Ελληνοκαθολική Εξαρχία της Ελλάδας

Ρωμαιοκαθολική ανατολική εκκλησία βυζαντινού ρυθμού στην Ελλάδα

Η Ελληνοκαθολική Εξαρχία της Ελλάδας είναι μία από τις 14 Ελληνόρρυθμες Καθολικές Εκκλησίες των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών σε πλήρη κοινωνία με την Αγία Έδρα. Μαζί με την Λατινική Εκκλησία συναποτελούν την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με προκαθήμενο τον Πάπα. Οι Ελληνόρρυθμοι διατηρούν τις λειτουργικές παραδόσεις και το εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναγνωρίζουν όλα τα δόγματα και τη θεολογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ τιμούν όλους τους Ορθοδόξους αγίους, εκτός όσων αναγνωρίστηκαν από τους Ορθοδόξους μετά τη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1439).

Ελληνοκαθολική Εξαρχία της Ελλάδας
Το Επισκοπικό έμβλημα του Εξάρχου των Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος
ΚατηγοριοποίησηΑνατολικές Καθολικές Εκκλησίες
ΔιακυβέρνησηSui iuris
ΔομήΕξαρχία
ΠάπαςΦραγκίσκος
Έξαρχος ΕλλάδαςΜανουέλ Νιν Τιτουλάριος Επίσκοπος Καρκαβίας
ΠεριοχήΕλλάδα, Τουρκία
ΈδραΚαθεδρικός ναός Αγίας Τριάδας Αθήνα
Καταβολές11 Ιουνίου 1932
ΔιαχωρισμόςΟρθόδοξη Εκκλησία
Κοινότητες4
Μέλη6,016
Λειτουργοί11[1]
Επίσημη ιστοσελίδαΕλληνική Καθολική Εξαρχία

Σημερινός Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος είναι ο Τιτουλάριος Επίσκοπος Καρκαβίας Μανουέλ Νιν (2016). Η Ελληνοκαθολική Εξαρχία έχει αναγνωριστεί ως Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο (ΘΝΠ) βάσει του Ν. 4301/14 (Φ.Ε.Κ. Α´ 223/7.10.2014).

Ιστορία Ελληνορρύθμων Καθολικών Εκκλησιών Επεξεργασία

Περίοδος της οθωμανικής και ενετικής κυριαρχίας ως τον 19ο αιώνα Επεξεργασία

Σήμερα οι Ελληνόρρυθμοι καθολικοί ισχυρίζονται ότι αποτελούν τη φυσική συνέχεια της ομάδας των ενωτικών (Ουνίτες), που κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο (13ος-15ος αιώνας) υποστήριζαν την ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Θεολογικά η θέση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή, από την άποψη ότι οι Ελληνόρρυθμες Καθολικές (Ουνιτικές) Εκκλησίες αποτελούν την πρακτική εφαρμογή των αποφάσεων της ενωτικής Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας (1439). Ιστορικά, όμως, κοινότητες Ελληνορρύθμων με δικό τους κλήρο δεν εντοπίζονται στις πρώην βυζαντινές περιοχές πριν τον 19ο αιώνα. Άλλωστε, πουθενά οι ουνιτικές κοινότητες δεν σχηματίστηκαν ως φυσική συνέχεια κοινοτήτων και κλήρου ενωτικών Ορθοδόξων της μεσαιωνικής περιόδου. Επιπλέον οι ενωτικοί παρ' ότι υπήρξαν ως κίνηση μέσα στη Βυζαντινή Εκκλησία, δεν σχημάτισαν ιδιαίτερες κοινότητες.

