Η Κοινή άλκα είναι θαλάσσιο, παράκτιο πτηνό της οικογενείας των Αλκιδών, που απαντάται στον βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Alca torda και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[1][2]

Κοινή άλκα
Ενήλικη κοινή άλκα στο αναπαραγωγικό πτέρωμα (υποείδος A. t. islandica)
Ενήλικη κοινή άλκα στο αναπαραγωγικό πτέρωμα (υποείδος A. t. islandica)
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Αλκίδες (Alcidae)
Υποοικογένεια: Αλκίνες (Alcinae) (Leach, 1820)
Γένος: Άλκα (Alca) (Linnaeus, 1758) F
Είδος: A. torda
Διώνυμο
Alca torda (Κοινή άλκα)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Alca torda torda
Alca torda islandica

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού Επεξεργασία

  • Καθοδική ↓[3]

Ονοματολογία Επεξεργασία

Η επιστημονική ονομασία του γένους Alca είναι λατινική και προέρχεται από τις Παλαιές Νορβηγικές λέξεις Alk και Alka για το πουλί αυτό,[4][5] η οποία πιστεύεται ότι μιμείται ένα άλλο κάλεσμα της κοινής άλκας, ένα σκληρό «αρρκ-αρρκ».[6]

Η επιστημονική ονομασία του είδους προσαρμόστηκε από το όνομα της διαλέκτου του Γκότλαντ «Tord» ή «Törd». Στην ηπειρωτική χώρα η κοινή άλκα ονομάζεται tordmule ή turmule. Πάρθηκε από τον Λινναίο στο Γκότλαντ το 1741 (το όνομα αναφέρεται στο ημερολόγιό του).[7]

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις razor (ξυράφι) και bill (ράμφος) και παραπέμπει στο ράμφος του πτηνού.

Συστηματική ταξινόμηση Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο στο Stora Karlsö στη Βαλτική, στο έργο του Systema Naturae, σύμφωνα με το ισχύον διώνυμό του.[8] Ο πλησιέστερος φυλογενετικά συγγενής της κοινής άλκας είναι η μεγάλη άλκα (Pinguinus impennis), που σήμερα έχει εξαφανιστεί. Στενά συγγενικά είδη είναι επίσης ο λεπτόραμφος κέπφος (Uria aalge), ο παγόκεπφος (Uria lomvia) και η μικρή άλκα (Alle alle). Τα 5 αυτά είδη άλκας απαρτίζουν την φυλή Αλκίνες (Alcini).[9]

Εξέλιξη και προϊστορικά είδη Επεξεργασία

Ενώ η κοινή άλκα είναι το μόνο είδος που ζει σήμερα, το γένος Alca είχε μια πολύ μεγαλύτερη ποικιλομορφία κατά το Πλειόκαινο. Ορισμένοι ορνιθολόγοι αισθάνονται επίσης ότι είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η μεγάλη άλκα στο γένος Alca, αντί για το Pinguinus.[10] Ένας αριθμός απολιθωμένων μορφών έχουν βρεθεί είναι τα: Alca "antiqua" , Alca stewarti και Alca ausonia. Όπως είναι γνωστό, το γένος Alca φαίνεται να έχει εξελιχθεί στο δυτικό Βόρειο Ατλαντικό ή τη σημερινή Καραϊβική όπως τα περισσότερα άλλα είδη της φυλής Alcini. Οι πρόγονοί του θα έφτασαν σε αυτά τα ύδατα μέσω του ακόμα ανοικτού Ισθμού του Παναμά κατά τη διάρκεια της Μειόκαινου.[11]

Υποείδη Επεξεργασία

Σήμερα, αναγνωρίζονται από τους περισσότερους ερευνητές 2 υποείδη. Ωστόσο, οι πληθυσμοί του Α. Καναδά, της Δ. Γροιλανδίας, της Νορβηγίας και του Μούρμανσκ περιγράφεται ως φυλή pica, έχοντας μεγαλύτερο αυλάκι στην άνω γνάθο, αλλά αυτό το χαρακτηριστικό τώρα είναι γνωστό ότι σχετίζεται με την ηλικία: γι'αυτό πλέον περιλαμβάνεται στο κυρίως υποείδος (torda). Η προτεινόμενη μορφή britannica (Βρετανία) είναι συνώνυμη με την islandica.

Γεωγραφική κατανομή και βιότοπος Επεξεργασία

Οι κοινές άλκες διανέμονται σε όλο το Βόρειο Ατλαντικό: ο παγκόσμιος πληθυσμός τους εκτιμάται ότι είναι λιγότερο από 1.000.000 αναπαραγωγικά ζεύγη, καθιστώντας τες μεταξύ των σπανιότερων αλκών στον κόσμο.[12]Η μεγαλύτερη αναπαραγωγική αποικία βρίσκεται στην Ισλανδία, όπου φωλιάζει το 60-70% του συνολικού πληθυσμού.[13] Είναι αποκλειστικά είδος του Ατλαντικού, χωρίς να υπάρχει ομόλογό του στο Βόρειο Ειρηνικό. Αναπαράγεται μεταξύ 73 βόρεια βαθμού και 43 βαθμού βόρεια από το Χάντσον Στρέιτ (Hudson Strait) και δυτικά της Γροιλανδίας νότια προς τον Κόλπο του Μέιν, και από την Ισλανδία το Γιαν Μάγεν, τη Μπγιέρνεγια και βορειοδυτικά της Ρωσίας (Λευκή Θάλασσα), νότια της Βρετάνης και της Βαλτικής Θάλασσας.[14]

 
Τυπικός οικότοπος της κοινής άλκας στην Ισλανδία

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι κυρίως κατά μήκος των ακτών στα βόρεια αρκτικά νερά νότια στο Λονγκ Άιλαντ, τις Αζόρες και τη δυτική Μεσόγειο. Αποικίες αναπαραγωγής του είδους μπορεί να βρεθούν σε βραχώδεις ακτές στον Καναδά, το Μέιν, τη Γροιλανδία, την Ισλανδία, το Γιαν Μάγεν, τις Νήσους Φερόε, τη Βρετανία, την Ιρλανδία, τη Βρετάνη, τη Γαλλία, την Ελιγολάνδη, τη Γερμανία, τη Δανία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, Μπγιέρνεγια, τη Χερσόνησο Κόλα και τη Λευκή Θάλασσα.[15]

Αυτά τα πουλιά κατανέμονται σε όλα τα υπο-αρκτικά και αρκτικά νερά του Ατλαντικού. Ευδοκιμούν σε περιοχές με θερμοκρασία στην επιφάνεια του νερού κάτω από 15°C. Αναπαράγονται σε βραχώδης, παράκτιες περιοχές στα ηπειρωτικά βράχια και στα υπεράκτια νησιά του Βόρειου Ατλαντικού, στην ανατολική Βόρεια Αμερική ως το μακρινό νότο ως το Μέιν, και στη Δ Ευρώπη από τη ΒΔ Ρωσία στη Β Γαλλία. Οι αποικίες των κοινών αλκών βρίσκονται σε γκρεμούς και παράκτια νησιά, ανάμεσα σε βράχους ή σε λαγούμια.[16]

  • Συχνά παρατηρούνται με άλλες μεγαλύτερες άλκες, όπως το παγόκεπφο και το λεπτόραμφο κέπφο. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες άλκες, συνήθως κινούνται σε μεγαλύτερες εκβολές ποταμών με χαμηλότερα επίπεδα αλατότητας για να τραφούν.

Οι πιο σημαντικές αποικίες των κοινών αλκών περιλαμβάνουν (βορρά προς νότο):

  • Grímsey, Ισλανδία (66°33' Β)
  • Látrabjarg, Ισλανδία (65°30' Β) - 230.000 ζεύγη, περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού (μέση εκτίμηση του 1990).
  • Runde, Νορβηγία (62°24' Β) - 3.000 ζεύγη
  • Νήσος Stable, Εξωτερικά Νησιά Farne, Ηνωμένο Βασίλειο (55 ° 38 'Β)
  • Ελιγολάνδη, Γερμανία (54°10 Β ) - κοντά στο νότιο όριο στην Ευρώπη, μερικά ζευγάρια μόνο
  • Gannet Νησιά, Καναδάς (53°58 'Β) - 9.800 ζεύγη[12]
  • Νησί Funk, Καναδάς (49°45' Β)
  • Νησί Baccalieu, Καναδάς (48°07' Β)
  • Witless Bay, Καναδάς (47°13' Β)
  • Cape St. Mary, Καναδάς (46°49' Β)
Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Alca torda islandica Ισλανδία, Φερόες, Βρετανία, Ιρλανδία Α μέχρι Ελιγολάνδη και Ν στα νησιά της Μάγχης

μέχρι ΒΔ Γαλλία

Βισκαϊκός Κόλπος, Δ Μεσόγειος, Β Αφρική Περιλαμβάνει το υποείδος britannica
2 Alca torda torda ΒΑ Βόρεια Αμερική, Γροιλανδία και Α μέχρι Μπγιέρνεγια, Νορβηγία, Δανία, περιοχές της Βαλτικής, μέχρι Μούρμανσκ και Λευκή Θάλασσα Β τμήμα της αρκτικά ζώνης του νερού, Ν στο Δ Ατλαντικό στο Λονγκ Άιλαντ (Νέα Υόρκη), ανέμελα στη Νότια Καρολίνα και τη Φλόριντα Το κύριο υποείδος (nominate). Περιλαμβάνει το υποείδος pica

Πηγές:[8][17]

Μεταναστευτική συμπεριφορά Επεξεργασία

Οι κοινές άλκες είναι αυστηρά μεταναστευτικά πτηνά. Διαχειμάζουν κυρίως κοντά στις ακτές της θάλασσας, σε Δ Ατλαντικό Ωκεανό στα ανοιχτά Α της Νέας Γης και Λαμπραντόρ μακριά μέχρι τη Φλαμανδική Ακτή (700 χιλιόμετρα ανοικτής θαλάσσης), εκτός από τη Νέα Σκωτία Ν τακτικά στη Βόρεια Καρολίνα, και κοινή στις Όχθες του Τζορτζ στα ανοικτά της Νέας Αγγλίας. Στον Α Ατλαντικό, οι μετακινήσεις έξω από την εποχή αναπαραγωγής είναι κατά προσέγγιση παρόμοιες με εκείνες του λεπτόραμφου κέπφου, αλλά εκτείνεται μακρύτερα στο Νότο. Συνολικά, οι βόρειοι πληθυσμοί μετακινούνται Ν ή ΝΔ: τα πουλιά της Γροιλανδίας και του Λαμπραντόρ στην υπεράκτια Α Νέα Γη και ΝΔ στο Κόλπο του Μέιν και μακρύτερα νότια, εκείνα που προέρχονται από τη Θάλασσα Μπάρεντς και τη Λευκή Θάλασσα μέχρι το Skagerrak, όπως και τα αναπαραγόμενα άτομα της Βαλτικής. Τα νότια βρετανικά πουλιά πρώτα μετακινούνται προς τη ΝΔ Νορβηγία και τη Βόρεια Θάλασσα (τα μικρά πουλιά αργότερα στο Βισκαϊκό Κόλπο), ενώ αυτά από τη Θάλασσα της Ιρλανδίας μετακινούνται νότια για να διαχειμάσουν στον Βισκαϊκό Κόλπο, τη Δ Μεσόγειο και τη Β Αφρική σε μικρά κοπάδια. [18][19]

Τα περισσότερα πουλιά επιστρέφουν στις αποικίες τους από τα μέσα του Απρίλη μέχρι τις αρχές Μαΐου στο Δ Ατλαντικό, εκτός από τις περιοχές που ο πάγος παραμένει περισσότερο (π.χ. Λαμπραντόρ), και από τις αρχές Μαρτίου έως τα μέσα του Απρίλη στον Α Ατλαντικό, αν και μερικές αποικίες επιστρέφουν από τέλη Φεβρουαρίου ή και νωρίτερα.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Αλγερία, την Αυστρία, την Κροατία, την Τσεχία, την Αίγυπτο, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Μάλτα, τη Μαυριτανία, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία, τη Σλοβενία και την Τυνησία.[3]

Στην Ελλάδα, η κοινή άλκα ουδέποτε έχει παρατηρηθεί, πιθανότατα διότι το ανατολικότερο σημείο εμφάνισής της στην Μεσόγειο είναι το Τυρρηνικό πέλαγος, μέχρι τις βόρειες ακτές της Σικελίας.[16]

Μορφολογία Επεξεργασία

 
Κοντινή φωτογράφιση μιας αναπαραγόμενης κοινής άλκας, όπου φαίνονται καθαρά τα σχέδια του ράμφους
 
Ενήλικη κοινή άλκα στο μη αναπαραγωγικό φτέρωμα

Η κοινή άλκα είναι πτηνό με «σχετικά στρουμπουλό» και στιβαρό παρουσιαστικό, που χαρακτηρίζεται από παχύ ράμφος και κοντές πτέρυγες και μακριά ουρά. Είναι παρόμοια με τα είδη του γένους Uria, αλλά το σώμα και τα φτερά είναι κατά μέσο όρο ελαφρώς μικρότερα, με το κεφάλι και το ράμφος μεγαλύτερο.[8] Επίσης, ένα άλλο διαχωριστικό στοιχείο είναι η μακριά ουρά, η οποία σκεπάζει τα πόδια της κοινής άλκας, ενώ γενικά αυτά προεξέχουν στους κέπφους. Γενικά, δεν εμφανίζεται ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός, με μια μικρή διαφορά στο βάρος και το μήκος της πτέρυγας υπέρ των θηλυκών, τα οποία έχουν μεγαλύτερη ποικιλομορφία.[20] Παρ'όλα αυτά, ο χρωματισμός των δύο φύλων είναι παρόμοιος.

Στο αναπαραγωγικό, το φτέρωμα, πλην των σημείων της κοιλιάς και της κάτω φτερούγας, είναι σχεδόν κατάμαυρο. Υπάρχει λευκή γραμμή κάθετα στην άκρη του ράμφους, καθώς και μία λευκή προσοφθάλμια γραμμή. Το κεφάλι κι ο λαιμός είναι μαύρα. Στο μη αναπαραγωγικό, γενικά διατηρεί τη λευκή γραμμή του ράμφους αλλά όχι τη προσοφθάλμια. Ο λαιμός, οι πλευρές του αυχένα και ο κρόταφος είναι λευκά,[21] και στη περιοχή του λαιμού σχηματίζεται ένα ημικολάρο από το μαύρο που παρέμεινε.

Τα κάτω μέρη, συμπεριλαμβανομένων και του κάτω μέρους των φτερών, είναι πάντοτε λευκά. Το πάνω μέρος είναι μαυριδερό, πάντα πιο μαύρο από τα είδη του γένους Uria, αλλά η διαφορά είναι μικρή στον απώτερο Βορρά. Ο λαιμός είναι δυνατός, έχει μακριά και μυτερή ουρά και πάντα μικρότερο μέγεθος από κέπφο στις θέσεις αναπαραγωγής (η διαφορά δεν είναι τόσο εμφανής σε Βρετανία και Γαλλία).[16] Αυτό το είδος έχει μια οριζόντια στάση και τα φτερά της ουράς είναι ελαφρώς μεγαλύτερα στο κέντρο σε σύγκριση με άλλες άλκες. Αυτό κάνει τη κοινή άλκα να έχει σαφώς μακριά ουρά που δεν είναι κοινή για τις άλκες.

Το ράμφος του είναι χαρακτηριστικό βαθύ, στρογγυλεμένο, μαύρο με λευκές γραμμές, πλευρικά συμπιεσμένο κι έχει αμβλύ άκρο. Είναι μεγάλο για μια άλκα και το μέσο βάρος του κυμαίνεται από 505 έως 890 γραμμάρια.[22] Το χρώμα του είναι ασημί μαύρο και υπάρχει σε όλα τα στάδια της ηλικίας του πτηνού. Το σχήμα του ράμφους είναι συχνά αναπάντεχα δυσδιάκριτο αν παρατηρούμε τα πουλιά από μακριά σε πτήση. Οι ακριβείς αναλογίες του ράμφους αλλάζουν με την ηλικία του πτηνού. Σε ένα ανώριμο άτομο, το ράμφος έχει φθάσει στο πλήρες μήκος του, αλλά δεν είναι τόσο πλατύ όσο αυτό ενός ενήλικα. Με τον καιρό το ράμφος «βαθαίνει», η μέση άνω ραχιαία γραμμή (culmen) «παχαίνει», ενώ μία ή περισσότερες αυλακώσεις σχηματίζονται στο εμπρόσθιο τμήμα του ράμφους.

Τα νεαρά άτομα είναι παρόμοια με τα ενήλικα στο πτέρωμα. Οι μόνες διαφορές συναντώνται στο σχήμα του ράμφους και στις λευκές γραμμές του ράμφους και του προσοφθάλμιου, όπου δεν υπάρχουν σχεδόν ποτέ στο νεαρό. Στον πρώτο του χειμώνα, το νεαρό δεν έχει τη λευκή γραμμή του ράμφους, αλλά συχνά έχει το ίχνος της προσοφθάλμιας. Το ράμφος του είναι πολύ πιο αδύνατο -όχι τόσο αμβλύ- και πιο μυτερό από του ενήλικου. Έχει τουλάχιστον μια μικρή λευκή μουντζούρα πίσω από τα μάτια στα καλυπτήρια των αυτιών.

Βιομετρικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Μήκος σώματος: 38 έως 43 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 60 έως 69 εκατοστά
  • Μήκος έκτασης πτέρυγας: ♂ 18,2 έως 20,6 εκατοστά, ♀ 18,3 έως 210 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: ♂ 36,7 έως 44 εκατοστά, ♀ 35,2 έως 44,2 εκατοστά
  • Βάθος ράμφους: ♂ 19,3 έως 22,6 εκατοστά ,♀ 18,4 έως 22,6 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 530 έως 720 γραμμάρια, ♀ 505 έως 730 γραμμάρια

(Πηγές:[16][21][23][24])

Τροφή και θήρευση Επεξεργασία

 
Οι ρέγγες αποτελούν μία από τις κύριες λείες της κοινής άλκας (φαίνεται και ο τρόπος που σταθεροποιείται το θήραμα στο ράμφος)

Σε γενικές γραμμές, οι ενήλικες κοινές άλκες κυρίως τρέφονται με τα μέσα του νερού κοπάδια ψαριών: καπελάνους, αμμοδυτίδες (Ammodytes spp.), ρέγγες (Clupea harengus), σαρδελόρεγγες (Sprattus sprattus), και νεαρούς γάδους. Ωστόσο, τα είδη των ψαριών ποικίλλουν σε περιφερειακό επίπεδο. Οι ενήλικες κοινές άλκες που διαχειμάζουν ανοικτά της Νέας Γης τρέφονται κυρίως με καρκινοειδή. Στο Λαμπραντόρ η διατροφή των ενηλίκων ατόμων στην αρχή της σεζόν αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από καπελάνους, αλλά μετά την εκκόλαψη των νεοσσών ο ενήλικος παίρνει μόνο μερικούς καπελάνους, αλλά μεγάλο αριθμό μικρών σκαλπινών του γένους Myxocephalus και κριλ (βλ. και Αναπαραγωγή [για τους νεοσσούς]).[15][18]

