Η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica) ή κοινώς η φραγκοσυκιά, στην Κύπρο ονομάζεται παπουτσοσυκιά, είναι είδος κάκτου που έχει εδώ και καιρό γίνει εξημερωμένο είδος, σημαντικό στον τομέα των γεωργικών οικονομιών των καλλιεργειών σε όλες τις άνυδρες και ημι-άνυδρες[Σημ. 1] περιοχές του κόσμου. Θεωρείται ότι ενδεχομένως προέρχεται από το Μεξικό.[1]

Φραγκοσυκιά
Εικονογράφηση του Eaton στο The Cactaceae.
Εικονογράφηση του Eaton στο The Cactaceae.
Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά Cronquist
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Κλάδος: Eudicots
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Καρυοφυλλίδες (Caryophyllidae)
Κλάδος: Core eudicots
Τάξη: Καρυοφυλλώδη (Caryophyllales)
Οικογένεια: Κακτίδες (Cactaceae)
Γένος: Οπουντία (Opuntia)
Διώνυμο
Οπουντία η ινδική συκή
(Opuntia ficus-indica)

Κάρολος Λινναίος (L.) Philip Miller (Mill.)
Συνώνυμα[1]
  • Cactus decumanus Willd.
  • Cactus ficus-indica L.
  • Opuntia amyclaea Ten.
  • Opuntia cordobensis Speg.
  • Opuntia decumana (Willd.) Haw.
  • Opuntia gymnocarpa F. A. C. Weber
  • Opuntia hispanica Griffiths
  • Opuntia maxima Mill.
  • Opuntia megacantha Salm-Dyck
  • Opuntia paraguayensis K. Schum.
Περιοχές με ημι-άνυδρα κλίματα.

Ονομασίες Επεξεργασία

Μερικές από τις κοινές αγγλικές ονομασίες για το φυτό και τον καρπό του είναι: «Ινδικό σύκο οπουντία», «σύκο της μπαρμπαριάς», «κάκτος αχλάδι», «ασπόνδυλος κάκτος» και «αγκαθωτό αχλάδι», αν και αυτή η τελευταία ονομασία, επίσης εφαρμόζεται και σε άλλα λιγότερο κοινά είδη Οπουντίας (Opuntia).

Στο ισπανόφωνο Μεξικό το φυτό ονομάζεται nopal (νοπάλ),[Σημ. 2][2] ενώ ο καρπός του ονομάζεται tuna (τούνα), ονομασίες που χρησιμοποιούνται επίσης και στα Αμερικανικά Αγγλικά, ιδίως στους όρους της μαγειρικής.

Ο καρπός του ονομάζεται στην Ελλάδα φραγκόσυκο, στην Κύπρο παπουτσόσυκο, στην Αιθιοπία beles,[3] στην Αλβανία fik deti (που σημαίνει σύκο της θάλασσας), στο Ισραήλ sabra, στη Μάλτα bajtra και στην Τυνησία El Hindi. Στη Σικελία, όπου ο καρπός της φραγκοσυκιάς «αγκαθωτό αχλάδι», είναι γνωστός ως ficudinniaΙταλική του ονομασία είναι fico d'India, που σημαίνει «Ινδικό σύκο»).

Περιγραφή Επεξεργασία

Η φραγκοσυκιά είναι κακτοειδές φυτό, πολύκλαδο, το οποίο μπορεί να φτάσει σε ύψος μέχρι τα 3-5 μ. Δεν έχει κορμό και αποτελείται από σαρκώδη επίπεδα τμήματα («φύλλα») με μορφή ελλειπτικού δίσκου, ενωμένα μεταξύ τους.

Ο καρπός της φραγκοσυκιάς είναι το φραγκόσυκο, ο οποίος είναι ένα από κίτρινο (πριν ωριμάσει πλήρως) προς ροδοκόκκινο (όταν ωριμάσει) φρούτο με μικρά αγκαθάκια, σαν χνούδι, στην επιφάνειά του. Τα φραγκόσυκα αναπτύσσονται περιμετρικά στην άκρη των επίπεδων τμημάτων της φραγκοσυκιάς και έχουν βάρος 150-400 γραμμάρια. Τα άνθη της είναι κίτρινα, χωρίς μίσχο.