Οι ορθόδοξες κοινότητες των ενετικών κτήσεων στο Αιγαίο και στο Ιόνιο λειτουργούσαν υπό ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς αναγκαστικού ουνιτισμού, καθώς οι κληρικοί τους βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία των κατά τόπους Φράγκων (Ρωμαιοκαθολικών) επισκόπων, οι οποίοι ενέκριναν τους διορισμούς των Ρωμιών (Ορθοδόξων) παπάδων. Ωστόσο, οι Ορθόδοξοι κληρικοί δεν χειροτονούνταν από Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά μετέβαιναν στις οθωμανικές περιοχές, για να χειροτονηθούν από Ορθοδόξους ιεράρχες, αφού δεν επιτρεπόταν η παρουσία Ορθοδόξων επισκόπων στις ενετικές περιοχές. Επιπλέον, η διοικητική αυτή ένωση δε φαίνεται να εννοείτο και ως πλήρης εκκλησιαστική κοινωνία, αφού ο διαχωρισμός μεταξύ ορθοδόξου (ρωμέικου) και ρωμαιοκαθολικού (φράγκικου) εκκλησιάσματος –τουλάχιστον στα μάτια της ιεραρχίας– ήταν αυστηρός και σαφής. Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για λειτουργική κοινωνία μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κοινοτήτων και αυτά αφορούν μάλλον εξαιρέσεις: Κατά κανόνα ένας Φράγκος δεν μπορούσε να μεταλάβει σε ρωμέικη (ορθόδοξη) εκκλησία, ούτε το αντίθετο. Ο ρωμαιοκαθολικός κλήρος δεν ενδιαφερόταν για την προώθηση της ένωσης των Εκκλησιών ή τη δημιουργία Ελληνόρρυθμης Καθολικής Εκκλησίας, αλλά επιδίωκε την προσέλκυση των Ορθοδόξων πιστών στο λατινικό τυπικό. Από την άλλη πλευρά, οι Ορθόδοξοι, παρά τη διοικητική υπαγωγή τους στους Ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους, δεν θεώρησαν ποτέ εαυτούς ως ενωμένους με τη Δυτική Εκκλησία, γι' αυτό και με την προσάρτηση μιας περιοχής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ορθόδοξη κοινότητα αυτόματα εντασσόταν στις διοικητικές δομές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ η όποια δικαιοδοσία του Ρωμαιοκαθολικού επισκόπου επί της ορθόδοξης κοινότητας διακοπτόταν.

Η ίδρυση και οργάνωση Ελληνόρρυθμων Καθολικών Εκκλησιών άρχισε μετά την συμφωνία της Ένωσης του Μπρεστ (1596), η οποία αποφάσισε την επιβολή των αποφάσεων της Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας στις ορθόδοξες κοινότητες του Βασιλείου της Πολωνίας. Έκτοτε, άρχισαν να υφίστανται στην κεντρική Ευρώπη κοινότητες πλήρως ενταγμένες στον Καθολικισμό, αλλά με τα λατρευτικά έθιμα της Ορθοδοξίας. Το πρότυπο αυτό εφαρμόστηκε στις ορθόδοξες επαρχίες που περνούσαν υπό την κυριαρχία Ρωμαιοκαθολικών ηγεμόνων, είτε της Πολωνίας είτε της Αυστρίας, με αποτέλεσμα την ίδρυση ισχυρών Ελληνόρρυθμων Εκκλησιών που υφίστανται ως τις μέρες μας στη δυτική Ουκρανία, στην Πολωνία, στην Τρανσυλβανία (Ρουμανία), στην Τσεχία, στη Σλοβακία, στην Ουγγαρία, στην Κροατία και στις βαλτικές χώρες (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία). Το έργο της ιεραποστολής και προώθησης της υπόθεσης του Ουνιτισμού ανέλαβαν κυρίως οι κληρικοί του Τάγματος των Ιησουϊτών.[εκκρεμεί παραπομπή]

Οι Ελληνόρρυθμες Εκκλησίες θεωρήθηκαν από την Αγία Έδρα ως ο ενδεδειγμένος τρόπος για την προώθηση της ένωσης με την Ανατολική Εκκλησία. Το ενδιαφέρον της Ρώμης για τις Ελληνόρρυθμες Εκκλησίες εντάθηκε κατά τον 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, οπότε η ιεραποστολική δραστηριότητα, με σκοπό τη δημιουργία ουνιτικών κοινοτήτων, επεκτάθηκε εκτός των συνόρων των ρωμαιοκαθολικών χωρών, στη Ρωσία και μεταξύ των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κίνηση αυτή συμπίπτει ιστορικά με την περίοδο των εθνικών κινημάτων στις βαλκανικές επαρχίες και με το θέμα της ίδρυσης αυτοκέφαλης Ορθόδοξης εκκλησίας από τους Βουλγάρους. Το αίτημα αυτό, το οποίο προωθούνταν ως πρώτο βήμα για την απόκτηση πολιτικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας από το βουλγαρικό έθνος, προσέκρουε στην άρνηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Για το λόγο αυτό μία βουλγαρική αντιπροσωπεία επισκέφθηκε τη Ρώμη το 1859-1861 προτείνοντας στον Πάπα Πίο Θ’ την ίδρυση Ελληνόρρυθμης (ουνιτικής) Βουλγαρικής Εκκλησίας. Το 1861 ο Πάπας χειροτόνησε επίσκοπο τον αρχιμανδρίτη Ιωσήφ Σοκόλσκι και τον όρισε Αρχιεπίσκοπο των Βουλγάρων Ελληνορρύθμων. Ο αρχιεπίσκοπος Ιωσήφ έλαβε την αναγνώριση της οθωμανικής κυβέρνησης και η νέα εκκλησία προσέλκυσε περίπου 60.000 πιστούς.[εκκρεμεί παραπομπή]

