Σαΐφ αλ-Ντάουλα

(Ανακατεύθυνση από Σαΐφ-αντ-Νταουλά)

Ο Αλί ιμπν Αμπου αλ-Χάιτζα Αμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν ιμπν αλ-Χαρίθ αλ-Ταγλιμπί (αραβικά: علي بن أبو الهيجاء عبد الله بن حمدان بن الحارث التغلبي), πιο γνωστός απλά με το τιμητικό του προσωνύμιο («λακάμπ») Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ορθότερα αντ-Ντάουλα (سيف الدولة, «Ξίφος της Δυναστείας»), ήταν το πλέον εξέχον μέλος της αραβικής δυναστείας των Χαμδανιδών,[1] και ιδρυτής του ανεξάρτητου εμιράτου του Χαλεπίου, που περιλάμβανε τη βόρειο Συρία και τμήματα της Άνω Μεσοποταμίας (Τζαζίρα).

Σαΐφ αλ-Ντάουλα
Χρυσό δηνάριο που κόπηκε στη Βαγδάτη το 943/944, εν ονόματι των αδελφών Νασίρ αλ-Ντάουλα και Σαΐφ αλ-Ντάουλα
Εμίρης του Χαλεπίου
Περίοδος945-967
ΔιάδοχοςΣαντ αλ-Ντάουλα
Γέννηση22 Ιουνίου 916
Θάνατος9 Φεβρουαρίου 967 (51 ετών)
Χαλέπι, Συρία
Τόπος ταφήςΜαγιαφαρικίν
ΟίκοςΧαμδανίδες
ΠατέραςΑμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν
ΘρησκείαΣιίτης
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Αρχικά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα υπηρέτησε υπό τον μεγαλύτερο αδερφό του, Νασίρ αλ-Ντάουλα, ηγεμόνα της Μοσούλης, κατά τις προσπάθειες του τελευταίου να αποκτήσει τον έλεγχο των απομειναρίων του Χαλιφάτου των Αββασιδών και την πρωτεύουσα Βαγδάτη στις αρχές της δεκαετίας του 940. Μετά την αποτυχία των Χαμδανιδών, ο φιλόδοξος Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστρεψε την προσοχή του στη Συρία, όπου ενεπλάκη σε διαμάχη με τους Ιχσιντίδες της Αιγύπτου, που επίσης την εποφθαλμιούσαν. Μετά από δυο πολέμους εναντίον τους, κατάφερε να αποσπάσει αναγνώριση της κυριαρχίας του στη βόρειο Συρία (με πρωτεύουσα το Χαλέπι) και τη δυτική Τζαζίρα (με πρωτεύουσα τη Μαγιαφαρικίν), τόσο από τους Ιχσιντίδες όσο και από τον Χαλίφη. Κατόπιν αντιμετώπισε μια σειρά εξεγέρσεων από αραβικές φυλές της περιοχής, αλλά μέχρι το 955, έχοντας διατηρήσει την υποστήριξη των πιο ισχυρών φυλών, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να σταθεροποιήσει τη θέση του. Η αυλή του στο Χαλέπι έγινε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, και ο σημαντικός αριθμός λογοτεχνών, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος ποιητής αλ-Μουτανάμπι, που συγκέντρωσε γύρω του εξασφάλισαν την υστεροφημία του.

Η φήμη του Σαΐφ αλ-Ντάουλα στηρίζεται κυρίως στο ρόλο που έπαιξε στους αραβοβυζαντινούς πολέμους: έγινε γνωστός ως ο μοναδικός πρόμαχος των Αράβων, που από τις αρχές του 10ου αιώνα αντιμετώπιζαν τις επιθέσεις του ανανεωμένου Βυζαντίου. Στην πάλη του αυτή, ενάντια σε έναν κατά πολύ ισχυρότερο αντίπαλο, εξαπέλυσε επιδρομές βαθιά μέσα σε βυζαντινά εδάφη και κέρδισε αρκετές μάχες, έχοντας γενικά το πάνω χέρι ως το 955. Κατόπιν, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Φωκά και των ικανών του υπαρχηγών, οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν μια σειρά επιχειρήσεων που κατέστρεψαν τη δύναμη των Χαμδανιδών, καταλαμβάνοντας την Κιλικία και, προσωρινά, ακόμη και το ίδιο το Χαλέπι το 962. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Σαΐφ αλ-Ντάουλα σημαδεύτηκαν από διαδοχικές ήττες, τη δική του σωματική κατάπτωση, και την αμφισβήτηση της εξουσίας του και εξεγέρσεις από τους στενότερους συνεργάτες του. Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 967, αφήνοντας πίσω του ένα αποδυναμωμένο κράτος, το οποίο το 969 έχασε την Αντιόχεια και τα συριακά παράλια και έγινε βυζαντινό προτεκτοράτο.

Η ζωή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα

Επεξεργασία

Καταγωγή

Επεξεργασία
 
Γενεαλογικό δέντρο των Χαμδανιδών

Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 916 ως Αλί ιμπν Αμπντ Αλλάχ. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Αμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν (πεθ. το 929), γιού του γενάρχη της οικογένειας των Χαμδανιδών, Χαμντάν ιμπν Χαμντούν ιμπν αλ-Χαρίθ.[1][2] Οι Χαμδανίδες ήταν ένα παρακλάδι της αραβικής φυλής των Μπανού Ταγλίμπ, που κατοικούσαν στην Άνω Μεσοποταμία ήδη από την προϊσλαμική εποχή.[3] Οι Ταγλίμπ είχαν παραδοσιακά τον έλεγχο της Μοσούλης και των περιχώρων της ως τα τέλη του 9ου αιώνα, όταν η κεντρική κυβέρνηση των Αββασιδών στη Βαγδάτη προσπάθησε να επιβάλει πιο στενό έλεγχο στην επαρχία αυτή. Ο Χαμντάν ιμπν Χαμντούν ξεπρόβαλε ως ένας από τους πιο δραστήριους ηγέτες των Ταγλίμπ σε αυτή τη διένεξη, ιδιαίτερα καθώς εξασφάλισε την υποστήριξη των Κούρδων που κατοικούσαν στα βουνά βόρεια της Μοσούλης. Αυτή η επιτυχία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατοπινή πορεία της οικογένειας. Αρκετοί Χαμδανίδες συνήψαν επιγαμίες με κουρδικές οικογένειες, ενώ οι Κούρδοι είχαν σημαντική παρουσία στο στρατό των Χαμδανιδών.[1][4][5]

Ο Χαμντάν ηττήθηκε τελικά από τους Αββασίδες το 895 και φυλακίστηκε μαζί τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του. Όμως, ένας από τους γιους του, ο Χουσεΐν ιμπν Χαμντάν, μπήκε στην υπηρεσία του χαλίφη και κατάφερε να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή τους. Επιπλέον προχώρησε σε στρατολογία των Ταγλίμπ για λογαριασμό του χαλίφη, σε αντάλλαγμα της απαλλαγής τους από φορολογία, και εξασφάλισε σημαντική επιρροή δρώντας ως ενδιάμεσος μεταξύ της Βαγδάτης και των τοπικών αραβικών και κουρδικών πληθυσμών. Εγκαθίδρυσε έτσι μια ισχυρή βάση εξουσίας, που επέτρεψε στους Χαμδανίδες να επιβιώσουν της συχνά τρικυμιώδους σχέσης τους με τους Αββασίδες κατά τις επόμενες δεκαετίες.[1][6] Ο Χουσεΐν αναδείχτηκε σε επιτυχημένο στρατηγό, σημειώνοντας επιτυχίες ενάντια στους χαριζίτες επαναστάτες και τους ημιαυτόνομους Τουλουνίδες ηγεμόνες της Αιγύπτου, αλλά έχασε τη δύναμή του όταν υποστήριξε το αποτυχημένο πραξικόπημα του Αμπντ Αλλάχ ιμπν αλ-Μουτάζ το 908. Μεταξύ των αδερφών του, ο νεότερος Ιμπραήμ ήταν κυβερνήτης της επαρχίας Ντιγιάρ Ραμπία (με πρωτεύουσα τη Νίσιβι) το 919, και μετά το θάνατό του το 920 τον διαδέχτηκε ένας άλλος αδερφός, ο Νταούντ.[1][7] Ο πατέρας του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, Αμπντ Αλλάχ, υπηρέτησε ως κυβερνήτης της Μοσούλης το 905/6–913/4. Κατόπιν έπεσε αρκετές φορές σε δυσμένεια, για να αποκατασταθεί λίγο μετά, ώσπου ανέλαβε πάλι τον έλεγχο της Μοσούλης το 925/6. Είχε στενές σχέσεις με τον ισχυρό ευνούχο αρχιστράτηγο του Χαλιφάτου, Μούνις αλ-Χαντίμ, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρόσκαιρη καθαίρεση του χαλίφη αλ-Μουκταντίρ και την ανάδειξη στο θρόνο του αλ-Καΐρ το 929, αλλά σκοτώθηκε κατά την καταστολή του πραξικοπήματος.[8][9]

Παρά τον πρόωρο θάνατό του, ο Αμπντ Αλλάχ ενίσχυσε τη θέση της οικογένειάς του στην Τζαζίρα, και έγινε ο ουσιαστικός ιδρυτής του χαμδανιδικού εμιράτου της Μοσούλης. Κατά τις μακρόχρονες απουσίες του στην αυλή της Βαγδάτης, ο Αμπντ Αλλάχ άφηνε τη Μοσούλη στα χέρια του πρωτότοκου γιου του Χασάν, του μελλοντικού Νασίρ αλ-Ντάουλα. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η εξουσία του Χασάν αμφισβητήθηκε από τους θείους του, και μόλις το 935 μπόρεσε ο Χασάν να κερδίσει από τη Βαγδάτη την αναγνώριση της θέσης του ως κυβερνήτη όλης της Τζαζίρα, μέχρι τα σύνορα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[10][11]