Ανάπτυξη Επεξεργασία

Το φυτό opuntia καλλιεργείται κυρίως ως καρπός, αλλά και ως χορταρικό nopales καθώς και για άλλες χρήσεις. Οι περισσότερες γαστρονομικές αναφορές στο «φραγκόσυκο», αναφέρονται σε αυτό το είδος. Επίσης, η ονομασία «tuna», χρησιμοποιείται για τον καρπό αυτού του κάκτου, καθώς και για τα Opuntia γενικότερα· σύμφωνα με τον Alexander von Humboldt, ήταν μια φυσικής προέλευσης λέξη, που προήλθε από τη νήσο Ισπανιόλα και η οποία περί το 1500, προστέθηκε στην Ισπανική γλώσσα.[4]

Οι κάκτοι είναι μια πολύ καλή καλλιέργεια για τις ξηρές περιοχές, επειδή μετατρέπουν αποτελεσματικά το νερό σε βιομάζα.

Η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), ως η πιο διαδεδομένη και από τους από μακρόν εξημερωμένους κάκτους, είναι σήμερα στο Μεξικό, οικονομικά τόσο σημαντική, όσο ο αραβόσιτος και η μπλε αγαύη (Agave tequilana). Επειδή τα είδη Opuntia υβριδοποιούνται εύκολα (σαν τις βελανιδιές), η άγρια ​​καταγωγή της «Ο. της ινδικής συκής», είναι πιθανό να ήταν το Μεξικό, λόγω του γεγονότος ότι οι στενοί γενετικοί της συγγενείς, βρίσκονται στο κεντρικό Μεξικό.[5]

Αναπαραγωγή και προβλήματα Επεξεργασία

Οποιοδήποτε μέρος του φυτού ριζοβολά, κάνοντας πολύ εύκολη την αναπαραγωγή του. Στην Αυστραλία δημιουργήθηκαν προβλήματα από τη ραγδαία εξάπλωση του φυτού. Για την αντιμετώπισή του εισάχθηκε έντομο από την κεντρική Αμερική που περιόρισε σημαντικά την έκτασή του.

Χρήσεις Επεξεργασία

 
Το οικόσημο του Μεξικού απεικονίζει ένα Μεξικανικό χρυσαετό, σκαρφαλωμένο επάνω σε ένα κάκτο Opuntia, κρατώντας ένα κροταλία.
 
Το οικόσημο της Μάλτας, από το 1975 έως το 1988.
 
Φραγκοσυκιά (Opuntia ficus-indica) στη Secunderabad, Ινδία.
 
Πωλητής φραγκόσυκων Opuntia ficus-indica στο Μαρόκο.
 
Ανθισμένη Opuntia ficus-indica, στη Secunderabad.

Το φυτό, χρησιμοποιείται συχνά ως φυτοφράκτης. Φράκτες από φραγκοσυκιές μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην εξάπλωση δασικών πυρκαγιών διότι ο σαρκώδης κορμός περιέχει νερό και καίγεται δύσκολα.

Η πλέον εμπορικά χρήσιμη αξία της Οπουντίας της ινδικής συκής (Opuntia ficus-indica), είναι σήμερα οι μεγάλοι, γλυκοί καρποί της, που στο Μεξικό ονομάζονται tunas (τούνας). Περιοχές με σημαντική αυξημένη καλλιέργεια tuna, περιλαμβάνουν το Μεξικό, τη Μάλτα, την Ισπανία, τη Σικελία, τις ακτές της Νότιας Ιταλίας, την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Λιβύη, την Τυνησία, το Μαρόκο, την Αλγερία, τον Λίβανο, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη, το Ισραήλ, τη Χιλή, τη Βραζιλία, την Τουρκία, την Ερυθραία και την Αιθιοπία. Ο κάκτος φύεται άγριος και καλλιεργούμενος φθάνει σε ύψος τα 4-5 μ. (12-16 πόδια). Στη Ναμίμπια, η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), είναι ένα κοινό ανθεκτικό στην ξηρασία, κτηνοτροφικό φυτό.[6]

Τα φυτό ανθίζει σε τρία ευδιάκριτα χρώματα: λευκό, κίτρινο και κόκκινο. Τα άνθη εμφανίζονται για πρώτη φορά στις αρχές Μαΐου, από τις αρχές του καλοκαιριού στο βόρειο ημισφαίριο και οι καρποί ωριμάζουν από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο. Οι καρποί συνήθως τρώγονται, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί ο παχύς εξωτερικός τους φλοιός και μετά από την ψύξη τους για μερικές ώρες, σε ένα ψυγείο. Έχουν παρόμοια γεύση με ένα ζουμερό, γλυκό καρπούζι. Η έντονη κόκκινη / μωβ ή λευκό / κίτρινη σάρκα, περιέχει πολλούς μικρούς σκληρούς σπόρους που συνήθως καταπίνονται, αλλά θα πρέπει να αποφεύγεται από όσους έχουν προβλήματα πέψης σπόρων.

Ο καρπός του, το φραγκόσυκο καταναλώνεται ως φρούτο αλλά πριν το φάει κανείς θα πρέπει να το καθαρίσει προσεκτικά γιατί είναι γεμάτο μικροσκοπικά αγκάθια.

Οι μαρμελάδες και τα ζελέ που παράγονται από τον καρπό, μοιάζουν με τις φράουλες και τα σύκα, τόσο στο χρώμα όσο και στη γεύση.

Οι Μεξικανοί χρησιμοποιούν την Opuntia, εδώ και χιλιάδες χρόνια για να κάνουν ένα αλκοολούχο ποτό που ονομάζεται colonche (κολόντσε).[Σημ. 3]

Στο κέντρο της Σικελίας, στην επαρχία της Έννα, σε ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Gagliano Castelferrato, παράγεται ένα λικέρ αρωματισμένο με φραγκόσυκο, με μια γεύση κάπως σαν ένα φαρμακευτικό / απεριτίφ, που ονομάζεται "Ficodi".

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο καρπός «αγκαθωτό αχλάδι» της φραγκοσυκιάς, εισάγονταν από το Μεξικό και τις χώρες της Μεσογείου, για να ικανοποιήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό των μεταναστών που έφταναν από την Ιταλία και την Ελλάδα. Ο καρπός έχασε τη δημοτικότητά του κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, αλλά έχει αυξήσει τη δημοτικότητά του από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, λόγω της εισροής των μεταναστών από το Μεξικό.

Πρόσφατα, οι βιομηχανίες βοοειδών στις ΝΔ Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν αρχίσει να καλλιεργούν την Οπουντία την ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), ως μια νέα πηγή τροφής των βοοειδών τους. Ο κάκτος καλλιεργείται τόσο ως πηγή τροφοδοσίας όσο και ως περίφραξη. Τα βοοειδή αποφεύγουν τα αιχμηρά αγκάθια του κάκτου περίφραξης και δεν περιπλανώνται εκτός των ορίων που περικλείονται από αυτήν. Το ιθαγενές «αγκαθωτό αχλάδι» φραγκόσυκο, χρησιμοποιείται πάνω από έναν αιώνα, για να τα θρέψει· και τα αγκάθια του μπορούν να καούν ώστε να μειωθούν οι στοματικοί τραυματισμοί. Τα επιθέματα κάκτου, στα οποία τρέφονται τα βοοειδή, είναι χαμηλά σε ξηρή ύλη και ακατέργαστη πρωτεΐνη, αλλά είναι χρήσιμα ως συμπλήρωμα σε συνθήκες ξηρασίας.[7] Πέρα από τη διατροφική αξία, η περιεκτικότητα σε υγρασία, ουσιαστικά εξαλείφει το πότισμα των βοοειδών και την ανθρώπινη προσπάθεια για την επίτευξη αυτής της αγγαρείας.