Όταν ψαρεύει, κολυμπά υποβρύχια χρησιμοποιώντας τις μισοανοιγμένες πτέρυγες σαν κουπιά και τα πόδια της σαν πηδάλιο ώστε να ωθήσουν τον εαυτό τους προς το θήραμα. Κινείται γρήγορα, μπορεί να φθάσει σε σημαντικά βάθη και να παραμείνει βυθισμένη συνήθως μέχρι 5-20 λεπτά της ώρας, ενώ σπάνια μπορούν να αντέξουν μέχρι 30 λεπτά της ώρας. Επίσης έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο του κλεπτοπαρασιτισμού (kleptoparasitism) στο είδος, όπου οι κοινές άλκες έκλεβαν τη λεία άλλων πουλιών όπως φρατέρκουλες ή άλλών αλκών.[25]

Τα περισσότερα από τα θηράματα συλλαμβάνονται μέχρι 25 μ. από την επιφάνεια του νερού, αλλά έχουν την ικανότητα να καταδύονται σε βάθος μέχρι 120 μέτρων κάτω από την επιφάνεια.[26] Κατά τη διάρκεια μιας και μόνο βουτιάς ένα άτομο μπορεί να συλλάβει και να καταπιεί πολλά ψάρια, ανάλογα με το μέγεθός τους. Οι κοινές άλκες δαπανούν περίπου το 44% του χρόνου τους αναζήτηση τροφής στη θάλασσα.[27]

  • Μία πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι η διατροφή των κοινών αλκών επηρεάζεται από τις τοπικές και περιφερειακές περιβαλλοντικές συνθήκες στο θαλάσσιο περιβάλλον.[13]

Ηθολογία Επεξεργασία

Η χαρακτηριστική ιστορία της ζωής της κοινής άλκας είναι παρόμοια με εκείνη του λεπτόραμφου κέφου. Ωστόσο, οι κοινές άλκες είναι ελαφρώς πιο ευέλικτες. Είναι επιδέξιος δύτης που η ίδια προωθεί μέσα στο νερό με τα φτερά της. Είναι σε θέση να καταδυθεί σε βάθος 120 μέτρων, αλλά κυρίως τρέφεται πιο κοντά στην επιφάνεια. Ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στη θάλασσα, μόλις φτάνουν στην ακτή για να αναπαραχθούν. Το είδος αυτό έχει περιγραφεί ως παράκτιο κι όχι πελαγικό,[28] και τα πουλιά τείνουν να συγκεντρώνονται σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από την ακτή.[28][29]

 
Μικρή αποικία αποτελούμενοι από κοινές άλκες, θαλασσοκόρακες και έναν λεπτόραμφο κέπφο (διακεκριμένη φωτογραφία)

Οι κοινές άλκες είναι δύτες εμπειρογνώμονας που χρησιμοποιούν τα φτερά τους για να κολυμπήσει υποβρύχια. Η πλειοψηφία των καταδύσεων αποτελούνται από καταδύσεις σε σχήμα V στις οποίες οι κοινές άλκες κατεβαίνουν σε ένα μέγιστο βάθος και στη συνέχεια ξεκινάνε με αύξουσα σειρά. Οι περισσότερες καταδύσεις αποτελούνται από ασταμάτητες προς τα κάτω και ανοδικές κινήσεις σε βάθη σπάνια μεγαλύτερο από 35 μ., και ποτέ δεν υπερβαίνουν τα 43 μέτρα. Η μέση διάρκεια κατάδυσης των πουλιών που τρέφονται από τη Νήσο του Μαΐου, στη Σκωτία, ήταν 35 δευτερόλεπτα, υπονοώντας, ακόμη και σε μια υποβρύχια ταχύτητα 1.5 μ./δευτερόλεπτο, με μέσο μέγιστο βάθος σίτισης περίπου 25 μ.

Στο νερό και κατά την πτήση οι κοινές άλκες φαίνεται να είναι πιο ευέλικτη από ότι άλλες άλκες. Στη ξηρά συνήθως στέκονται στους ταρσούς και «σέρνονται» με τα πόδια, διατηρώντας μια κάπως παράλληλη οριζόντια στάση.

Για τις κοινές άλκες ο αμοιβαίος αλληλοκαθαρισμός με τα ράμφη μεταξύ των ζευγαριών είναι κοινός. Είναι μια ευρέως διαδεδομένη τελετουργική μορφή αγωνιστικής συμπεριφοράς. Συνήθως απευθύνεται στο κεφάλι και το λαιμό και στις μάχες. Μερικές φορές μπορεί να διαρκέσει έως και 6-7 λεπτά. Αρκετές σχετικές συμπεριφορές περιλαμβάνουν σηματοδότηση με το ράμφος: κροτάλισμα, στο οποίο οι γνάθοι χτυπιούνται μεταξύ τους, καθώς το κεφάλι κουνιέται αργά από πλευρά σε πλευρά: δόνηση του ράμφους, όπου το κεφάλι πέφτει πίσω και κάτω γνάθος δονείται.[30]

Φωνή Επεξεργασία

Η κοινή άλκα είναι κυρίως σιωπηλό, ωστόσο ένα πολύ βαρύ, σαν τρίξιμο, «ουρρρ» παράγεται από τα αναπαραγόμενα άτομα.[16]

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

 
Δύο κοινές άλκες ζευγαρώνουν στη Νορβηγία

Οι κοινές άλκες αναπαράγονται μόνο σε ηλικία 3-5 ετών. Όταν τα ζευγάρια μεγαλώνουν θα παραλείψουν περιστασιακά ένα χρόνο αναπαραγωγής. Ένα αναπαραγωγικό ζευγάρι θα φλερτάρει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου για να ενισχύσει το δεσμό του.[22] Οι ομαδικές ερωτοτροπίες περιλαμβάνουν επαφές μεταξύ ραμφών και ακολουθεί το ένα το άλλο σε περίτεχνα σχέδια πτήσης. Μόλις αρχίσει η περίοδος πριν από την γέννηση των αυγών, τα αρσενικά φυλάνε συνεχώς τους συντρόφους τους χτυπώντας τα άλλα αρσενικά μακριά μαζί με τα ράμφη τους.

Τα πουλιά είναι συνήθως μονογαμικά. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής, και τα αρσενικά και τα θηλυκά προστατεύουν τη φωλιά. Τα θηλυκά επιλέγουν τον σύντροφο τους και ενθαρρύνουν συχνά τον ανταγωνισμό μεταξύ των αρσενικών πριν από την επιλογή του ταιριού.[31] Μόλις ένα αρσενικό επιλεχθεί, το ζευγάρι θα μείνει μαζί για τη υπόλοιπη ζωή του.Το ζευγάρι ζευγαρώνει μέχρι 80 φορές σε μια περίοδο 30 ημερών ώστε να εξασφαλιστεί η γονιμοποίηση.[32] Τα θηλυκά μερικές φορές ενθαρρύνουν άλλα αρσενικά για να συμμετάσχουν στη συνουσία για να εξασφαλιστεί η επιτυχής γονιμότητα.[31]

Η θέση φωλιάσματος είναι πολύ σημαντική για τα πουλιά ώστε να διασφαλίσουν την προστασία των νεαρών από τα αρπακτικά ζώα. Σε αντίθεση με τους κέπφους, οι θέσεις φωλιάσματος δεν είναι άμεσα παράλληλα στη θάλασσα στις ανοικτές προεξοχές των βράχων, αλλά τουλάχιστον 10 εκ. μακριά, σε σχισμές βράχων ή ανάμεσα σε βράχους. Οι φωλιές συνήθως περιορίζονται ανάμεσα στα βράχια ή ελαφρώς πιο ανοιχτά. Ορισμένες περιοχές είναι κατά μήκος προεξοχές, ωστόσο, τοποθεσίες ρωγμή φαίνεται να είναι πιο επιτυχής λόγω της μειωμένης θήρευσης.[33] Επίσης, μπορεί να φωλιάσει και σε πιο προσιτές βραχώδεις ακτές και νησίδες αν δεν ενοχλείται.

Το αναπαραγωγικό ζευγάρι θα επαναχρησιμοποιεί συχνά την ίδια περιοχή κάθε χρόνο.[34][13] Δεδομένου ότι οι νεοσσοί δεν έχουν την ικανότητα να πετούν, οι φωλιές κοντά στη θάλασσα παρέχουν εύκολη πρόσβαση όταν εγκαταλείπουν την αποικία. Γενικά οι κοινές άλκες δεν χτίσουν μια φωλιά: Ωστόσο, ορισμένα ζευγάρια συχνά χρησιμοποιούν τα ράμφη τους για να σύρουν τα υλικά πάνω στα οποία γεννούν τα αυγά τους.[35]

Η περίοδος αναπαραγωγής ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή, με τον ταχύτερο σε ακραίες νότιες περιοχές της κατανομής της, π.χ. στην Ουαλία από τις αρχές Μαΐου: αργότερα σε υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη, όπου τα νερά είναι ψυχρότερα, π.χ. στη Νήσο Stable η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει από Μάιο έως τα μέσα Ιουλίου, και στο Látrabjarg, στην Ισλανδία βρίσκεται μεταξύ Ιουνίου - Ιουλίου.[36]

Τα θηλυκά γεννούν ένα αυγό ανά έτος. Το αυγό είναι ένα ωοειδές-πυραμιδοειδές σχήμα, στο χρώμα του εδάφους και έχει σκούρες καφέ κηλίδες. Έχει συνήθως άμεση επαφή με το γυμνό βράχο, αλλά οι γονείς συλλέγουν μικρές πέτρες, αποξηραμένα ρίψη, λειχήνες ή άλλα κομμάτια βλάστησης από το άμεσο περιβάλλοντα χώρο και τα τοποθετούν όπου θα τοποθετηθεί το αυγό. Η επώαση λαμβάνει χώρα συνήθως 48 ώρες μετά την τοποθέτηση του αυγού. Τα θηλυκά και τα αρσενικά παίρνουν μέρος στην επώαση των αυγών αρκετές φορές την ημέρα για συνολικά περίπου 35 ημέρες πριν γίνει εκκόλαψη. Οι νεοσσοί της κοινής άλκας είναι ημι-φωελόφυγοι.[37] Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ημερών μετά την εκκόλαψη, ο νεοσσός περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του κάτω από το φτερό του γονέα. Υπάρχει πάντα ένας γονιός στο χώρο της φωλιάς, ενώ ο άλλος πηγαίνει στη θάλασσα για να συλλέξει την τροφή για το νεοσσό. Οι νεοσσοί πτερώνονται (fledge) 10 ημέρες μετά την εκκόλαψη. Μετά από 17-23 ημέρες ο αρσενικός γονέας συνοδεύει το νεοσσό στη θάλασσα.

 
Νεοσσός κοινής άλκας κοντά στη φωλιά

Οι γονείς συνήθως φέρνουν ένα έως έξι ψάρια σε ένα γεύμα με υψηλή παράδοση της τροφής στην αυγή και μειωμένη στις 4 ώρες πριν νυχτώσει.[22] Μόνο περιστασιακά φέρνουν έως 20 ψάρια. Ωστόσο, ο αριθμός των ψαριών που ασκήθηκε σε ένα γεύμα μειώνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος τους. Οι γονείς κρατάνε τα ψάρια σταυρωτά στο ράμφος τους για να ταΐσουν τους νεοσσούς. Το μέσο μήκος των ψαριών για στους νεοσσούς ποικίλλει στις διαφορετικές περιοχές. Οι αμμοδυτίδες που δόθηκαν στους νεοσσούς στις αποικίες της Ιρλανδικής Θάλασσας ήταν 53-79 χιλιοστά, ακόμη, στο Λαμπραντόρ ήταν 137 χιλιοστά. Η διατροφή των νεαρών κοινών αλκών μετά απομάκρυνσή τους από η αποικία δεν είναι γνωστή.[15] Τα θηλυκά τροφοδοτούν γενικά τους νεοσσούς τους πιο συχνά από τα αρσενικά.[27] Μπορούν επίσης να πετάξει πάνω από 100 χιλιόμετρα στη θάλασσα για να τραφούν κατά τη διάρκεια της επώασης των αυγών, αλλά όταν τροφοδοτούν τους νεοσσούς, αναζητούν τροφή πιο κοντά στις περιοχές ωοτοκίας, περίπου 12 χιλιόμετρα μακριά, και συχνά σε πιο ρηχά νερά.[36]

Θηρευτές Επεξεργασία

Οι ενήλικες κοινές άλκες έχουν πολλούς θηρευτές οι οποίοι περιλαμβάνουν: πολικές αρκούδες, γιγαντόγλαρους (Larus marinus), πετρίτες, κοράκια, κουρούνες και κάργιες. Οι γενικοί θηρευτές των αυγών τους είναι οι γλάροι και τα κοράκια. Η καλύτερη ευκαιρία για μια ενήλικη κοινή άλκα να αποφύγει την επίθεση είναι η κατάδυση. Οι αρκτικές αλεπούδες μπορούν επίσης να είναι προγενέστερες σημαντικό αριθμό των ενηλίκων, τα αυγά και τους νεοσσούς σε μερικά χρόνια.[13] Οι νεοσσοί κινδυνεύουν κυρίως από τους γλάρους, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πτέρωσης, κυρίως επειδή αυτή γίνεται ασύγχρονα, είτε αρκετά νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, και δεν έχουν την ικανότητα να προστατευτούν.

Οι κοινές άλκες παρέχουν σχετικά μεγάλη θρεπτικά αυγά, υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, έχουν μεγαλύτερους κρόκους από εκείνα των περισσότερων επίγειων πουλιών, ως εκ τούτου, είναι εύκολο στόχαστρο της κόκκινης αλεπούς, του κορακιού και άλλων αρπακτικών.[30]

Απειλές Επεξεργασία

Το είδος αυτό απειλείται από τις τρέχουσες και τις μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένων των ακραίων θερμοκρασιών, της ανόδου της θερμοκρασίας της θάλασσας και τις αλλαγές και μειώσεις στη διαθεσιμότητα των θηραμάτων.[38] Η μείωση των αποθεμάτων των χελιών της άμμου γύρω από την Ισλανδία θεωρείται ότι συνέβαλαν στην ταχύτατη μείωση του πληθυσμού των κοινών αλκών στη νήσο.[39] Το είδος είναι ευάλωτο στις ακραίες καιρικές συνθήκες, με τις σοβαρές χειμερινές καταιγίδες να προκαλούν τη θνησιμότητα μεγάλης κλίμακας σε όλη την ΒΔ Ευρώπη κατά το παρελθόν.[40]

 
Κοινή άλκα εν πτήσει

Ως επιδέξιος δύτης το είδος βρίσκεται σε κίνδυνο από την αλίευση τους σε απλωμένα και παρασυρόμενα δίχτυα, με την αλιεία με απλωμένα δίχτυα στη Βόρεια και τη Βαλτική Θάλασσα να είναι γνωστή για το πιάσιμο σημαντικών αριθμών.[41][42] Η υπεραλίευση σημαντικών ειδών αρπακτικών στον Κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου, ανατολικά της Νέας Γης και το Γκραντ Μπανκς (Grand Banks), το Τζορτζ Μπανκ (Georges Bank), της Βόρειας Θάλασσας και της Θάλασσας του Μπάρεντς είναι επίσης μια απειλή.[18] Καθώς το είδος περνά μεγάλο μέρος της ζωής του στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι ευάλωτο τόσο στις χρόνιες ρυπάνσεις από το πετρέλαιο όσο και από τις πετρελαιοκηλίδες. Οι υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως τα αιολικά πάρκα είναι επίσης πιθανό να αποτελέσουν απειλή για το είδος αυτό, μεταξύ άλλων μέσω της μετατόπισης των ενδιαιτημάτων[43] και των σύγκρουσεων, αν και ο κίνδυνος της σύγκρουσης θεωρείται σήμερα χαμηλός.[44] Η όχληση από τις θαλάσσιες οδούς και τις θαλάσσιες κατασκευές που συμβαίνουν στις παράκτιες και υπεράκτιες περιοχές με υψηλή ανθρώπινη παρουσία, και η υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων στη θάλασσα από την εξόρυξη αδρανών υλικών απειλεί επίσης το είδος αυτό.

Στη γη κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής του είδους εκτίθεται στα εισαχθέντα αρπακτικά θηλαστικά (π.χ. ποντίκια, γάτες, αμερικανικά βιζόν Neovison vison), τα οποία θα μπορούσαν να αυξήσουν τη σοβαρότητα, όπως η αλλαγή του κλίματος επιτρέπει βόρεια μετακίνησή τους. Το είδος είναι επίσης ευάλωτο στις παρεμβολές από τις ψυχαγωγικές και τουριστικές δραστηριότητες. Το ανεξέλεγκτο κυνήγι στο Λαμπραντόρ, το Κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου, τη Νέα Γη, τη Γροιλανδία, τις Νήσους Φερόε και τη Νορβηγία αποτελεί κύρια απειλή.[45]

Κατάσταση πληθυσμού Επεξεργασία

 
Κοινή άλκα στο Νορθάμπερλαντ

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι κοινές άλκες συλλέγονταν για τα αυγά, το κρέας και τα φτερά τους. Αυτό μείωσε σημαντικά τον παγκόσμιο πληθυσμό της. Το 1917, τελικά προστατεύτηκε από τη «Migratory Bird Treaty Act» η οποία μείωσε το κυνήγι της.[22] Αυτό το είδος έχει μια ευρεία εξάπλωση, με εκτιμώμενη παγκόσμια έκταση 1-10 εκατομμυρίων τ/χλμ. Ο ολικός παγκόσμιος πληθυσμός του είδους εκτιμάται στα 1.500.000 άτομα.[46] Παρά το γεγονός ότι ένα μέρος του πληθυσμού αυξάνεται στην Ευρώπη, μια πρόσφατη απότομη πτώση παρατηρήθηκε στην Ισλανδία (όπου βρίσκεται πάνω από το 60% του πληθυσμού της Ευρώπης) από το 2005.[47] Δύο εμπεριστατωμένες έρευνες του είδους στην Ισλανδία δείχνουν ότι ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 18% μεταξύ του 1983-1986 [48]και το 2005-2009[39] από τα 378.000 ζεύγη στα 313.000 ζεύγη. Ωστόσο, πιο συχνή παρακολούθηση ενός υποσυνόλου των αποικιών (ανά πενταετία) μεταξύ του 1985 και του 2005 προτείνει τη μείωση του πληθυσμού μόνο ξεκίνησε το 2005 και πριν από αυτό ο πληθυσμός ήταν σταθερός, αποδεικνύοντας ότι η πτώση ήταν πολύ πιο γρήγορη. Η απόδειξη της πολύ ταχείας μείωσης του ισλανδικού πληθυσμού υποστηρίζεται από τα δεδομένα από τη μεγαλύτερη αποικία του είδους αυτού στον κόσμο, το Látrabjarg, όπου ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 45% σε μόλις τρία χρόνια (160.000 ζεύγη το 2006 σε 89.000 ζεύγη το 2009).[49] Η μείωση του 2005 συνέβη περίπου την ίδια περίοδο που τα αποθέματα των χελιών της άμμου μειώθηκαν γύρω από την Ισλανδία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η έλλειψη τροφής μπορεί να έχει επηρεάσει την πτώση. Ως αποτέλεσμα της μείωσης που έχει αναφερθεί στην Ισλανδία, τα εκτιμώμενα και προβλεπόμενα ποσοστά της μείωσης του ευρωπαϊκού μεγέθους του πληθυσμού κατά την περίοδο 2005-2046 (τρεις γενιές) είναι 25-30%.

Η τάση του πληθυσμού αυξάνεται στη Βόρεια Αμερική (με βάση τα δεδομένα BBS/CBC[50]). Η Ευρώπη θεωρείται ότι κατέχει περίπου το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού, με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις του πληθυσμού.[19][51] Έτσι, το Ευρωπαϊκό μείωση είναι παγκόσμιας σημασίας.

Οι παγκόσμιες τάσεις του πληθυσμού δεν έχουν πιστοποιηθεί: υπάρχουν ενδείξεις μείωσης του πληθυσμού,[46] αλλά το είδος δεν πιστεύεται να προσεγγίζει τα κατώτατα όρια για το κριτήριο της μείωσης του πληθυσμού της Κόκκινο Κατάλογο της IUCN (δηλαδή θα μειωθεί περισσότερο από 30% σε δέκα χρόνια ή τρεις γενιές). Έτσι, λόγω της χαμηλής τάσης του πληθυσμού του και των προαναφερθέντων απειλών, το είδος έφυγε από την κατηγορία «Ελάχιστης Ανησυχίας» (LC) και πήγε στην κατηγορία «Προ απειλής» (ΝΤ).[3][52]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Howard and Moore, p. 156
  2. https://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=176971#null
  3. 3,0 3,1 3,2 http://www.iucnredlist.org/details/22694852/0
  4. Björn Bergenholtz in litt.
  5. http://www.hbw.com/dictionary/definition/alca
  6. Greenoak, 1979
  7. Tommy Tyrberg in litt.
  8. 8,0 8,1 8,2 http://www.hbw.com/ibc/species/razorbill-alca-torda
  9. Friesen, Baker & Piatt, 1996
  10. Fuller, 1999
  11. Bédard, 1985
  12. 12,0 12,1 Chapdelaine et al, 2001
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Lavers, 2009
  14. http://animaldiversity.org/accounts/Alca_torda/
  15. 15,0 15,1 15,2 Nettleship & Birkhead, 1985
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 Mullarney et al, p. 210
  17. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EL&avibaseid=64F4DD81371B269F
  18. 18,0 18,1 18,2 Nettleship, 1996
  19. 19,0 19,1 Merne & Mitchell, 2004
  20. Wagner, 1999
  21. 21,0 21,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2017. 
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 Conder, 1950
  23. Mullarney et al, 1999
  24. http://www.avibirds.com/pdf/A/Alk1.pdf[νεκρός σύνδεσμος]
  25. http://www.audubon.org/field-guide/bird/razorbill
  26. Piatt, 1985
  27. 27,0 27,1 Thaxter et al, 2009
  28. 28,0 28,1 Huettman et al, 2005
  29. BirdLife International, 2000
  30. 30,0 30,1 Gaston & Jones, 1998
  31. 31,0 31,1 Wagner, 1991
  32. Wagner, 1992
  33. Plumb, 1965
  34. Harris, 1989
  35. Williams, 1971
  36. 36,0 36,1 Lilliendahl et al, 2003
  37. Ralph et al, 1995
  38. Sandvik et al, 2005
  39. 39,0 39,1 Gardarsson et al. in press
  40. Underwood & Stowe, 1984
  41. Žydelis et al, 2009, 2013
  42. Skov et al, 2011
  43. Furness et al, 2013
  44. Bradbury et al, 2014
  45. Thorup et al, 2014
  46. 46,0 46,1 del Hoyo et al. 1996
  47. BirdLife International, 2015
  48. Gardarsson, 1995
  49. G. Gudmundsson in litt. 2015
  50. Butcher & Niven, 2007
  51. Berglund & Hentati-Sundberg, 2014
  52. Birdlife.org

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • del Hoyo, J., Elliott, A., and Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2015 (2η έκδοση)
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Collins Bird Guide. HarperCollins Publishers Ltd, London, 1999.
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Nettleship, D.N. 1996. Razorbill (Alca torda). In: J. del Hoyo, A. Elliott, J. Sargatal, D.A. Christie, and E. de Juana (eds), Handbook of the Birds of the World Alive, Lynx Edicions, Barcelona.

Πηγές Επεξεργασία

  • Bédard, J. (1985). Nettleship, David N.; Birkhead, Tim R., eds. Evolution and characteristics of the Atlantic Alcidae. The Atlantic Alcidae. London: Academic Press. pp. 6–19. ISBN 0-12-515671-5.
  • Berglund, P.A. and Hentati-Sundberg, J. 2014. Arctic Seabirds Breeding in the African-Eurasian Waterbird Agreement (AEWA) Area: Status and Trends 2014. AEWA Conservation Status Report (CSR6) background report.
  • BirdLife International. 2000. The Development of Boundary Selection Criteria for the Extension of Breeding Seabird Special Protection Areas into the Marine Environment. OSPAR Convention for the Protection of the Marine Environment of the North-East Atlantic. Vlissingen (Flushing).
  • BirdLife International. 2015. European Red List of Birds. Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg.
  • Birkhead, T., D. Nettleship. 1985. The Atlantic Alcidae. London: Academic Press Inc..
  • Bradbury, G., Trinder, M., Furness, B., Banks, A.N., Caldow, R.W.G. and Hume, D. 2014. Mapping Seabird Sensitivity to Offshore Wind Farms. PLoS ONE 9(9): e106366.
  • Chapdelaine, G.; Diamond, A.W.; Elliot, R.D.; Robertson, G.J. (2001). "Status and population trends of the Razorbill in eastern North America". Occasional Paper (105). Canadian Wildlife Service.
  • Conder, P.J. (1950). "On the courtship and social displays of three species of auk". British Birds. 43: 65–69.
  • Friesen, V.L.; Baker, A.J.; Piatt, J.F. (1996). "Phylogenetic relationships within the Alcidae (Charadriiformes: Aves) inferred using total molecular evidence". Molecular Biology and Evolution. 13: 359–367. doi:10.1093/oxfordjournals.molbev.a025595.
  • Fuller, Errol (1999). The Great Auk (Illustrated ed.). Southborough, Kent, UK: Privately Published. p. 401. ISBN 0-9533553-0-6.
  • Furness, R.W., Wade, H.M. and Masden, E.A. 2013. Assessing Vulnerability of Marine Bird Populations to Offshore Wind Farms. Journal of Environmental Management 119: 56-66.
  • Gardarsson, A. 1995. Number and distribution of Common Murre Uria aalge, Thick-billed Murre U. lomvia and Razorbill Alca torda in Iceland. Bliki 16: 47-65.
  • Gardarsson, A., Gudmundsson, G.A. and Lilliendahl, K. in press. The numbers of large auks on the cliffs of Iceland in 2006-2008. Bliki 33 (in press).
  • Gaston, A., I. Jones. 1998. The Auks. New York: Oxford Univresity Press Inc..
  • Greenoak, F. (1979) All the birds of the air; the names, lore and literature of British birds. Book Club Associates, London.
  • Harris, M.P.; Wanless, S. (1989). "The breeding biology of Razorbills Alca torda on the Isle of May". Bird Study. 36 (2): 105–114. doi:10.1080/00063658909477012.
  • Huettman, F., Diamond, A.W., Dalzell, B. and Macintosh, K. 2005. Winter distribution, ecology and movements of razorbills Alca torda and other auks in the outer Bay of Fundy, eastern Canada. Marine Ornithology 33: 161-171.
  • IUCN. 2016. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 26 February 2017).
  • Lavers, J.L.; Hipfner, M.J.; Chapdelaine, G.C. (2009). The Birds of North America. 16. Philadelphia, PA: The Birds of North America, Inc.
  • Lilliendahl, K.; Solmundsson, J.; Gudmundsson, G.A.; Taylor, L. (2003). "Can surveillance radar be used to monitor the foraging distribution of colonially breeding alcids?". Condor (in English and Spanish). 105 (1): 145–150. doi:10.1650/0010-5422(2003)105[145:CSRBUT]2.0.CO;2.
  • Merne, O.J. and Mitchell, P.I. 2004. Razorbill Alca torda. In: Mitchell, P.I., Newton, S.F., Ratcliffe, N. and Dunn, T.E. (eds), Seabird populations of Britain and Ireland, Poyser, London.
  • Ralph, C. John; Hunt, Jr., George L.; Raphael, Martin G.; Piatt, John F., eds. (1995). "Ecology and Conservation of the Marbled Murrelet". PSW-152. Albany, California: USDA Forest Service.
  • Piatt, J.F.; Nettleship, D.N. (1985). "Diving depths of four alcids". The Auk. 102 (2): 293–297. doi:10.2307/4086771.
  • Plumb, W.J. (1965). "Observations on the breeding biology of the Razorbill" Αρχειοθετήθηκε 2015-07-16 στο Wayback Machine. (PDF). British Birds. 58 (11): 449–456.
  • Sandvik, H., Erikstad, K.E., Barrett, R.T. and Yoccoz, N.G. 2005. The effect of climate on adult survival in five species of North Atlantic seabirds. Journal of Animal Ecology 74(5): 817-831.
  • Skov, H; Heinänen, S.; Žydelis, R.; Bellebaum, J.; Bzoma, S.; Dagys, M.; Durinck, J.; Garthe, S.; Grishanov, G.; Hario, M.; Kieckbusch, J.J.; Kube, J.; Kuresoo, A.; Larsson, K.; Luigujoe, L.; Meissner, W.; Nehls, H.W.; Nilsson, L.; Petersen, I.K.; Roos, M.M.; Pihl, S.; Sonntag, N.; Stock, A.; Stipniece, A.; Wahl, J. 2011. Waterbird Populations and Pressures in the Baltic Sea. Nordic Council of Ministers, Copenhagen.
  • Thaxter, Chris B.; Daunt, Francis; Hamer, Keith C.; Watanuki, Yutaka; Harris, Mike P.; Grémillet, David; Peters, Gerrit; Wanless, Sarah (2009). "Sex-specific food provisioning in a monomorphic seabird, the common guillemot Uria aalge: nest defence, foraging efficiency or parental effort?". Journal of Avian Biology. 40 (1): 75–84. doi:10.1111/j.1600-048x.2008.04507.x.
  • Thorup, S.H., Jensen, J-K., Petersen, K.T. and Kasper, D.B. 2014. Færøsk Trækfugleatlas. The Faroese Bird Migration Atlas. Faroe University Press, Tórshavn.
  • Underwood, L.A. and Stowe, T.J. 1984. Massive wreck of seabirds in eastern Britain, 1983. Bird Study 31(2): 79-88.
  • Wagner, R.H. (1991). "Evidence that female Razorbills control extra pair copulations". Behaviour. BRILL. 118 (3/4): 157–169. doi:10.1163/156853991X00265. JSTOR 4534962.
  • Wagner, R.H. (1992). "Confidence of paternity and parental effort in razorbills". The Auk. American Ornithologists' Union. 109 (3): 556–562. JSTOR 4088369.
  • Wagner, R. April 1999. Sexual size dimorphism and assortative mating in Razorbills. The Auk, Vol. 116 Issue. 2: 542-544.
  • Williams, A.J. (1971). "Laying and nest-building behavior in the larger auks (Aves, Alcidae)". Astarte. 4: 61–67.
  • Žydelis, R.; Small, C.; French, G. 2013. The incidental catch of seabirds in gillnet fisheries: A global review. Biological Conservation 162: 76-88.
 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Razorbill της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).