Στα 1870, με το Βουλγαρικό εκκλησιαστικό σχίσμα, και τη μονομερή ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Βουλγαρικής Εξαρχικής Εκκλησίας οι περισσότεροι προσήλυτοι της Βουλγαρικής Ουνιτικής Εκκλησίας προσχώρησαν στη (σχισματική τότε) Βουλγαρική Εξαρχία, ενώ ξεσπά κύμα εθνικιστικής βουλγαρικής προπαγάνδας με τη βοήθεια Ρώσων πρακτόρων. Πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται κάτω από τις πιέσεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής του Πανσλαβισμού μέσω του βουλγαρικού παράγοντα, να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και στην ουσία να εκβουλγαριστούν.[2] Στην περιοχή δρα και αμερικανικός παράγοντας, μέσω του Αυστριακού Προξενείου της Θεσσαλονίκης, με σαφή στόχο των προσηλυτισμό των κατοίκων στον προτεσταντισμό,[3] καθώς και Βούλγαροι ουνίτες ιεραπόστολοι.[4]

19ος-20ός αιώνας: η Ελληνοκαθολική Εξαρχία της Ελλάδας Επεξεργασία

 
Ο Ελληνόρρυθμος Ναός Αγίας Τριάδας, οδός Αχαρνών Αθήνα

Το 1887 καταστράφηκε η ορθόδοξη Μονή της Παναγίας της Κρουσσιώτισσας στην περιοχή του Κιλκίς από Ουνίτες και Βούλγαρους Εξαρχικούς.[5]

Σημαντικά κέντρα του βουλγαρικού ουνιτισμού στη Μακεδονία ήταν η Θεσσαλονίκη και τα Γιαννιτσά. Το 1861 ιδρύθηκε η Ελληνόρρυθμη καθολική εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου των Γιαννιτσών, η οποία λειτουργεί ως τις μέρες μας. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο τμήμα του βουλγαρικού και λοιπού σλαβόφωνου πληθυσμού της περιοχής μετακινήθηκε στις περιοχές της Βουλγαρίας και της τότε Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, διακόπτεται η παρουσία της βουλγαρικής Ουνιτικής Εκκλησίας στις περιοχές της σημερινής Βόρειας Ελλάδας. Ο ουνιτικός ναός της Θεσσαλονίκης δεν χτίστηκε ποτέ, ενώ η ενορία των Γιαννιτσών αναβίωσε μετά το 1922, όταν Έλληνες ουνίτες από τα Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης ήρθαν ως πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν στην πόλη.[εκκρεμεί παραπομπή]

Η ιστορία των Ελλήνων ελληνορρύθμων της Θράκης και της Κωνσταντινούπολης συνδέεται με τον αρχιμανδρίτη Ησαΐα Παπαδόπουλο, ιδρυτή της ουνιτικής εκκλησίας των Μαλγάρων. Το 1907, ο Ησαΐας ορίστηκε γενικός βικάριος των Ελληνορρύθμων εντός της Παπικής Αντιπροσωπείας της Κωνσταντινούπολης και τέσσερα χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος και τέθηκε επικεφαλής της ελληνικής ουνιτικής κοινότητας, που λίγο αργότερα έλαβε τον τίτλο Εξαρχία. Το 1920, ο έξαρχος Ησαΐας ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το μοναστικό τάγμα των αδελφών της Παναγίας Παμμακαρίστου (ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό «τάγμα» Ρωμαιοκαθολικών μοναχών), μια κοινότητα καλογραιών που ακολουθούν το βυζαντινό (ορθόδοξο) τυπικό και υπηρετούν σε φιλανθρωπικές και πνευματικές δραστηριότητες.[εκκρεμεί παραπομπή]