Οι Μεξικανοί και οι άλλοι κάτοικοι των νοτιοδυτικών περιοχών, τρώνε τα νεαρά επιθέματα κάκτου (ενικός: nopal - νοπάλ, πληθυντικός: nopales - νοπάλες), επιλέγονται συνήθως προτού σκληρύνουν τα αγκάθια. Κόβονται σε λωρίδες, ξεφλουδισμένες ή όχι, τηγανίζονται με αυγά και jalapeños (χαλαπένιος),[Σημ. 4][8] σερβίρονται ως ένα απολαυστικό πρωινό. Έχουν την υφή και τη γεύση, όπως τα φασολάκια.

Μπορούν να βράσουν, να χρησιμοποιηθούν ωμά αναμεμειγμένα με χυμό φρούτων, μαγειρεμένα στο τηγάνι (έχουν καλύτερη γεύση από το βρασμένο) και συχνά χρησιμοποιούνται ως δευτερεύον πιάτο, που συνοδεύει το κοτόπουλο ή προστίθενται σε tacos, μαζί με ψιλοκομμένο κρεμμύδι και κόλιαντρο.

Η εκδοχή 1975–1988 του Οικοσήμου της Μάλτας, επίσης παρουσιάζει μια φραγκοσυκιά, μαζί με μια παραδοσιακή dgħajsa, ένα φτυάρι και μια πιρούνα, με τον ανατέλλοντα ήλιο στον ορίζοντα.[9]

Στη Μάλτα, το λικέρ που ονομάζεται bajtra (η ονομασία του φραγκόσυκου στη Μάλτα), είναι παρασκευασμένο από αυτόν τον καρπό, ο οποίος μπορεί να βρεθεί να φύεται αγρίως, ​​στα περισσότερα χωράφια. Στο νησί της Αγίας Ελένης, το φραγκόσυκο δίνει το όνομά του στο τοπικά αποσταγμένο λικέρ, Tungi Spirit.

Άλλες χρήσεις, το περιλαμβάνουν ως συστατικό στο αδόμπε (adobe) (για τη σύνδεση και την αδιαβροχοποίηση).[Σημ. 5][5][10]

Η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica) (καθώς και σε άλλα είδη Opuntia και Nopalea), καλλιεργείται σε nopalries για να χρησιμεύσει ως ένα φυτό ξενιστής για τα έντομα κοχενίλης, τα οποία παράγουν τις επιθυμητές κόκκινες και μωβ βαφές, πρακτική που χρονολογείται από την προ-Κολομβιανή εποχή.[11]

Το φυτό θεωρείται επιβλαβές είδος, σε ορισμένα μέρη της Λεκάνης της Μεσογείου, λόγω της ικανότητάς του να εξαπλούται ταχέως πέρα από τις ζώνες όπου αρχικά καλλιεργείτο. Στην εβραϊκή το φυτό αναφέρεται ως sabra (εβραϊκά: סברה). Αυτό οδήγησε στη λαϊκή χρήση του όρου «Σάμπρα», που αναφέρεται σε ένα Ισραηλογεννημένο Εβραίο, παραπέμπον στα φρούτα και τους ανθρώπους οι οποίοι είναι ανυποχώρητοι και ακανθώδεις (τραχύς και αρσενικοί) στο εξωτερικό, αλλά γλυκύς και μαλακοί (λεπτοί και ευαίσθητοι) στο εσωτερικό. Ο Kishkashta,[Σημ. 6] ο κύριος χαρακτήρας, στην ισραηλίτικη παιδική εκπομπή Ma Pit'om των 1970-80, ήταν μια μεγάλη, ομιλούσα μαριονέτα του κάκτου Οπουντία (Opuntia).

Τα υψηλά επίπεδα του σεληνίου στην Οπουντία (Opuntia), είναι συγκρίσιμα με εκείνα που βρέθηκαν στα Κραμβοειδή (Brassicaceae).[12]

Ο καρπός της Οπουντίας της ινδικής συκής (Opuntia ficus-indica), εάν καταναλωθεί με τους σπόρους μπορεί να προκαλέσει δυσκοιλιότητα, ενώ, γίνεται καθαρτικό εάν καταναλωθεί χωρίς τους σπόρους.[13]

Ένας καθηγητής μηχανικής και μια ομάδα από ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, έχουν διαπιστώσει ότι το γλίσχραμα [[Σημ. 7] από το φραγκόσυκο λειτουργεί ως ένας φυσικός, μη τοξικός διασπορέας πετρελαιοκηλίδων.[14]

Διαιτητικές πληροφορίες Επεξεργασία

 
Παραδοσιακή «φωλέα Zapotec» καλλιέργειας του εντόμου της κοχενίλης (cochineal) στην Οπουντία την ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), Οαχάκα (πολιτεία).
 
Καρπός (tuna).
 
Άνθος φραγκοσυκιάς (Opuntia ficus-indica).
 
Καρόδρομος στην Atsbi Wenberta, Αιθιοπία, οριοθετημένος με θάμνους από την Οπουντία την ινδική συκή (Opuntia ficus-indica).

Ο καρπός περιέχει βιταμίνη C[15] και ήταν μία από τις πρώτες θεραπείες για το σκορβούτο.[16] Το κόκκινο χρώμα του χυμού οφείλεται στις βεταλαΐνες, (βετανίνη και ιντικαξανθίνη).[17] Το φυτό περιέχει επίσης φλαβονοειδή, όπως κερκετίνη, ισοραμνετίνη και καιμπφερόλη.[18] Άλλα συστατικά του πολτού του καρπού, είναι οι υδατάνθρακες (γλυκόζη, φρουκτόζη και άμυλο), πρωτεΐνες και ίνες πλούσιες σε πηκτίνη.[19]

Βιογεωγραφία Επεξεργασία

Πρόσφατες αναλύσεις DNA έδειξαν ότι η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), εξημερώθηκε από τα ιθαγενή είδη της Opuntia στο κεντρικό Μεξικό. Ο Κώδικας Μεντόθα (Codex Mendoza)[Σημ. 8][20][21] και άλλες πρώιμες πηγές, δείχνουν την Opuntia cladodes,[Σημ. 9][22] καθώς και τη χρωστική βαφή κοχενίλη (cochineal)[Σημ. 10] (η οποία χρειάζεται καλλιεργούμενες Οπουντίες), σε Αζτέκικα ρολά συλλογής (βλέπε παραπλεύρως σχετική φωτογραφία). Το φυτό εξαπλώθηκε σε πολλά μέρη της Αμερικής, την προ-Κολομβιανή εποχή και από τον Κολόμβο, έχει εξαπλωθεί σε πολλά μέρη του κόσμου, κυρίως της Μεσογείου, όπου έχει εγκλιματιστεί (και στην πραγματικότητα πιστεύετο από πολλούς ότι ήταν η μητρική του καταγωγή). Η εξάπλωση αυτή στα πλοία, διευκολύνθηκε από την αξία των nopales, για την πρόληψη του σκορβούτου.[5]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Ένα ημι-άνυδρο κλίμα ή κλίμα στέπας, είναι το κλίμα μιας περιοχής, το οποία λαμβάνει βροχόπτωση κάτω από τη δυνητική εξατμοδιαπνοή, αλλά όχι ακραίως. Ένας πιο ακριβής ορισμός δίνεται από το κλίμα ταξινόμησης του Κόπεν (Köppen), όπου μεταχειρίζεται τα κλίματα στέπας (BSk και BSh), ως ενδιάμεσα μεταξύ των κλιμάτων της ερήμου (BW) και των υγρών κλιμάτων, με οικολογικά χαρακτηριστικά και γεωργικό ενδεχόμενο. Τα ημι-άνυδρα κλίματα, τείνουν να υποστηρίζουν τη χαμηλή ή θαμνώδη βλάστηση, με τις ημι-άνυδρες περιοχές συνήθως να κυριαρχούνται είτε από χόρτα είτε από θάμνους.
  2. Η λέξη nopal (προέρχεται από τη Νάουατλ λέξη nohpalli (νοπάλλι), για τα επιθέματα του φυτού), στα Μεξικάνικα Ισπανικά, είναι μια συνηθισμένη ονομασία για το φυτό και τα ίδια τα επιθέματα, του κάκτου Opuntia, στην υποοικογένεια Opuntioideae.
    Υπάρχουν περίπου εκατόν δεκατέσσερα γνωστά είδη ενδημικά στο Μεξικό, όπου το φυτό είναι ένα κοινό συστατικό σε πολλά πιάτα της Μεξικανικής κουζίνας. Τα επιθέματα nopal, μπορούν να καταναλωθούν είτε ωμά είτε μαγειρεμένα. Χρησιμοποιούνται σε μαρμελάδες, σούπες, βραστά και σαλάτες καθώς επίσης, στην παραδοσιακή ιατρική αλλά και στην κτηνοτροφία, ως ζωοτροφή.
  3. Το colonche είναι ένα κόκκινου χρώματος αλκοολούχο ποτό, που παρασκευάζεται από τους Μεξικανούς για χιλιάδες χρόνια με «tuna», τους καρπούς του «nopal» (κάκτοι Opuntia), ειδικά με την «Cardona tuna», τους καρπούς της Opuntia streptacantha.
    Παρασκευάζεται στις πολιτείες Αγουασκαλιέντες (Aguascalientes), Σαν Λουίς Ποτοσί (San Luis Potosi) και Σακατέκας (Zacatecas), όπου είναι άφθονα τα άγρια nopal.
    Είναι ένα γλυκό, ανθρακούχο ποτό.
  4. Η jalapeño (χαλαπένιο), είναι μια μεσαίου μεγέθους πιπεριά τσίλι, ποικιλίας τύπου φούσκας των ειδών Capsicum annuum. Μια ώριμη jalapeño έχει μήκος 5-10 εκ. (2-4 ίντσες) και κρέμεται προς τα κάτω με μια στρογγυλή, σφιχτή, λεία σάρκα πλάτους 25-38 χιλ. (1-1,5 ίντσες).
  5. Το adobe (από τα ισπανικά: τούβλο λάσπης, που προέρχεται από τα αραβικά), είναι ένα δομικό υλικό που αποτελείται από γη και συχνά οργανικό υλικό.
  6. Ο Kishkashta (קישקשתא) ήταν ο κύριος χαρακτήρας σε μια από τις πρώτες εκπομπές της Ισραηλινής Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης Ma Pit'om (מה פתאום· «Τι στο καλό;» ή «Δεν υπάρχει τρόπος!»), γραμμένο από, μεταξύ άλλων σεναριογράφων, τον Tamar Adar. Η εκπομπή προβλήθηκε στις δεκαετίες του 1970 και του '80, όταν υπήρχε μόνο ένας τηλεοπτικός σταθμός στο Ισραήλ και η τηλεόραση ήταν ακόμα ασπρόμαυρη και υπήρχαν μόνο λίγες ώρες τηλεόρασης την ημέρα.
  7. Το γλίσχραμα (mucilage), είναι μια παχιά, κολλώδης ουσία που παράγεται από σχεδόν όλα τα φυτά και κάποιους μικροοργανισμούς. Είναι μια πολική γλυκοπρωτεΐνη και ένας εξωπολυσακχαρίτης. Το γλίσχραμα στα φυτά, παίζει ρόλο στην αποθήκευση του νερού, της τροφής, τη βλάστηση των σπόρων και την πάχυνση των μεμβρανών. Οι κάκτοι (και τα άλλα παχύφυτα) καθώς και οι λιναρόσποροι, είναι ιδιαίτερα πλούσιες πηγές γλισχράσματος.
  8. Ο Κώδικας Μεντόθα (Codex Mendoza), είναι ένας κώδικας των Αζτέκων, που δημιουργήθηκε δεκατέσσερα χρόνια μετά την Ισπανική κατάκτηση του Μεξικού το 1521, με την πρόθεση ότι θα τον δει ο Κάρολος Ε΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και βασιλιάς της Ισπανίας. Περιέχει την ιστορία των Αζτέκων ηγεμόνων και των κατακτήσεων τους, μια απαρίθμηση του φόρου υποτέλειας που καταβάλλεται από τον κατακτηθέντα και μια περιγραφή της καθημερινής ζωής των Αζτέκων, με παραδοσιακά εικονογράμματα των Αζτέκων και με τις Ισπανικές επεξηγήσεις και σχόλια.
    Ο κώδικας ονομάστηκε από τον Δον Αντόνιο δε Μεντόθα (Don Antonio de Mendoza), τον τότε αντιβασιλέα της Νέας Ισπανίας, ο οποίος μπορεί και να είχε ζητήσει την ανάθεσή του. Είναι επίσης γνωστός ως ο Κώδικας Μεντοθίνο (Codex Mendocino) ή η συλλογή του Μεντόθα (La colección Mendoza) και φυλάσσετο στη Βιβλιοθήκη Bodleian του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης από το 1659. Στις 23 Δεκεμβρίου 2011, αφαιρέθηκε από τη δημόσια έκθεση.
  9. Το κλαδώδιο (συμπεριλαμβανομένου του φυλλοκλάδιου - phylloclade), είναι ένα πεπλατυσμένο στέλεχος που εμφανίζεται περισσότερο ή λιγότερο σαν το φύλλο και εξειδικεύεται για τη φωτοσύνθεση, όπως π.χ. τα επιθέματα κάκτου.
  10. Η κοχενίλη ((cochineal) - Dactylopius coccus) είναι ένα έντομο που ανήκει στην υπόταξη Sternorrhyncha, από την οποία προέρχεται το καρμίνιο, μια φυσική χρωστική ουσία (έντονου κόκκινου-μπορντώ χρώματος).

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 «Opuntia ficus-indica (L.) Mill». USDA GRIN. 
  2. Chavez-Moreno, Ck; Casas, A; Tecante, A (2009). «The Opuntia (Cactaceae) and Dactylopius (Hemiptera: Dactylopiidae) in Mexico: a historical perspective of use, interaction and distribution». Biodeversity and Conservation 18: 3337–3355. 
  3. «Beles». Encyclopaedia Aethiopica: A-C. Wiesbaden: Harrassowitz Verlag. 2003. 
  4. Baron F. H. A. von Humboldt's personal narrative of travels to the equinoctial regions of America tr. 1852 by Ross, Thomasina: "The following are Haytian words, in their real form, which have passed into the Castilian language since the end of the 15th century... Tuna". Quoted in OED 2nd ed.
  5. 5,0 5,1 5,2 Griffith, M. P. (2004). «The Origins of an Important Cactus Crop, Opuntia ficus-indica (Cactaceae): New Molecular Evidence» (pdf). American Journal of Botany 91 (11): 1915–1921. doi:10.3732/ajb.91.11.1915. http://www.amjbot.org/content/91/11/1915.full.pdf. 
  6. Rothauge, Axel (25 February 2014). «Staying afloat during a drought». The Namibian. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-03-02. https://web.archive.org/web/20140302053258/http://www.namibian.com.na/indexx.php?id=9793&page_type=story_detail&category_id=1. Ανακτήθηκε στις 2015-09-21. 
  7. Paschal, J. C. «Nutritional Value and Use of Prickly Pear for Beef Cattle». Texas A&M University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2015. 
  8. Sanogo, Soum (April 2003). «Chile Pepper and The Threat of Wilt Diseases». Plant Health Progress. http://www.plantmanagementnetwork.org/pub/php/review/2003/chile/. Ανακτήθηκε στις 4 August 2015. 
  9. Bonello, Giovanni (8 May 2011). «Malta's three national emblems since independence – what’s behind them?». Times of Malta. http://www.timesofmalta.com/articles/view/20110508/life-features/malta-s-three-national-emblems-since-independence-what-s-behind-them.364316. Ανακτήθηκε στις 30 October 2014. 
  10. definition of adobe from Oxford Dictionaries Online Αρχειοθετήθηκε 2010-09-21 στο Wayback Machine.. Retrieved 25 December 2010.
  11. Kiesling, R. (1999). «Origen, Domesticación y Distribución de Opuntia ficus-indica (Cactaceae)». Journal of the Professional Association for Cactus Development 3: 50–60. 
  12. Bañuelos, G. S.; Fakra, S. C., Walse, S. S.; Marcus, M. A.; Yang, S. I.; Pickering, I. J.; Pilon-Smits, E. A.; Freeman, J. L. (January 2011). «Selenium Accumulation, Distribution, and Speciation in Spineless Prickly Pear Cactus: a Drought- and Salt-Tolerant, Selenium-Enriched Nutraceutical Fruit Crop for Biofortified Foods». Plant Physiology 155 (1): 315–327. doi:10.1104/pp.110.162867. PMID 21059825. PMC 3075757. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3075757/?tool=pubmed. 
  13. Lentini, F.; Venza, F. (2007). «Wild Food Plants of Popular Use in Sicily». Journal of Ethnobiology and Ethnomedicine 3 (15). doi:10.1186/1746-4269-3-15. PMID 17397527. PMC 1858679. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1858679/. 
  14. University of South Florida. «Cactus a Natural Oil Dispersant». USF News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουνίου 2012. 
  15. Am J Clin Nutr. «Supplementation with cactus pear (Opuntia ficus-indica) fruit decreases oxidative stress in healthy humans: a comparative study with vitamin C». National Center for Biotechnology Information. 
  16. Carl Zimmer (10 Δεκεμβρίου 2013). «Vitamins' Old, Old Edge». The New York Times. 
  17. Antioxidant Activities of Sicilian Prickly Pear (Opuntia ficus indica) Fruit Extracts and Reducing Properties of Its Betalains: Betanin and Indicaxanthin. Daniela Butera, Luisa Tesoriere, Francesca Di Gaudio, Antonino Bongiorno, Mario Allegra, Anna Maria Pintaudi, Rohn Kohen and Maria A. Livrea, J. Agric. Food Chem., 2002, 50 (23), pages 6895–6901, doi:10.1021/jf025696p
  18. Antioxidant compounds from four Opuntia cactus pear fruit varieties. Joseph Ο Kuti, Food Chemistry, May 2004, Volume 85, Issue 4, Pages 527–533, doi:10.1016/S0308-8146(03)00184-5
  19. Composition of pulp, skin and seeds of prickly pears fruit (Opuntia ficus indica sp.). Radia Lamghari El Kossori, Christian Villaume, Essadiq El Boustani, Yves Sauvaire and Luc Méjean, Plant Foods for Human Nutrition, 1998, Volume 52, Issue 3, pages 263-270, doi:10.1023/A:1008000232406
  20. «1534 - The Codex Mendoza app, Title Page (spanish translation) as released Dec 2014 by the National Institute of Anthropology and History (INAH) of Mexico». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2015. 
  21. «The Treasures Exhibition». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2015. 
  22. Goebel, K.E.v. (1969) [1905]. Organography of plants, especially of the Archegoniatae and Spermaphyta. New York: Hofner publishing company. 

Πρόσθετη ανάγνωση (στα Αγγλικά) Επεξεργασία