Σταδιοδρομία υπό τον Νασίρ αλ-Ντάουλα

Επεξεργασία
 
Χάρτης της Τζαζίρα, της κοιτίδας και κύριας βάσης των Χαμδανιδών

Ο νεαρός Αλί ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του υπό τον αδερφό του. Το 936, ο Χασάν τον κάλεσε στην υπηρεσία του, υποσχόμενος τη θέση του κυβερνήτη του Ντιγιάρ Μπακρ (της περιοχής γύρω από την Άμιδα, σημ. Ντιγιάρμπακιρ) σε αντάλλαγμα της βοήθειάς του εναντίον του Αλί ιμπν Τζαφάρ, του επαναστατημένου διοικητή της Μαγιαφαρικίν (Μαρτυρόπολις). Ο Αλί πέτυχε να αποτρέψει τη συνένωση του Αλί ιμπν Τζαφάρ με τους Αρμένιους συμμάχους του, και κατάφερε να διασφαλίσει τον έλεγχο των βόρειων περιοχών της γειτονικής επαρχίας Ντιγιάρ Μουντάρ, αφού κατέβαλε τους Μπανού Κάις της περιφέρειας Σαρούτζ (αρχαίες Βάτναι).[5] Από εκεί εξεστράτευσε για να βοηθήσει τα εμιράτα της αραβοβυζαντινής μεθορίου («Thughur») και κατόπιν επενέβη στην Αρμενία με σκοπό να ανατρέψει την αυξανόμενη βυζαντινή επιρροή (βλ. παρακάτω).[12]

Εν τω μεταξύ, ο Χασάν ενεπλάκη στις ίντριγκες της αββασιδικής αυλής. Από τη δολοφονία του χαλίφη αλ-Μουκταντίρ το 932, η κυβέρνηση του Χαλιφάτου είχε σχεδόν καταρρεύσει, και το 936 ο ισχυρός κυβερνήτης της Ουασίτ, Μουχάμαντ ιμπν Ραΐκ, ανέλαβε τον τίτλο του «αμίρ αλ-ουμαρά» («εμίρης των εμίρηδων»), και μαζί του τον ουσιαστικό έλεγχο του κράτους. Ο χαλίφης αλ-Ραντί περιορίστηκε σε καθαρά διακοσμητικό ρόλο, ενώ τόσο το μέγεθος όσο και οι αρμοδιότητες της εκτεταμένης αυλικής γραφειοκρατίας περικόπηκαν δραματικά.[13] Η θέση του Ιμπν Ραΐκ όμως ήταν κάθε άλλο παρά ασφαλής, και σύντομα μια πολύπλευρη διαμάχη ξέσπασε ανάμεσα στους γειτονικούς ημιαυτόνομους κυβερνήτες και τους Τούρκους στρατιωτικούς αρχηγούς με έπαθλο τη θέση του «αμίρ αλ-ουμαρά» και τον έλεγχο του Χαλιφάτου, η οποία τερματίστηκε το 946 με την οριστική επικράτηση των Μπουγιδών.[14]

Ο Χασάν αρχικά υποστήριξε τον Ιμπν Ραΐκ, αλλά το 942 τον δολοφόνησε και εξασφάλισε τη θέση του για τον εαυτό του, λαμβάνοντας το τιμητικό προσωνύμιο «Νασίρ αλ-Ντάουλα» («Υπερασπιστής της Δυναστείας») από τον χαλίφη. Οι αλ-Μπαριντί, μια σημαίνουσα οικογένεια της Βασόρας, που επίσης φιλοδοξούσαν να ελέγχουν το χαλίφη, συνέχισαν να αντιστέκονται, και ο Αλί εστάλη εναντίον τους. Αφού πέτυχε μια νίκη ενάντια στον Αμπού αλ-Χουσεΐν αλ-Μπαριντί στην αλ-Μανταΐν, ο Αλί ονομάστηκε κυβερνήτης της Ουασίτ και έλαβε το προσωνύμιο «Σαΐφ αλ-Ντάουλα» («Ξίφος της Δυναστείας»), με το οποίο θα γινόταν διάσημος. Αυτή η διπλή απονομή στους δύο Χαμδανίδες αποτέλεσε την πρώτη φορά στην ιστορία του Χαλιφάτου που προσωνύμιο με το συνθετικό Ντάουλα απονεμήθηκε σε οποιονδήποτε εκτός του βεζίρη, του πρωθυπουργού του Χαλιφάτου.[5][15]

Οι επιτυχία των Χαμδανιδών αποδείχτηκε βραχύβια, καθώς παρέμεναν πολιτικά απομονωμένοι: οι πιο ισχυροί ημιαυτόνομοι ηγεμόνες του Χαλιφάτου, οι Σαμανίδες της Υπερωξειανής και οι Ιχσιντίδες της Αιγύπτου, αρνήθηκαν να τους υποστηρίξουν. Όταν λοιπόν το 943 ξέσπασε μια ανταρσία στο στράτευμά τους (που αποτελούνταν κυρίως από Τούρκους, Δαϋλαμίτες, Καρμαθιανούς και ελάχιστους Άραβες) υπό την ηγεσία του Τούρκου Τουζούν, τα δύο αδέλφια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βαγδάτη.[5][10][15] Ο χαλίφης αλ-Μουτακί ονόμασε τον Τουζούν «αμίρ «αλ-ουμαρά», αλλά σύντομα διαφώνησε μαζί του και κατέφυγε στον βορρά, αναζητώντας πάλι την προστασία των Χαμδανιδών. Ο Τουζούν όμως νίκησε τους Χαμδανίδες στη μάχη που ακολούθησε, και το 944 οι δυο πλευρές συνήψαν συνθήκη σύμφωνα με την οποία οι Χαμδανίδες θα κρατούσαν την Τζαζίρα, και επιπλέον λάμβαναν τη βόρειο Συρία (η οποία όμως δεν βρισκόταν υπό χαμδανιδικό έλεγχο και έπρεπε πρώτα να κατακτηθεί) με αντάλλαγμα την πληρωμή μεγάλου ετήσιου φόρου. Από εδώ και στο εξής, ο Νασίρ αλ-Ντάουλα ήταν αυτόνομος αλλά φόρου υποτελής στη Βαγδάτη. Δεν εγκατέλειψε όμως τις προσπάθειές του να επιβληθεί και πάλι στο νότιο Ιράκ, πράγμα που οδήγησε σε σύγκρουση με τη νέα ηγεμονική δύναμη της περιοχής, τους Μπουγίδες. Τελικά, το 958/9, ηττημένος κατά κράτος, ο Νασίρ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να καταφύγει στην αυλή του αδερφού του, ο οποίος και διαπραγματεύτηκε την επιστροφή του στη Μοσούλη με τον Μπουγίδη εμίρη Μουίζ αλ-Ντάουλα.[10][16]

Ίδρυση του Εμιράτου του Χαλεπίου

Επεξεργασία

Η βόρεια Συρία ήταν υπό τον έλεγχο των Ιχσιντίδων από το 935/6, ώσπου ο Ιμπν Ραΐκ τους την αφαίρεσε το 939/40. Το 942, όταν ο Νασίρ αλ-Ντάουλα αντικατέστησε τον Ιμπν Ραΐκ, προσπάθησε να επιβάλει τον δικό του έλεγχο στην περιοχή, ιδιαίτερα στην πρώην επαρχία του Ιμπν Ραΐκ, το Ντιγιάρ Μουντάρ. Έτσι οι δυνάμεις των Χαμδανιδών κατέλαβαν την κοιλάδα του ποταμού Μπαλίχ, αλλά η η χαμδανιδική κυριαρχία παρέμενε σαθρή, καθώς οι τοπικοί προύχοντες έκλιναν προς τους Ιχσιντίδες. Οι τελευταίοι δεν επενέβησαν άμεσα, αλλά υποστήριξαν το κίνημα του Αντλ αλ-Μπακτζαμί, κυβερνήτη της Ράχμπα. Ο αλ-Μπακτζαμί κατέλαβε τη Νίσιβι, όπου βρήκε τους θησαυρούς του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, αλλά τελικά ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τον ξάδερφο του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, τον Αμπού Αμπντ Αλλάχ αλ-Χουσεΐν ιμπν Σαΐντ ιμπν Χαμντάν, και εκτελέστηκε στη Βαγδάτη το 943. Ο Χουσεΐν κατόπιν κατέλαβε ολόκληρη την επαρχία, από το Ντιγιάρ Μουντάρ ως τη συνοριακή ζώνη της Κιλικίας. Η αλ-Ράκκα κατελήφθη δι' εφόδου, αλλά το Χαλέπι παραδόθηκε χωρίς αντίσταση το Φεβρουάριο του 944.[5][17] Την ίδια περίοδο, ο χαλίφης αλ-Μουτακί έστειλε απεσταλμένους στον Ιχσίντ, τον κυβερνήτη της Αιγύπτου, ζητώντας τη βοήθειά του κατά των διαφόρων πολεμάρχων που μάχονταν για να τον ελέγξουν. Οι Χαμδανίδες φυλάκισαν τον χαλίφη στη Ράκκα, αλλά το καλοκαίρι του 944 ο Ιχσίντ εισέβαλε στη βόρεια Συρία, κατέλαβε αμαχητί το Χαλέπι, και έφτασε στη Ράκκα, όπου επισκέφτηκε τον χαλίφη. Ο αλ-Μουτακί ενέκρινε την προσάρτηση της Συρίας από τον Ιχσίντ, αλλά παρά της εκκλήσεις του τελευταίου, αρνήθηκε να τον συνοδέψει στην Αίγυπτο. Έτσι ο Ιχσίντ αναχώρησε για την Αίγυπτο, αρνούμενος να συνδράμει πλέον τον χαλίφη κατά των αντιπάλων του, ενώ ο χαλίφης, ανίσχυρος, επέστρεψε στη Βαγδάτη.[5][17][18]

Έτσι είχε η κατάσταση στη Συρία, όταν ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστρεψε την προσοχή του εκεί. Τα προηγούμενα χρόνια είχε υποστεί μια σειρά απογοητεύσεων, από την ήττα του από τον Τουζούν ως την αποτυχία του να πείσει τον αλ-Μουτακί να ονομάσει τον ίδιο «αμίρ αλ-ουμαρά». Όπως γράφει ο αραβολόγος Thierry Bianquis, η στροφή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα προς τη Συρία "ήταν αποτέλεσμα της δυσαρέσκειάς του" όταν, μετά και την αποτυχία των σχεδίων του αδελφού του στο Ιράκ, "επέστρεψε στη Νίσιβι και βρέθηκε άπρακτος και κακοπληρωμένος".[5] Ο ίδιος ο Νασίρ αλ-Ντάουλα φαίνεται να ενθάρρυνε τον αδελφό του να στραφεί στη Συρία μετά και την αποτυχία του Χουσεΐν, γράφοντάς του ότι "η Συρία κείτεται μπροστά σου και κανείς σε αυτή τη χώρα δεν μπορεί να σε εμποδίσει να την καταλάβεις".[19] Με τη χρηματική και στρατιωτική υποστήριξη του αδελφού του, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εισέβαλε στη βόρεια Συρία μετά την αναχώρηση του Ιχσίντ. Εκεί κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της φυλής των Μπανού Κιλάμπ, στους οποίους ανήκε και ο διορισμένος από τον Ιχσίντ διοικητής του Χαλεπίου. Έτσι, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα μπήκε αμαχητί στην πόλη τον Οκτώβριο του 944.[17][18][19][20]

Σύγκρουση με τους Ιχσιντίδες

Επεξεργασία
 
Η είσοδος της ακρόπολης του Χαλεπίου (13ος αιώνας)

Οι Ιχσιντίδες αντέδρασαν άμεσα, και έστειλαν στρατό υπό τον Αμπού αλ-Μισκ Καφούρ εναντίον του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ο οποίος πολιορκούσε τη Χομς (Έμεσα). Στη μάχη που ακολούθησε, ο χαμδανίδης ηγεμόνας κέρδισε μια συντριπτική νίκη, μετά από την οποία η Χομς του άνοιξε τις πύλες της. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα στράφηκε προς τη Δαμασκό, την οποία κατέλαβε στις αρχές του 945, αλλά αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει λόγω της έκδηλης εχθρότητας των κατοίκων της.[19] Τον Απρίλιο του 945, ο ίδιος ο Ιχσίντ οδήγησε νέο στρατό βόρεια εναντίον του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, αλλά ταυτόχρονα του έστειλε προτάσεις ειρήνης, που περιλάμβαναν την αποδοχή εκ μέρους του της κατοχής της βόρειας Συρίας και της Κιλικίας από τους Χαμδανίδες, ενώ ο νότος θα παρέμενε υπό τον έλεγχό του. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα απέρριψε τις προτάσεις αυτές, αλλά ηττήθηκε σε μάχη τον Μάιο/Ιούνιο και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη Ράκκα, ενώ ο αιγυπτιακός στρατός λεηλάτησε τα περίχωρα του Χαλεπίου. Παρόλα αυτά, τον Οκτώβριο οι δυο αντίπαλοι κατέληξαν σε συμφωνία, στη βάση των αρχικών προτάσεων του Ιχσίντ: ο ηγεμόνας της Αιγύπτου αναγνώρισε τη χαμδανιδική κυριαρχία στη βόρεια Συρία, και επιπλέον δέχτηκε να αποστέλλει ετήσιο φόρο σε αντάλλαγμα για την αποκήρυξη εκ μέρους του Σαΐφ αλ-Ντάουλα κάθε αξίωσης επί της Δαμασκού. Η συμφωνία σφραγίστηκε με τον γάμο του Σαΐφ αλ-Ντάουλα με μια ανιψιά του Ιχσίντ, και σύντομα έλαβε την επίσημη, αν και εντελώς τυπική, αναγνώριση από τον χαλίφη.[19][20][21]

Οι σχετικά ευνοϊκοί όροι της συμφωνίας αντικατόπτριζαν στους στρατηγικούς υπολογισμούς του Ιχσίντ: για τους Ιχσιντίδες, η κατοχή του Χαλεπίου ήταν λιγότερο σημαντική από τη νότια Συρία και τη Δαμασκό, που αποτελούσαν τον ανατολικό προμαχώνα της Αιγύπτου. Όσο ο έλεγχος αυτής της περιοχής δεν απειλούνταν, ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν την ύπαρξη ενός χαμδανιδικού κράτους στο βορρά. Επιπλέον, οι Ιχσιντίδες γνώριζαν ότι θα ήταν δύσκολο να επιβάλουν και να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στη βόρεια Συρία και την Κιλικία, που παραδοσιακά συνδέονταν πιο πολύ με την Τζαζίρα και το Ιράκ παρά με την Αίγυπτο. Η εκχώρησή τους στους Χαμδανίδες όχι μόνο θα επέτρεπε στην Αίγυπτο, που ήδη απειλούνταν από τα δυτικά από τους Φατιμίδες, να εξοικονομήσει δυνάμεις, αλλά επιπλέον θα δημιουργούσε ένα χρήσιμο ανάχωμα που θα προστάτευε την Αίγυπτο από εισβολές προερχόμενες τόσο από το Ιράκ όσο και από το Βυζάντιο.[19][20][22]

Η ειρήνη διήρκεσε μέχρι το θάνατο του Ιχσίντ, στη Δαμασκό τον Ιούλιο του 946. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αμέσως κινήθηκε νότια, κατέλαβε τη Δαμασκό, και εισέβαλε στην Παλαιστίνη. Εκεί το Δεκέμβριο ξανασυναντήθηκε στο πεδίο της μάχης με τον Καφούρ, που αυτή τη φορά νίκησε τον χαμδανίδη ηγεμόνα. Ηττημένος, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα υποχώρησε στη Δαμασκό και τη Χομς, όπου συγκέντρωσε νέες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων μεγάλος αριθμός από τις αραβικές φυλές. Την άνοιξη του 947, προσπάθησε να ανακαταλάβει τη Δαμασκό, αλλά ηττήθηκε ξανά, και τον Ιούλιο οι δυνάμεις των Ιχσιντιδών κατέλαβαν το ίδιο το Χαλέπι. Όμως ο Καφούρ, που ήταν επικεφαλής του αιγυπτιακού στρατού, δεν προχώρησε παραπέρα, αλλά ξεκίνησε νέες διαπραγματεύσεις.[19][23] Η τελική συμφωνία επαναλάμβανε τους όρους της συνθήκης του 945, με τη διαφορά ότι οι Ιχσιντίδες έπαψαν την καταβολή φόρου για τη Δαμασκό. Το νέο σύνορο που εγκαθιδρύθηκε έτσι μεταξύ της βόρειας Συρίας, στενά συνδεδεμένης με την Τζαζίρα, και της νότιας, που ελεγχόταν από την Αίγυπτο, διατηρήθηκε ως την κατάληψη ολόκληρης της χώρας από τους Μαμελούκους το 1260.[20][24]

Επιστρέφοντας στο Χαλέπι το φθινόπωρο, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ήταν πια ο ηγεμόνας ενός εκτενούς κράτους: οι επαρχίες της βόρειας Συρίας (οι jund της Χομς, Κινασρίν, και των αλ-Αουασίμ) βορείως μιας γραμμής που ξεκινούσε από νοτίως της Χομς και έφτανε στην ακτή της Μεσογείου κοντά στην Ταρτούς, καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα των Ντιγιάρ Μπακρ και Ντιγιάρ Μουντάρ στην Τζαζίρα. Επιπλέον οι ημιαυτόνομες πόλεις-εμιράτα του Thughur στην Κιλικία τον αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους, αν και η εξουσία του πάνω τους παρέμενε ως επί το πλείστον τυπική.[17][19][25] Κατά την έκφραση του σύγχρονου μελετητή των Χαμδανιδών, Marius Canard, η επικράτεια του Σαΐφ αλ-Ντάουλα ήταν ένα "συρο-μεσοποταμιακό κράτος", και αρκετά εκτενές ώστε να χρειάζεται δύο πρωτεύουσες: παράλληλα με το Χαλέπι, που έγινε η κύρια έδρα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, η Μαγιαφαρικίν επελέγη ως η πρωτεύουσα των μεσοποταμιακών επαρχιών, τις οποίες θεωρητικά κατείχε εν ονόματι του αδελφού του. Στην πράξη, το μέγεθος και η σημασία του εμιράτου του επέτρεψαν στον Σαΐφ αλ-Ντάουλα να αποτινάξει την κηδεμονία του αδελφού του. Αν και συνέχισε να του δείχνει τον δέοντα σεβασμό, οι θέσεις τους είχαν πλέον αντιστραφεί.[17][19][26]

Εξεγέρσεις των αραβικών φυλών

Επεξεργασία

Πέρα από τη σύγκρουσή του με τους Ιχσιντίδες, στην προσπάθειά του να επιβληθεί στη Συρία ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να εξασφαλίσει καλές σχέσεις και με τις ανυπάκουες γηγενείς αραβικές φυλές.[27] Εκείνη την εποχή η βόρεια Συρία ελεγχόταν από έναν αριθμό αραβικών φυλών, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή ήδη από την εποχή των Ομεϋαδών, και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη νωρίτερα. Η περιοχή γύρω από τη Χομς ανήκε στους Μπάνου Καλμπ και τους Μπάνου Ταϊγί, ενώ ο βορράς, μια φαρδιά ζώνη εκτεινόμενη από τον Ορόντη ως πέρα από τον Ευφράτη ελεγχόταν από ως επί το πλείστον νομαδικές φυλές Καϊσιτών, τους Ουκαΐλ, Νουμαΐρ, Καμπ και Κουσαΐρ, καθώς και από τους ήδη αναφερθέντες Κιλάμπ, γύρω από το Χαλέπι. Πιο νότια, οι Τανούχ, με προέλευση από την Υεμένη, είχαν εγκατασταθεί γύρω από το Μααράτ αλ-Νουμαάν]], ενώ στις ακτές κατοικούσαν οι Μπαχρά και Κούρδοι.[28]

Στις σχέσεις του μαζί τους, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ωφελήθηκε από το γεγονός ότι ήταν φυλετικά Άραβας, και όχι ένας Τούρκος ή Πέρσης πολέμαρχος, όπως η πλειοψηφία των συγχρόνων του ηγεμόνων στον ισλαμικό κόσμο. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των αραβικών φυλών, και αρκετοί βεδουίνοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση του κράτους του.[29] Εντούτοις, μιμούμενο τη συνήθη πρακτική των ύστερων Αββασιδών, που ήταν ήδη γνωστή στον Σαΐφ αλ-Ντάουλα και αποτελούσε το κοινό πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή, το κράτος των Χαμδανιδών στηριζόταν, και κατέληξε και αυτό να κυριαρχείται από, την τάξη των στρατιωτικών σκλάβων («γκιλμάν» ή «μαμελούκοι»), που στρατολογούνταν μεταξύ των μη αραβικών πληθυσμών στα όρια του ισλαμικού κόσμου, κυρίως των Τούρκων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στη σύνθεση του στρατού του, που πλάι στο ιππικό των αραβικών φυλών έκανε ευρεία χρήση Δαϋλαμιτών και Σουδανέζων ως πεζικό και των Τούρκων ως ιπποτοξοτών.[29][30]

Αφού πέτυχε την αναγνώρισή του από τους Ιχσιντίδες, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαπέλυσε μια σειρά εκστρατειών που στόχευαν στη στερέωση της κυριαρχίας του. Βασικός του στόχος ήταν να εδραιώσει τον έλεγχό του επί των συριακών παραλίων, καθώς και επί των δρόμων που τα ένωναν με την ενδοχώρα. Οι επιχειρήσεις αυτές περιλάμβαναν και τη σκληρή πολιορκία του οχυρού Μπαρζούγια, το 947–948, από το οποίο ο Κούρδος λήσταρχος που το κατείχε ήλεγχε την κοιλάδα του κάτω Ορόντη.[28] Στην κεντρική Συρία, μια εξέγερση των Καλμπ και Ταϊγί ξέσπασε στο τέλος του 949 υπό κάποιον Ιμπν Χιρράτ αλ-Ραμάντ, εμπνευσμένη από τα κηρύγματα των Καρμαθιανών. Παρά τις αρχικές επιτυχίες των επαναστατών, μεταξύ των οποίων η αιχμαλωσία του κυβερνήτη της Χομς, η εξέγερση γρήγορα κατεστάλη.[28] Στο βορρά, οι προσπάθειες των αξιωματούχων του Σαΐφ αλ-Ντάουλα να διαχωρίσουν τους βεδουίνους από τις μόνιμα εγκατεστημένες αραβικές κοινότητες οδήγησε σε συχνές εξεγέρσεις μεταξύ των ετών 950 και 954, που κάθε φορά καταστέλλονταν από το στρατό.[28]

Τελικά, το 955 οι αραβικές φυλές ενώθηκαν σε μια κοινή εξέγερση, που περιλάμβανε ακόμα και τους ως τότε στενούς σύμμαχους του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, τους Κιλάμπ. Ο Χαμδανίδης ηγεμόνας όμως κατάφερε να την εξουδετερώσει γρήγορα: εξαπέλυσε μια αδίστακτη εκστρατεία καταστολής, που περιλάμβανε την αναγκαστική εκδίωξη των φυλών στην έρημο, όπου βρίσκονταν αντιμέτωπες ή με την άνευ όρων παράδοση ή με τη λιμοκτονία, καθώς και διπλωματικούς ελιγμούς που εκμεταλλεύονταν τις διαφορές μεταξύ των φυλών. Έτσι στους Κιλάμπ προσέφερε αμνηστία και την αποκατάστασή τους στην παλιά τους προνομιούχα θέση, ενώ έλαβαν και επιπλέον γαίες από τους Καλμπ, που εκδιώχθηκαν από τα εδάφη τους μαζί με τους Ταϊγί και αναγκάστηκαν να καταφύγουν νότια, όπου εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες βορείως της Δαμασκού και στα Υψώματα Γκολάν αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, οι Νουμαΐρ επίσης ξεριζώθηκαν και μετακινήθηκαν στην Τζαζίρα, γύρω από τη Χαρράν.[25][28]

Η καταστολή της μεγάλης αυτής εξέγερσης σήμανε, σύμφωνα με τον ισλαμολόγο Hugh N. Kennedy, "το αποκορύφωμα της επιτυχίας και της ισχύος του Σαΐφ αλ-Ντάουλα".[25] Για ένα μικρό διάστημα την ίδια χρονιά, η επικυριαρχία του αναγνωρίστηκε ακόμα και σε τμήματα του Αζερμπαϊτζάν γύρω από το Σαλμάς, όπου ο Κούρδος Νταϋσάμ εγκαθίδρυσε τη βραχύβια κυριαρχία του ώσπου εκδιώχτηκε και αιχμαλωτίστηκε από τον Σαλλαρίδη εμίρη Μαρζουμπάν ιμπν Μουχάμαντ.[28]

Πόλεμοι με το Βυζάντιο

Επεξεργασία
 
Οι ηγεμονίες του Καυκάσου, η ανατολική μεθόριος του Βυζαντίου και η βόρεια Συρία και η Τζαζίρα στα μέσα του 10ου αιώνα

Με την αναγνώριση της κυριαρχίας του στις μεθοριακές περιοχές («Thughur») της Συρίας και της Τζαζίρα το 945/946, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατέστη ο πιο σημαντικός Άραβας ηγεμόνας που αντιμετώπιζε το Βυζάντιο, και εφεξής, ο πόλεμος με τους Βυζαντινούς έγινε η κύριά του απασχόληση.[17] Μεγάλο μέρος της φήμης του Σαΐφ αλ-Ντάουλα πηγάζει από τον συνεχή, αν και τελικά απέλπιδο, αγώνα του με την αυτοκρατορία.[26][31]

Στις αρχές του 10ου αιώνα, οι Βυζαντινοί είχαν πια ανακτήσει την υπεροχή απέναντι στους ανατολικούς μουσουλμάνους γείτονές τους. Με την αρχή της παρακμής του Χαλιφάτου των Αββασιδών μετά το 861 (η λεγόμενη «Αναρχία στη Σαμάρα») και τη βυζαντινή νίκη στη μάχη του Λαλακάοντα το 863, που συνέτριψε τη δύναμη του μεθοριακού εμιράτου της Μελιτηνής, ξεκίνησε η σταδιακή κατάληψη της αραβικής μεθοριακής ζώνης από το Βυζάντιο. Παρότι το εμιράτου της Ταρσού στην Κιλικία παρέμενε ισχυρό και η ίδια η Μελιτηνή απέκρουσε εγχειρήματα κατάληψής της, στον μισό αιώνα που ακολούθησε, οι Βυζαντινοί κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους Παυλικιανούς συμμάχους της Μελιτηνής και να προωθηθούν ως την κοιλάδα του Άνω Ευφράτη, καταλαμβάνοντας τις ορεινές περιοχές βορείως τις πόλης.[32][33] Μετά δε το 927, η σύναψη ειρήνης με τους Βουλγάρους επέτρεψε στους Βυζαντινούς να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στην ανατολή. Υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κουρκούα εξαπέλυσαν μια σειρά εκστρατειών, που κατέληξαν στην πτώση και προσάρτηση της Μελιτηνής το 934, ένα γεγονός που συγκλόνισε τα γειτονικά ισλαμικά κράτη. Τα Αρσαμόσατα ακολούθησαν το 940, και η Θεοδοσιούπολη το 949.[34][35][36]

Η βυζαντινή προέλαση προκάλεσε μεγάλη συναισθηματική απόκριση στον ισλαμικό κόσμο, και εθελοντές, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες, άρχισαν να συρρέουν για να συμμετάσχουν στον ιερό πόλεμο («τζιχάντ») ενάντια στο Βυζάντιο. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επηρεάστηκε βαθιά από αυτή την ατμόσφαιρα, και ασπάστηκε ένθερμα το πνεύμα του «τζιχάντ».[28][29][37] Η άνοδος των Χαμδανιδών στα μεθοριακά εμιράτα και την Τζαζίρα ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη βυζαντινή απειλή και την προφανή ανικανότητα των Αββασιδών να αναχαιτίσουν τη βυζαντινή προέλαση.[38][39] Όπως έγραψε ο ιστορικός Hugh Kennedy, "Συγκρινόμενος με την αδράνεια ή και αδιαφορία των άλλων μουσουλμάνων ηγεμόνων, δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι η δημοτικότητα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα παρέμενε υψηλή. Ήταν ο μοναδικός που προσπάθησε να υπερασπιστεί την Πίστη, ο αρχετυπικός ήρωας της εποχής".[40]

Πρώτες συγκρούσεις

Επεξεργασία

Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα πρωτοσυγκρούστηκε με τους Βυζαντινούς το 936, όταν ηγήθηκε εκστρατείας για να βοηθήσει τα Σαμόσατα, που πολιορκούνταν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Μια εξέγερση στα μετόπισθεν τον ανάγκασε όμως να εγκαταλείψει την εκστρατεία, και κατάφερε μόνο να στείλει μερικά εφόδια στην πόλη, που αλώθηκε λίγο αργότερα.[41][42] Το 938, ηγήθηκε επιδρομής στην περιοχή της Μελιτηνής και κατέλαβε το βυζαντινό οχυρό Χάρπετε. Μερικοί άραβες ιστορικοί αναφέρουν ότι τότε συνάντησε σε μάχη και νίκησε τον ίδιο τον Κουρκούα, αλλά η βυζαντινή προέλαση συνεχίστηκε.[41][42][43] Ακολούθησε η πιο σημαντική του εκστρατεία κατά την πρώιμη αυτή περίοδο: τα έτη 939–940, εισέβαλε στη νοτιοδυτική Αρμενία και απέσπασε δηλώσεις υποταγής και την παράδοση μερικών φρουρίων από τους τοπικούς ηγεμόνες, τους μουσουλμάνους Καϊσίτες του Μαντζικέρτ και τους χριστιανούς Βαγρατίδες του Ταρών και τον Κακίκιο Αρτζρούνι (Gagik Artsruni) του Βασπουρακάν, που είχαν αρχίσει να κλίνουν προς το Βυζάντιο. Κατόπιν στράφηκε δυτικά, εισέβαλε σε βυζαντινά εδάφη και τα λεηλάτησε, προωθούμενος μέχρι την Κολώνεια.[44][45][46] Η εκστρατεία αυτή κατάφερε να σπάσει προσωρινά τον βυζαντινό κλοιό γύρω από τη Θεοδοσιούπολη, αλλά η απασχόληση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα με τους πολέμους του αδελφού του στο Ιράκ για τα επόμενα χρόνια δεν επέτρεψε την περαιτέρω εκμετάλλευσή της επιτυχίας του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Mark Whittow, εάν οι Χαμδανίδες είχαν επιμείνει, θα μπορούσαν εύκολα να είχαν εκμεταλλευτεί το φόβο των Αρμένιων ηγεμόνων μπροστά στο βυζαντινό επεκτατισμό, και να είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών για την ανάσχεση των Βυζαντινών. Στην πραγματικότητα, μετά την αναχώρηση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα οι Βυζαντινοί είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Θεοδοσιούπολης και τη στερέωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή.[38][41][47]

Αποτυχίες και νίκες, 945–955

Επεξεργασία
 
Χάρτης της αραβοβυζαντινής μεθορίου

Το χειμώνα του 945/946, σύντομα μετά την εγκατάστασή του στο Χαλέπι, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ξεκίνησε επιχειρήσεις κατά των Βυζαντινών. Από τότε και μέχρι το θάνατό του, ο Χαμδανίδης ηγεμόνας (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται ως «ὁ Χαμβδᾶν») παρέμεινε ο κύριος αντίπαλος του Βυζαντίου στην ανατολή, λέγεται δε ότι τους πολέμησε σε πάνω από σαράντα μάχες.[48][49] Εντούτοις, παρά τις συχνές και καταστρεπτικές επιδρομές του, ενάντια τόσο στις συνοριακές βυζαντινές επαρχίες όσο και στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, και παρά τις νίκες του στο πεδίο της μάχης, η στρατηγική του παρέμεινε κατ' ουσίαν αμυντική, και ποτέ δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει σοβαρά τον βυζαντινό έλεγχο των περασμάτων του Ταύρου ή να συνάψει ευρύτερες συμμαχίες και να προσπαθήσει να ανακτήσει τις βυζαντινές κατακτήσεις. Ως κυβερνήτης μιας συγκριτικά μικρής ηγεμονίας, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα απλά δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τα στρατιωτικά μέσα που διέθετε το αναζωογονημένο Βυζάντιο: οι αραβικές πηγές της εποχής αναφέρουν, με προφανή, αλλά και ενδεικτική, υπερβολή, ότι ενώ οι βυζαντινές στρατιές έφταναν τις 200.000 άντρες, η μεγαλύτερη δύναμη που συγκέντρωσε ποτέ ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αριθμούσε περί τις 30.000.[41][49][50] Επιπλέον, η μεσοποταμιακή καταγωγή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα επηρέασε τη στρατηγική του θεώρηση στο ότι, σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη που υπήρξαν στη Συρία, δεν προσπάθησε να αναπτύξει ναυτικό, και γενικά αμέλησε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που πρόσφερε η πρόσβαση στη Μεσόγειο.[25][41]

Η πρώτη επιδρομή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα ήταν περιορισμένης έκτασης, και την ακολούθησε ανταλλαγή αιχμαλώτων.[41] Κατόπιν, οι πολεμικές επιχειρήσεις και από τις δύο πλευρές έπαυσαν, για να ξαναρχίσουν το 948.[51] Εκείνη τη χρονιά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να νικήσει μια βυζαντινή εισβολή στα εδάφη του, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει την άλωση των Αδάτων, μιας από τις κύριες βάσεις των μουσουλμάνων στη μεθοριακή ζώνη του Άνω Ευφράτη, από τις δυνάμεις του Λέοντα Φωκά, ενός εκ των γιων του βυζαντινού Δομέστικου των Σχολών (αρχιστρατήγου), Βάρδα Φωκά.[41][51][52] Οι εκστρατείες του Σαΐφ αλ-Ντάουλα τα επόμενα δύο χρόνια ήταν επίσης αποτυχημένες. Το 949, επέδραμε κατά του θέματος του Λυκανδού αλλά αναχαιτίστηκε, και οι Βυζαντινοί, περνώντας στην αντεπίθεση, κατέλαβαν το Μαράς (Γερμανίκεια), νίκησαν έναν στρατό Ταρσιτών και προχώρησαν λεηλατώντας μέχρι τα πρόθυρα της Αντιόχειας. Το επόμενο έτος, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα οδήγησε μια μεγάλη στρατιά κατά των συνοριακών θεμάτων του Λυκανδού και του Χαρσιανού, αλλά κατά την επιστροφή του έπεσε σε ενέδρα του Λέοντα Φωκά σε ένα ορεινό πέρασμα. Ο Χαμδανίδης ηγεμόνας μόλις που κατάφερε να ξεφύγει ο ίδιος, ενώ έχασε 8.000 άντρες, με αποτέλεσμα η εκστρατεία αυτή να μείνει γνωστή ως «γαζουάτ αλ-μουσίμπα» (ghazwat al-musiba, «η φρικτή εκστρατεία»).[41][53]

Παρόλα αυτά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα απέρριψε τις προτάσεις ειρήνης των Βυζαντινών, και εξαπέλυσε νέα επιδρομή κατά του Λυκανδού και της Μελιτηνής, ώσπου η έναρξη του χειμώνα τον ανάγκασε να αποχωρήσει.[53] Την επόμενη χρονιά, συγκέντρωσε την προσοχή του στην ανακατασκευή των κατεστραμμένων οχυρών της Κιλικίας και της βόρειας Συρίας, συμπεριλαμβανομένων του Μαράς και των Αδάτων. Ο Βάρδας Φωκάς ηγήθηκε στρατού και προσπάθησε να διακόψει τις εργασίες αυτές, αλλά ηττήθηκε. Το 953, ο βυζαντινός αρχιστράτηγος εξαπέλυσε νέα εκστρατεία, αλλά παρά τη μεγάλη του αριθμητική υπεροχή, υπέστη βαριά ήττα κοντά στο Μαράς, σε μια μάχη που υμνήθηκε δεόντως από τους αυλικούς ποιητές του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, και όπου ο τρίτος γιος του Δομέστικου, Κωνσταντίνος Φωκάς, πιάστηκε αιχμάλωτος. Νέες επιθέσεις του Βάρδα Φωκά το 954 και το 955 επίσης απέτυχαν, και ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα μπόρεσε να ολοκληρώσει την ανοικοδόμηση των Σαμοσάτων και των Αδάτων.[41][54]

Βυζαντινή αντεπίθεση, 956–962

Επεξεργασία

Οι επιτυχίες του Σαΐφ αλ-Ντάουλα προκάλεσαν την αντικατάσταση του Βάρδα Φωκά από τον μεγαλύτερο γιο του, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Διαθέτοντας ικανούς υφιστάμενους όπως ο αδελφός του Λέοντας και ο ανιψιός του Ιωάννης Τσιμισκής, ο Νικηφόρος κατάφερε σύντομα να αντιστρέψει τις τύχες του πολέμου.[41][54] Ο νεαρός στρατηγός επωφελήθηκε επίσης από την ολοκλήρωση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων, που ενίσχυσαν τον επαγγελματισμό του στρατού.[55]

 
Ο Λέων Φωκάς στέλνει τον αιχμάλωτο Αμπούλ-Ασαΐρ στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Άραβας στρατηγός υπέστη τελετουργική ταπείνωση μπροστά στον αυτοκράτορα.[56] Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Ιστορίας του Ιωάννη Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας

Την άνοιξη του 956, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να προλάβει μια σχεδιαζόμενη επίθεση του Τσιμισκή κατά της Άμιδας, και εισέβαλε πρώτος σε βυζαντινό έδαφος. Ο Τσιμισκής τότε έπιασε ένα πέρασμα στα μετόπισθεν του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, και περίμενε την επιστροφή του αραβικού στρατού. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή, υπό καταρρακτώδη βροχή, και κατέληξε σε νίκη για τους Χαμδανίδες, με τον Τσιμισκή να χάνει 4.000 άντρες. Ταυτόχρονα όμως, ο Λέων Φωκάς εισέβαλε στη Συρία όπου νίκησε και αιχμαλώτισε τον Αμπούλ-Ασαΐρ (ο «Απολασαείρ» των Βυζαντινών), εξάδελφο του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, που είχε μείνει πίσω ως τοποτηρητής. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να εκστρατεύσει σε βοήθεια της Ταρσού, που απειλούνταν από μια επίθεση του βυζαντινού στόλου των Κιβυρραιωτών.[41][54] Το 957, ο Νικηφόρος Φωκάς ανακατέλαβε και κατέστρεψε τα Άδατα, ενώ ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα δεν μπόρεσε να αντιδράσει καθώς ανακάλυψε μια συνωμοσία αξιωματικών του να τον παραδώσουν στους Βυζαντινούς έναντι μεγάλης αμοιβής. 180 από τους «γκιλμάν» του εκτελέστηκαν και πάνω από 200 άλλοι ακρωτηριάστηκαν ως συνέπεια.[41][57] Την επόμενη άνοιξη, ο Τσιμισκής εισέβαλε στην Τζαζίρα, κατέλαβε το Δάρας και νίκησε κοντά στην Άμιδα ένα στρατό 10.000 ανδρών υπό τις διαταγές ενός εκ των αγαπημένων υπαρχηγών του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, του Κιρκάσιου Νατζά. Μαζί με τον παρακοιμώμενο Βασίλειο, ο Τσιμισκής μετά κατέλαβε τα Σαμόσατα, και νίκησε τον ίδιο τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα, που είχε έρθει να λύσει την πολιορκία, σε μάχη στο Ραβάμ. Εκμεταλλευόμενος την εμφανή πλέον αδυναμία των Χαμδανιδών, το 959 ο Λέων Φωκάς ηγήθηκε μιας επιδρομής που έφτασε μέχρι την Κύρρο, καταλαμβάνοντας διάφορα οχυρά καθοδόν.[41][58]

 
Η κατάληψη του Χαλεπίου, μικρογραφία από το χειρόγραφο της Ιστορίας του Ιωάννη Σκυλίτζη

Το 960, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την απουσία του Νικηφόρου Φωκά, μαζί με μεγάλο μέρος του βυζαντινού στρατού, στην εκστρατεία για την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, και να ανακτήσει την υπεροχή του. Συγκέντρωσε έναν ισχυρό στρατό και εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφος, όπου κατέλαβε το σημαντικό συνοριακό κάστρο του Χαρσιανού, πρωτεύουσα του ομώνυμου θέματος. Κατά την επιστροφή του όμως, ο στρατός του έπεσε σε ενέδρα από τον Λέοντα Φωκά στα στενά της Ανδρασσού και σχεδόν εκμηδενίστηκε. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να ξεφύγει, αλλά η στρατιωτική του ισχύς είχε πια καταρρεύσει. Ως αποτέλεσμα, οι διάφοροι τοπικοί κυβερνήτες άρχισαν να συνάπτουν συμφωνίες με τους Βυζαντινούς για να αποφύγουν τις επιθέσεις τους, και η εξουσία του Χαμδανίδη ηγεμόνα άρχισε να αμφισβητείται ακόμη και στην ίδια την πρωτεύουσά του.[50][59][60] Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα χρειαζόταν χρόνο για να συνέλθει από το χτύπημα, αλλά ο Νικηφόρος Φωκάς, μόλις επέστρεψε νικητής από την Κρήτη το καλοκαίρι του 961, άρχισε να προετοιμάζει νέες επιχειρήσεις εναντίον του. Οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν την επίθεσή τους το χειμώνα, πιάνοντας τους Άραβες εντελώς απροετοίμαστους. Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την Ανάζαρβο στην Κιλικία και εφάρμοσε μια πολιτική συστηματικών σφαγών και καταστροφής της ενδοχώρας, με σκοπό να αναγκάσει τον μουσουλμανικό πληθυσμό να εγκαταλείψει την περιοχή. Αφού ο βυζαντινός στρατός αποχώρησε για να γιορτάσει το Πάσχα, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εισήλθε στην επαρχία και διεκδίκησε τον άμεσο έλεγχό της από τις ημιαυτόνομες τοπικές πόλεις. Άρχισε να ανοικοδομεί την Ανάζαρβο, αλλά οι εργασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί το φθινόπωρο, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς επανέλαβε την επίθεσή του, αναγκάζοντας τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα να αποχωρήσει εσπευσμένα.[61][62] Ο βυζαντινός στρατός, σύμφωνα με αραβικές πηγές 70.000 άντρες, προέλασε και κατέλαβε το Μαράς, το Σίσιον, τη Δολίχη και το Μανμπίτζ (αρχ. Ιεράπολις), εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των δυτικών περασμάτων του Αντίταυρου. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστειλε τον στρατό του υπό τον Νατζά να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, αλλά ο Νικηφόρος Φωκάς τον αγνόησε, παρέκαμψε τις δυνάμεις του και προχώρησε νότια, εμφανιζόμενος ξαφνικά μπροστά από το Χαλέπι στα μέσα Δεκεμβρίου. Αφού νίκησαν έναν βιαστικά συγκεντρωμένο στρατό μπροστά από τα τείχη της πόλης, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν και λεηλάτησαν το Χαλέπι εκτός από την ακρόπολη, που συνέχισε να αντιστέκεται. Αφού αποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους περί τους 10.000 αιχμαλώτους, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επέστρεψε στην κατεστραμμένη και ερημωμένη πρωτεύουσά του, την οποία επανοίκησε με πρόσφυγες από την Κιννασρίν.[61][63][64][65]

Τελευταία χρόνια και θάνατος

Επεξεργασία

Το 963 οι Βυζαντινοί παρέμειναν ήσυχοι, καθώς ο Νικηφόρος Φωκάς ετοίμαζε την άνοδό του στο θρόνο,[66] αλλά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα άρχισε να υποφέρει από ημιπληγία καθώς και όλο και επιδεινούμενες εντερικές και ουρολογικές ασθένειες, που τον υποχρέωσαν στο εξής να μετακινείται με φορείο. Η ασθένειες αυτές μείωσαν δραματικά την ικανότητα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα να διαχειρίζεται προσωπικά τις υποθέσεις του κράτους του. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εγκατέλειψε το Χαλέπι στην επίβλεψη του οικονόμου του, Καρκούγια, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής του στη Μαγιαφαρικίν, αφήνοντας το βαρύ φορτίο τις αντιμετώπισης των Βυζαντινών και της καταστολής των διαφόρων εξεγέρσεων στους υπαρχηγούς του. Η φυσική του κατάπτωση, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του αποτυχίες και ιδίως την άλωση του Χαλεπίου, οδήγησε στον κλονισμό του κύρους του ανάμεσα στους υπαρχηγούς του, για τους οποίους η πολιτική νομιμότητα ενός ηγεμόνα συνδεόταν άρρηκτα με πολεμικές επιτυχίες του.[61][67]

Έτσι, ήδη το 961 ο εμίρης της Ταρσού, Μουχάμαντ ιμπν αλ-Χουσεΐν ιμπν αλ-Ζαϊγιάτ, προσπάθησε ανεπιτυχώς να παραδώσει την επαρχία του στους Ιχσιντίδες. Το 963, ο ανιψιός του, κυβερνήτης της Χαρράν, Ιμπάτ Αλλάχ, επαναστάτησε κατά του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του Νασίρ αλ-Ντάουλα.[61] Ο Νατζά εστάλη να καταστείλει την εξέγερση, και ο Ιμπάτ Αλλάχ κατέφυγε στην αυλή του πατέρα του. Τότε όμως ο ίδιος ο Νατζά εξεγέρθηκε και επιτέθηκε στη Μαγιαφαρικίν, που την υπερασπιζόταν η γυναίκα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, σκοπεύοντας να την παραδώσει στους Μπουγίδες. Αποκρούστηκε όμως και κατέφυγε στην Αρμενία, όπου κατέλαβε μια σειρά οχυρών γύρω από τη Λίμνη Βαν. Από εκεί το φθινόπωρο του 964 προσπάθησε και πάλι να καταλάβει τη Μαγιαφαρικίν, αλλά μια εξέγερση στις αρμενικές του κτήσεις τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία. Τότε ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ταξίδεψε ο ίδιος στην Αρμενία, όπου συνάντησε τον παλιό του υπαρχηγό. Ο Νατζά υποτάχθηκε χωρίς αντίσταση, αλλά το χειμώνα του 945 δολοφονήθηκε στη Μαγιαφαρικίν, πιθανώς κατ' εντολής της γυναίκας του Σαΐφ αλ-Ντάουλα.[61]

Παρά την ασθένειά του και τις εσωτερικές ταραχές, το 963 ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαπέλυσε τρεις επιδρομές στη Μικρά Ασία, μία εκ των οποίων έφτασε στα πρόθυρα του Ικονίου. Ο Ιωάννης Τσιμισκής όμως, διάδοχος του Νικηφόρου Φωκά ως Δομέστικος της Ανατολής, απάντησε με μια χειμερινή εισβολή στην Κιλικία, όπου συνέτριψε έναν αραβικό στρατό στο «Πεδίο του Αίματος» κοντά στα Άδανα και πολιόρκησε τη Μοψουεστία ώσπου η έλλειψη εφοδίων τον ανάγκασε να επιστρέψει στις βάσεις του. Το φθινόπωρο του 964, ο Νικηφόρος Φωκάς, αυτοκράτορας πλέον, επανήλθε στην Ανατολή, όπου συνάντησε ασθενή αντίσταση. Η Μοψουεστία πολιορκήθηκε ξανά αλλά και πάλι άντεξε μέχρις ότου ο λιμός που μάστιζε την περιοχή ανάγκασε τους Βυζαντινούς να υποχωρήσουν.[61][68] Ο αυτοκράτορας όμως επανέλαβε την εκστρατεία του τον επόμενο χρόνο και κατέλαβε την πόλη, εκδιώκοντας τους κατοίκους της. Λίγο μετά, στις 16 Αυγούστου 965, η Ταρσός παραδόθηκε από τους κατοίκους της σε αντάλλαγμα ασφαλούς διέλευσης για την Αντιόχεια. Η Κιλικία έγινε ξανά μια βυζαντινή επαρχία, και ο Νικηφόρος Φωκάς έλαβε μέτρα για τον επανεκχριστιανισμό της.[61][65][69][70]