Μετά το 1922, ο έξαρχος και οι αδελφές της Παμμακαρίστου εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα ακολουθώντας την πλειοψηφία των πιστών τους, που εγκατέλειψαν την Τουρκία ως πρόσφυγες. Οι ελληνόρρυθμοι των Μαλγάρων εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά, ενώ αυτοί της Κωνσταντινούπολης στην Αθήνα. Το 1932, αποφασίστηκε η ίδρυση ξεχωριστής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη για τους Ελληνορρύθμους της Τουρκίας, ενώ η δικαιοδοσία του εξάρχου της Αθήνας περιορίστηκε επί της ουνιτικής κοινότητας της Ελλάδας, η οποία έλαβε τον τίτλο Ελληνική Καθολική Εξαρχία. Η Εξαρχία της Τουρκίας ουσιαστικά εξέλιπε, καθώς το 1997 πέθανε ο τελευταίος της κληρικός, χωρίς να αντικατασταθεί, ενώ ο ουνιτικός ναός της Αγίας Τριάδος στην Κωνσταντινούπολη λειτουργείται πλέον από Χαλδαίους Ρωμαιοκαθολικούς (Καθολική Εκκλησία του αρχαίου ανατολικού τυπικού με έδρα το Ιράκ).[εκκρεμεί παραπομπή]

Το 1958, οικοδομήθηκε στην Αθήνα ο ελληνόρρυθμος ναός της Αγίας Τριάδος στην οδό Αχαρνών, ενώ οι αδελφές της Παμμακαρίστου ίδρυσαν τρεις μονές στην Αθήνα και φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως το Νοσοκομείο «Η Παμμακάριστος» (οδός Ιακωβάτων), το ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος» (Νέα Μάκρη) και η Εστία Θεία Πρόνοια (Νέος Κόσμος). Η Ελληνική Καθολική Εξαρχία ανέπτυξε έντονη εκδοτική δραστηριότητα: μεταξύ άλλων εκδίδει την εφημερίδα «Καθολική» και διευθύνει τις «Εκδόσεις του Καλού Τύπου». Με την οικονομική μετανάστευση από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, ένας μεγάλος αριθμός πιστών προερχόμενων κυρίως από την Ουκρανία προστέθηκε στο ποίμνιο της Ελληνικής Καθολικής Εξαρχίας.

Έξαρχοι της Ελληνικής Καθολικής Εξαρχίας Επεξεργασία

  • Γρατιανουπόλεως, Ησαΐας Παπαδόπουλος (1855–1932), (θητεία 1911-1932)
  • Θεοδωρουπόλεως, Γεώργιος Χαλαβαζής (1881-1957), (θητεία 1932 -1957)
  • Γρατιανουπόλεως, Υάκινθος Γαδ (1912-1975), (θητεία 1958 -1975)
  • Γρατιανουπόλεως, Ανάργυρος Πρίντεζης (1937-2012), (θητεία 1975-2008)
  • Γρατιανουπόλεως, Δημήτριος Σαλάχας (1939-2023), (θητεία  2008- 2016)
  • Καρκαβίας, Μανουέλ Νιν (θητεία 2016-).

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Roberson, Ronald G. «The Eastern Catholic Churches 2010» (PDF). Eastern Catholic Churches Statistics. Catholic Near East Welfare Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2011. 
  2. Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας (1830 – 1912), Από τη Γένεση του Νεοελληνικού Κράτους ως την Απελευθέρωση, εκδόσεις Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 56 – 60, 70 – 73
  3. Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας (1830 – 1912), Από τη Γένεση του Νεοελληνικού Κράτους ως την Απελευθέρωση, εκδόσεις Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 78 – 82
  4. Αθανάσιος Α. Αγγελόπουλος, Αι ξέναι Προπαγάνδαι εις την επαρχίαν Πολυανής κατά την περίοδον 1870 - 1912, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), Θεσσαλονίκη 1973, ανατύπωση 1993, σελ. 103
  5. Αθανάσιος Α. Αγγελόπουλος, Αι ξέναι Προπαγάνδαι εις την επαρχίαν Πολυανής κατά την περίοδον 1870 - 1912, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), Θεσσαλονίκη 1973, ανατύπωση 1993, σσ. 103, 104, 105, 106

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία