχής. Ουσιαστικά, η γενετική επιστήμη φανερώνει την έλευση ενός νέου πληθυσμού από το βαλκανικό βορρά την ίδια ακριβώς εποχή που ξεκινάνε και τα διακριτά αρχαιολογικά ευρήματα της Μυκηναϊκής εποχής. Στο επίπεδο του πατρικού DNA εντοπίζεται μεταξύ άλλων στους Μυκηναϊκούς τάφους και η απλοομάδα R1b-M269 και ειδικότερα ο υποκλάδος R1b-Z2103, που συνδέεται άμεσα με τον πολιτισμό των Yamnaya (περίπου 3300–2600 π.Χ., δες Haak et al. (2015), Nature, "Massive migration from the steppe was a source for Indo-European languages in Europe" και Mathieson et al. (2018), Nature, "The genomic history of southeastern Europe), καθώς τα παλαιότερα δείγματα R1b-Z2103 έχουν βρεθεί σε τύμβους (kurgans) της περιοχής Δον–Βόλγα–Ουράλιων, η οποία θεωρείται ο «πυρήνας» του πολιτισμού των Yamnaya. Aν και η απλοομάδα αυτή εντοπίζεται σήμερα και στην περιοχή της Αρμενίας και ορισμένες ζώνες της Μικράς Ασίας, η ελάχιστη πολιτισμική σύνδεση των Μυκηναίων με την παράλληλη χρονικά ως προς αυτούς αυτοκρατορία των Χετταίων, καθιστά πιο πιθανή μία μετακίνησή τους προς τον ελληνικό χώρο διαμέσου των ανατολικών Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας όπου ήδη από το 2500–2000 π.Χ., ανιχνεύονται τέτοιες ροές. H έρευνα για τη γενετική σύνδεση μεταξύ της περιοχή της Καυκάσιας Στέπας και της Μυκηναϊκής ελίτ είναι πάντως ακόμη και σε εξέλιξη και αναμένονται και περισσότερα στοιχεία. Σύμφωνα με τους Mathieson et al (2018) οι μεταναστεύσεις από τον βαλκανικό Βορρά άσκησαν επιρροή σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, κάτι που τεκμηριώνεται και από την ανδρική γενεαλογική γραμμή, όπως δείχνει, για παράδειγμα, η αντιστοίχιση στο Y-χρωμόσωμα της σπάνιας απλοομάδας R-PF7562 μεταξύ δύο συγγενών εξ' αίματος από το Ανάκτορο του Νέστορα, η οποία συνδέει τη Μυκηναϊκή Ελλάδα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού με ένα άτομο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από τον Βόρειο Καύκασο στη θέση Lysogorskyja, που είναι γενετικά παρόμοιο με τα Y-χρωμοσώματα του πολιτισμού Yamnaya.[58]
H σύνδεση αυτή εξηγεί και την ινδο-ευρωπαϊκή ταξινόμηση της ελληνικής γλώσσας, καθώς σύμφωνα με τους Lazarides et al (The genetic history of the Southern Arc: A bridge between West Asia and Europe Science, 2022): "Όλοι οι αρχαίοι και σύγχρονοι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών μπορούν να προέλθουν ή τουλάχιστον να συνδεθούν με τους ποιμενικούς πληθυσμούς της στέπας της πρώιμης Εποχής του Χαλκού, γνωστούς ως πολιτισμός Γιαμνάγια, ή με γενετικά συγγενείς πληθυσμούς." Έχει ενδιαφέρον ότι ο νέος πληθυσμός από την Στέπα επιδρά πρωτίστως στο επίπεδο του πατρικού Y-Dna και λιγότερο στο επίπεδο του μητρικού m-Dna[59] [60], το οποίο εμφανίζει χαρακτηριστική συνέχεια και ομοιότητα σε Μικρά Ασία, Ελλάδα αλλά και τα Βαλκάνια, συνδεόμενο με την εξάπλωση των πρώτων γεωργικών πληθυσμών από την Ανατολία στην Ευρώπη[61]. Το αποκαλούμενο male-bias (δηλαδή η μετανάστευση κυρίως ανδρών) άλλωστε αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικά των Ινδο-ευρωπαϊκών μεταναστεύσεων προς την Ευρώπη γενικότερα [62][63] .Tο mtDNA κληρονομείται μέσω της μητέρας και η απουσία των υποκλάδων H2a1, H6a1a, U5a, U4 (που είναι χαρακτηριστικοί στην Στέπα) από τον ελληνικό χώρο, θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι η μητρική γραμμή του πληθυσμού στην Ελλάδα παρέμεινε κατά κύριο λόγο αυτόχθονη.
Η μελέτη "Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans" του 2017, επίσης απέκλεισε την πιθανότητα οι πολιτισμοί της εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα να προήλθαν από μεταναστεύσεις Αιγυπτιακών ή Φοινικών φυλών.
Το ζήτημα της γενετικής προέλευσης ωστόσο παραμένει σύνθετο και με γεωγραφικές διαφοροποιήσεις εντός του ελλαδικού χώρου, ανά περιοχή. Για παράδειγμα σύμφωνα με μελέτη των Mathieson et al (Nature, 2018 doi:10.1038/nature25778), η γενετική επιρροή της Στέπας (και συγκεκριμένα του EHG) είναι υψηλότερη σε περιοχές της δυτικής Πελοποννήσου και χαμηλότερη (αν και εντοπίσιμη) στην Πύλο και την Αττική: "Ο Πολεμιστής με τον Γρύπα (Griffin Warrior, ~1450 π.Χ.) από το Ανάκτορο του Νέστορα στην Πύλο, βρίσκεται γενετικά ακριβώς στο μέσο του γενικού πληθυσμού του Αιγαίου, και επομένως είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι ήταν τοπικής αιγαιακής καταγωγής. Δεν διέθετε ανιχνεύσιμη καταγωγή από EHG (κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της Ανατολικής Ευρώπης), σε σύγκριση με το μέσο όρο 4,8 ± 1,1% ΕHG για τα υπόλοιπα άτομα της Μυκηναϊκής περιόδου που εξετάστηκαν στο Ανάκτορο της Πύλου. Τέσσερα άτομα (~1450 π.Χ.) από το δείγμα των ταφών στην Αττική (Κολυκρέπι–Σπάτα) είχαν μόνο 2 ± 1% καταγωγή από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της Ανατολικής Ευρώπης, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με αυτό των κατοίκων του γειτονικού νησιού της Σαλαμίνας και όλων των θέσεων δειγματοληψίας στην Πελοπόννησο".
Μια ομιλία του κορυφαίου γενετιστή Ντέιβιντ Ράιχ (David Reich) για την παρουσίαση μιας καινούρια γενετικής έρευνας με τίτλο "The Genetic History of the Southern Arc" αναφέρει στην περιγραφή της[64]:
Παρέχουμε πληροφορίες για τη μυκηναϊκή περίοδο του Αιγαίου τεκμηριώνοντας τη διαφορά στο ποσοστό του DNA από τη στέπα (σ.σ.: στους Μυκηναίους) (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ατόμων που δεν έχουν καθόλου DNA από τη στέπα) και δεν βρίσκουμε αποδείξεις για συστηματικές διαφορές στο ποσοστό του DNA από τη στέπα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, όπως αυτά της ελίτ που είχαν θαφτεί στο Ανάκτορο του Νέστορα στην Πύλο.
Αυτό μας δείχνει πως (ειδικότερα σε περιοχές όπως η Πύλος) δεν υπήρχε σημαντική γενετική διαφορά μεταξύ της Μυκηναϊκής αριστοκρατίας και άρχουσας τάξης και των συνηθισμένων Μυκηναίων υπηκόων. Ειδικότερα ο Griffin Warrior, ένας από τους πιο πλούσια ταφέντες πολεμιστές, δεν είχε καταγωγή από τη στέπα, υποδεικνύοντας ότι η κοινωνική ελίτ δεν ήταν απαραίτητα συνδεδεμένη με αυτήν την καταγωγή. Αυτό πιθανώς σχετίζεται και με τη μεγαλύτερη πολιτισμική "ανοιχτότητα" που παρουσίαζε η Πύλος σε σχέση με τα υπόλοιπα μυκηναϊκά κέντρα (απουσία οχυρώσεων, περισσότερη συνέχεια με τις τοπικές παραδόσεις, σχέση με το χώρο του Ιονίου). Παράλληλα βλέπουμε πως ορισμένοι Μυκηναίοι δεν είχαν καθόλου DNA από την Ποντιακή-Κασπιανή Στέπα, ενώ κυρίαρχη παραμένει στον ευρύτερη ελληνικό πληθυσμό η γενετική επιρροή της Ανατολίας (Bassal Anatolian Ancestry) και του Νοτίου Καυκάσου (CHG), που μαζί διαμόρφωναν το Μινωικό γενετικό προφίλ. Οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διάσταση του χρόνου, καθώς μετά την πρώτη περίοδο της έλευσης των Ινδο-ευρωπαϊκών φύλων της Στέπας στην κεντρική και νότια Ελλάδα (περίπου 2000-1700 π.Χ.) επήλθε σταδιακά γενετική ανάμειξη και ενσωμάτωση με τον προηγούμενο ελλαδικό (μινωικό-πελασγικό) πληθυσμό, κάτι που έως την ανακτορική περίοδο ~1400-1200 π.Χ. πρέπει να είχε ολοκληρωθεί ως διαδικασία.
Σημειώσεις και παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ J.C. Wright, "A Survey of Evidence for Feasting in Mycenaean Society", στο: J.C. Wright (επιμ.), The Mycenaean Feast, Princeton 2004, σ. 14· B. Feuer, "Being Mycenaean: A View from the Periphery", American Journal of Archaeology 115, 2011, σ. 510.
- ↑ Gallafent, Alex (6 Ιουνίου 2013). «Alice Kober: Unsung heroine who helped decode Linear B» (στα αγγλικά). BBC News. https://www.bbc.com/news/magazine-22782620. Ανακτήθηκε στις 2021-09-22.
- ↑ Χρησιμοποιείται όμως και η ταξινόμησή του ως πρωτοϊστορικός, εφόσον διαθέτει και κατανοητά πλέον γραπτά κείμενα. Είναι θέμα ορισμού των όρων Προϊστορία και Πρωτοϊστορίας. Άλλωστε όσο προχωρούν η εύρεση, η μελέτη και η αξιοποίηση όλο και περισσότερων κειμένων της περιόδου αυξάνεται σταδιακά και η σχετική τους αξία στην προσπάθεια απόδοσης της εικόνας για την εποχή.
- ↑ Mathieson, I., Alpaslan-Roodenberg, S., Posth, C., Szécsényi-Nagy, A., Rohland, N., Mallick, S., ... & Reich, D. (2018). The genomic history of southeastern Europe. Nature, 555(7695), 197-203.
- ↑ T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σ. 348.
- ↑ B. Feuer, "Being Mycenaean: A View from the Periphery", American Journal of Archaeology 115, 2011, σσ. 507-536 και ειδικότερα σ. 530.
- ↑ B. Feuer, "Being Mycenaean: A View from the Periphery", American Journal of Archaeology 115, 2011, σ. 523 εικ. 3 (χάρτης).
- ↑ Tandy, p. xii. "Figure 1: Map of Epirus showing the locations of known sites with Mycenaean remains"; Tandy, p. 2. "The strongest evidence for Mycenaean presence in Epirus is found in the coastal zone of the lower Acheron River, which in antiquity emptied into a bay on the Ionian coast known from ancient sources as Glykys Limin (Figure 2-A)."
- ↑ Aegeobalkan Prehistory - Mycenaean Sites
- ↑ Burns, Bryan E. (2010). Mycenaean Greece, Mediterranean Commerce, and the Formation of Identity. New York: Cambridge University Press. ISBN 9780521119542. 434439310.
- ↑ Beckman Gary Michael, Cline Eric H., Bryce, R Trevor. (2012). «The Ahhiyawa Texts». Writings from the ancient world / Society of Biblical Literature, (28): 5. ISSN 1570-7008. http://www.sbl-site.org/assets/pdfs/pubs/061528P.front.pdf.
- ↑ Jorrit Kelder. Ahhiyawa and the World of the Great Kings. A Re-evaluation of Mycenaean Political Structures, Talanta XLVI, 2012, X-X, σελ. 1.
- ↑ Αρχαία Ιστορία, Α' Γυμνασίου. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σελ. 32
- ↑ Ivo Hajnal, Graeco-Anatolian Contacts in the Mycenaean Period[νεκρός σύνδεσμος], σελ. 2
- ↑ «Bernstein Linear B in Germany». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2010.
- ↑ Boston University - The Historical Society
- ↑ The Ancient Greeks: An Introduction, Stephanie Lynn Budin, Oxford University press
- ↑ The Celtic Encyclopedia
- ↑ The Encyclopedia Americana, Volume 13
- ↑ Bryan Avery Feuer, Mycenaean civilization: an annotated bibliography through 2002, McFarland & Co Inc, 2004
- ↑ Dickinson 1977, 38.
- ↑ Philippa-Touchais et al. 2006, 1039.
- ↑ Gauß 2011, 76.
- ↑ Rutter 1993, 778.
- ↑ Rutter, J., Middle Helladic Greece, στο Aegean Prehistoric Archaeology, διαθέσιμο στο https://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/?page_id=670#l91 Αρχειοθετήθηκε 2021-04-18 στο Wayback Machine., ανάκτηση 30/11/2019.
- ↑ Whittaker 2011, 137.
- ↑ Bendall, L.M. (2001-11). «(E.) De Miro (L.) Godart and (A.) Sacconi Eds. Atti e memorie del secondo congresso internazionale di micenologia, Roma-Napoli, 14-20 ottobre 1991. Roma: Gruppo Editoriale Internazionale, 1996. Pp. xxxix + 1770. 3 volumes. 8880110756.». The Journal of Hellenic Studies 121: 207–209. doi: . ISSN 0075-4269. https://doi.org/10.2307/631868.
- ↑ Hooker 2009, 100.
- ↑ Kilian 1988, 291, 299.
- ↑ Kelder 2008, 64.
- ↑ Schofield 2007, 117-118.
- ↑ Thomas and Conant 2009, 170.
- ↑ Kilian 1988, 293, fig. 1.
- ↑ Chadwick 1976, 69-72.
- ↑ Palaima 2015, 623.
- ↑ Palaima 2015, 628.
- ↑ Olsen 2014, 252.
- ↑ Ο Ϝοἶκος, ορίζεται ως βιοτεχνικό σύμπλεγμα με θεϊκές διασυνδέσεις. Βλ. Constantinidou 1992, 144.
- ↑ Billigmeier and Turner 1981, 5.
- ↑ Olsen 1998, 383.
- ↑ Olsen 1998, 390.
- ↑ Renfrew, Colin· Wagstaff, Malcolm (1982). An Island polity : the archaeology of exploitation in Melos. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780521237857. 7551708.
- ↑ T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σ. 342.
- ↑ «Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού | Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο». odysseus.culture.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2024.
- ↑ T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σσ. 342-343.
- ↑ T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σσ. 348-350.
- ↑ Howard, Dan (2011). Bronze age military equipment. South Yorkshire: Pen and sword military publishing. σελ. 74. ISBN 978-1848842939.
- ↑ Astrom, Paul (1977). The Cuirass Tomb and other finds at Dendra. Lund: Studies in Mediterranean Archaeology Vol IV. σελ. 7-22. ISBN 9185058033.
- ↑ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%85%CE%BA%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B1%CF%82_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8E%CE%BD_(%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9C%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%B1%CF%81._%CE%A01426)
- ↑ Ο Hardman (2008–2009) αναγνωρίζει τη φωτιά ως την κύρια αιτία καταστροφής κατά τη φάση LMIB, ιδιαίτερα στην ανατολική Κρήτη, περιλαμβανομένων τοποθεσιών όπως το Παλαίκαστρο. Ομοίως, οι Driessen και MacDonald (1997) απορρίπτουν την υπόθεση του σεισμού, υποστηρίζοντας ένα σενάριο εκ προθέσεως καταστροφής. Ενδείξεις κατασκευών περιορισμένης πρόσβασης πριν την τελική καταστροφή, οχυρώσεις γύρω από πηγές νερού και η αποθήκευση πολύτιμων αντικειμένων υποδηλώνουν την πρόβλεψη κάποιας απειλής. Το μοτίβο της επιλεκτικής πυρκαγιάς—όπου ορισμένα κτίρια σώθηκαν—υποδηλώνει περαιτέρω συστηματική βία και όχι φυσική καταστροφή. Η καταστροφή του χρυσελεφάντινου κούρου στο Παλαίκαστρο (Bretschneider et al., 2007) ενισχύει την άποψη της εσκεμμένης βεβήλωσης. Οι ανασκαφές στις Αρχάνες (Sapouna-Sakellaraki, 2024) αποκάλυψαν μινωικά κτίρια που καταστράφηκαν από φωτιά και στη συνέχεια καλύφθηκαν από στρώματα μυκηναϊκής κεραμικής, γεγονός που δείχνει σαφώς μυκηναϊκή παρουσία μετά την καταστροφή. Αντίστοιχα, τοποθεσίες σε όλη την Κρήτη—όπως αυτές που μελετήθηκαν από τους Rethemiotakis και Christakis (2013)—παρουσιάζουν ενδείξεις εκτεταμένης καταστροφής ακολουθούμενης από περιορισμένη επανακατοίκηση, χωρίς προσπάθεια ανακατασκευής των κεντρικών ανακτόρων. Αυτό αντικατοπτρίζει μια εσκεμμένη προσπάθεια αποδόμησης των τελετουργικών και διοικητικών κέντρων.
- ↑ Συγκεκριμένα, ο μινωικός δίνει έμφαση στο γυναικείο φύλο (μητριαρχία) που εκδηλώνεται και σε λατρευτικό επίπεδο όπως και στην τέχνη, φέρει μια έντονη σχέση με τη φύση, απουσία μιλιταρισμού και σύνθετη αγροτική οικονομία σε συνδυασμό με εμπόριο/ναυσιπλοΐα. Αντίθετα, ο μυκηναϊκός δίνει έμφαση σε μια πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας, έντονα ιεραρχική όπως φαίνεται από τις επιβλητικές ταφές των βασιλιάδων/αρχηγών -ο ηγέτης Αναξ και μια κυρίαρχη κάστα πολεμιστών διοικεί με τη δύναμη των όπλων.
- ↑ H Προέλευση των Ελλήνων: Aρχαίοι Έλληνες και Σκανδιναβοί - Κοινή προέλευση από τις φυλές Yamnaya (https://www.efsyn.gr/nisides/464758_apo-poy-katagontai-oi-ellines
- ↑ Η Γραμμική Β χρησιμοποιήθηκε για την έκφραση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας των Μυκηναίων, σε αντίθεση με τη (σε μεγάλο βαθμό ακόμα άγνωστη) ανατολιακή/αιγαιακή γλώσσα των Μινωιτών.
- ↑ Άγγελος Χανιώτης (μετάφραση), Fritz Gschnitzer,. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Κοινωνίας. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
- ↑ «Ancient Origins».
- ↑ The ”Dark Ages” Revisited. Acts of an international symposium in memory of William D.E. Coulson, University of Thessaly, Volos, 14-17 June 2007 (2 volumes): https://www.aegeussociety.org/en/new_book/the-dark-ages-revisited-acts-of-an-international-symposium-in-memory-of-william-d-e-coulson-university-of-thessaly-volos-14-17-june-2007-2-volumes/). Γενετική
- ↑ https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0092867421003706
- ↑ Mathieson, I., Alpaslan-Roodenberg, S., Posth, C., Szécsényi-Nagy, A., Rohland, N., Mallick, S., ... & Reich, D. (2018). The genomic history of southeastern Europe. Nature, 555(7695), 197-203.
- ↑ Lazaridis, I., Mittnik, A., Patterson, N., Mallick, S., Rohland, N., Pfrengle, S., ... & Reich, D. (2017). Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans. Nature, 548(7666), 214–218. https://doi.org/10.1038/nature23310
- ↑ Haak, W., Lazaridis, I., Patterson, N., Rohland, N., Mallick, S., Llamas, B., ... & Reich, D. (2015). Massive migration from the steppe was a source for Indo-European languages in Europe. Nature, 522(7555), 207–211. https://doi.org/10.1038/nature14317
- ↑ https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC9356035/
- ↑ https://www.uu.se/en/press/press-releases/2017/2017-02-21-genetic-data-show-mainly-men-migrated-from-the-pontic-steppe-to-europe-5000-years-ago
- ↑ https://www.pnas.org/doi/abs/10.1073/pnas.1616392114
- ↑ «Lecture by Prof. David Reich - "The Genetic History of the Southern Arc: A Bridge between West Asia & Europe"». iias.huji.ac.il (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 21 Ιουνίου 2022.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Bury, J.B., Meiggs, R. 1975, A History of Greece, London: MacMillan Press.
- Βασιλικού, Ντ. 1995, Μυκηναϊκός πολιτισμός, Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ.152.
- Billigmeier, J., Turner, J. A. 1981, The socio‐economic roles of women in Mycenaean Greece: A brief survey from evidence of the linear b tablets, Women’s Studies, 8(1-2), 3-20.
- Chadwick, J. 1976, The Mycenaean World, Cambridge: Cambridge University Press.
- Chadwick, J. 1999, Ο μυκηναϊκός κόσμος, (μτφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος), Αθήνα: Gutenberg.
- Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού. 1600-1100 π.Χ., Αθήνα 1988.
- Constantinidou, S. 1992, The importance of bronze in early Greek religion, Dodone 21 137-164.
- Dickinson, O.T.P.K. 1999, Η προέλευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, (μτφρ. Αθ. Παπαδόπουλος), Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα.
- Dietrich, B.C. 2016, The Origins of Greek Religion, Berlin: Walter de Gruyter.
- Driessen, J., & MacDonald, C. F. (1997). The troubled island: Minoan Crete before and after the Santorini eruption. Aegaeum 17. Liège: Université de Liège.
- Gauß, W. 2011, "The Middle Helladic Large Building Complex at Kolonna. A Preliminary View", in Our Cups Are Full: Pottery and Society in the Aegean Bronze Age, edited by Gauß W., Lindblom, M. Smith, R.A. Wright, J.C. Papers Presented to Jeremy B. Rutter on the Occasion of his 65th Birthday, (76-87), Oxford: BAR International Series 2227.
- Hooker, J.T. 2009, "The Wanax in Linear B Texts", Kadmos 18(2), 100-111.
- Ιακωβίδης, Σπ. 1973, Αι μυκηναϊκαί ακροπόλεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών.
- Kilian, K. 1988, "The Emergence of Wanax Ideology in the Mycenaean Palaces", Oxford Journal of Archaeology, 7, 291-302.
- Lazaridis et al. (2022) The genetic history of the Southern Arc: A bridge between West Asia and Europe Science 377, (2022). DOI: 10.1126/science.abm4247
- Μανιατέας, Η. - Τεγόπουλος, Ι. (επιμ.), χ.χ., Ιστορία των Ελλήνων Ι. Προϊστορικοί χρόνοι, (344-609), Αθήνα: Εκδόσεις «Δομή» Α.Ε.
- Olsen, B.A. 1998, "Women, Children and the Family in the Late Aegean Bronze Age: Differences in Minoan and Mycenaean Constructions of Gender", World Archaeology, 29(3), 380-392.
- Olsen, B.A. 2014, Women in Mycenaean Greece: The Linear B tablets from Pylos and Knossos, London and N.Y.: Routledge.
- Palaima, T. 2015, "The Mycenaean Mobilization of Labor in Agriculture and Building Projects: Institutions, Individuals, Compensation, and Status in the Linear B Tablets", in Labor in the Ancient World, edited by Steinkeller, P., Hudson, M. (583-617), The International Scholars Conference on Ancient Near Eastern Economies, vol. 5, ISLET-Verlag.
- Philippa-Touchais, A., Touchais, G., Voutsaki, S., Wright, J. (eds.) 2006, "MESOHELLADIKA: La Grèce continentale au Bronze Moyen", Actes du colloque international organisé par l’École française d’Athènes, en collaboration avec l’American School of Classical Studies at Athens et le Netherlands Institute in Athens, BCH Suppl. 52.
- Rethemiotakis, G., & Christakis, K. S. (2013). Destruction horizons and reoccupation in LMIB Crete. In A. L. Smith (Ed.), Postpalatial Crete: Crisis and change at the end of the Bronze Age (pp. 89–112). Athens: INSTAP Academic Press.Rutter, J.B. 1993, "Review of Aegean Prehistory II: The Pre-palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland", AJA 97, 745-797.
- Sapouna-Sakellaraki, E. (2024). New excavations at Archanes: Minoan fire destruction and Mycenaean layers. Heraklion: Archaeological Society of Crete. (Assumed forthcoming publication—adjust accordingly.)
- Shelmerdine, C.W. 2001, "Review of Aegean Prehistory VI: The Palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland" και "Addendum: 1997-1999", In Aegean Prehistory. A Review, edited by T. Cullen (ed.),American Journal of Archaeology Supplement 1, (329-381), Boston: Archaeological Institute of America.
- Shelmerdine, C.W. (ed.) 2008, The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge: Cambridge University Press.
- Thomas, C.G., Conant, C. 2009, Citadel to City-State: The Transformation of Greece, 1200-700 B.C.E., Bloomington: Indiana University Press
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Μυκηναϊκή Ελλάδα από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
- Μυκηναϊκός Πολιτισμός από την Archaeopaedia (στα αγγλικά, με καλή εικονογράφηση)
- Προϊστορική Αρχαιολογία του Αιγαίου Αρχειοθετήθηκε 2009-01-01 στο Wayback Machine. του Jeremy Rutter, από το Dartmouth College (κυρίως Lesson 16 και Lessons 19-29, στα αγγλικά)
- Πρόγραμμα Γραφών και Προϊστορίας του Αιγαίου στο Πανεπιστήμιο του Τέξας (στα αγγλικά)
- Εικόνες μυκηναϊκής τέχνης της Rozimari Basic, από της Σχολή Τέχνης του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα (στα αγγλικά)
- Εικονική περιήγηση 360° στον αρχαιολογικό χώρο Μυκηνών (δεν λειτουργεί ο σύνδεσμος)
- Μυκήνες 1973
- Ο ασύλητος τάφος του πολεμιστή(Πύλος).
- The Nemea Valley Archaeological Project (στα αγγλικά)