Το 965 είδε δυο ακόμα μείζονες εξεγέρσεις στις χαμδανιδικές κτήσεις. Η πρώτη, υπό τον πρώην Καρμαθιανό Μαρουάν αλ-Ουκαϊλί, που είχε διατελέσει και κυβερνήτης των συριακών παραλίων, γρήγορα απέκτησε απειλητικές διαστάσεις: οι επαναστάτες κατέλαβαν τη Χομς, νίκησαν το στρατό που στάλθηκε εναντίον τους και προήλασαν προς το Χαλέπι, όμως σε μια σύγκρουση μπροστά στα τείχη ο αλ-Ουκαϊλί πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε λίγο μετά.[61][67] Το φθινόπωρο, μια πιο σοβαρή εξέγερση ξέσπασε στην Αντιόχεια, υπό τον πρώην κυβερνήτη της Ταρσού, Ρασίκ ιμπν Αμπντ Αλλάχ αλ-Νασίμι, που προκλήθηκε από την είδηση της πτώσης της Κιλικίας. Αφού συγκέντρωσε στρατό από τους κατοίκους της πόλης, ο Ρασίκ με τη σειρά του πολιόρκησε το Χαλέπι, που υπεράσπιζαν ο Καρκούγια και ένας άλλος εκ των «γκιλμάν» του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ο Μπισάρα. Οι Αντιοχείς κατάφεραν να καταλάβουν την κάτω πόλη, όταν, τρεις μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, ο Ρασίκ σκοτώθηκε και τον διαδέχτηκε ένας Δαϋλαμίτης ονόματι Ντιζμπάρ. Ο Ντιζμπάρ νίκησε τον Καρκούγια και κατέλαβε την ακρόπολη, αλλά μετά εγκατέλειψε την πόλη για να κυριεύσει την υπόλοιπη βόρεια Συρία.[67][71] Την ίδια χρονιά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα υπέστη και μια προσωπική τραγωδία, με τον θάνατο δυο γιών του, των Αμπούλ-Μακαρίμ και Αμπούλ-Μπακαράτ.[61]

Στις αρχές του 966, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα πέτυχε τη σύναψη ανακωχής με τους Βυζαντινούς, καθώς και τη διενέργεια ανταλλαγής αιχμαλώτων, που έλαβε χώρα στα Σαμόσατα. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαγόρασε τους πολυάριθμους μουσουλμάνους αιχμαλώτους με μεγάλα ποσά, αλλά οι περισσότεροι αμέσως πήγαν με το μέρος του Ντιζμπάρ. Τότε ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αποφάσισε να αντιμετωπίσει ο ίδιος την εξέγερση: μεταφερόμενος κλινήρης στο φορείο του επέστρεψε στο Χαλέπι, και την επόμενη μέρα νίκησε κατά κράτος τους επαναστάτες, με τη βοήθεια των Κιλάμπ, που αυτομόλησαν στο πλευρό του από το στρατό του Ντιζμπάρ. Οι επιζώντες επαναστάτες τιμωρήθηκαν χωρίς οίκτο.[67][72] Εντούτοις, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα παρέμενε ανήμπορος να εμποδίσει τον Νικηφόρο Φωκά όταν αυτός επανέλαβε την προέλασή του. Ο Χαμδανίδης κατέφυγε στο οχυρό Σαϊζάρ, ενώ οι Βυζαντινοί δήωσαν την Τζαζίρα προτού στραφούν στη βόρειο Συρία, όπου επιτέθηκαν στη Μανμπίτζ, στο Χαλέπι και στην Αντιόχεια, της οποίας ο νεοδιορισθείς κυβερνήτης, Τακί αλ-Ντιν Μουχάμαντ ιμπν Μούσα, αυτομόλησε στο βυζαντινό στρατόπεδο φέρνοντας μαζί του το ταμείο της πόλης.[65][72][73] Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 967, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επέστρεψε στο Χαλέπι, όπου και πέθανε μερικές μέρες αργότερα (9 Φεβρουαρίου), αν και μία πηγή ισχυρίζεται ότι πέθανε στη Μαγιαφαρικίν. Η σορός του ταριχεύτηκε και θάφτηκε στη Μαγιαφαρικίν, στο ίδιο μαυσωλείο με τη μητέρα του και την αδελφή του. Λέγεται ότι ένα τούβλο, φτιαγμένο από τη σκόνη που σκέπαζε την πανοπλία του όταν επέστρεφε από τις εκστρατείες του, τοποθετήθηκε ως προσκέφαλο του. Τον διαδέχτηκε ο μοναδικός επιζών γιος του, ο Αμπούλ-Μααλί Σαρίφ, πιο γνωστός ως Σαντ αλ-Ντάουλα.[74][75]

Πολιτισμική κληρονομιά

Επεξεργασία

Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αρεσκόταν να περιβάλλεται με σημαίνουσες πνευματικές μορφές, με εξέχοντες τους μεγάλους ποιητές αλ-Μουτανάμπι και Αμπού Φιράς (που ήταν εξάδελφος του Σαΐφ αλ-Ντάουλα), τον ιεροκήρυκα Ιμπν Νουμπάτα, και τον φιλόσοφο αλ-Φαραμπί.[76][77]

Η περίοδος παραμονής του αλ-Μουτανάμπι στην αυλή του Χαλεπίου αποτέλεσε κατά κοινή ομολογία το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του.[78] Κατά τα εννιά χρόνια που πέρασε στη χαμδανιδική αυλή, ο αλ-Μουτανάμπι συνέθεσε 22 πανηγυρικούς λόγους για τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα,[79] οι οποίοι, σύμφωνα με την αραβολόγο Margaret Larkin, "επιδεικνύουν πραγματική συμπάθεια αναμεμιγμένη με τους συμβατικούς επαίνους της παραδοσιακής αραβικής ποίησης".[78] Ο διάσημος ιστορικός και ποιητής Αμπού αλ-Φαράτζ αλ-Ισφαχάνι υπήρξε επίσης μέλος της αυλής του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, στον οποίο αφιέρωσε τη μεγάλη συλλογή ποιημάτων και τραγουδιών του, το Kitab al-Aghani («Βιβλίο των Ασμάτων»).[80] Η υποστήριξη του Σαΐφ αλ-Ντάουλα προς τους ποιητές είχε και πολιτικά οφέλη, καθώς ήταν καθήκον του κάθε αυλικού ποιητή να υμνεί τον πάτρωνά του. Μέσω των έργων τους, η φήμη και επιρροή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα και της αυλής του εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο.[81] Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στους ποιητές, αλλά η αυλή του περιλάμβανε επίσης ειδήμονες σε θεολογία, ιστορία, φιλοσοφία και αστρονομία. Σύμφωνα με τον S. Humphreys, "στην εποχή του του Χαλέπι θα μπορούσε σίγουρα να αντιπαρέλθει με οποιαδήποτε αυλή της Αναγεννησιακής Ιταλίας".[2][29]

Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ήταν επιπλέον μια ασυνήθιστη περίπτωση για την εποχή του καθώς ασπαζόταν τον δωδεκατιστικό Σιιτισμό, σε μια χώρα που ως τότε ήταν αποκλειστικά σουνιτική.[29] Ο ιδρυτής του σιιτικού κλάδου των Αλαουϊτών, αλ-Χασιμπί, τέθηκε υπό την αιγίδα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, και με βάση τη Συρία έστειλε ιεραπόστολους ως την Περσία και την Αίγυπτο. Ο αλ-Χασιμπί αφιέρωσε τη βασική του θεολογική πραγματεία, Kitab al-Hidaya al-Kubra («Βιβλίο της Μεγάλης Καθοδήγησης»), στον χαμδανίδη ηγεμόνα.[82] Η δραστήρια προώθηση του Σιιτισμού από τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα αποτέλεσε την έναρξη μιας διαδικασίας που μέχρι τον 12ο αιώνα οδήγησε στην εμφάνιση σημαντικού σιιτικού πληθυσμού στη Συρία.[29]

Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Χαλεπίου και της Μαγιαφαρικίν, αφού η επιλογή τους ως πρωτεύουσες του κράτους του τις σήκωσε από την αφάνεια και τις κατέστησε σημαντικά αστικά κέντρα. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έδειξε ιδιαίτερη προσοχή στις δύο πόλεις, στολίζοντάς τις με νέα κτίρια και επιδιορθώνοντας τις οχυρώσεις τους. Το Χαλέπι ωφελήθηκε ιδιαίτερα, με το μεγάλο παλάτι της Χάλμπα έξω από την πόλη, καθώς και το υδραγωγείο και τους κήπους που κατασκεύασε εκεί. Η καθιέρωση της πόλης ως η σημαντικότερη της βορείου Συρίας χρονολογείται από αυτή την περίοδο.[19][26]

Πολιτική κληρονομιά

Επεξεργασία
 
Απεικόνιση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα («ο Χαβδάν») και της αυλής του, από το χειρόγραφο της ιστορίας του Ιωάννη Σκυλίτζη

Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους πιο γνωστούς μεσαιωνικούς Άραβες ηγέτες. Η ανδρεία του και η ηγεσία του στον πόλεμο ενάντια στους Βυζαντινούς, παρά την υπεροχή των τελευταίων, η προώθηση των γραμμάτων και η υποστήριξη των ποιητών, που έδωσαν στην αυλή του μια απαράμιλλη ακτινοβολία, οι δυστυχίες που τον βρήκαν προς το τέλος της ζωής του—ήττες, ασθένεια και προδοσίες—τον έκαναν, "από την εποχή του μέχρι τις μέρες μας", σύμφωνα με τον Thierry Bianquis, την προσωποποίηση "του αραβικού ιπποτικού ιδεώδους στην πιο τραγική του εκδοχή".[2][83][84]

Εντούτοις, η εικόνα που παρουσιάζουν οι σύγχρονοί του για τον αντίκτυπο της διακυβέρνησής του είναι λιγότερο ευνοϊκή: ο χρονικογράφος Ιμπν Χαουκάλ, που ταξίδεψε στις κτήσεις των Χαμδανιδών, δίνει μια θλιβερή εικόνα οικονομικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων, παράλληλα με την πολιτική των Χαμδανιδών να οικειοποιούνται εκτεταμένα κτήματα στις πιο εύφορες περιοχές, όπου και εφάρμοζαν μονοκαλλιέργεια σιτηρών, προοριζόμενων να θρέψουν τον ολοένα αυξανόμενο πληθυσμό της Βαγδάτης. Σε συνδυασμό με βαριά φορολογία, οι πολιτικές αυτές λέγεται ότι έκαναν τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα και τον Νασίρ αλ-Ντάουλα τους πιο πλούσιους ηγεμόνες του τότε ισλαμικού κόσμου, πράγμα που επέτρεπε μεν στους Χαμδανίδες να διατηρούν τις πολυτελείς τους αυλές, αλλά είχε επαχθείς και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ευημερία των υπηκόων τους. Όπως παρατηρεί ο Hugh Kennedy, "ακόμα και η πρωτεύουσα Χαλέπι φαίνεται να ήταν πιο ευημερούσα υπό τη διάδοχη δυναστεία των Μιρντασιδών παρά υπό τους Χαμδανίδες", ενώ σύμφωνα με τον Bianquis οι πόλεμοι και οι οικονομικές πολιτικές του Σαΐφ αλ-Ντάουλα συνέβαλαν στη μόνιμη αλλαγή του τοπίου: "καταστρέφοντας τους οπωρώνες και τους περιαστικούς κήπους, αποδυναμώνοντας τις άλλοτε σφύζουσες πολυκαλλιέργειες και αφαιρώντας από τις συνοριακές στέππες τον μόνιμα εγκατεστημένο πληθυσμό τους, οι Χαμδανίδες συνέβαλαν στη διάβρωση της αποψιλωμένης γης και στην κατάληψη, τον 11ο αιώνα, της αγροτικής γης αυτών των περιοχών από ημινομαδικές φυλές.".[84][85]

Οι επιδόσεις του στον στρατιωτικό τομέα επίσης σημαδεύτηκαν, στο τέλος, από αποτυχία: η βυζαντινή προέλαση συνεχίστηκε μετά το θάνατό του, και κορυφώθηκε με την πτώση της Αντιόχειας το 969. Το Χαλέπι έγινε φόρου υποτελές στο Βυζάντιο, και για τα επόμενα πενήντα χρόνια αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ Βυζαντινών και μιας νέας ισλαμικής δύναμης, του Χαλιφάτου των Φατιμιδών.[75][86] Η τελική ήττα των Χαμδανιδών ήταν αναπόφευκτη, δεδομένης της δυσαναλογίας δυνάμεων και μέσων με την Αυτοκρατορία. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η αποτυχία του Νασίρ αλ-Ντάουλα να υποστηρίξει τον αδελφό του ενάντια στους Βυζαντινούς, η απορρόφηση των Χαμδανιδών με την καταστολή εξεγέρσεων, και η μάλλον χαλαρή κυριαρχία τους σε μεγάλο μέρος των εδαφών τους. Όπως σχολιάζει ο ιστορικός Mark Whittow, η πολεμική φήμη του Σαΐφ αλ-Ντάουλα συχνά καλύπτει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα, η δύναμή του ήταν μια "χάρτινη τίγρη, χωρίς αρκετά χρήματα, χωρίς αρκετούς στρατιώτες, και με μικρή πραγματική βάση στα εδάφη που ήλεγχε".[87]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Canard (1986), σ. 126
  2. 2,0 2,1 2,2 Bianquis (1997), σ. 103
  3. Kennedy (2004), σ. 265–266
  4. Kennedy (2004), σ. 266, 269
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 Bianquis (1997), σ. 104
  6. Kennedy (2004), σ. 266, 268
  7. Kennedy (2004), σ. 266–267
  8. Canard (1986), σ. 126–127
  9. Kennedy (2004), pp. 267–268
  10. 10,0 10,1 10,2 Canard (1986), p. 127
  11. Kennedy (2004), σ. 268
  12. Bianquis (1997), pp. 104, 107
  13. Kennedy (2004), σ. 192–195
  14. Kennedy (2004), σ. 195–196
  15. 15,0 15,1 Kennedy (2004), σ. 270
  16. Kennedy (2004), σ. 270–271
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 Canard (1986), p. 129
  18. 18,0 18,1 Bianquis (1998), σ. 113
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 19,7 19,8 Bianquis (1997), σ. 105
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Kennedy (2004), σ. 273
  21. Bianquis (1998), σ. 113–114
  22. Bianquis (1998), σ. 114, 115
  23. Bianquis (1998), σ. 114–115
  24. Bianquis (1997), σ. 105, 107
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 Kennedy (2004), σ. 274
  26. 26,0 26,1 26,2 Humphreys (2010), p. 537
  27. Kennedy (2004), σ. 273–274
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 28,4 28,5 28,6 Bianquis (1997), p. 106
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 29,5 Humphreys (2010), σ. 538
  30. Kennedy (2004), σ. 269, 274–275
  31. Kennedy (2004), σ. 275
  32. Toynbee (1973), σ. 110–111, 113–114, 378–380
  33. Whittow (1996), σ. 310–316, 329
  34. Toynbee (1973), σ. 121, 380–381
  35. Treadgold (1997), σ. 479–484
  36. Whittow (1996), σ. 317–322
  37. Kennedy (2004), σ. 277–278
  38. 38,0 38,1 Kennedy (2004), σ. 276
  39. Whittow (1996), σ. 318
  40. Kennedy (2004), σ. 278
  41. 41,00 41,01 41,02 41,03 41,04 41,05 41,06 41,07 41,08 41,09 41,10 41,11 41,12 Bianquis (1997), σ. 107
  42. 42,0 42,1 Treadgold (1997), σ. 483
  43. Whittow (1996), σ. 318–319
  44. Ter-Ghewondyan (1976), σ. 84–87
  45. Treadgold (1997), σ. 483–484
  46. Whittow (1996), σ. 319–320
  47. Whittow (1996), σ. 320, 322
  48. Bianquis (1997), σ. 106–107
  49. 49,0 49,1 Whittow (1996), σ. 320
  50. 50,0 50,1 Kennedy (2004), σ. 277
  51. 51,0 51,1 Whittow (1996), σ. 322
  52. Treadgold (1997), σ. 488–489
  53. 53,0 53,1 Treadgold (1997), σ. 489
  54. 54,0 54,1 54,2 Treadgold (1997), σ. 492
  55. Βλ. Whittow (1996), σ. 323–325
  56. Η τελετή της υποδοχής και ταπείνωσης του Αμπούλ-Ασαΐρ και των υπολοίπων αιχμαλώτων διασώζεται στο «Περί βασιλείου τάξεως», 2.19. McCormick (1990), σ. 159–163
  57. Treadgold (1997), σ. 492–493
  58. Treadgold (1997), σ. 493
  59. Bianquis (1997), σ. 107–108
  60. Treadgold (1997), σ. 495
  61. 61,0 61,1 61,2 61,3 61,4 61,5 61,6 61,7 61,8 Bianquis (1997), σ. 108
  62. Treadgold (1997), σ. 495–496
  63. Kennedy (2004), σ. 277, 279
  64. Treadgold (1997), σ. 496–497
  65. 65,0 65,1 65,2 Whittow (1996), σ. 326
  66. Treadgold (1997), pp. 498–499
  67. 67,0 67,1 67,2 67,3 Kennedy (2004), σ. 279
  68. Treadgold (1997), σ. 499
  69. Kennedy (2004), σ. 278–279
  70. Treadgold (1997), σ. 500–501
  71. Bianquis (1997), σ. 108–109
  72. 72,0 72,1 Bianquis (1997), σ. 108, 109
  73. Treadgold (1997), σ. 501–502
  74. Bianquis (1997), σ. 103, 108, 109
  75. 75,0 75,1 Kennedy (2004), σ. 280
  76. Humphreys (2010), σ. 537–538
  77. Για μια πλήρη απαρίθμηση των λογίων που σχετίστηκαν με την αυλή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, πρβλ. Bianquis (1997), σ. 103
  78. 78,0 78,1 Larkin (2006), σ. 542
  79. Hamori (1992), σ. vii
  80. Ahmad (2003), σ. 179
  81. Bianquis (1997), σ. 103–104
  82. Moosa (1987), σ. 264
  83. Humphreys (2010), σ. 537–539
  84. 84,0 84,1 Kennedy (2004), σ. 265
  85. Bianquis (1997), σ. 109
  86. Whittow (1996), σ. 326–327
  87. Whittow (1996), σ. 334

Πρόσθετη βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία